Ελεύθερες Συλλογικές Διαπραγματεύσεις Δικαίωμα και Υποχρέωση του Παναγιώτη Μάμμου Επίτιμου Δ/ντή Υπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης τ. Διαιτητή Ο.ΜΕ.Δ. 1. Νομοθετικό πλαίσιο και φραγμοί. 2. Εταιρική κοινωνική σχέση - Περιορισμός ή διεύρυνση. 3. Θετική συνδικαλιστική δράση και αποτελέσματα. 4. Συνταγματική αρχή και αυξομείωση της παρεμβατικής εξουσίας του νόμου. 1. Νομοθετικό πλαίσιο Επισήμως και νομίμως εισήχθη το πλαίσιο της ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης το 1955 με τον ν. 3239 και ακολούθως σε συνάρτηση με το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος 1975 το Κράτος ελαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα προς διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ακώλυτη άσκηση των συναφών προς αυτή δικαιωμάτων κατά πάσης προσβολής αυτών εντός των ορίων του νόμου. Το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων να αυτοδιοικούνται και να δρουν ελεύθερα παρέχει τη δυνατότητα να κηρύσσουν απεργία και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας μετά από ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Με το άρθρο 4 του ν. 1876/90 (ΦΕΚ 27/Α/90) ενισχύεται το νομοθετικό πλαίσιο των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και καθιερώνεται για πρώτη φορά το δικαίωμα και η υποχρέωση για διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ταυτόχρονα δε, καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία αυτών (10ήμερο για τη συνήθη διαδικασία και 24ωρο για επείγοντα θέματα). Σύμφωνα με την παρ. 3 του παραπάνω άρθρου οι διαπραγματεύσεις πρέπει να διεξάγονται καλόπιστα και με πρόθεση να επιλυθεί οποιαδήποτε διαφορά ή να αποφευχθούν διαφορές στο μέλλον. Η διαπραγμάτευση πρέπει να εκκινεί με συγκεκριμένο σχέδιο και πρόγραμμα το οποίο τίθεται στην άλλη πλευρά και αναπτύσσονται οι θέσεις αρχικά του ασκούντος το δικαίωμα και ακολούθως αναπτύσσονται οι θέσεις του συνομιλητού, με διάλογο ο οποίος αναγάγει την υποχρέωση σε δικαίωμα και αφαιρεί από όλη τη διαδικασία επιθετικές αρνήσεις ή προσχηματικές εντυπώσεις. Το προβαλλόμενο σχέδιο για διαπραγμάτευση ή τα θέματα που σχετίζονται άμεσα με τις υπό συζήτηση διαφορές χρειάζονται σοβαρότητα με τεκμηρίωση και ιδιαιτέρως να θέτονται στο τραπέζι του διαλόγου πλήρη και ακριβή στοιχεία διαχρονικά, απολογιστικά αλλά και πιθανές προβλέψεις για την οικονομική και κοινωνική πολιτική των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Δυσκολία μεγαλύτερη υπάρχει επί του παρόντος στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση συλλογικών εργατικών διαφορών με προοπτική υπογραφής συλλογικών συμβάσεων σε κλάδους ή σε επαγγέλματα που αφορούν όλη την επικράτεια ή κατά τόπους (Κλαδικές εθνικές ή τοπικές και ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε.). Είναι γεγονός μετά το ν. 4046/12 και την ΠΥΣ 6/28.2.12 ανετράπη σε σημαντικό βαθμό το οικονομικό πεδίο διαπραγματεύσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο ημερομίσθιο μειώθηκαν κατά 22% στους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και 32% για τους κάτω των 25 ετών νέους εργαζόμενους. Δεν καθίσταται υποχρέωση για τους εργοδότες η ανωτέρω διάταξη αλλά λόγω κρίσης η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων έχει λάβει σοβαρά υπόψη την εκ νόμου πρόβλεψη για μείωση των εργασιακών εισοδημάτων. Πάντα και οι επαΐοντες (εργατολόγοι, Υπ. Εργασίας, νομικοί, οικονομολόγοι, συνδικαλιστικοί φορείς εργαζομένων εργοδοτών κ.λπ.) υπολόγιζαν στο κατ' έτος πλαίσιο διαπραγματεύσεων τις συμφωνίες οι οποίες προέκυπταν με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας χωρίς ν' αποκλείονται για την υπογραφή επιχειρησιακών, κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών σ.σ.ε. κάποιες θετικές ποσοστιαίες αποκλίσεις στη ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων (αυξήσεις προς τα πάνω). Η ανατροπή αυτή του 2012 έφερε σε δυσκολία τους κοινωνικούς εταίρους, την πολιτεία και τους υποστηρικτικούς θεσμούς (μεσολάβηση - διαιτησία) για την απομείωση των εισοδημάτων με τάσεις άκρως πτωτικές και με τη σκέψη κάποιας απαξίωσης του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων ή εν πάση περιπτώσει την αύξηση της διαπραγματευτικής ενίσχυσης της μιας πλευράς (εργοδοτών) όχι άκαιρα αλλά με την επίκληση της παρούσας ή της συνεχιζομένης οικονομικής και εθνικής κρίσης. Συνεπώς υπήρξε αναθεώρηση στοιχείων και πληροφοριών με βασική επιδίωξη την επιβίωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και τη διατήρηση και ενίσχυση του ανταγωνισμού προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και την επιβίωση του παραγωγικού ιστού της χώρας (επιβίωση επιχειρήσεων). 2. Εταιρική κοινωνική σχέση Οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις εντός των ορίων του νόμου έχουν αποκτήσει μείζονα αξία αλλά και μείζονα τεχνική και επικοινωνία δεδομένου ότι το προϊόν των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων είχε την ενισχυτική πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 11 του ν. 1876/90) για επέκταση του πλαισίου ισχύος υπογραφομένης σ.σ.ε. με διοικητική πράξη του Υπουργού Εργασίας, γεγονός που έπαυσε να ισχύει με το άρθρο 37 του ν. 4024/11 αλλά και προσφάτως με το τρίτο μνημόνιο (ν. 4336/2015). Άρα τι μέλλει γενέσθαι μετά την εφαρμογή ευθέως των άρθρων 8 παρ. 1 και 2 του ν. 1876/90. Είναι αυτονόητο ότι για να εφαρμοσθεί σήμερα το προϊόν των ελεύθερων διαπραγματεύσεων που είναι η σ.σ.ε. πρέπει οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες (αμφότεροι) να είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που υπογράφουν οποιαδήποτε κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική σ.σ.ε., εξαιρουμένων των επιχειρησιακών σ.σ.ε. οι οποίες καταλαμβάνουν με την υπογραφή τους όλους τους εργαζόμενους της επιχειρήσεως ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους ως μελών στο σωματείο της Επιχείρησης. Με ατομικές συμβάσεις εργασίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 του ν. 1876/90 παρά τη μη προστασία των μη μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων, αν υπάρξουν συμφωνίες και όροι εφαρμογής των υπογραφεισών και ισχυουσών σ.σ.ε., υποκαθίσταται το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του ν. 1876/90 με αυτές τις διμερείς συμφωνίες και ακολουθούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη για την εφαρμογή, τη λήξη, τη μετενέργεια των οικείων σ.σ.ε. χωρίς βέβαια να αποκλείονται με νεώτερες συμφωνίες μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών τροποποιήσεις των όρων των ατομικών συμβάσεων. Συνεπώς αν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών επιδιώκουν ή θέλουν να αυξήσουν τη δύναμή τους μπορούν να προβούν σε προσκλήσεις προς τους εργαζόμενους και εργοδότες κλάδων και επαγγελμάτων να γίνουν μέλη τους και αυτό γιατί σε ελάχιστες περιπτώσεις στην Ευρώπη οι συμβάσεις κηρύσσονται υποχρεωτικές ενώ η συμμετοχή των εργαζομένων και εργοδοτών αποτελεί εγγύηση τόσο για την ποιότητα όσο και την αριθμητική ποσότητα του αποτελέσματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ισχυρή δυναμική τους. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εταίρων και της πολιτείας μπορεί ν' αποτελέσουν λήμα για την μεταφορά αποτελεσμάτων και συνάμα συμπερασμάτων στις βάσεις τους (μέλη τους) και ακολούθως να μετουσιωθούν ενδεχομένως σε όρους συλλογικών ή διμερών συμφωνιών. Άρα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν πολυμερές πεδίο αντικειμένων και αν ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του καλοπίστου διαλόγου η "καμπάνα" του δημοκρατικού κλίματος μπορεί να ηχήσει στους εταίρους μας στην Ε.Ε. αλλά και σε διεθνές επίπεδο δεδομένου ότι επενδύσεις γίνονται στη χώρα μας και από τρίτες χώρες (Κίνα, Η.Π.Α. κ.λπ.). 3. Θετική συνδικαλιστική δράση Για να έχουν οι κοινωνικοί εταίροι ισχύ και λόγο προς κάθε κατεύθυνση πρέπει να υπολογίζουν τόσο σε νέα μέλη όσο και στην άσκηση των συνδικαλιστικών υποχρεώσεων των ήδη μετεχόντων σ' αυτές. Η άρνηση συμμετοχής σε συνδικαλιστική οργάνωση ή η διαγραφή μέλους προσωρινά πιθανόν να εξυπηρετεί ατομικά τον αποχωρούντα αλλά η διάσπαση της ενότητας λειτουργεί μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα αρνητικά για το σύνολο οικείου συνδικαλιστικού φορέα. Έχει συμβεί στην πράξη αποχώρηση μελών για να μην ισχύσει η διάταξη του ν. 1876/90 παρότι ο νομοθέτης θα έπρεπε να θεσπίσει διάταξη προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης για την αποχώρηση μελών για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα και προ της υπογραφής νέας σ.σ.ε. Νομολογιακά όσοι εργοδότες ή εργαζόμενοι αποχωρούν μετά τις υπογραφείσες σ.σ.ε. έχουν υποχρέωση να τις εφαρμόσουν αλλά αν αυτό συμβεί προ της υπογραφής, δυστυχώς η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία αφαιρεί "πόντους" από τους ενεργούντες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου και διαμορφώνει ενδεχομένως και πλαίσιο ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας (μάλλον αθέμιτου). Στη χώρα μας για πολλούς και διάφορους λόγους το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει προβάλει με έμφαση τους στόχους, τους σκοπούς και την ενότητα δράσης και γι' αυτό τα ποσοστά των συνδικαλιζομένων είναι αρκούντως χαμηλά. Η ανάπτυξή του θα γίνει όταν υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις, μεταβολές ή μετακινήσεις στελεχών πρώτης γραμμής, ενώ η ηγετική φυσιογνωμία επιβάλλεται να έχει ανάλογα προσόντα τεχνογνωσίας, πολιτικής κουλτούρας, πειθούς, γνώσης, ουσιαστικές θέσεις και παράλληλα προετοιμασία διαδοχής. Η διαφαινόμενη πρόθεση της πολιτείας για κάποιες αλλαγές στη συνδικαλιστική δράση σαφώς πρέπει να επιδιώκει βελτιώσεις και όχι μειώσεις ή στρεβλώσεις γιατί η ζωντανή παρουσία των εκπροσώπων και των φορέων εκτός ορισμένων περιπτώσεων θα δυναμώσει την αγορά εργασίας και τη διεθνή παρουσία μας. Το πλαίσιο του ν. 1264/82 αποτελεί και σήμερα ένα μέσο επίπεδο δημοκρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρότι η δυναμική επιβάλει κάποιες μεταβολές α) για την προστασία των συνδικαλιστών β) για τη προβολή του κλαδικού συνδικαλισμού γ) για την κήρυξη απεργιακών κινήσεων και δ) την ενίσχυση διαλόγου μεταξύ όλων των φορέων. Ο θεσμός των αδειών μπορεί να εκκινεί με νόμο αλλά καλό είναι να διαμορφώνεται, σε επίπεδο κλάδων και επιχειρήσεων, με όρους σ.σ.ε. 4. Συνταγματική αρχή και αυξομείωση της παρεμβατικής εξουσίας του Νόμου Το ΣτΕ εξέδωσε την απόφαση 2307/14 για την εφαρμογή της υπ' αρ. 6 ΠΥΣ/2012 ως προς θεσμικά θέματα που αφορούν τις σ.σ.ε. (έναρξη, ισχύ, διάρκεια, μετενέργεια κ.λπ.) συνάμα οι ρυθμίσεις της ανωτέρω ΠΥΣ δεν θέλουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων της εργασίας και της απεργίας, τη συλλογική δράση και αυτονομία και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες εν γένει. Για την λειτουργία και δραστηριότητα του αυτοδιοίκητου και ανεξάρτητου (Ο.ΜΕ.Δ.) "Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας", έκρινε ότι, οι αποφάσεις των διαιτητών αποτελούν ενιαίο αναλυτικό προσδιοριστικό πλαίσιο των κανονιστικών και θεσμικών όρων (αμοιβή, χρόνος εργασίας και λοιπά δικαιώματα) και δεν περιορίζει τη βούληση του Διαιτητή μόνο στον προσδιορισμό ή καθορισμό του βασικού μισθού ή του βασικού ημερομισθίου. Συνεπώς ότι προκύπτει μέσω των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους όρους αμοιβής και εργασίας το ίδιο αποτελεί αντικείμενο αμερόληπτης νόμιμης και αντικειμενικής κρίσης του Διαιτητή με την προϋπόθεση ότι σύμφωνα με το ν. 1876/90 (άρθρο 16) η έναρξη ισχύος των διαιτητικών αποφάσεων ανάγεται στο χρόνο υποβολής της αίτησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης για μεσολαβητική διαδικασία. Κατά τη νομολογιακή κρίση (Α.Π. 223/2001, Εφ. Αθηνών 877/99) μπορεί να δοθεί αναδρομικότητα ακόμα και στη λήξη της προηγούμενης σ.σ.ε. ή δ.α. αν κατά τη διάρκεια του κατ' επέκταση μεσολαβητικού έργου του διαιτητή υπάρξει σύμπτωση και συναίνεση μεταξύ των εν διενέξει μερών κατά το διάλογο για αναδρομικότητα μεγαλύτερη της προβλεπόμενης από το νόμο. Οι παραπάνω αποφάσεις καταλυτικής σημασίας παρέχουν την εξουσία στο Διαιτητή να καθορίσει όλο το πλαίσιο όρων αμοιβής και εργασίας (εκτός των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου ή δημοσίας τάξης) που το minimum των δικαιωμάτων καθορίζονται από νομικές ή Συνταγματικές προβλέψεις, πλην όμως το σύστημα μονομερούς ή τριμερούς διαιτησίας μετεβλήθη με το ν. 4303/14. Με την ανάληψη υποθέσεων από τριμερείς ή ακολούθως πενταμελείς επιτροπές διαιτησίας ή από ένα διαιτητή κατά την έναρξη της διαδικασίας εφόσον συμπίπτει η βούληση των δύο μερών, καθίσταται πολυπλοκότερο και χρονοβόρο το διάστημα έκδοσης δ.α. Το όλο νομοθετικό πλαίσιο παρότι θεωρείται ως εναρμονισμένο με τις επιταγές της κρίσης σαφώς περιορίζει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων αφού τόσο κατά τη διάρκεια των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων όσο και κατά τη φάση της μεσολάβησης η οποία θεωρείται προέκταση ευθέως των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταβάλλεται το πλαίσιο του διαλόγου. Η προϊούσα αποτυχία κατά τις δύο προηγούμενες φάσεις (ελεύθερων διαπραγματεύσεων και μεσολάβησης) οδηγεί στη σκέψη, στη θέση και στην προϋπόθεση να λυθεί μια οποιαδήποτε εργατική διαφορά η οποία ανάγεται στην κρίση κατά μέγα μέρος της διαιτησίας. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του ν. 1876/90 η επίλυση των συλλογικών εργατικών διαφορών (ν. 3239/55) δυστυχώς έπαιρνε το δρόμο της διαιτησίας (πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια Διοικητικά Διαιτητικά δικαστήρια) και τα στοιχεία ήταν συντριπτικά υπέρ της δήθεν προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων με τη διαδικασία των δικαστηρίων. Μετά τις 28/2/90 που εφαρμόσθηκε ο ν. 1876/90 τα στοιχεία απέβησαν θετικά υπέρ των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της υπογραφής σ.σ.ε. με μικρό ποσοστό έκδοσης διαιτητικών αποφάσεων. Συμπέρασμα Ήδη οι συνδικαλιστικοί φορείς έχουν λάβει το μήνυμα της συνεχιζόμενης απειλής για περαιτέρω αποδόμηση της οικονομίας για διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και τον περιορισμό των αντοχών μεγάλων κλάδων και επιχειρήσεων. Στη φάση αυτή επιβάλλεται να παρουσιαστεί προς τους ξένους η ενωτική διάθεση προσφοράς των παραγόντων παραγωγής και των αρμόδιων κρατικών φορέων για καλύτερα και μεγαλύτερα αποτελέσματα για να έρθουν μεγάλα κεφάλαια για επενδύσεις, εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων με βάση και τον εθνικό πλούτο που πρέπει να αναδειχθεί και να καταστεί παραγωγικός. Προοπτικές αρχίζουν να διαφαίνονται με την παραχώρηση κάποιων δραστηριοτήτων υπό την προϋπόθεση ότι σύντομα θα υπάρξουν επενδυτικές κινήσεις για έργα βελτίωσης των υποδομών, για μείωση της ανεργίας με την απασχόληση εργατικού δυναμικού από τη χώρα μας και για ανάλογες φορολογικές κοινωνικές απολαβές αλλά και ευαισθησία στο περιβάλλον. Τέλος χρειάζεται οπωσδήποτε βελτίωση η κρατική μηχανή γιατί οι εταίροι μας στην Ε.Ε. έχουν σαφώς καλύτερες διοικήσεις και πρέπει να μας προβληματίσει ο τρόπος, οι μέθοδοι, για εσωτερικό έλεγχο των δημοσίων υπηρεσιών που υφίστανται στις αναπτυγμένες οικονομικά και κοινωνία χώρες της Ε.Ε. άλλως είμαστε στο μάτι του κυκλώνα και οποιαδήποτε βοήθεια δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο Δημόσιος τομέας έχει δικαιώματα αλλά έχει και την ευθύνη της συλλογικής δράσης της εποπτείας και εφαρμογής του νόμου και της τήρησης κανόνων χρηστής διοίκησης σε όλα τα επίπεδα και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια αρκεί να εφαρμοσθούν οι νόμοι όπως προβλέπεται.