Ελαφρές μεταβολές στη διαδικασία επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας Ν.4549/2018 Η επαναφορά κηρύξεως ως υποχρεωτικών των ΣΣΕ, σύμφωνα με την υπ’αριθ. 32921/2175/13.6.2018 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας Αποστόλου Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Πρόλογος - Το δίκαιο της μνημονιακής περιόδου - Η "αποθεσμοποίηση" της εθνικής ρυθμίσεως - Αποκλειστικός ρυθμιστής του ύψους του κατωτάτου μισθού είναι το κράτος - Απαγόρευση καθορισμού μισθολογικών όρων με εθνική γενική ΣΣΕ - Μεταβολή του συστήματος της "μετενέργειας" με την σμίκρυνση του χρόνου διατηρήσεως των κανονιστικών όρων της λυθείσης ΣΣΕ - Προσφυγή σε ατομικές συμβάσεις με παράλληλη μείωση των αποδοχών - Απαγόρευση επεκτάσεως των ΣΣΕ σε τρίτους - Η αρχή της "ευνοίας" με τις περί "συρροής" διατάξεις εξακολουθούν να τελούν υπό αναστολή - Επικρατούσα ρύθμιση μεταξύ των ειδών των ΣΣΕ, είναι η "Επιχειρησιακή" έστω και με δυσμενέστερους όρους - Απαγόρευση μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία - Αντίθετη κρίση του Σ.τ.Ε. - Αρμοδιότητες των μεσολαβητικών και των διαιτητικών οργάνων - Επιβάρυνση της διαιτησίας με την προσθήκη δευτέρου βαθμού - Δυνατότης δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων διαιτησίας - Οι ρυθμίσεις του νέου νομοθετήματος 4549/2018 - Υποχρέωση των μεσολαβητικών και διαιτητικών οργάνων είναι και η έρευνα της αγοραστικής δυνάμεως του μισθού - Σμίκρυνση του χρόνου διαβουλεύσεων κατά την μεσολάβηση - Δυνατότης του μεσολαβητού να απόσχει από την υποβολή προτάσεως - Νέος τρόπος προσφυγής στην διαιτησία - Κατάργηση της μη μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία και επαναφορά του δικαιώματος προσφυγής σε οποιοδήποτε μέρος των διαδίκων που αποδέχεται την πρόταση του μεσολαβητού - Διατάξεις που εξακολουθούν να καθιστούν δυσχερή την επίλυση των συλλογικών διαφορών – Παρατηρήσεις στο ισχύον σύστημα επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας - Η σημερινή πενιχρή αγοραστική δύναμη του μισθού - Η επαναφορά επεκτάσεως των ΣΣΕ στους τρίτους είναι ελλιπής και ελαττωματική κλπ. - Γενικό συμπέρασμα - Επίλογος. Πρόλογος "Επιδερμικά" και "άνευ ουσίας" αντιμετώπισε και ο νεότερος νομοθέτης το ζήτημα αποκαταστάσεως του κύρους των ΣΣΕ και της επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας. Και τούτο παρά τις συχνές θετικές διαβεβαιώσεις του αρμόδιου κυβερνητικού φορέως οι οποίες καλλιέργησαν αισιόδοξες προσδοκίες, περί επαναφοράς του δικαίου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην θεσμική τους θέση κατά την συνταγματική τάξη. Το νέο νομοθέτημα 4549/2018 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 105/Α/14.6.2018, άρθρο 15, αναφέρεται στους μηχανισμούς και τις διαδικασίες της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας, μέσω των οποίων επιλύονται οι συλλογικές διαφορές εργασίας, μεταξύ των συγκρουομένων αρμοδίων επαγγελματικών οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών. Η θεσμική ρύθμιση των παραπάνω ζητημάτων έχει καθιερωθεί διαχρονικά με πλείστες όσες διατάξεις, η βασικότερη των οποίων είναι του Ν. 1876/90, με τον τίτλο "ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις". Όμως το νομοθετικό περιεχόμενο αυτών, κατά τη διάρκεια της "μνημονιακής" περιόδου, αλλοιώθηκε σημαντικά και μάλιστα σε τέτοια έκταση και βάθος που καταδεικνύει αβίαστα την κατάρρευση και τον εκφυλισμό των εργασιακών εννόμων σχέσεων, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Επειδή η απώλεια της μνήμης - πρόσφατης και παρελθούσης - αποτελεί σοβαρό αμάρτημα στις περιπτώσεις διαχειρίσεως των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της χώρας, γι' αυτό θεωρήσαμε ως αναγκαίο - πριν από την ανάλυση των νέων διατάξεων που ακολουθεί - να υπενθυμίσουμε εν συντομία στον αναγνώστη τις βίαιες μεταβολές - νομοθετικές και διοικητικές - που οδήγησαν στην απορρύθμιση του δικαίου των ΣΣΕ και της διαιτησίας. Το δίκαιο της μνημονιακής περιόδου Το παρακμιακό αυτό φαινόμενο εκδηλώθηκε με τις ακόλουθες μνημονιακές νομοθετικές ρυθμίσεις: 1) Τον Ν. 3845/2010 με τον οποίο επιχειρήθηκε η απόκλιση της εθνικής ρυθμίσεως από τις λοιπές κατηγορίες των Σ.Σ.Ε. με στόχευση την μεθοδευμένη ανατροπή ισορροπίας των ρυθμίσεων αυτών. Με το ίδιο νομοθέτημα, άρχισε να καθιερώνεται σύστημα μισθολογικής διακρίσεως σε βάρος των νέων εργαζομένων. 2) Τον Ν. 3871/2010, με τον οποίο θεωρήθηκαν ανίσχυρες οι διαιτητικές αποφάσεις που χορηγούσαν "καθ' οιονδήποτε τρόπο" μισθολογικές αυξήσεις πέραν του ορίου του ευρωπαϊκού πληθωρισμού του έτους 2011. Με το ίδιο νομοθέτημα παρασχέθηκε δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως, τόσο στον Υπ. Εργασίας, όσο και στους συμμετέχοντας στην επίλυση της διαφοράς, για την ακύρωση αυξήσεως αποδοχών οιασδήποτε μορφής (αρθρ. 51, παρ. 2). 3) Τον Ν. 3899/2010 με τις διατάξεις του οποίου εισήχθη στο δίκαιο ένας νέος τύπος "επιχειρησιακής" ΣΣΕ ως "ειδικής" με επαχθέστερους όρους αμοιβής έναντι των αντιστοίχων των "ομοιοεπαγγελματικών" και κυρίως των "κλαδικών". Αυτό σε συνδυασμό με τον περιορισμό της δυνατότητας του διαιτητού να καθορίζει μόνο βασικούς μισθούς ή ημερομίσθια και όχι άλλες παροχές ή επιδόματα. Η αναλγησία του μνημονιακού νομοθέτου εκδηλώθηκε με τον περιορισμό της μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία. 4) Τον Ν. 3986/2011, με τον οποίο καθιερώθηκε νέος τρόπος μικρότερης αντιμισθίας για εργαζομένους νεαράς ηλικίας με το πρόσχημα της συμβάσεως "απόκτησης εμπειρίας". 5) Τον Ν. 4024/2011 με τον οποίο καθιερώθηκε πανηγυρικά πλέον η υπεροχή της επιχειρησιακής ΣΣΕ, έναντι των λοιπών, ως ειδικότερης και νεότερης έστω και με επαχθέστερους όρους αμοιβής. Επισημαίνεται ότι με το ίδιο νομοθέτημα και με στόχο την θεμελίωση υπεροχής της "Επιχειρησιακής" ΣΣΕ, κατελύθησαν οι, περί "συρροής" και "επεκτάσεως" των ΣΣΕ διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του Ν. 1876/90, ενώ παρασχέθηκε δυνατότητα και δικαίωμα καταρτίσεως επιχειρησιακής ΣΣΕ και στις "ενώσεις προσώπων" του Ν. 1264/82 των οποίων η σύσταση διευκολύνθηκε η δε θέση αυτών για την κατάρτιση της επιχειρησιακής ΣΣΕ αναβαθμίσθηκε ως υπερέχουσα έναντι των πρωτοβαθμίων κλαδικών οργανώσεων, πλην των επιχειρησιακών σωματείων. 6) Την υπ' αριθ. 6/28.12.2012 πράξη Υπ. Συμβουλίου με την οποία καθιερώθηκε σύστημα μειώσεως των αποδοχών των εργαζομένων "μονομερώς" είτε με συμφωνία των μερών με παράλληλο πάγωμα των επιδομάτων προϋπηρεσίας, και την κατάργηση του επιδόματος γάμου. Με την ίδια ως άνω ΠΥΣ συντμήθηκε και ο χρόνος επιβιώσεως των "κανονιστικών" όρων των ΣΣΕ από 6 μήνες σε 3, μετά την λήξη του οποίου και κατά την ανάπτυξη της "μετενέργειας" να παρέχεται ευχέρεια καθορισμού αμοιβών στα όρια της εθνικής γεν. ΣΣΕ. 7) Τον Ν. 4093/2012, με τις διατάξεις του οποίου μεταβλήθηκε ο τρόπος και η διαδικασία διαμορφώσεως των ελαχίστων (κατωτάτων) ορίων αμοιβών της εθνικής γεν. ΣΣΕ, την δυνατότητα καταρτίσεως της οποίας την επιτρέπει ο μνημονιακός νομοθέτης μόνο για την ρύθμιση των μη μισθολογικών όρων. Αν επιτευχθεί μια τέτοια ρύθμιση, η δέσμευση εξ αυτής δεν είναι καθολική, αλλά δεσμεύει μόνο τους εργοδότες που είναι μέλη των οργανώσεων που συνεβλήθησαν. Έτσι, ο καθορισμός του ελαχίστου μισθού ασφαλείας, περιήλθε αποκλειστικά στην κρατική εξουσία και η εθνική ρύθμιση απώλεσε την γενική θεσμική διάπλαση της σχέσεως εργασίας, αλλά και την ρύθμιση κάθε άλλου θέματος της εργασιακής σχέσεως που αφορά το γενικότερο συμφέρον και συνεπώς εκφράζει την γενική έννομη τάξη. 8) Ο Ν. 4331/2015 αποκατέστησε τη "μετενέργεια" στην ορθή της θέση όπως είχε ορισθεί στο άρθρο 9, παρ. 4 του Ν. 1876/90 δηλαδή την διάρκεια ισχύος των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ που έληξε ή καταγγέλθηκε επί ένα εξάμηνο, πλην όμως, με το πρόσχημα, την ανάγκη εφαρμογής της δημοσιονομικής ευταξίας της οικονομίας της χώρας, ο επόμενος νομοθέτης με τον Ν. 4336/2015 επανέφερε την μνημονιακή επιταγή της ΠΥΣ 6/2012 με την οποία ο χρόνος επιβιώσεως των κανονιστικών όρων της ληξάσης ΣΣΕ συρρικνώθηκε εκ νέου στους 3 μήνες μετά την λήξη των οποίων οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ μετατρέπονται σε κανόνες μειωμένου ενδοτικού δικαίου και συνεπώς παύουν να ισχύουν με αναγκαστική ισχύ. Γεγονός που οδήγησε στην δυνατότητα καθορισμού των αμοιβών και των λοιπών όρων εργασίας με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Υπόψει πάντως ότι, το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί προσφυγής ορισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων αιτουμένων την ακύρωση των οικείων διατάξεων, της ΠΥΣ 6/2012 και των νόμων 4046/2012 και 4093/2012 ως αντισυνταγματικών καθ' ό μέρος αφορούν την επιβληθείσα μεταβολή της μετενέργειας έκρινε ότι δεν είναι αντίθετη προς τις συνταγματικές επιταγές των άρθρων 22, παρ. 2, 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1, αφού η προαναφερθείσα τροποποίηση, μη παρεμβαίνουσα στο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας, δεν τροποποιεί ή καταλύει κανόνες ΣΣΕ ή διαιτητικών αποφάσεων. Ειδικότερα η πλειοψηφίσασα γνώμη στο Σ.τ.Ε., ετάχθη υπέρ της απόψεως σύμφωνα με την οποία, η μετενέργεια που προβλέπεται από διάταξη τυπικού νόμου και δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής διαπραγματεύσεως δεν εντάσσεται από την φύση της στην "συλλογική αυτονομία", ώστε να νοείται με τον περιορισμό ή την τροποποίησή της, ως παραβίαση της αρχής αυτής. Συνεπώς, ως εξαιρετική ρύθμιση μπορεί ελεύθερα να καταργηθεί από τον νομοθέτη. 9) Τους νόμους 4472 και 4475 έτους 2017 με τις διατάξεις των οποίων συνεχίσθηκαν να τελούν υπό αναστολή οι μηχανισμοί της "συρροής" και της επεκτάσεως (κηρύξεως υποχρεωτικών) των ΣΣΕ στους τρίτους. Υπενθυμίζεται ότι η πραναφερθείσα αναστολή των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 10 και 11 του Ν. 1876/90, έδιναν η μεν πρώτη του άρθρου 10 το προβάδισμα εφαρμογής της ΣΣΕ που περιείχε ευνοϊκότερους όρους αμοιβής και εργασίας. Ως υπερέχουσες τέτοιες ρυθμίσεις ορίσθηκαν ότι είναι η "κλαδική" και η "επιχειρησιακή" έναντι των λοιπών ειδών ΣΣΕ. Η δε διάταξη του άρθρου 11, αποβλέπουσα στην προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των οργανωμένων εργοδοτών και μισθωτών από τον "αθέμιτο ανταγωνισμό" παρείχε υπό ορισμένες προϋποθέσεις την δυνατότητα επεκτάσεως της ΣΣΕ στους τρίτους ήτοι και στους μη οργανωμένους. 10) Με τον Ν. 4303/2014, παρότι επαναφέρθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία από οποιοδήποτε μέρος των εν διενέξει μερών, εφόσον το άλλο αρνήθηκε την μεσολάβηση προς δε και από οποιοδήποτε μέρος, μετά την υποβολή της προτάσεως του μεσολαβητού, εν τούτοις η επίλυση των συλλογικών διαφορών κατέστη ακόμη πιο δυσχερής. Αυτό διότι στον μηχανισμό της μεσολαβήσεως εισήχθη πολυπλοκότητα συνθέσεως και αρμοδιοτήτων των μεσολαβητικών οργάνων του ΟΜΕΔ, γεγονός που επαναλήφθηκε και στην διαδικασία της διαιτησίας με την προσθήκη δευτέρου βαθμού διαιτησίας, βεβαρυμένης μάλιστα με πρόσθετες διαδικασίες αγωγών και εφέσεων (δικαστικού ελέγχου) των μερών στις περιπτώσεις που αμφισβητείται το κύρος και η νομιμότητα των εκδιδομένων αποφάσεων διαιτησίας. Έτσι με τον τρόπο αυτό επιμηκύνθηκε ο χρόνος επιλύσεως της διαφοράς με συνέπεια την αποθάρρυνση προσφυγής των ενδιαφερομένων στις προεκτεθείσες διαδικασίες, ώστε ακόμη και σήμερα να παραμένουν αρρύθμιστες οι εργασιακές σχέσεις πολλών κλάδων εργαζομένων. Οι ρυθμίσεις του νέου νομοθετήματος 4549/2018 Οι διατάξεις του προαναφερθέντος νόμου, θεσπίσθηκαν στα πλαίσια "ολοκλήρωσης της συμφωνίας Δημοσιονομικών στόχων και Διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της Στρατηγικής της περιόδου 2019-2022". Μεταξύ των ρυθμιζομένων ζητημάτων είναι και τα εργασιακά και ειδικότερα εκείνα της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας των συλλογικών διαφορών εργασίας (άρθρο 15): Υπενθυμίζεται κατ' αρχήν ότι οι παραπάνω μηχανισμοί θεσπίσθηκαν διαχρονικά με πλήθος διατάξεων, ο κυριότερος των οποίων παραμένει σε ισχύ, και ο οποίος είναι ο, περί ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων Ν. 1876/90. Άλλωστε επί του νόμου αυτού έγιναν και γίνονται οι εκάστοτε τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις των διατάξεων του, οι οποίες στην περίοδο των μνημονιακών κυνικών αξιώσεων, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο οδήγησαν σε βίαιη απορρύθμιση του περιεχομένου τους. Οι ελάχιστες διατάξεις που παρέμειναν, είναι ανίσχυρες να φέρουν κάποια ισορροπία στον τομέα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων αφού πλέον στην αγορά εργασίας κυριαρχεί το καθεστώς των ανεξέλεγκτων ατομικών συμβάσεων μερικής ή προσωρινής απασχολήσεως, λαβωμένες και αυτές υπό την πίεση της υπερβολικής αυξημένης ανεργίας. Ειδικότερα: 1) Το κρινόμενο νέο νομοθέτημα κινείται παράλληλα με τις ρυθμίσεις που εισήγαγε ο Ν. 4303/2014 οι διατάξεις του οποίου ενσωματώθησαν, ελαφρώς τροποποιημένες στον βασικό Ν. 1876/90. Έτσι, το περιεχόμενο του άρθρου 15, παρ. 4 του Ν. 1876/90, που αναφέρεται στο έργο του μεσολαβητού, εμπλουτίσθηκε με περισσότερες εξεταστικές αρμοδιότητες του ανωτέρω οργάνου, όπως είναι η έρευνα της παραγωγικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως και της ανταγωνιστικότητος αυτής (Ν. 4303/2014 τέταρτο άρθρο, παρ. 1). Ο νεότερος νομοθέτης του Ν. 4549/2018, προσθέτει στο εξεταστικό έργο του μεσολαβητού και την υποχρέωση έρευνας που σχετίζεται και αφορά, όχι μόνο την οικονομική αντοχή και την παραγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων που θα δεσμευθούν από την ΣΣΕ, αλλά και την εξέλιξη της αγοραστικής δυνάμεως του μισθού (Άρθρο 15, παρ. 1). 2) Η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του νέου νόμου 4549/2018 αναφέρεται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις υποβολής προτάσεως ή όχι του μεσολαβητού καθώς και σε προθεσμίες συνεχίσεως ή παρατάσεως των διαβουλεύσεων μεταξύ των συγκρουομένων πλευρών: Η παραπάνω διαδικασία καθορίσθηκε αρχικά με το άρθρο 15, παρ. 6, εδάφια (α) και (β) του Ν. 1876/90, η οποία επαναρρυθμίσθηκε διαφορετικά με το τέταρτο άρθρο, παρ. 2, του Ν. 4303/2014. Σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των μερών ορίζεται σε 20 ημερολογιακές ημέρες, μετά την παρέλευση της οποίας, κατά μεν τον Ν. 1876/90, δίδεται δικαίωμα υποβολής προτάσεως στον μεσολαβητή κατά τις προσωπικές του απόψεις, κατά δε τον Ν. 4303/2014, παρέχεται δυνατότης παρατάσεως των διαβουλεύσεων με συμφωνία των μερών, μετά την παρέλευση της οποίας ο μεσολαβητής κοινοποιεί στα μέρη δική του πρόταση μεσολαβήσεως. Η νεοεισαχθείσα ως άνω διάταξη του άρθρου 15, παρ. 2 δεν προσθέτει αλλά τροποποιεί την προαναφερθείσα στα παραπάνω νομοθετήματα, διαδικασία, προθεσμιών και υποβολής προτάσεως του μεσολαβητού από την οποία μάλιστα μπορεί να απόσχει ο μεσολαβητής με αιτιολογημένη απόφαση του δίδοντας την δυνατότητα στα μέρη για συνέχιση των διαβουλεύσεων, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των 3 εργάσιμων ημερών, ούτε όμως και μεγαλύτερη των 6 ημερών. Ωστόσο η παράταση των διαβουλεύσεων μπορεί να επιτευχθεί με κοινή συμφωνία των διαδίκων, η οποία αν και αυτή παρέλθει άπρακτη, υποχρεώνει τον μεσολαβητή να κοινοποιήσει στους ενδιαφερόμενους αιτιολογημένη δική του πρόταση μεσολαβήσεως. Υπόψει ότι, η αρνησικυρία του μεσολαβητού να απόσχει από την υποβολή προτάσεως δίδεται μία και μόνο φορά. Για τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στην πρόταση μεσολαβήσεως δεν γίνεται μνεία στον Ν. 1876/90, αρθρ. 15. Τα στοιχεία αυτά καθορίσθησαν, το πρώτον, στον Ν. 4303/2014 (τέταρτο άρθρο, παρ. 2 εδαφ. 6α) και είναι: α) Τα μέρη που θα δεσμεύονται από την προτεινομένη σύμβαση προς δε και οι εκπρόσωποι αυτών. β) Ο τρόπος προσφυγής στην μεσολάβηση. γ) Τα θέματα που τέθηκαν σε διαπραγμάτευση. δ) Τα στοιχεία (υπομνήματα και λοιπά έγγραφα) με τα οποία οι διάδικοι τεκμηριώνουν τις προτάσεις τους. ε) Τα ζητήματα επί των οποίων επήλθε ή όχι συμφωνία. στ) Την ρητή δέσμευση ότι η προτεινόμενη ρύθμιση θα λειτουργεί αυτοτελώς χωρίς παραπομπές σε όρους άλλων παραλλήλων ΣΣΕ κλπ. Αξίζει να επισημανθεί ότι με τις πρόσφατες νέες διατάξεις που αναφέρονται στον χρόνο και στην διάρκεια των διαβουλεύσεων κατά το στάδιο της διαμεσολαβήσεως, σμικρύνεται ο χρόνος επιλύσεως της διαφοράς από 20 ημέρες σε 6 γεγονός που αφήνει περιθώρια περιορισμού μιας παρατεταμένης διαμάχης μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών που σε κάθε περίπτωση κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον. 3) Η διάταξη της παραγράφου 3, του άρθρου 15 του Ν. 4549/2018, αναφέρεται στα ζητήματα της διαιτησίας και ειδικότερα στις προϋποθέσεις προσφυγής σ' αυτήν. Υπενθυμίζεται ότι, κατά τον Ν. 1876/90, άρθρο 16, η προσφυγή στην διαδικασία της διαιτησίας προβλεπόταν να γίνεται: α) Σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με κοινή συμφωνία των μερών. β) Μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος εφ' όσον το άλλο, αρνήθηκε την μεσολάβηση. γ) Μονομερώς από συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων εφ' όσον αποδέχονται την πρόταση του μεσολαβητού που απορρίπτει ο εργοδότης. δ) Ειδικώς για τις επιχειρησιακές ΣΣΕ καθώς και τις συμβάσεις των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφελείας, δικαίωμα προσφυγής στην διαιτησία είχε το μέρος που αποδέχοταν την πρόταση του μεσολαβητού που απορρίπτει το άλλο μέρος. Με το άρθρο 3 της ΠΥΣ 6/2012 και τον Ν. 3899/2010, άρθρο 14, καταργήθηκε η δυνατότηττα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία και ορίσθηκε ότι η προσφυγή σ' αυτήν γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ' αριθ. 2307/2014 απόφασή του έκρινε ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται στην συνταγματική επιταγή του άρθρου 22 παρ. 2 και ως εκ τούτου είναι ακυρωτέες. 4) Το επακόλουθο νομοθέτημα 4303/2014, επανέφερε την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία στις εξής περιπτώσεις: α) Απο οποιοδήποτε μέρος εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε την μεσολάβηση και β) Από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της προτάσεως μεσολαβήσεως. Συνεπώς σύμφωνα με τις νομοθετικές ως άνω τροποποιήσεις, δεν θεωρείται απαραίτητη η αποδοχή της μεσολαβητικής προτάσεως ως προϋπόθεση προσφυγής στην διαιτησία. Αρκεί απλώς η υποβολή (κοινοποίηση) της προτάσεως. Υπόψει ότι, και με το νομοθέτημα αυτό διατηρήθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο προσφυγής στην διαιτησία η κοινή συμφωνία των μερών που μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων. Εξ ετέρου καταργήθηκε και η διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 1876/90, παρ. 1, εδάφ. δ που προέβλεπε ειδική μεταχείρηση προσφυγής στην διαιτησία για συλλογικές διαφορές που αναφύονται στον χώρο της επιχειρήσεως, ή των οργανισμών κοινής ωφέλειας. Ωστόσο ο νεότερος νομοθέτης του Ν. 4549/2018 φαίνεται ότι θεώρησε ως αναγκαία προϋπόθεση προσφυγής στην διαιτησία, όχι απλώς και μόνο την υποβολή προτάσεως, αλλά και την αποδοχή αυτής που απέρριψε το άλλο μέρος. Γεγονός που σημαίνει ότι, η κοινοποιουμένη στα μέρη μεσολαβητική πρόταση είναι περισσότερο δεσμευτική από το περιεχόμενο της οποίας καθίσταται δυσχερής η απομάκρυνση τόσο εκείνων που αναγκαστικά την δέχθηκαν όσο και εκείνων που αμφισβητούν την νομιμότητα και γενικά το κύρος της. Επιπλέον η δέσμευση από την αποδοχή της προτάσεως - στο σύνολό της - επηρεάζει και την περαιτέρω εξέλιξη της στην διαδικασία της διαιτησίας, αφού πάντοτε κατά την διάρκεια αυτής, θα προβάλλεται ως δικαιολογητικός λόγος η συναίνεση της πλευράς εκείνης που αποδέχθηκε την μεσολαβητική πρόταση, ήτοι στοιχείο που θα επηρεάζει και το διαιτητικό όργανο και στους δύο βαθμούς διαιτησίας. Τυχόν απόρριψη ή ανατροπή, ή μεταβολή κάποιου ελαττώματος - νομικού ή και πραγματικών περιστατικών - μπορεί να επιτευχθεί κατά τον δικαστικό έλεγχο, που καθόρισε ο Ν. 4303/2014, άρθρο 16β. Εν πάση περιπτώσει, από τον συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρθηκαν προκύπτει τελικά ότι η προσφυγή στην διαιτησία μπορεί να γίνεται: α) Από οποιοδήποτε μέρος εφόσον το άλλο αρνήθηκε την μεσολάβηση. β) Από οποιοδήποτε μέρος που αποδέχθηκε την πρόταση του μεσολαβητού. γ) Με συμφωνία των μερών σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων. 5) Τέλος, οι διατάξεις του πρόσφατου νομοθετήματος, αναφέρονται στο έργο και τις υποχρεώσεις του διαιτητού όπως αυτό αρχικά καθορίσθηκε και προσδιορίσθηκε στο άρθρο 16 του Ν. 1876/90 παρ. 5 και το οποίο στην συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Ν. 4303/2014, άρθρο τέταρτο παρ. 5. Με τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 4303/2014, οι ερευνητικές υποχρεώσεις και δικαιώματα του διαιτητού, εμπλουτίσθηκαν και διασαφηνίσθηκαν με περισσότερες δικαιοδοσίες έναντι των αντιστοίχων του Ν. 1876/90 και συγκεκριμένα με την υποχρέωση των διαιτητών να ερευνούν όλα τα συγκεντρωθέντα στοιχεία και πορίσματα στο στάδιο της μεσολαβήσεως και κυρίως τα οικονομικά, χρηματοοικονομικά, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητος και την αντοχή των ασθενεστέρων επιχειρήσεων, της παραγωγικής δραστηριότητος αυτών που υπάγονται στην κρινομένη συλλογική διαφορά εργασίας προς δε και στην μείωση του κόστους εργασίας, όπως όλα αυτά διαμορφώθηκαν κατά την διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Όμως, από το πλαίσιο ερεύνης των παραπάνω στοιχείων, έλειπε το βασικότερο εξ αυτών και ειδικότερα εκείνο που αφορούσε την οικονομική αντοχή των μισθωτών. Το κενό αυτό ήλθε να συμπληρώσει ο νεότερος νομοθέτης με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Ν. 4549/2018, σύμφωνα με την οποία, στο ερευνητικό πλαίσιο του διαιτητού, περιλαμβάνεται η υποχρέωση συγκεντρώσεως στοιχείων που αφορούν "την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης του μισθού". Βέβαια στην εποχή μας δεν είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί η ασθενής αγοραστική δύναμη των μισθών και ημερομισθίων που κυμαίνονται κυρίως σε επίπεδα που καθορίζει κυριαρχικά η κρατική εξουσία πλην όμως θα πρέπει να θεωρηθεί ελαφρώς αισιόδοξη μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση στην διαμόρφωση της πολιτικής επί των μισθών και ημερομισθίων, εκτός αν η υποχρέωση αυτή, ήτοι της ερεύνης της οικονομικής αντοχής των μισθωτών, παραμείνει "γράμμα κενό" ή "κύμβαλο αλαλάζον" κατά την επιστολική ρήση του Αγ. Παύλου που σημαίνει "ηχηρή κραυγή εν αναμονή χαράς" που αναμένεται να προκύψει από μια γενναία ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος. Παρατηρήσεις στο ισχύον σύστημα επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας Οι προαναφερθείσες προσθετικές ή τροποποιητικές διατάξεις του νέου νομοθετήματος, που θεσπίσθηκαν υπό τον τύπο "αντικαταστάσεως" των προηγουμένων αντιστοίχων δεν μετέβαλαν το επιβληθέν μνημονιακό καθεστώς της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας. Και τούτο παρά τις ανεπαίσθητες προσθήκες του νεότερου νομοθέτου στις οποίες αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι η επίλυση των διαφορών αυτών εξακολουθεί να είναι δυσχερής, για τους εξής συγκεκριμένους λόγους: Πρώτον διότι, υπό το ισχύον σύστημα, η επίλυση της διαφοράς ενώπιον του μεσολαβητικού οργάνου - μετά την αδυναμία συμφωνίας των μερών με την διαδικασία της "συμφιλιώσεως" του άρθρου 4 του Ν. 1876/90 - αντιμετωπίζεται από ένα πολύπλοκο μηχανισμό που οφείλεται τόσο στην πολυπρόσωπη σύνθεση των μεσολαβητικών οργάνων, τον πολυσχιδή τρόπο διορισμού και την επιλογή τους, την μεταβολή της ιδιότητος τους από εκείνη του μεσολαβητού στην αντίστοιχη του διαιτητού την έκταση των αρμοδιοτήτων, την καταγραφή στην μεσολαβητική έκθεση πλείστων όσων στοιχείων που επιβεβαιώνουν την επικρατούσα ελληνική γραφειοκρατική πραγματικότητα κλπ., όσο και στην επιμήκυνση του χρόνου εκδόσεως της "μεσολαβητικής προτάσεως" της οποίας όμως η διάρκεια σμικρύνθηκε με τις νεότερες διατάξεις. Δεύτερον διότι, με τις διατάξεις του Ν. 4303/2014 - τις οποίες δεν τόλμησε να αγγίξει ο νεότερος νομοθέτης - η έκδοση οριστικής διαιτητικής αποφάσεως υπέστη το ίδιο πλήγμα με εκείνο της μεσολαβητικής διαδικασίας. Κατ' αρχήν υπενθυμίζεται ότι, η ισχύουσα διαιτησία διακρίνεται σε δύο βαθμούς. Η διαιτησία του πρώτου βαθμού διεξάγεται από ένα διαιτητή ή από "Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας" εφόσον κάτι τέτοιο ζητηθεί εκ μέρους της μίας πλευράς. Σε κάθε περίπτωση, η διαιτησία διεξαγέται από Τριμελή Επιτροπή εφόσον η προσφυγή έγινε μονομερώς. Ο διαιτητής ή οι διαιτητές της Τριμελούς Επιτροπής, καθώς και ο διορισμός ενός εξ αυτών ως Προέδρου της Επιτροπής, προς δε και οι αναπληρωτές τους επιλέγονται με συμφωνία των μερών, ή σε περίπτωση ασυμφωνίας, με κλήρωση. Ο διαιτητής ή η Τριμελής Επιτροπή, αναλαμβάνουν τα καθήκοντα τους εντός 5 εργασίμων ημερών από τον διορισμό τους. Τα παραπάνω πρόσωπα έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εκείνα των μεσολαβητών, στα οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μια των ως άνω υποχρεώσεων είναι και εκείνη της πλήρους και επαρκούς αιτιολογήσεως των αποφάσεων που εκδίδουν, ενώ είναι ανεπίτρεπτη η παραπομπή σε διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας ή σε όρους άλλων ΣΣΕ που είναι ευνοϊκότεροι. Η διαιτητική απόφαση πρώτου βαθμού εκδίδεται σε 15 ημέρες από την προαναφερθείσα ανάληψη καθηκόντων εφόσον έχει προηγηθεί στάδιο μεσολάβησης και αν όχι η απόφαση εκδίδεται σε 35 ημέρες. Σε αντίθεση με το σύστημα διαιτησίας του Ν. 1876/90 ο νομοθέτης του Ν. 4303/2014 καθιέρωσε και δεύτερο βαθμό διαιτησίας, τον οποίο εν σιωπή υιοθέτησε και ο πρόσφατος Ν. 4549/2018, επαναφέροντας στην μνήμη το καθεστώς του Ν. 3239/55, αρθρ. 12. Στον δεύτερο βαθμό διαιτησίας προβλέπεται δυνατότης προσβολής της πρωτοβάθμιας αποφάσεως με την άσκηση εφέσεως από οποιονδήποτε των εν διενέξει μερών. Η προθεσμία υποβολής της εφέσεως ορίζεται σε 10 ημέρες από την κοινοποίηση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, στα μέρη που κατατίθεται συγχρόνως και στην Γραμματεία του ΟΜΕΔ. Η υποβολή της εφέσεως αναστέλλει την εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως. Τα αποτελέσματα της αναστολής διαρκούν μέχρις ότου εκδοθεί η "επί της ουσίας της εφέσεως" δευτεροβάθμια απόφαση. Η σύνθεση του δευτέρου βαθμού διαιτησίας (Επιτροπής) είναι πενταμελής αποτελούμενη από δύο (2) μέλη που προέρχονται από τον ΟΜΕΔ, ενώ τα υπόλοιπα τρία (3) προέρχονται από τον δικαστικό χώρο και συγκεκριμένα ένα (1) σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένα (1) του Αρείου Πάγου και ένα (1) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η θητεία των ανωτέρω είναι ενός έτους. Ο νομοθέτης προικίζει τα μέλη αυτά με πλήρη ανεξαρτησία ενώ ως πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο εκάστοτε αρχαιότερος αντιπρόεδρος του ΣτΕ ή του ΑΠ. Η δευτεροβάθμια απόφαση πρέπει να εκδοθεί μέσα σε 20 ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων τους ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία και κοινοποιείται από τον ΟΜΕΔ στα διάδικα μέρη εντός 5 ημερών. Τρίτον διότι η επίλυση της διαφοράς, δεν περατούται με την διαδικασία της διαιτησίας, αλλά επιβαρύνεται συνεχιζόμενη και με τον δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα στην περίπτωση που δεν εφεσιβληθεί η πρωτοβάθμια διαιτητική απόφαση, έκαστος των διαδίκων δύναται εντός προθεσμίας 10 ημερών από της κοινοποιήσεως της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, να ασκήσει κατ' αυτής αγωγή ενώπιον του Μονομελούς πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 16, στοιχ. 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία του άρθρου 663 του Κ.Πολ.Δικ. Η σχετική αγωγή κατά του κύρους και της νομιμότητας της διαιτ. αποφάσεως, εγείρεται από τα μέρη που συμμετείχαν στην επίλυση της διαφοράς, η δε απόφαση που θα εκδοθεί ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την διαιτητική απόφαση μέρη, εργοδότες και μισθωτούς. Η δικάσιμη ημέρα ορίζεται εντός 45 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Η τυχόν έφεση που θα ασκηθεί κατά της πρωτόδικης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ασκείται εντός 15 ημερών από την επίδοση της πρωτοβάθμιας δικαστικής αποφάσεως. Η δικάσιμη ημερομηνία της εφέσεως ορίζεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την άσκηση της και η προθεσμία κλητεύσεως ορίζεται σε 15 ημέρες πριν από την συζήτηση. Υπενθυμίζεται επίσης ότι σε περίπτωση που θα ασκηθεί έφεση κατά της πρωτοβάθμιας διαιτητικής αποφάσεως, τα διάδικα μέρη μπορούν να στραφούν κατ' αυτής με την άσκηση αγωγής εντός προθεσμίας 10 ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της προαναφερθείσης Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας ενώπιον του Εφετείου. Δικαίωμα ασκήσεως της αγωγής έχουν και πάλι μόνο τα μέρη που συμμετείχαν στην συλλογική διαφορά η δε απόφαση που θα εκδοθεί θα ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την οριστική διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμη ημερομηνία του Εφετείου ορίζεται και αυτή εντός 45 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. (Ν. 4303/2014, άρθρα 16Α και 16Β). Η σημερινή πενιχρή αγοραστική δύναμη του μισθού Τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω, σχετικά με την επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας τόσο με την διαδικασία της μεσολαβήσεως, όσο και με την διαδικασία της διαιτησίας σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, και κυρίως με την ανάμειξη του δικαστικού ελέγχου, με παρατεταμένες προθεσμίες εκδικάσεως των διαφορών, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεως ότι το ισχύον σύστημα καθορισμού των όρων αμοιβής και εργασίας σε συλλογικό επίπεδο κατέστη άκρως δυσχερέστατο με την επιμήκυνση των προθεσμιών και την πολυπλοκότητα των οικείων μηχανισμών στους οποίους αναφερθήκαμε. Συνεπώς στην διάρκεια της μνημονιακής περιόδου έχει αλλοιωθεί η έννοια και ο σκοπός της λεγομένης "συλλογικής αυτονομίας" έστω και ο "επικουρικός" ρόλος αυτής που εκφράζεται και ενεργοποιείται όχι μόνο με "συναινετικές" ρυθμίσεις όπως είναι η ΣΣΕ, αλλά και με τους θεσμούς της διαμεσολαβήσεως και της διαιτησίας. Οι νεοεισαχθείσες διατάξεις του Ν. 4549/2018 δεν αποκαθιστούν τελικά το κύρος των ελεύθερων διαπραγματεύσεων. Μικρή απόδειξη των ισχυρισμών μας αποτελεί η παρατηρουμένη αποθάρρυνση προσφυγής των εργαζομένων στις προεκταθείσες πολύπλοκες διαδικασίες της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας του ΟΜΕΔ, γεγονός που προκύπτει από την σμίκρυνση του αριθμού των εκδιδομένων διαιτητικών αποφάσεων. Ελαχιστοποιήθηκε επίσης ο αριθμός των συναπτομένων ΣΣΕ στις οποίες όμως οι συμβαλλόμενοι - στην προσπάθεια να μη εμπλακούν στα πλοκάμια της διαιτησίας - συμφωνούν στην διατήρηση των αμοιβών των οικείων ρυθμίσεων των προηγουμένων ετών. Παρατηρητέο πάντως ότι, ένας σημαντικός αριθμός ΣΣΕ "ομοιοεπαγγελματικού" ή "κλαδικού" χαρακτήρος μετά την λήξη ισχύος τους, δεν ανανεώθηκε, αφήνοντας έτσι αναγκαστικά περιθώριο στην κατάρτιση ατομικών συμβάσεων εργασίας, άλλοτε με την ίδια αντιμισθία - ενδοτικού πάντοτε χαρακτήρος - και άλλοτε με δυσμενέστερους όρους αμοιβής έναντι του φόβου της απειλουμένης καταγγελίας ή λήξεως της "ορισμένου χρόνου" συμβάσεως του μισθωτού. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην εποχή μας, κυριαρχούσα μορφή συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, είναι η "ατομική" σύμβαση υπό τις ποικίλλες μορφές της ελαστικότητας ως "μερικής απασχολήσεως" ή "εκ περιτροπής" εργασία, ή "προσωρινής" απασχολήσεως, ή "δανειστικής" τοιαύτης, ή ακόμη ως παραπλανητικής "παροχής υπηρεσιών" ή και "έργου" με στόχο πάντοτε τον περιορισμένο χρόνο (ωράριο) εργασίας και ως εκ τούτου την χαμηλή αντιμισθία. Υπενθυμίζεται ότι, η βασική αντιμισθία στις παραπάνω συμβάσεις διαμορφώνεται στα πλαίσια του "νομοθετημένου" - κρατικού - κατωτάτου μισθού του Ν. 4093/2012. Φαίνεται λοιπόν ότι η σημερινή πενιχρή αγοραστική δύναμη του μισθού επηρέασε επιτέλους τον νεότερο νομοθέτη του Ν. 4549/2018, να θέσει ως υποχρέωση ερεύνης και την διαπίστωση της οικονομικής αντοχής των μισθωτών, παράλληλα βέβαια με την αντίστοιχη των επιχειρήσεων. Υπόψει ότι παλαιότερα τα διαιτητικά δικαστήρια πρώτου και δευτέρου βαθμού (Π.Δ.Δ.Δ. και Δ.Δ.Δ.Δ.) του Ν. 3239/55 ελάμβαναν υπόψει στα σκεπτικά τους, την οικονομική αντοχή προς δε και την «αξιοπρεπή διαβίωση» των μισθωτών που αφορούσαν οι αποφάσεις που εξέδιδαν. Η επαναφορά της δυνατότητος κηρύξεως ως "υποχρεωτικών" των ΣΣΕ με εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας Στις νεοεισαχθείσες διατάξεις του Ν. 4549/2018, στις οποίες αναφερθήκαμε, θα πρέπει να προσθέσουμε εν συντομία και τις συναφείς νεότερες περί επαναφοράς της διαδικασίας κηρύξεως ως γενικώς υποχρεωτικών των ΣΣΕ οι οποίες είχαν ανασταλεί κατά την διάρκεια εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Με την πρόσφατη υπ' αριθ. 32921/2175/13.6.2018 εγκύκλιο οικ. του Υπουργείου Εργασίας, παρέχεται η δυνατότης στον Υπουργό Εργασίας να κηρύσσει υποχρεωτική την ΣΣΕ και την όμοιας εκτάσεως εφαρμογής διαιτητική απόφαση. Η νέα δυνατότης επεκτάσεως των παραπάνω ρυθμίσεων στους μη οργανωμένους εργοδότες και μισθωτούς, αφορά μόνο τις "κλαδικές" ΣΣΕ ή Δ.Α. και όχι τις "ομοιοεπαγγελματικές", όπως αρχικά προέβλεπε ο νόμος 1876/90, άρθρο 11, παρ. 2. Με την νέα ρύθμιση μεταβάλλεται επίσης ο τρόπος και η διαδικασία διακριβώσεως της προϋποθέσεως καλύψεως του 51% του συνόλου των εργαζομένων του κλάδου που αφορά η καταρτισθείσα ΣΣΕ ή Δ.Α. Ως "επισπεύδων" την κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ, φέρεται ο Υπουργός Εργασίας μετά σχετική γνωμοδότηση του ΑΣΕ στο οποίο προηγουμένως γνωστοποιήθηκαν από την αρμόδια εργοδοτική οργάνωση τα απαραίτητα στοιχεία που επεξεργάσθηκαν και τα αρμόδια όργανα των Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ. Συνεπώς φαίνεται ότι δεν απαιτείται η προηγούμενη υποβολή αιτήματος για την επέκταση της ρυθμίσεως από τους αρμόδιους συνδικαλιστικούς φορείς των εργοδοτών και των μισθωτών, αλλά η πρωτοβουλία επεκτάσεως της ΣΣΕ, μεταφέρεται στον Υπ.Εργασίας. Σοβαρό ζήτημα ανακύπτει στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία η οικεία εργοδοτική οργάνωση, αδυνατεί ή αρνείται να υποβάλλει το "μητρώο των μελών" της για την διαπίστωση της πληρώσεως της προϋποθέσεως του 51% και ως εκ τούτου καθίσταται αδύνατη η κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ. Ειδικότερα παρατηρητέα τα εξής: Υπενθυμίζεται κατ’αρχήν ότι, οι διατάξεις του άρθρου 11, παρ. 2,3 και 4 του Ν.1876/90 περί κηρύξεως ως υποχρεωτικών των ΣΣΕ και των αποφάσεων διαιτησίας είχαν ανασταλεί όσο διαρκεί το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Ν.4024/2011, άρθρο 37). Με τις επόμενες διατάξεις των νομοθετημάτων 4472 (άρθρο 16, παρ. 2) και 4475/2017 (άρθρο πέμπτο) και ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση του Ν.4472/17, διευκρινίσθηκε ότι, το πρόγραμμα «δημοσιονομικής - Οικονομικής Προσαρμογής» ολοκληρώνεται την 20.8.2018. Συνεπώς μετά την λήξη αναστολής των προαναφερθεισών διατάξεων του Ν.1876/90 ήτοι μετά την 20.8.2018, επαναβιώνουν αυτοδικαίως και έχουν εφαρμογή έχουν εφαρμογή στο σύνολό τους οι διατάξεις του ανασταλέντος άρθρου 11 του Ν. 1876/90, αφού μετά την λήξη αναστολής, δεν υφίσταται πλέον κενό δικαίου, που να δικαιολογεί ή να επιβάλλει την "μετάλλαξη" της σχετικής διατάξεως λαβωμένης σε σχέση με το αρχικό περιεχόμενό της. Κάκιστα λοιπόν και εσφαλμένα προηγήθηκε η εγκύκλιος 32921/2175/13.6.2018 του Υπουργείου Εργασίας η οποία τροποποίησε όχι μόνο το περιεχόμενο του άρθρου 11 αλλά παρέκκλινε εκκωφαντικά και από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαιϊκού μας συστήματος και συγκεκριμένα εκείνες που αφορούν την ιεράρχηση των κανόνων δικαίου. Σύμφωνα με αυτές δεν επιτρέπεται η ανατροπή ή η διαφορετική ερμηνεία κανόνος δικαίου ανωτέρας βαθμίδος (νόμου) με υποδεέστερες ιεραρχικά διατάξεις όπως είναι οι διοικητικές πράξεις με την μορφή εγκυκλίου (υπουργικής αποφάσεως). Μια τέτοια μεταβολή διατάξεως νόμου θα έπρεπε να γίνει με νεότερη, ίσης ισχύος διάταξη και όχι με εγκύκλιο του αρμοδίου Υπουργείου. Πέραν όμως του προεκτεθέντος νομικού ελαττώματος, η εισαχθείσα με την σχετική εγκύκλιο, νέα ρύθμιση περί επεκτάσεως των ΣΣΕ τους «τρίτους» είναι και «ελλιπής». Αυτό διότι αφαιρείται από τις βασικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 1876/90, η δυνατότης κηρύξεως ως υποχρεωτικών των «ομοιοεπαγγελματικών» ΣΣΕ, εκτός αν πρόθεση του νομοθέτου είναι η απάλειψη (κατάργηση) της κατηγορίας των "ομοιοεπαγγελματικών" ΣΣΕ. Αφαιρείται επίσης η δυνατότης υποβολής αιτήματος, περί κηρύξεως ως υποχρεωτικής ΣΣΕ ή διαιτητικής αποφάσεως εκ μέρους των αρμοδίων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών που συνήψαν την ΣΣΕ Έτσι η πρωτοβουλία επεκτάσεως μιας ρυθμίσεως (ΣΣΕ ή ΔΑ) ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Υπουργό Εργασίας μετά προηγουμένη γνώμη του ΑΣΕ. Αλλά και πάλι η θετική ενδεχομένως πρόθεση του εν λόγω Υπουργού να προβεί στην κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ εξαρτάται από την βούληση της εργοδοτικής οργανώσεως να προσκομίσει ή όχι στο ΑΣΕ το μητρώο μελών της προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως του 51% των εργαζομένων του «κλάδου» (και όχι πλέον του επαγγέλματος) που απασχολούνται στις οικείες επιχειρήσεις. Τυχόν άρνηση υποβολής των σχετικών στοιχείων που γίνεται είτε λόγω αντικειμενικής αδυναμίας (μη τηρήσεως μητρώων) είτε ηθελημένα είτε τέλος για οποιονδήποτε άλλο λόγο καθιστά αδύνατη την επέκταση της ΣΣΕ στους μη οργανωμένους εργοδότες και μισθωτούς. Κατά συνέπεια η νεοεισαχθείσα ρύθμιση για το παραπάνω ζήτημα, εκτός του ότι είναι νομικά ελαττωματική, είναι κυρίως και άνευ ουσίας. Αν στην πρόθεση του σημερινού νομοθέτου, είναι να μη επαναφερθεί στο σύνολο του το καθεστώς του άρθρου 11 του Ν. 1876/90 αλλά να τροποποιηθούν και να μεταβληθούν οι προϋποθέσεις κηρύξεως ως υποχρεωτικών των ΣΣΕ, όπως περιγράφονται στην κρινομένη εγκύκλιο του Υπ. Εργασίας, τότε θα πρέπει κάτι τέτοιο να γίνει με νεότερη διάταξη νόμου ίσης ισχύος με την αντίστοιχη του Ν.1876/90. Πάντως η ρύθμιση της «εγκυκλίου» δημιουργεί προϋποθέσεις αστάθειας δικαίου, ως προς την εξυπηρέτηση, πράγματι, των επαγγελματικών συμφερόντων των οργανωμένων εργοδοτών και μισθωτών από τον ανταγωνισμό των μη οργανωμένων στην αγορά εργασίας. Η τεθείσα προϋπόθεση υποβολής από τους αρμόδιους εργοδοτικούς φορείς του «μητρώου μελών» που δεσμεύονται από την ΣΣΕ και η δυνατότης μη υποβολής των σχετικών στοιχείων προκειμένου να διαπιστωθεί το 51% των εργαζομένων που απασχολούνται στις οικείες επιχειρήσεις, δεν απαλλάσσει τους εργοδότες από τις «εξουσιαστικού» περιεχομένου ρυθμίσεις. Υπόψει ότι, κατά τα κρατούντα τόσο στην θεωρία όσο και την νομολογία με την κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ, δεν επεκτείνονται τα όρια ισχύος της, αλλά απλώς διευρύνεται ο κύκλος των αρχικώς δεσμευομένων προσώπων. Δηλαδή το πεδίο ισχύος της κηρυχθείσης υποχρεωτικής ρυθμίσεως, παραμένει όποιο και αν ήταν πριν από την κήρυξη της ως υποχρεωτικής. Η επέκταση καταλαμβάνει πρόσωπα, καλυπτόμενα μεν από τα καταστατικά των οργανώσεων που συνήψαν την ΣΣΕ, τα οποία όμως δεν είναι μέλη αυτών, πλην όμως θα μπορούσαν να καταστούν σύμφωνα με το επάγγελμα τους και τις λοιπές προσωπικές ιδιότητες. Αν πάλι ο σημερινός νομοθέτης, θέλει την καθολική ένταξη των πάντων, εργοδοτών και εργαζομένων σε ΣΣΕ, τότε θα μπορούσε να οπλίσει με κανονιστική πρωτοβουλία τον Υπουργό εργασίας ώστε να διευρύνει και να επεκτείνει τα όρια ισχύος της ΣΣΕ και στους «τρίτους» που τελούν και δραστηριοποιούνται υπό τις αυτές επαγγελματικές συνθήκες, ανεξαρτήτως αν είναι μέλη των οικείων - αρμοδίων οργανώσεων. Έτσι καταπολεμείται και ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι, η άποψη αυτή αντιστρατεύεται την αρχή της «ελευθερίας του συμβάλλεσθαι» αφού θα δεσμεύει και τους μη συμβληθέντες εργοδότες, πλην όμως εξυπηρετεί και ενισχύει μια άλλη συνταγματική αρχή και συγκεκριμένα εκείνη της «ίσης μεταχειρίσεως» και «μισθολογικής ισότητος» όχι μόνο στον στενό χώρο της επιχειρήσεως αλλά και σε ευρύτερο συλλογικό επίπεδο - «κλαδικό» ή και «επαγγελματικό» - για εργαζομένους και εργοδότες που δραστηριοποιούνται υπό τις αυτές συνθήκες. Γενικό συμπέρασμα - Επίλογος Είναι πασιφανές πλέον ότι, η κατ’ εντολή των δανειστών - εταίρων μας, αθρόα, επί σειρά ετών, ψήφιση νομοθετικών διατάξεων, περί εφαρμογής προγραμμάτων «δημοσιονομικής» και «οικονομικής» προσαρμογής της χώρας σε συνδυασμό με την έκδοση πληθώρας συναφών ερμηνευτικών εγκυκλίων διαταγών ή άλλων πράξεων της Διοικήσεως, για τις οποίες μάλιστα έχουν κριθεί και αποφανθεί αρκετές φορές τα δικαστήρια, για την «συνταγματική εκτροπή τους» κλπ, έχουν επιφέρει μια πρωτοφανή και επώδυνη «μεταρρυθμιστική κούραση» από την οποία φαίνεται ότι είναι δύσκολη η απαλλαγή μας παρά την λήξη (20.8.2018) του μνημονιακού αυτού καθεστώτος. Η καθημερινότητα, άλλωστε δείχνει την σημερινή ταυτότητα της χώρας. Δημιουργία προσδοκιών να ανατραπεί, ή έστω να περιορισθεί το επιβληθέν «τιμωρητικό δίκαιο» των «μεταρρυθμιστικών» κανόνων προϋποθέτει την διαμόρφωση μιας στρατηγικής και ενός συστήματος που θα λειτουργεί με συμφιλιωτικά προγράμματα και όχι κοινωνικές εκρήξεις που προκαλούνται από κυβερνητικές αστοχίες των εκάστοτε αρχόντων της χώρας. Η υποταγή σε ένα σύστημα ανάλογο προς το ιστορικό: “Roma locuta causa finita” που σημαίνει ότι, «η Ρώμη μίλησε το ζήτημα λύθηκε η συζήτητη τελείωσε» θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με εναλλακτικές λύσεις που εστιάζονται στην δυναμική επανεξετάσεως των επιβληθέντων μνημονιακών μέτρων, ήτοι στα πλαίσια της «λογικής των ισοδυνάμων» και όχι των συνεπειών ενός «κράτους μειωμένης κυριαρχίας». Οι σκέψεις αυτές αποτελούν την αποτύπωση της κοινής γνώμης.