Έγκυος Γυναίκα και Προστασία Από τις διατάξεις των Ν. 1483/84 - 3996/11 - ΠΔ 176/97 προκύπτει ότι απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της. Η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος. Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Έτσι η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εγκύου εργαζομένης αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, λόγω της για την αιτία αυτής ακυρότητας της καταγγελίας. ΑΠ 954/2018 Πρόεδρος: Η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: Ο κ. Νικ. Τσάκος Δικηγόροι: Οι κ.κ. Παύλος Σφέτσιος - Θωμάς Φωτόπουλος Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 Ν. 1483/1984, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 παρ. 1 Ν. 3996/2011 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή: "Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη". Εξ άλλου κατά το άρθρο 10 ΠΔ 176/1997: "Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει αφενός μεν ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφετέρου δε ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος (ΑΠ 433/2012). Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση καθιστούν κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Σημειώνεται δε ότι η καλή πίστη δεν απαιτείται με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζόμενης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί ν' αξιωθεί ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε. Έτσι η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο, αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη (ΑΠ 668/2016). Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εγκύου εργαζομένης αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας (ΑΠ 308/2011). Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζομένη στο νόμο την αγωγή (Ολ. ΑΠ 18/1998). Αντιθέτως η ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν γίνεται απλά επίκληση των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά περιστατικών ή η ποσοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη στήριξη του αιτήματός της, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ αντίστοιχα. Ειδικότερα ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που όμως δεν εκτίθενται σ' αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ' αυτήν, ενώ ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ' αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 540/2016). Τέλος τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή που έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο 656 Α.Κ., είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε ο εργαζόμενος. Όταν όμως η υπερημερία του εργοδότη οφείλεται σε ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, τότε δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στην αγωγή του στοιχείου της πραγματικής και προσήκουσας προσφοράς της εργασίας από τον εργαζόμενο, διότι η καταγγελία της σύμβασης περιέχει και δήλωση της βούλησης του εργοδότη για τη μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος (ΑΠ 606/2017). Στην προκείμενη περίπτωση με την από 6-7-2011 αγωγή της η ήδη αναιρεσίβλητη εξέθεσε ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ως υπάλληλος υποδοχής στο ξενοδοχειακό συγκρότημα που διατηρεί η τελευταία στην Καρδίτσα, ότι απασχολήθηκε από αυτήν με μισθό 1.007,30 ευρώ μηνιαίως μέχρι τις 30-4-2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και ότι η ανωτέρω καταγγελία ήταν άκυρη διότι, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα, η ίδια τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 30-4-2011 μέχρι και τις 31-1-2012 το ποσό των 9.065,70 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή ήταν νόμιμη και ορισμένη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της σκέψης. Δεν δε ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρει σ' αυτήν η ενάγουσα την ακριβή ημερομηνία συλλήψεως του κυοφορουμένου ούτε ότι είχε πληροφορήσει την εναγομένη για την εγκυμοσύνη της ούτε ότι της προσέφερε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, αφού κατά τα προεκτεθέντα τα αναφερόμενα ως ελλείποντα στοιχεία δεν ήταν αναγκαία κατά το νόμο για τη θεμελίωση της ένδικης αγωγής. (...) Περαιτέρω με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Η εναγομένη [ήδη αναιρεσείουσα]... ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "....", η οποία εδρεύει στη ..., στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο με το διακριτικό τίτλο "...", κείμενο σε κεντρικό σημείο της πόλης της Καρδίτσας. Η ενάγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη]... είναι απόφοιτη της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων της ΟΤΕΚ. Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στις 17-6-2009 στην Καρδίτσα η εναγομένη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη, προσέλαβε την ενάγουσα, προκειμένου να την απασχολήσει ως υπάλληλο υποδοχής (front office manager) στην εν λόγω ξενοδοχειακή επιχείρηση. Για τη σύναψη της σύμβασης αυτής ασφαλώς εξετιμήθη η προϋπηρεσία της ενάγουσας στον κλάδο και τα προσόντα της, αφού η τελευταία και στο παρελθόν είχε εργασθεί στην ίδια εταιρία (από τον 8° μήνα του 2005 έως το 12ο μήνα του 2007) και προς τούτο άμεσα της ανετέθησαν ευρύτερα καθήκοντα, όπως έλεγχος καθαριότητας ορόφων, οφειλές τρίτων προς την εταιρία. Από την ημέρα της πρόσληψής της η ενάγουσα, η οποία μάλιστα κατείχε θέση προϊσταμένης στον τομέα της καθόσον προ?στατο τριών υπαλλήλων, προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες για τις οποίες προσλήφθηκε, εργαζόμενη τις συμφωνηθείσες πέντε ημέρες και σαράντα ώρες εβδομαδιαίως. Οι μηνιαίες της αποδοχές με βάση τις ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας ανέρχονταν σε 1.007,30 ευρώ... Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα η εναγομένη εργοδότρια στις 30-4-2011 επέδωσε στην ενάγουσα έγγραφη καταγγελία της μεταξύ τους υφιστάμενης έως τότε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, ανερχόμενη, με βάση τη διάρκεια απασχόλησής της και το ύψος των αποδοχών της, στο ποσό των 2.350,37 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα. Στην εν λόγω καταγγελία δεν αναγραφόταν κάποιος σπουδαίος λόγος που να τη δικαιολογεί ούτε αυτή επιδόθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας Καρδίτσας, όπως απαιτεί το άρθρο 10 παρ. 2 του ΠΔ 176/1997. Όμως κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της η ενάγουσα ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, άγουσα τον πρώτο μήνα της κύησης. Αυτή από την πρώτη στιγμή και λόγω του ως άνω γεγονότος (κύηση), θεώρησε άκυρη τη γενομένη από την εναγομένη εργοδότρια καταγγελία. Έτσι, αντιδρώντας άμεσα, στις 6-5-2011 προσέφυγε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, γνωστοποιώντας το γεγονός της εγκυμοσύνης της και καταγγέλλοντας την εναγομένη για άκυρη και παράνομη απόλυση. Στη συνέχεια, στις 30-5-2011, σε συνάντηση της ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης στην ως άνω υπηρεσία, η ενάγουσα προσκόμισε την από 27-5-2011 βεβαίωση του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, από την οποία προέκυπτε η εγκυμοσύνη της κατά το κρίσιμο χρόνο, με πιθανή ημερομηνία σύλληψης την 5-4-2011 και πιθανή ημερομηνία τοκετού την 28-12-2011, δήλωσε δε ότι διεκδικεί την εκ του νόμου προβλεπόμενη προστασία της, αναμένοντας τις προτάσεις της εναγομένης. Τότε η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της υπεστήριξε ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας όχι μόνο αγνοούσε την εγκυμοσύνη της ενάγουσας αλλά μόλις εκείνη τη στιγμή επληροφορείτο αυτή. Παρά τις δηλώσεις της εναγομένης-εργοδότριας, ο Επιθεωρητής Εργασίας, κατά την επέμβαση προς επίλυση της διαφοράς, συνέστησε σ' αυτή να προβεί στην επαναπρόσληψη της ενάγουσας... Η απόλυση λοιπόν της ενάγουσας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 και 2 Ν. 1483/1984 και 10 παρ. 2 του ΠΔ 176/1997 που απαγορεύει την απόλυση εγκύου τουλάχιστον μέχρι τον τοκετό και ένα έτος μετά από αυτόν, η δε γνώση της εγκυμοσύνης κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν είναι απαραίτητη όχι μόνο από τον εργοδότη αλλά ούτε και από την ίδια την καταγγέλλουσα, αφού αρκεί μόνο το αντικειμενικό γεγονός της εγκυμοσύνης. Παρά ταύτα η εναγομένη εργοδότρια, αν και διαπίστωσε ότι η ενάγουσα διεκδικούσε την εκ του νόμου προβλεπόμενη προστασία, όχι μόνο δεν προέβη σε οποιαδήποτε πρόταση ώστε να αποφύγει τις συνέπειες της ακυρότητας της καταγγελίας αλλά αντιθέτως εμμένοντας σ' αυτήν (καταγγελία), προς αντίκρουση της αγωγής στον πρώτο βαθμό ισχυρίστηκε ότι υπήρχε σπουδαίος λόγος για την απόλυση της ενάγουσας, ο οποίος θεμελίωνε μία αρνητική πρόγνωση για την περαιτέρω λειτουργίας της σύμβασης. Επρόκειτο λοιπόν για έκτακτη καταγγελία της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 672 ΑΚ... Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι υπήρχαν λόγοι που προέρχονταν από τη σφαίρα δράσης και ευθύνης της (εναγομένης), κυρίως οικονομικοτεχνικοί που καθιστούσαν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού λόγω της μείωσης των εσόδων της επιχείρησης. Όμως ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η έλλειψη χρημάτων δεν συνιστά από μόνη της σπουδαίο λόγο πρόωρης λύσης της σύμβασης, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης η εναγομένη προέβη σε μειώσεις αποδοχών του τροσωπικού της ή σε απολύσεις άλλων εργαζομένων πλην της εναγομένης. Ούτε βέβαια συνιστά σπουδαίο λόγο η επικαλούμενη κατάργηση της θέσης της ενάγουσας χάριν επωφελέστερης λειτουργίας της επιχείρησης και μείωσης των δαπανών της και τούτο διότι ο εργοδότης φέρων το βάρος της επιχείρησης δεν δύναται να επιρρίψει αυτό στο μισθωτό απολύοντας αυτόν. Επιπλέον η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι η ενάγουσα μισθωτός εκτελούσε πλημμελώς τα επαγγελματικά της καθήκοντα, αποδεικνύοντας έτσι την επαγγελματική της ανεπάρκεια και δεν επιδείκνυε τη συμπεριφορά που άρμοζε σε στέλεχος της επιχείρησης και μάλιστα αυτής της θέσης. Προς επίρρωση του ουσιώδους αυτού ισχυρισμού ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατέθεσε ο διευθυντής του ξενοδοχείου (ο οποίος σημειωτέον ανέλαβε εργασία στο ξενοδοχείο τον Ιούνιο του 2010), αναφερόμενος μονολεκτικά στους λόγους της πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων εκ μέρους της ενάγουσας και εστιάζοντας αυτούς στην ύπαρξη αταξίας στο χώρο εργασίας της, στο χειρισμό των γκρουπ, στη νευρικότητα αυτής και στη μη αποδοτικότητά της. Εν τούτοις, από τα προσκομισθέντα έγγραφα που φέρουν τον τίτλο "φόρμα καθοδήγησης" και είναι υπογεγραμμένα από τον ως άνω μάρτυρα, δεν προκύπτει ότι αυτός, ως προϊστάμενος της ενάγουσας, προέβη σε κάποια επίπληξη ή έστω προειδοποίηση προς αυτήν για την προβαλλόμενη πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της ή ότι η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε στις οδηγίες του παρά τις επανειλημμένες συστάσεις του, ή διαμαρτυρήθηκαν τουριστικά γραφεία για αντισυμβατική της συμπεριφορά. Αντιθέτως η αξιολόγηση της απόδοσής της από τον ως άνω μάρτυρα χαρακτηρίζεται ως θετική... αξιολόγηση που συνάδει με φίλεργους υπαλλήλους. Ορισμένες βέβαια φορές, όπως συνομολόγησε και η ίδια η ενάγουσα, υπήρχαν διαφωνίες αυτής με τον ως άνω μάρτυρα, πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι διαφωνίες αυτές έφταναν σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να κριθεί αιτιολογημένα είτε ότι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη από την εργοδότρια εναγομένη στο πρόσωπο της ενάγουσας είτε ότι διαταράχθηκε η ομαλή συνεργασία τους, γεγονότα που κατ' αντικειμενική κρίση ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της συνδέουσας τα διάδικα μέρη υπαλληλικής και εν γένει εργασιακής σχέσης. Όπως προαναφέρθηκε η συνδέουσα τους διαδίκους στο παρελθόν (Αύγουστος του 2005 έως Δεκέμβριο του 2007) συνεργασία, αν και είχε διακοπεί για διαφορές οικονομικής φύσης, συνεχίστηκε με την επαναπρόσληψη της ενάγουσας, γεγονός που σαφώς δεν θα συνέβαινε αν η ενάγουσα ήταν ανεπαρκής ως υπάλληλος και υφίσταντο αμφιβολίες από πλευράς της εναγομένης για τη δυνατότητα της εκ μέρους της ενάγουσας προσφοράς υπεύθυνου έργου. Από τη συνεκτίμηση λοιπόν των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων δεν απεδείχθη η συνδρομή του προβαλλομένου σπουδαίου λόγου... δηλαδή η συνδρομή ενός ή περισσοτέρων περιστατικών, τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση καθιστούν κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως και έτσι επομένως να δικαιολογείται η γενομένη από την εναγομένη εργοδότρια καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Αντιθέτως αυτή υπαγορεύτηκε και επιβλήθηκε από το επαγγελματικό συμφέρον της εργοδότριας και την κατάργηση της ανάλογης οργανικής θέσης που κατείχε η ενάγουσα έως τότε... Μετά ταύτα και εφόσον η κατά τα ως άνω υπό της εναγομένης εργοδότριας εταιρίας γενόμενη στις 30-4-2011 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο και σε χρόνο που η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, επιπλέον δε αυτή δεν συνοδεύτηκε και από τις απαιτούμενες κατά τις διατάξεις του ΠΔ 176/1997 κοινοποιήσεις, είναι άκυρη και δεν επέφερε τα σκοπούμενα δι' αυτής αποτελέσματα κατ' άρθρο 174 και 180 Α.Κ. Επακόλουθο λοιπόν είναι ότι η σύμβαση εργασίας παραμένει ενεργός και η εναγομένη εργοδότρια, που αρνείται να απαδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας μισθωτού, η οποία όπως ήδη εκτέθηκε δήλωσε στην Επιθεώρηση Εργασίας ότι ανέμενε τις προτάσεις της εναγομένης, να έχει περιέλθει σε υπερημερία και να υποχρεούται σε καταβολή των μισθών υπερημερίας, δηλαδή των μισθών που θα κατέβαλε στην ενάγουσα αν συνέχιζε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Οι εν λόγω μισθοί, που ανάγονται στο από της καταγγελίας (30-4-2011) και έως τον Ιανουάριο του 2011 χρονικό διάστημα, για το ύψος εκάστου των οποίων δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 9.065,70 ευρώ (1.007,30 ευρώ Χ 9 μήνες). Εξ άλλου και σε κάθε περίπτωση από τη στιγμή που η εναγομένη δήλωσε στην ενάγουσα ότι την απέλυσε και δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες της και παρά τη μεσολάβηση του Επιθεωρητή Εργασίας δεν της υπέβαλε ουδεμία πρόταση επαναπρόσληψης αλλά, προκειμένου να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η εγκυμοσύνη της ενάγουσας μισθωτού, επέλεξε το επαχθέστερο μέτρο της εμμονής της στην απόλυση αυτής (ενάγουσας), αδιαφορώντας για την τύχη της στο δύσκολο τούτο σημείο της ζωής της, η ενάγουσα ουδεμία υποχρέωση έχει να επαναπροσφέρει διαρκώς τις υπηρεσίες της στην εναγομένη. Ο σχετικός επομένως ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας αφού μετά την απόλυσή της δεν πρόσφερε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη πραγματικώς και προσηκόντως... είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω η εναγομένη... επαναφέρει και στο παρόν δικαστήριο τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό περί συμψηφισμού της ωφέλειας που η ενάγουσα απεκόμισε ένεκα της καταβολής σ? αυτή από διάφορους φορείς (ΟΑΕΔ, ΙΚΑ) επιδομάτων σχετικών με την εγκυμοσύνη, την ανεργία της κ.λ.π. κατά το επίδικο διάστημα που δεν απασχολήθηκε στην εναγομένη. Το ως άνω όμως αίτημα τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζονται από την εναγομένη τα ειδικότερα επιδόματα που φέρεται ότι έλαβε η ενάγουσα ως προς το είδος και το ύψος... Εξ άλλου τα ως άνω επιδόματα δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την επικαλούμενη υπερημερία της εναγομένης εργοδότριας, αφού το σχετικό, προβλεπόμενο στο άρθρο 656 εδ β ΑΚ, δικαίωμα, απαιτεί... η ωφέλεια που δύναται να αφαιρέσει από τον καταβαλλόμενο μισθό ο εργοδότης να είναι αυτή που αποκομίζει ο εργαζόμενος από τη χρησιμοποίηση του μέρους εκείνου της εργασιακής του δύναμης που είχε υποχρέωση να θέσει στη διάθεση του εργοδότη, ήτοι η ωφέλεια που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση του χρόνου που έμεινε ελεύθερος λόγω της υπερημερίας, οι δε προαναφερόμενες παροχές είναι άσχετες προς τη χρήση του ελεύθερου χρόνου εργασίας της ενάγουσας". Με βάση αυτές τις παραδοχές και άλλες (οι οποίες αφορούν την παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού της καταβληθείσης στην ενάγουσα αποζημίωσης ποσού 2.350,37 ευρώ με την αγωγική απαίτηση για καταβολή μισθών υπερημερίας ποσού 9.065,70 ευρώ, καθώς και την απόρριψη στο σύνολό του του αγωγικού κονδυλίου για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και οι οποίες δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (με την οποία είχε γίνει μερικώς δεκτή η αγωγή και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.065,70 ευρώ για μισθούς υπερημερίας με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και το ποσό των 1.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής), εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλουμένη απόφαση κατά τις πιο πάνω διατάξεις της, αφού δε κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την δέχθηκε κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 6.715,33 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη συνδρομής σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. (...)