Εφάπαξ βοήθημα Εισφορά, πότε ανταποδοτικός χαρακτήρας - Επιβολή ορίου Η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων. Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει κατά το Σύνταγμα την αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων. Α.Π. 215/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: ο κ. Μιχ. Αυγουλέας Δικηγόροι: οι κ.κ. Θεοδ. Πέππας - Λουκάς Αποστολίδης 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζουν ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" (άρθρο 4 παρ. 1) και "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει" (άρθρο 22 παρ. 5), προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται, κατά την ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει την συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος - αποζημίωσης στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία, με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων, αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (Ολ. Α.Π. 32/1995). Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Με την υπ' αρ. Φ46/3239/23.2.1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζεται, στο άρθρο 2 παρ. 2 αυτής, ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο Κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγείται το εφάπαξ βοήθημα και στο άρθρο 9 παρ. 3 αυτής ορίζεται ότι "Για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών του εταιρειών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του Δ.Σ. του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 Ν. 1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Δ.Σ. της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας". Η ίδια ως άνω Υπουργική Απόφαση, στο άρθρο 34 ορίζει ότι: "1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (εννοείται Πρόνοιας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος, υπό τις προϋποθέσεις: α) ... β) εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, που προβλέπεται από τον Οργανισμό της, ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών. 2. Το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 1ου μέχρι και του 10ου, 8% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 11ου μέχρι και του 15ου, 10% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 16ου μέχρι και του 32ου. 3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα, πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής αποδόσεως, γάμου, τέκνων και αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.). 4) Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από την συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών, ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από την διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στον δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος, δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος". Περαιτέρω, με το άρθρο 57 του Ν. 2084/1992 "για την Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης", το ποσό της παρεχόμενης στους υπαλλήλους των τραπεζών κ.λπ. εφάπαξ αποζημιώσεως περιορίσθηκε και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 ότι: "Η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των τραπεζών, μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1.1.1993, κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης πρόνοιας" και στην παρ. 3 ότι "Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος, προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων, χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειώνεται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης". Από τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι, η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος από το Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ αποζημίωση - βοήθημα, έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού καταβάλλεται από το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Πρόνοιας του παραπάνω Ταμείου, που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές των εργαζομένων-ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας. Η εισφορά δε της εργοδότριας Τράπεζας, η οποία (εισφορά) μάλιστα, μειούμενη από 1.1.1993 κατά το 1/10 ετησίως, μέχρι καταργήσεώς της, έχει καταργηθεί από 1.1.2002, αποτελούσα αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, είναι και αυτή ποσοτικά ανάλογη των αποδοχών του εργαζομένου-ασφαλισμένου, όπως και η εισφορά του τελευταίου και δεν μπορεί παρά να εξομοιώνεται, από την άποψη του χαρακτηρισμού της εφάπαξ αποζημιώσεως ως ανταποδοτικής ή μη, με την εισφορά του ασφαλισμένου. Κοινωνικοί πόροι δεν προβλέπονται, ούτε και ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων, υπό την έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, έτσι ώστε να μπορούν βασίμως να συνυπολογισθούν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο προέρχεται η εφάπαξ αποζημίωση. Και ναι μεν στις ως άνω περιπτώσεις γ' έως ε' της παρ. 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπονται ως πόροι του Κλάδου Πρόνοιας και άλλα έσοδα (όπως από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας ή θυγατρικών της εταιρειών, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας του παραπάνω Ταμείου), πλην των ασφαλιστικών εισφορών, τα έσοδα αυτά, όμως, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του επίδικου εφάπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συμβάλλουν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του παραπάνω Κλάδου Πρόνοιας. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγείται στους ασφαλισμένους του εν λόγω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλόμενης στον Κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, καθόσον η θέσπιση ανωτάτου ορίου στην καταβαλλόμενη από το Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δύο, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά μεγαλύτερη, από το ανώτατο όριο, εφάπαξ αποζημίωση, σε σχέση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημίωσης. Η διάκριση δε αυτή, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού, ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης ισορροπίας, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να αναμένεται από αυτόν, και στα πλαίσια της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματος του (ΑΕΔ 3, 4 και 5/2007, Ολ. Α.Π. 17/2005). Εξάλλου, με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, (αρ. Φ. 800000/23358/2004 ΦΕΚ Β αρ. 2/2004), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 20 παρ. 6 Ν. 3029/2002, ο κλάδος προνοίας, του εν λόγω ταμείου που μέχρι τότε ήταν ΝΠΔΔ, μετετράπει σε ΝΠΙΔ, που κατέστη καθολικός διάδοχός του. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε και το καταστατικό του τελευταίου νομικού προσώπου, το οποίο από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ (7.1.2004), επέχει ισχύ νόμου. Η μετατροπή του κλάδου αυτού σε ΝΠΙΔ, δεν μετέβαλε το σκοπό του, ο οποίος είναι, η χορήγηση εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους σε αυτό και στα μέλη της οικογένειας των ασφαλισμένων, που πεθαίνουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του καταστατικού του, ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 31 του προϊσχύσαντος καταστατικού. Με το άρθρο 8 του ισχύοντος καταστατικού προβλέπεται ότι πόροι του Ταμείου είναι η εισφορά των μελών του και τα έσοδα από την εκμετάλλευση της περιουσίας του ίδιου, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς, που στα έσοδα του, συμμετείχε και ο εργοδότης των ασφαλισμένων. Με το άρθρο 17 του ίδιου καταστατικού επήλθε μεταβολή και στον τρόπο υπολογισμού του εν λόγω βοηθήματος. Με το προϊσχύσαν καθεστώς, ως βάση υπολογισμού λαμβάνονταν υπόψη οι μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου έτους, ενώ με το ισχύον μετά το 2004, για τους ασφαλισμένους μέχρι το 1992 ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας τριετίας, ενώ για τους λοιπούς (ασφαλισμένους μετά το 1992) το πηλίκον της διαίρεσης των αποδοχών των τελευταίων τριών ή πέντε ετών, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης (36 ή 60). Με το άρθρο 24 του τελευταίου ως άνω καταστατικού, το οποίο αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, προβλέπεται ότι όσοι υπάλληλοι αποχωρήσουν σε διάστημα μίας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του Καταστατικού αυτού δηλαδή από 9.2.2004, δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού. Με τη διάταξη, λοιπόν, αυτή ορίζεται ρητά ότι για πέντε έτη από της ενάρξεως εφαρμογής του νέου Καταστατικού θα ισχύουν και οι διατάξεις, που αφορούν τον υπολογισμό του εφάπαξ, βοηθήματος, του παλαιού Καταστατικού, το οποίο και είναι το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Α.Τ.Ε., και συγκεκριμένα με τον υπολογισμό του άρθρου 34 αυτού, με το περιορισμό, του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, όσον αφορά το ύψος του καταβαλλόμενου ποσού, αν και όπως αναφέρθηκε η διάταξη αυτή, με αποφάσεις του ΑΕΔ και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε αντισυνταγματική και συνακόλουθα μη εφαρμοστέα. (ΑΕΔ 5/2007 ΟΛ. Α.Π. 17/2005). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε τα εξής: "Ο ενάγων προσλήφθηκε από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στις 25.10.1973 και αποχώρησε από την εργασία του την 30.11.2004 έχοντας συμπληρώσει 30 έτη, 9 έτη και 5 ημέρες [αφαιρουμένων των ημερών απουσίας του λόγο) απεργίας]. Το εναγόμενο ταμείο καθολικός διάδοχος του κλάδου προνοίας του ταμείου συντάξεως προνοίας προσωπικού ΑΤΕ (άρθρο 20 παρ. 6 ν. 3029/02) και με σκοπό μεταξύ άλλων την χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους σ' αυτό υπαλλήλους της ΑΤΕ κατέβαλε στον ενάγοντα λόγω της αναχώρησής του με την αρ. 185/16.12.2004 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 64.313,41 ευρώ ως εφάπαξ βοήθημα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του με ημερομηνία έναρξης ισχύος στις 9.2.04 καταστατικού του (Φ/80000/23358/1107 ΚΥΑ Οικονομίας, και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ΦΕΚ 2Β/7.1.2007). Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 24 παρ. 5 του παραπάνω καταστατικού που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις για όσους αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος καταστατικού, αυτοί δεν λαμβάνουν λιγότερα απ' αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν ν. 2084/92). Κατά το αμέσως παραπάνω άρθρο, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση του ενάγοντος, αφού αποχώρησε την 30.11.2004, δηλαδή από πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του καταστατικού και εφόσον ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος γινόταν με το παλαιό καταστατικό [άρθρο 34] του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ, [διάδοχος του οποίου τυγχάνει το εναγόμενο ΝΠΙΔ, χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/92, ως αντισυνταγματικού, δικαιούται ως εφάπαξ βοήθημα το ποσό των 78.485,576 (ο ειδικότερος λογιστικός προσδιορισμός του οποίου δεν αμφισβητείται ειδικώς από το εναγόμενο, βλ. το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ. 1375/9.12.2008 έγγραφο του Αντιπροέδρου του εναγομένου). Συνεπώς, κατέληξε το Εφετείο ότι, με βάση το παραπάνω καταστατικό και τα προαναφερθέντα άρθρα αυτού, ο ενάγων δεν μπορεί να λάβει μικρότερο ποσό από αυτό των 78.485,576 ευρώ κι' επομένως δικαιούται την διαφορά ύψους 14.172,16 ευρώ. Στη συνέχεια δέχτηκε τυπικά και κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσίβλητου, και αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση δέχτηκε ως κατ' ουσία βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε το αναιρεσείον να καταβάλλει στην αναιρεσίβλητο το πιο πάνω ποσό. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη και την μεταβατική διάταξη του ισχύοντος καταστατικού του αναιρεσείοντος, ο αναιρεσίβλητος δικαιούται το επιδικασθέν, ως άνω ποσό. Επομένως, οι ενιαίως κρινόμενοι, αληθώς, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, 1ος, 2ος,3ος και 4ος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο της αναίρεσης, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει το αναιρεσίον στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε τη σχετική ένστασή του για τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των αρ. 3 και 679 Α.Κ., 8 Ν. 2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 A.N. 547/1937, 8 παρ. 2 και 4 Ν.Δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955, δεχόμενη ότι ο συμβιβασμός του αναιρεσίβλητου με το Ταμείο μας, το οποίο σε εφαρμογή της υπ' αρ. 6/16.11.2004 απόφασης του Δ.Σ. τούτου πρότεινε στον αναιρεσίβλητο και αυτός δέχτηκε να λάβουν μέρος της διαφοράς του εφάπαξ Βοηθήματος, n οποία προέκυπτε από την εφαρμογή του πλαφόν του αρ. 57 του ν. 2084/1992, παραιτούμενος από το υπόλοιπο ποσό και οποιαδήποτε περαιτέρω σχετική αξίωσή του προς αποφυγή μακροχρόνιων δικαστικών αγώνων αμφίβολης έκβασης, είναι άκυρος. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει, δεν προτάθηκε ούτε πρωτοδίκως, αλλά ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης του αντιδίκου του, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών του (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), στα δικαστήρια της ουσίας. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθεί στο αναιρεσείον, ως ηττώμενο διάδικο η δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (183 ΚΠολΔ).