Διευθύνοντες Υπάλληλοι. Πότε θεωρούνται - Επιθεωρητής πωλήσεων Διευθύνοντες υπάλληλοι για τους οποίους δεν εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης και που επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης. Ο επιθεωρητής πωλήσεων με αμοιβή 1.359 ευρώ είναι απλός υπάλληλος και όχι διευθύνων υπάλληλος και δικαιούται αμοιβή για τυχόν υπερωριακή εργασία. ΑΠ 902/2020 Πρόεδρος: Η κ. Ειρήνη Καλού Εισηγητής: Η κ. Αρετή Παπαδιά Δικηγόροι: Οι κ.κ. Ρήγα Μπαρμπούρης - Παντελής Αγγελόπουλος [...] 2. Κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα όρια της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης ίσης προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα στη πρώτη παράγραφο ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση δικαιούνται από τη πρώτη ώρα, πέρα από το πλουτισμό που απεκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου των. Κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ' αριθ. 11770/20.3.1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1.1.1984 σε σαράντα (40) ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το ως άνω συμβατικό (συλλογικό) εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του ανωτάτου νομίμου ωραρίου εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της υπ' αριθ. 1/1982 απόφασης του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 1346/1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ως υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, θεωρείται η απασχόληση πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως για τους απασχολουμένους έξι ημέρες την εβδομάδα ή η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως για τους απασχολουμένους πέντε ημέρες την εβδομάδα, υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε με την υπ' αριθ. 11400/1710/4.3.1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975 (ΦΕΚ Α' 180), έστω και εάν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του από το νόμο οριζομένου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας απασχόλησης, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ιδίας εβδομαδιαίας περιόδου. Αντίθετα ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Ειδικότερα με βάση το πιο πάνω νομοθετικό καθεστώς επί παροχής παράνομης υπερωριακής εργασίας οφείλεται στον μισθωτό από την πρώτη ώρα κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθ. 904 επ.) το ποσό που θα κατέβαλε ο εργοδότης ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του παρανόμως απασχοληθέντος υπερωριακά (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές ιδιότητες αυτού), αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή απασχόληση του παρανόμως απασχοληθέντος μισθωτού και επί πλέον ως αστική ποινή το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, κατά τη προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 435/1976 (ΑΠ 1977/2013, ΑΠ 206/2009). Επακολούθησε όμως η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, η οποία ίσχυσε μέχρι τις 30.9.2005, οπότε αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3386/2005. Με τη εν λόγω διάταξη του άρθρου 4 καταργήθηκε από 1.4.2001 η υπερεργασία για τις επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών και η απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι των 43 ωρών (41η, 42η και 43η ώρα εβδομαδιαίας απασχόλησης) χαρακτηρίσθηκε από το νόμο ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει την υποχρέωση να παράσχει την εργασία του κατά την περί τούτου διακριτική ευχέρεια του εργοδότη. Η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση του μισθωτού στις ως άνω επιχειρήσεις θεωρείται κατά τη παρ. 3 του ως άνω άρθρου ως υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Επομένως η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως υπερωριακή απασχόληση του μισθωτού μπορεί να είναι είτε νόμιμη (εάν τηρήθηκαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις και διαδικασίες έγκρισης), είτε παράνομη. Η έκφραση του νόμου ότι για τις επιχειρήσεις αυτές θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση (44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες απασχόλησης) δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανώτατου νόμιμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι και η υπέρβαση του ανώτατου ωραρίου της ημερησίας απασχόλησης του μισθωτού, το οποίο μετά την 1 Απριλίου 2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή το 9ωρο επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013, ΑΠ 1158/2011). Τόσο η παροχή ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, όσο και η παροχή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης αμείβεται κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 από της πρώτης ώρας με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, εφόσον το σύνολο των ως άνω ωρών υπερωριακής απασχόλησης δεν υπερβαίνει τις 120 ώρες ετησίως. Για τις πέραν των 120 ωρών ιδιόρρυθμης ή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976. Τέτοια διάταξη είναι εκείνη του εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 435/1976 που προβλέπει αμοιβή των πέραν των 120 ωρών νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης προσαυξημένη κατά 75%. Αντιθέτως στη περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου (δηλαδή το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο με προσαύξηση 150% επ' αυτού) κατά τη παρ.5 του ιδίου άρθρου 4 του Ν. 2874/2000. Το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005. που ίσχυσε από 1.10.2005 κατά το άρθρο 15 αυτού. Με τη παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου επαναφέρθηκε ο θεσμός της υπερεργασίας για τους μισθωτούς που απασχολούνται σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα και ορίσθηκε ότι ο μισθωτός μπορεί κατά την κρίση του εργοδότη να απασχολείται για πέντε επί πλέον ώρες εργασίας την εβδομάδα πλέον του συμβατικού ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως, ήτοι κατά την 41η, 42η, 43η, 44η και 45η ώρα αμειβόμενος με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυτού προσαυξημένο κατά 25% (ο δε απασχολούμενος σε επιχειρήσεις όπου ισχύει σύστημα εργασίας έξι ημερών για οκτώ επί πλέον του συμβατικού ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως ώρες εργασίας την εβδομάδα, ήτοι από της 41ης έως και της 48ης ώρας), χωρίς η ανωτέρω υπερεργασιακή απασχόληση να συνυπολογίζεται στα επιτρεπόμενα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις όρια υπερωριών. Κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου η πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση στις επιχειρήσεις της παρ. 1 και η πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση στις επιχειρήσεις που ισχύει σύστημα εργασίας έξι ημερών θεωρείται υπερωριακή απασχόληση, σε κάθε δε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Με τη παρ. 3 ορίσθηκε ότι η αμοιβή της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης ισούται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% για τις πρώτες 120 ώρες νόμιμης υπερωρίας και κατά 75% για τις πέραν του εν λόγω ορίου ώρες νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης. Κάθε ώρα υπερωρίας, για τη πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης χαρακτηρίζεται εφεξής κατ' εξαίρεση υπερωρία (παρ. 4), δηλαδή παράνομη υπερωρία Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (παρ. 5). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., η αγωγή, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα στοιχεία που αναγράφονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει (α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή τους από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (γ) ορισμένο αίτημα. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, με τις οποίες καθορίζεται το ωράριο εργασίας των, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένων, προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και για υπερωριακή απασχόληση, νόμιμη ή παράνομη, απαιτείται, αλλά και αρκεί να εκτίθεται (εκτός των λοιπών στοιχείων) ο αριθμός των ωρών, κατά τις οποίες είχε απασχοληθεί ο εργαζόμενος εβδομαδιαία και καθημερινά, αντίστοιχα, καθόσον για την ύπαρξη υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση, και μάλιστα κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, ενώ για την συνδρομή υπερωριακής εργασίας λαμβάνεται υπόψη (όχι η εβδομαδιαία αλλά) η ημερήσια απασχόληση, αφού έτσι και με βάση τα προβλεπόμενα από το νόμο, μπορεί να διακριβωθεί από το δικαστήριο, με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, αν ο εργαζόμενος εργάσθηκε ή όχι καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου και πόσο, ώστε να κριθεί το βάσιμο του σχετικού αγωγικού αιτήματος (ΑΠ 526/2013, 1548/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή του (άρθ.561 παρ. 2 ΚΠολΔ) ο ενάγων - αναιρεσίβλητος εξέθετε, μεταξύ άλλων, ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη ήδη αναιρεσείουσα, η οποία ασκεί κατά τον προορισμό της εμπορία ζωοτροφών και αξεσουάρ κατοικίδιων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως επιθεωρητής πωλήσεων (υπεύθυνος πωλήσεων στα γραφεία αυτής και ως περιοδεύων πωλητής) κατά μήνα Ιούλιο του έτους ... και ότι για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του ... μέχρι και το μήνα Ιούλιο του ... εργαζόταν επί πενθήμερο κατά τις εργάσιμες ημέρες, το δε ημερήσιο συμβατικό ωράριο εργασίας του ήταν από ώρα 8:00 έως και ώρα 16:00. Ότι αυτός εργαζόταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα καθ υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ωραρίου του ήτοι από τις 8:00 έως 20:00 -21:00 και κατ' ελάχιστον κατά μέσο όρο 3 ώρες ημερησίως εντός του πενθημέρου πέραν του συμβατικού του ωραρίου (δηλαδή εργαζόταν 11 ώρες ημερησίως και 55 ώρες εβδομαδιαίως), πλην όμως για την εν λόγω (καθ' υπέρβαση) απασχόλησή του η εναγόμενη δεν του κατέβαλε κανένα ποσό. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, εκτός των άλλων και τα αναφερόμενα σ' αυτή χρηματικά ποσά, για την καθ' υπέρβαση του συμβατικού και του νομίμου ωραρίου, απασχόλησή του. Με το περιεχόμενο αυτό, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη καθόσον αφορά τα συγκεκριμένα αιτήματα, αφού διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντα, ώστε ευχερώς να δύναται το δικαστήριο της ουσίας, να ερευνήσει το βάσιμο των αιτημάτων, αφενός και αφετέρου η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, να αμυνθεί επ' αυτών. Επομένως, το εφετείο, που προχώρησε στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ανωτέρω αγωγικών αιτημάτων και τα δέχθηκε κατ' ουσίαν, και απέρριψε σιωπηρώς τον περί αοριστίας ισχυρισμό της αναιρεσείουσας-εναγόμενης, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, αφού τα περιστατικά αυτά, που περιλαμβάνονται στην αγωγή, είναι επαρκή, προς νομική θεμελίωση αυτής κατά τα ανωτέρω αιτήματά της.. Επομένως, ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το μέρος που αποδίδονται οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το μέρος που ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν, και ειδικότερα αγνόησε την προταθείσα ένσταση αοριστίας των αμέσως ανωτέρω αγωγικών κονδυλίων είναι αβάσιμος και τούτο διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε εκ του πράγματος την ένσταση αοριστίας δεχόμενο κατ' ουσία τα ανωτέρω κονδύλια. Σε κάθε όμως περίπτωση, κατόπιν των διαλαμβανόμενων κατά τα αμέσως ανωτέρω περί ορισμένου και νομίμου της αγωγής ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη τον σχετικό περί αοριστίας ισχυρισμό των προαναφερόμενων κεφαλαίων είναι απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος της εναγόμενης- αναιρεσείουσας, εφόσον ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά τη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως της επιχειρήσεως ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Γι' αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορηγήσεως ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006).Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. 4. Στην προκείμενη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχτηκε κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο τα ακόλουθα: Ότι την ..., ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι η εναγομένη ασχολείται με την εμπορία ζωοτροφών και αξεσουάρ κατοικίδιων ζώων και ο ενάγων λόγω της εμπειρίας του σε ομοειδή επιχείρηση ανέλαβε καθήκοντα ως επιθεωρητής πωλήσεων, τόσο στα γραφεία της εναγομένης, στη ..., όσο και ως υπεύθυνος των περιοδευόντων πωλητών και πραγματοποιούσε και ο ίδιος περιοδείες στην επαρχία για την προώθηση των πωλήσεων. Ότι το συμφωνηθέν ωράριο ήταν 40 ώρες εβδομαδιαίως και για 5 ημέρες, με ημερήσια απασχόληση από τις 8 π.μ. έως τις 16:00 μ.μ. έναντι συμφωνημένου μισθού 1.359 ευρώ (καθαρά), στο οποίο ποσό συμπεριλαμβάνετο και μηνιαίο bonus 670,40 ευρώ λόγω των πωλήσεων. Ότι για τις μετακινήσεις του σε ... και ..., του είχε παραχωρηθεί και το υπ' αριθ. ... αυτοκίνητο Hyundai τύπου Getz που αποσκοπούσε στη λειτουργική εξυπηρέτηση των εργασιακών αναγκών αυτού και δεν αποτελεί μέρος μισθού. Ότι δεν αποδείχθηκε σύναψη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για παραχώρηση κατά κυριότητα αυτοκινήτου τζιπ Hyundai - Tucson με αριθμό κυκλοφορίας ... στον ενάγοντα το οποίο η εναγομένη κατείχε με το σύστημα μηνιαίων μισθωμάτων leasing από την εταιρεία "..." την ... το εν λόγω αυτοκίνητο και κατέβαλε η ίδια τις μηνιαίες δόσεις για τα έτη 2008 - 2011 που ανήρχετο μηνιαία στο ποσό των 600 ευρώ. Κατόπιν αυτών, δεχόμενο ότι ο ενάγων απασχολούμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ως επιθεωρητής πωλήσεων και ως περιοδεύων πωλητής δικαιούται αμοιβές για την καθ' υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, επιδίκασε τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Με τις ανωτέρω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο ότι ο ενάγων μισθωτός ήταν υπάλληλος με ειδικότητα επιθεωρητή πωλήσεων και περιοδεύοντος πωλητή (και όχι διευθυντικός υπάλληλος στέλεχος της αναιρεσείουσας εταιρείας) ορθώς ερμήνευσε και προσηκόντως εφάρμοσε τις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω με αρ.2 της παρούσας που ήταν εφαρμοστέες και όχι αυτές που εκτίθενται ανωτέρω με αρ.3 της παρούσας ήτοι το άρθρο 2 εδ. α' της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920 που δεν ήταν εφαρμοστέες. Επίσης, με συνοπτικές όμως πλήρεις αιτιολογίες κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο των ανωτέρω με στ.2 της παρούσας ουσιαστικών διατάξεων και οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για ελλιπείς αιτιολογίες, τις οποίες άλλωστε δεν προσδιορίζει, είναι αβάσιμες. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως με τον οποίο αποδίδεται η από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια είναι αβάσιμος. 5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Κατόπιν απόρριψης της αιτήσεως αναιρέσεως, το σωρευόμενο στο δικόγραφο της αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το καταβληθέν σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης ποσό καθίσταται άνευ αντικειμένου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). (Απορρίπτει την αίτηση περί αναιρέσεως της 18/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή 1.800 ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου).