Διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως λόγω περιστατικών "Ανωτέρας Βίας" (Άρθρο 656 ΑΚ) Επ' ευκαιρία των φετινών εκτάκτων δυσμενών καιρικών συνθηκών Αποστόλου Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Η έννοια της "ανωτέρας βίας" του άρθρου 656 ΑΚ - Περιστατικά που συνιστούν "ανωτέρα βία" - Διάκριση μεταξύ "τυχηρών" γεγονότων και περιστατικών "ανωτέρας βίας" – (Περιπτωσιολογία) - Περιστατικά που δεν συνιστούν ανωτέρα βία – (Περιπτωσιολογία) - Συνέπειες από την επέλευση τυχηρών και απρόβλεπτων γεγονότων - Διακοπή της λειτουργίας της επιχειρήσεως - Αδυναμία παροχής του οφειλέτου - Η έννοια του επαγγελματικού κινδύνου - Απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών – Υποχρέωση καταβολής μισθού όταν ο μισθωτός για λόγους μη οφειλομένους σε υπαιτιότητα του δεν απασχολήθηκε καίτοι η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά - Απαλλαγή του εργοδότου από την καταβολή του μισθού όταν η αξίωση του μισθωτού είναι καταχρηστική - Περιπτώσεις καταχρηστικότητος της αξιώσεως για μισθούς υπερημερίας - Αφαίρεση από τον μισθό της ωφέλειας του εργαζομένου από την ματαίωση της εργασίας του ή την παροχή της αλλού - Απαλλαγή του εργοδότου στις περιπτώσεις που συντρέχει και αδυναμία παροχής εργασίας του μισθωτού – Η κοινή απαλλαγή του άρθρου 380 ΑΚ - Απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως εξαιτίας περιστατικού ανωτέρας βίας - Προϋποθέσεις απαλλαγής ή καταβολής μέρους της αποζημιώσεως - Κριτήριο η ασφαλιστική κάλυψη του εργοδότου κατά των κινδύνων των περιστατικών ανωτέρας βίας - Η προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως δεν δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεως χωρίς αποζημίωση - Τα σχετικά περί καταγγελίας της συμβάσεως λόγω ανωτέρας βίας, ισχύουν και για τους εργατοτεχνίτες. Πρόλογος Οι έκτακτες καιρικές δυσμενείς συνθήκες λόγω της ασυνήθους φετινής κακοκαιρίας και ιδίως των χιονοπτώσεων οι οποίες οδήγησαν στην διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, των συγκοινωνιών αλλά και στην καταστροφή μηχανημάτων και γενικά των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων, με συνέπεια την αναστολή και την διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητος για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα κ.λπ., μας δίδει την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη, το εφαρμοστέο δίκαιο στα πλαίσια του οποίου ρυθμίζονται οι παραπάνω καταστάσεις ιδίως σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις. Έννοια της "ανωτέρας βίας" Τα προαναφερθέντα περιστατικά, αλλά και πολλά άλλα -στα οποία θα αναφερθούμε στην συνέχεια- εμπίπτουν στην σφαίρα των γεγονότων των κινδύνων λειτουργίας της επιχειρήσεως τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει ο εργοδότης. Συνεπώς τα περιστατικά αυτά θεωρούνται υπό ορισμένες προϋποθέσεις ως λόγοι "ανωτέρας βίας" η συνδρομή και η επέλευση των οποίων αποδιοργανώνει την λειτουργία της επιχειρήσεως και στερεί τον εργοδότη να αποκομίσει το προσδοκώμενο όφελος ήτοι λόγος που τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού και συνεπώς λόγος απαλλαγής του από την υποχρέωση καταβολής του μισθού. Την προαναφερθείσα απαλλαγή του εργοδότου από τις ως άνω υποχρεώσεις προς δε και τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές ακόμη δε και την μη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως στους απολυόμενους για τους παραπάνω λόγους προβλέπουν πλείστες όσες διατάξεις του ισχύοντος δικαίου, με πρώτη εκείνη του άρθρου 656 ΑΚ, γνωστή με τον τίτλο "ανωτέρα βία". Από την διατύπωση του περιεχομένου του άρθρου τούτου προκύπτει (εξ αντιδιαστολής) ότι, συντρέχει λόγος "ανωτέρας βίας" όταν η διακοπή της εργασίας επέρχεται από τυχηρό εξαιρετικής σημασίας και απρόβλεπτο γεγονός το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί έστω και αν ληφθούν μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως (Α.Π. 525/78, Α.Π. 677/74, Α.Π. 171/2013). Αν το γεγονός που επέφερε την παύση ή την αποδιοργάνωση της λειτουργίας της επιχειρήσεως δεν θεωρηθεί ως λόγος "ανωτέρας βίας" τότε ο εργοδότης σύμφωνα πάντοτε με το άρθρο 656 ΑΚ καθίσταται "υπερήμερος" περί την αποδοχή της εργασίας για λόγους που αφορούν αυτόν και ως εκ τούτου οφείλει να καταβάλει τον μισθό στον εργαζόμενο. Συνεπώς η εφαρμογή των διατάξεων του 656 ΑΚ περί απαλλαγής του εργοδότου από τις προεκτεθείσες υποχρεώσεις εστιάζεται στην έρευνα και στην κρίση αν ο λόγος που προξένησε την διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως, οφείλεται σε τυχηρό και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής από την φύση του σημασίας ώστε να εμποδίζεται ο δικαιούχος να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Σύμφωνα με τα κατά καιρούς νομολογηθέντα, τυχηρό θεωρείται κάθε φυσικό ή άλλο απρόβλεπτο περιστατικό που επιδρά στις έννομες σχέσεις και δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα - δόλο ή αμέλεια - του οφειλέτου της παροχής. Ειδικότερα "τυχηρά" θεωρούνται τα γεγονότα εκείνα τα οποία δεν προβλέφθηκαν ούτε μπορούσαν να προβλεφθούν ή και να αποφευχθούν από ένα μέσο συνετό άνθρωπο (Βλέπετε περισσότερα στα πονήματα των: Μπαλή "Γεν. Αρχές" - Σταθόπουλο "Γενικό ενοχικό" - Γεωργιάδη "Ενοχικό Δίκαιο" Γεν. Μέρος - Λεβέντη Κ. Παπαδημητρίου "Ατομικό Εργ. Δίκαιο" κ.λπ.). Στο ισχύον Αστικό Δίκαιο, ως "Ανωτέρα Βία" θεωρούνται τα γεγονότα (περιστατικά) τα οποία δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν και βεβαίως να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως. Έτσι τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των περιστατικών που συνιστούν "ανωτέρα βία" φαίνεται ότι, στο Αστικό μας Δίκαιο διατυπώνονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα σε σχέση με τα "τυχηρά" αφού περιλαμβάνουν στην έννοια της ανωτέρας βίας και περιστατικά που μπορούν να συμβούν έξω από το στενό πεδίο της οικονομικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως, όπως είναι επί παραδείγματι, ο πόλεμος, ο σεισμός κ.ά. Περιστατικά που συνιστούν "ανωτέρα βία" Προσφεύγοντας στα νομολογιακά δεδομένα (αποφάσεις των δικαστηρίων) παρατηρούμε ότι γεγονότα "ανωτέρας βίας" έχουν κριθεί οι εξής περιπτώσεις: Η διακοπή της εργασίας λόγω εκλείψεως του αντικειμένου δραστηριότητος της επιχειρήσεως (Πρωτ. Αθην. 1462/93). Η διά νόμου διάλυση της επιχειρήσεως (Α.Π. 444/54). Η διαταγή της Αρχής μόνο όταν η συμμόρφωση προς αυτήν είναι αναπότρεπτη. Η κατακλυσμιαία βροχή που κατέστησε αδύνατη την παροχή οιασδήποτε εργασίας (Εφετ. Αθην. 749/73, Πρωτ. Αθην. 3949/52, Πρωτ. Αθην. 7012/56). Η ασυνήθης χιονόπτωση, η κακοκαιρία, ο παγετός και λοιπές συναφείς καταστάσεις, μπορεί να θεωρηθούν ως γεγονότα «ανωτέρας βίας» των οποίων οι συνέπειες δεν θα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και να αποτραπούν, ακόμη και με την λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως, ώστε ο εργοδότης να βρίσκεται σε αδυναμία να θέσει σε λειτουργία την επιχείρηση του και να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες των μισθωτών του και ως εκ τούτου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών (βλέπετε και το υπ’αριθ. 122073/87 έγγραφο του Υπ. Εργασίας, σύμφωνα με το οποίο υποστηρίζεται ότι όταν η επιχείρηση δεν λειτούργησε λόγω ανωτέρας βίας και οι εργαζόμενοί της δεν προσήλθαν στην εργασία τους για το ίδιο γεγονός έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 380 ΑΚ. Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου τούτου προβλέπουν την "κοινή απαλλαγή" εργοδότου και μισθωτού όταν η παροχή εργασίας από ένα από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη συνεπεία γεγονότος για το οποίο δεν ευθύνεται, με συνέπεια να απαλλάσσεται και ο άλλος. Αν όμως η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά και ο εργαζόμενος δεν κατόρθωσε να μεταβεί στην εργασία του παρά την καταβληθείσα εκ μέρους του προσπάθεια, τότε το γεγονός αυτό αποτελεί για τον μισθωτό σπουδαίο λόγο, μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του και συνεπώς σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ, του οφείλεται ο μισθός της ημέρας εκείνης κατά την οποία λόγω της χιονοπτώσεως ήταν αδύνατη η παροχή της εργασίας του. Με την υπ’αριθ. 146/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδος κρίθηκε ότι, μπορεί ο εργοδότης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 656 ΑΚ, να απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού σε περίπτωση «ανωτέρας βίας», όμως η υποχρέωση αυτή (καταβολής μισθού) αναβιώνει λόγω παράλληλης συνδρομής των διατάξεων του άρθρου 657 ΑΚ, των οποίων η εφαρμογή υπερισχύει -στην συγκεκριμένη περίπτωση- για λόγους ευνοίας προς τον εργαζόμενο. Ανωτέρα βία συνιστούν επίσης οι πλημμύρες που οδήγησαν στην διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος λόγω καταστροφής των ηλεκτροφόρων καλωδίων (Πρωτ. Αθην. 7012/56) καθώς και η έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας αναγκαίας για την λειτουργία του εργοστασίου (Πρωτ. Αθην. 3949/52). Η εκτεταμένη πυρκαϊά που προκάλεσε την προσωρινή ή οριστική διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως (Εφ. Αθην. 2984/89). Η διάλυση της επιχειρήσεως ένεκα εξώσεως λόγω ανοικοδομήσεως (Α.Π. 63/74). Η παύση λειτουργίας κλινικής λόγω ανακλήσεως της αδείας (Εφ. Αθ. 6752/73). Όμως δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας όταν η ανάκληση της αδείας οφείλεται σε παράβαση των στοιχειωδών προϋποθέσεων για την ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως (Εφ. Αθην. 3339/74, Α.Π. 267/76, Α.Π. 525/78). Ο σεισμός και ο πόλεμος και οι εξ αυτών επιπτώσεις στην λειτουργία και την επιχειρηματική δραστηριότητα συνιστούν ανωτέρα βία (Μον. Πρωτ. Καλαμ. 11/87). Η απεργία όταν από το είδος και την έκτασή της επέρχεται πλήρης αποδιοργάνωση της επιχειρήσεως και ως εκ τούτου καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η απασχόληση των μη απεργών (Πρωτ. Πατρ. 487/92). Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις μερικής απεργίας όταν συνοδεύεται από την κατάληψη χώρου εργασίας από τους απεργούς με συνέπεια να καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η απασχόληση των μη απεργών παρά τα κατάλληλα μέτρα επιμελείας και συνέσεως που πήρε ο εργοδότης για την αποτροπή της καταλήψεως (Πρωτ. Πατρ. 487/92). Τυχηρά περιστατικά Ως τυχηρά περιστατικά έχει κριθεί ότι αποτελούν οι επιπτώσεις στις υπαίθριες εργασίες λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών και βροχής (Α.Π. 677/74). Η βλάβη των μηχανών λόγω τυχαίου περιστατικού (Πρωτ. Μυτιλ. 31/52). Η σφράγιση καταστήματος λόγω θανάτου του συνεταίρου (Πρωτ. Αθην. 5231/41). Η αφαίρεση με δικαστική απόφαση της χρήσεως λιγνιτωρυχείου, η εκμετάλλευση του οποίου αποτελούσε το κύριο αντικείμενο των εργασιών της επιχειρήσεως (Α.Π. 513/68) καθώς και η κατά διαταγή της Αρχής διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως σε ορισμένο τόπο, όταν οι εργασίες της συνεχίζονται σε άλλες περιοχές (Α.Π. 513/68). Η απαγόρευση καθ' ωρισμένη ημέρα εργασίας που γίνεται με διαταγή της Αρχής, συνιστά λόγω ανωτέρας βίας (ΝΣΚ 735/68). Πρόσφατο πρόβλημα στην οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων και γενικότερα στην οικονομική ζωή του τόπου, υπήρξε το γεγονός «κλεισίματος» των τραπεζών. Υπενθυμίζεται ότι, η παύση λειτουργίας των εν λόγω επιχειρήσεων έγινε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, δηλαδή με διαταγή της Αρχής, η οποία σύμφωνα με τα όσα εξετέθησαν, συνιστά γεγονός «ανωτέρας βίας». Συνεπώς οι τράπεζες και οι συνδεόμενες με το αντικείμενο δραστηριότητος αυτών «τρίτες» επιχειρήσεις, απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών στους υπαλλήλους οι οποίοι δεν κατέστη δυνατόν να απασχοληθούν κατά τον χρόνο «κλεισίματος» εκτός βέβαια εκείνων των υπαλλήλων που απασχολήθηκαν. Περιστατικά που δεν συνιστούν "ανωτέρα βία" Κατά την υπ' αριθ. 171/2013 απόφαση του Α.Π. "Ανωτέρα βία" δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητος και στην σφαίρα του κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα να αντιμετωπισθούν. Ούτε συνιστά "ανωτέρα βία" χωρίς την συνδρομή άλλης περιστάσεως η κακή πορεία της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως και συγκεκριμένα η δυσαναλογία μεταξύ των εξόδων αυτής μεταξύ των οποίων και οι αποδοχές των εργαζομένων και των, από την επιχειρηματική δραστηριότητα εσόδων, αφού είναι γεγονός προβλέψιμο δια καταβολής της συνήθους επιμελείας, που κείται εντός του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου. Ειδικότερα δεν συνιστούν λόγους "ανωτέρας βίας" τα εξής περιστατικά: Η έλλειψη πρώτων υλών που εμφανίζεται υπό κανονικές συνθήκες. Η παντελής έλλειψη βιομηχανικών υλών στην αγορά (Πρωτ. Αθην. 2685/53). Η τυχαία διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος (Πρωτ. Αθην. 2221/59). Οι οικονομικές δυσχέρειες της επιχειρήσεως (Α.Π. 16 και 17/54). Η έξωση της επιχειρήσεως όταν γίνεται διότι έληξε ο χρόνος της μισθώσεως (Α.Π. 612/71, Πρωτ. Θεσ/νίκης 187/91, Εφ. Αθ. 1899/75). Δεν θεωρείται ανωτέρα βία όταν η απόλυση των μισθωτών γίνεται λόγω περιορισμού των εργασιών της επιχειρήσεως ή συνεπεία οικειοθελούς από τον εργοδότη διαλύσεως αυτής, καθώς επίσης και η οικονομική κατάσταση του εργοδότου από την οποία προέκυψε η διακοπή της εργασίας (Α.Π. 462/70, Α.Π. 612/71, Α.Π. 749/73, Α.Π. 1442/79). Η διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως που γίνεται συνεπεία παραβάσεως διατάξεων του νόμου και από υπαιτιότητα του εργοδότου, δεν συνιστά ανωτέρα βία (Εφ. Αθ. 3399/74, Α.Π. 525/78). Η μετάθεση του μισθωτού σε υποκατάστημα του εργοδότου που γίνεται στα πλαίσια γενικής αναδιαρθρώσεως και ανασυγκροτήσεως των δαπανών της επιχειρήσεως δεν συνιστά ανωτέρα βία (Α.Π. 19/2004). Η μη συμμόρφωση του εργοδότου σε διαταγή της Αρχής που προκλήθηκε από πταίσμα του εργοδότου, ενώ μπορούσε να αποτραπεί με την καταβολή άκρας επιμελείας, δεν συνιστά λόγους συνδρομής ανωτέρας βίας (Πρωτ. Αθ. 6702/72). Δεν συνιστά επίσης ανωτέρα βία η παύση λειτουργίας κλινικής που γίνεται για τον λόγο ότι το οίκημα που στεγαζόταν δεν εξεπλήρωνε τις προϋποθέσεις καταλληλότητος, έστω και αν υπάρχει αδυναμία εξευρέσεως χωρίς δυσανάλογη μεγάλη οικονομική επιβάρυνση καταλλήλου οικήματος (Α.Π. 525/78). Τέλος αξίζει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με την υπ’αριθ. 729/2015 απόφαση του ΑΠ κρίθηκε ότι, δεν αποτελεί ανωτέρα βία, η αιφνίδια θραύση ελαστικού αυτοκινήτου και η εξ’αυτού πρόκληση ατυχήματος, εκτός αν οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί. Συμπερασματικά επισημαίνεται ότι η διάκριση των περιστατικών και των λόγων που οφείλονται σε "ανωτέρα βία" ή σε "τυχηρό" γεγονός τα οποία αμφότερα προκαλούν την προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως και την εκ του λόγου τούτου απαλλαγή, ή όχι του εργοδότου από την υποχρέωση να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού και την μη καταβολή του μισθού, παρουσιάζει στην πράξη αρκετές δυσκολίες την επίλυση των οποίων, αρμόδια να κρίνουν και να αποφασίσουν είναι τα δικαστήρια. (Βλέπετε και σχετικές μελέτες των Β. Γαμβρούδη και Π. Μάμμου δημοσιευθείσες αντίστοιχα στην ΕΑΕΔ 2011, σελ. 405 και 2016, σελ. 994). Απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής μισθού Όπως προαναφέρθηκε, οι διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ προβλέπουν την απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής μισθού όταν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, δηλαδή περιστατικό που εμποδίζει τον εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού. Τα περιστατικά αυτά όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο εξετέθησαν διακρίνονται σε "τυχηρά" ήτοι σ' εκείνα που δεν βαρύνουν τον οφειλέτη (εργοδότη) με υπαιτιότητα δόλου ή αμελείας και στα τοιαύτα που συνιστούν "ανωτέρα βία" ήτοι εκείνα που δεν είναι δυνατόν να αποτραπούν και να προβλεφθούν έστω και με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως. Η απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής μισθού επεκτείνεται και στην παράλληλη απαλλαγή αυτού από τις ασφαλιστικές εισφορές προς τα οικεία ασφαλιστικά Ταμεία. Εξ ετέρου σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου καθυστερήσεως καταβολής εισφορών υπέρ του ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής και των προσθέτων τελών, δηλαδή προσαυξήσεων, προστίμων κ.λπ. (ΣτΕ 279/93 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των νομοθετημάτων 1469/84, 1902/90). Καταχρηστική αξίωση του μισθού Απαλλάσσεται ακόμη ο εργοδότης από την υποχρέωση καταβολής μισθού, όταν η σχετική αξίωση του μισθωτού είναι καταχρηστική (Α.Π. 608/93). Είναι δε καταχρηστική η αξίωση για μισθούς υπερημερίας από τον μισθωτό, όταν αυτός με σκοπό την λήψη αυτού του μισθού χωρίς να εργάζεται, αποφεύγει να αναλάβει αλλού εργασία η οποία του προσφέρεται, ή την οποία μπορεί να παράσχει κατά το μέτρο που με την αμοιβή αυτή θα εξασφαλιζόταν ο αξιούμενος μισθός (Α.Π. 126/87, Α.Π. 574/68, Α.Π. 1406/86, Α.Π. 56/94, Α.Π. 579/94, Α.Π. 1178/93). Η έκταση της αξιώσεως του μισθωτού μπορεί να περιλαμβάνει τον βασικό μισθό, τα επιδόματα, τις πρόσθετες τακτικές αμοιβές κ.λπ. Τα αμέσως παραπάνω δεν ισχύουν αν η εργασία που προσφέρεται στον μισθωτό είναι σημαντικά βαρύτερη ή πιο κοπιαστική από την κανονική του εργασία, ή υποδεέστερη και ασυμβίβαστη σε σχέση με την επαγγελματική ή υπηρεσιακή του θέση, ώστε να μην είναι δυνατόν - κατά την καλή πίστη - να αξιωθεί να απασχοληθεί με αυτήν (Α.Π. 471/92). Σε κάθε περίπτωση είναι καταχρηστική η αξίωση μισθών υπερημερίας όταν η εταιρεία έχει διαλυθεί και το προσωπικό έχει απολυθεί, καθώς και στην περίπτωση που η επιχείρηση δεν υπήρχε μετά την απόλυση ώστε να αποδεχθεί την εργασία (Εφ. Αθ. 493/86). Κοινή απαλλαγή – Δικαίωμα αφαιρέσεως από το μισθό Επίσης απαλλάσσεται ο εργοδότης αν κατά την διάρκεια της υπερημερίας του, ή της αδυναμίας, περιπέσει και ο μισθωτός σε αδυναμία να προσφέρει τις υπηρεσίες του, οι οποίες όμως δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 657 ΑΚ (Α.Π. 408/70, Α.Π. 187/72). Όμως, δεν αίρεται η υπερημερία του εργοδότου στις περιπτώσεις που ο μισθωτός παρέχει την εργασία του αλλού (Α.Π. 921/86, Α.Π. 1420/90). Σύμφωνα με το άρθρο 656 εδαφ. β ΑΚ, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον μισθό κάθε τι το οποίο ωφελήθηκε ο εργαζόμενος από την ματαίωση της εργασίας του, ή την παροχή αυτής σε άλλον εργοδότη ή αλλού. Το όφελος αυτό εκπίπτεται όταν βρίσκεται σε συνάφεια με τον χρόνο που έμεινε ελεύθερος για τον μισθωτό ο οποίος και τον αξιοποίησε για λογαριασμό του (Εφ. Αθ. 2451/90, Α.Π. 381/71, Εφ. Αθ. 279/86, Α.Π. 760/83, Α.Π. 1207/90, Α.Π. 745/92, Α.Π. 1144/98). Η ωφέλεια του εργαζομένου δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από παροχή εξηρτημένης εργασίας αλλά μπορεί να είναι προϊόν παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή άλλου είδους, ή μορφής απασχολήσεως (Α.Π. 745/91). Δεν αποτελούν ωφέλεια που εκπίπτεται από τον μισθό του εργαζομένου, τυχόν επιδόματα ανεργίας, ή ποσά συντάξεως που εισέπραξε (Εφ. Αθ. 414/70, Εφ. Πατρών 331/88, Α.Π. 150/84, Εφ. Αθην. 274/98). Η αφαίρεση της ωφέλειας από τον μισθό πρέπει να προσδιορίζεται με ακριβή στοιχεία και να προκύπτει από πραγματικά περιστατικά, ήτοι λόγος που δίνει την δυνατότητα στον οφειλέτη εργοδότη να αξιώσει την πληροφόρησή του και παράλληλα στον εργαζόμενο την υποχρέωση να ενημερώσει τον εργοδότη για τα αιτούμενα στοιχεία. Ανάγκη να διευκρινισθεί ότι είναι αδιάφορο -στις περιπτώσεις που ο μισθωτός απασχολείται αλλού- αν η απασχόληση αυτού συμπίπτει χρονικά με τις συγκεκριμένες ώρες ή την διάρκεια του κανονικού ωραρίου. (Βλέπετε περισσότερα στα πονήματα των: Α. Μετζητάκου, Β. Καρταλτζή, Κων/τίνας Φουντέα με τον τίτλο "Εργατικό Δίκαιο" σελ. 218 - Γ. Λεβέντη, Κ. Παπαδημητρίου με τον τίτλο "Ατομικό Εργατικό Δίκαιο" σελ. 563 επ.). Απαλλαγή του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως ένεκα καταγγελίας της συμβάσεως εξαιτίας περιστατικού ανωτέρας βίας Ρυθμιστικό δίκαιο της εν μέρει ή πλήρους απαλλαγής του εργοδότου από την υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εξαιτίας περιστατικού "ανωτέρας βίας" αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 εδαφ. γ του Ν. 2112/90. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις προβλέπεται ότι, ο απολυόμενος υπάλληλος ένεκα διακοπής της εργασίας εξαιτίας πυρκαϊάς ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας για τα οποία είναι ασφαλισμένος εργοδότης δικαιούται τα 2/3 της νόμιμης αποζημιώσεως που καθορίζει το άρθρο 3 εδαφ. πρώτο του ως άνω νόμου. Ωστόσο, από την "εξ αντιδιαστολής" ερμηνεία του κειμένου της προαναφερθείσης διατάξεως ευθέως προκύπτει ότι ο εργοδότης που δεν είναι ασφαλισμένος κατά των κινδύνων αυτών, απαλλάσσεται πλήρως από την υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως. Πρόκειται δηλαδή για διάταξη που προβλέπει δικαίωμα "έκτακτης" καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, αζημίως για τον εργοδότη, στις περιπτώσεις που συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας και ειδικότερα πυρκαϊάς κατά την οποία προκαλείται ολική καταστροφή της επιχειρήσεως (Α.Π. 1331/2004, Εφ. Αθ. 5047/85, Εφ. Πειρ. 883/2001). Ολική καταστροφή μπορεί να προέλθει και από άλλες αιτίες, οι οποίες όμως εμπίπτουν στην σφαίρα των περιστατικών που συνιστούν "ανωτέρα βία" όπως παραπάνω λεπτομερώς εξετέθησαν. Κατά την υπ' αριθ. 513/68 απόφαση του Α.Π. ολοκληρωτική διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως κατόπιν διαταγής της Αρχής, συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, όχι όμως και η διακοπή της λειτουργίας κάποιου τομέως ή κλάδου ή τμήματος της επιχειρήσεως ή ακόμη και η διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται σ' ένα συγκεκριμένο τόπο. Αντίθετη άποψη προς την αμέσως ανωτέρω είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία θεωρείται, ως οριστική η διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενός μόνο τμήματος, ή τομέως, ή μιας εκμεταλλεύσεως, όταν η μετακίνηση των απολυομένων σε τμήματα που εξακολουθούν να λειτουργούν είναι ανέφικτη. Τέτοια ζητήματα οριστικής καταστροφής ορισμένου ζωτικού τμήματος της επιχειρήσεως και όχι όλων των εργασιών αυτής έχουν συμβεί κατά καιρούς, γεγονός που ανάγκασε τον εργοδότη στην προσπάθεια να διατηρήσει τους ικανότερους εκ του προσωπικού του καταστραφέντος τμήματος, να τους μετακινήσει σε άλλα τμήματα της επιχειρήσεως που εξακολουθούσαν να λειτουργούν και να απολύσει άλλους μισθωτούς στις θέσεις των οποίων τοποθετήθηκαν οι μεταφερθέντες του καταστραφέντος χώρου. Παρά το γεγονός ότι, το δικαίωμα του εργοδότου να διατηρήσει ορισμένους από τους μισθωτούς του καταστραφέντος τμήματος της επιχειρήσεως, ανήκει στην διακριτική ευχέρεια αυτού και στην ανέλεγκτη κρίση του εν τούτοις τέτοια περιστατικά, ως τα προαναφερθέντα των απολύσεων άλλων εργαζομένων, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπερβαίνουν τους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς να χαρακτηρισθούν ως "καταχρηστικές" οι καταγγελίες των συμβάσεών τους. Εκτός αν θεωρηθούν και κριθούν ότι οι προεκτεθείσες απολύσεις έγιναν στα πλαίσια "διαρθρωτικών" μεταβολών και αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών της επιχειρήσεως για την αντιμετώπιση των περιστατικών της ανωτέρας βίας. Κατά γενική αρχή της σχηματισθείσης νομολογίας των δικαστηρίων η "προσωρινή" διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως δεν δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεως, χωρίς αποζημίωση. Η διάρκεια του χρόνου της προσωρινής διακοπής είναι ζήτημα πραγματικό, που κρίνεται στα πλαίσια των περί χρηστών συναλλακτικών ηθών και καλής πίστεως αρχών των άρθρων 281, 288 και 200 του ΑΚ. Οι λόγοι που δικαιολογούν την καταβολή της μειωμένης αποζημιώσεως, στις περιπτώσεις συνδρομής περιστατικών που συνιστούν ανωτέρα βία, εστιάζονται στο αν ο εργοδότης είναι ασφαλισμένος κατά των κινδύνων που επέφεραν την διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως. Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ασφαλιστική κάλυψη, υποχρεούται να καταβάλει στους απολυομένους τα 2/3 της αποζημιώσεως που δίδεται σε περίπτωση απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των νομοθετημάτων 2112/20, 3198/55 και 4093/2012. Στο έγγραφο της καταγγελίας, μεταξύ των άλλων διατυπώσεων πρέπει να γίνεται αναφορά και στην αιτία απολύσεως λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως οφειλομένης σε περιστατικό ανωτέρας βίας (Έγγραφο Υπ. Εργασίας 182/28.1.1987). Τέλος ανάγκη να υπενθυμισθεί ότι, τα όσα εξετέθησαν για την καταγγελία της συμβάσεως και τα σχετικά περί αποζημιώσεως λόγω ανωτέρας βίας, ισχύουν και για τους εργατοτεχνίτες (Εφ. Αθ. 2984/89, Εφ. Αθ. 5047/85).