Διαδοχή συλλογικής σύμβασης εργασίας Διαδοχή συλλογικής σύμβασης εργασίας υπάρχει, όταν χρονικά νεότερη συλλογική σύμβαση εργασίας ή δ.α. αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Πότε τροποποιεί όρους εργασίας της παλαιότερης. ΑΠ 194/2020 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Ο κ. Νικολ. Πιπιλίγκας Δικηγόροι: Οι κ.κ. Δημ. Κρίτσανος - Στεφ. Μερίκας Δεν νοείται κατά νόμο διαδοχή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, αφού πρόκειται για συλλογικές ρυθμίσεις διαφορετικού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή συλλογικής σύμβασης εργασίας, η νεότερη συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης, τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων εισάγοντας δυσμενέστερες ρυθμίσεις, δηλαδή κατά τη διαδοχή συλλογικής σύμβασης εργασίας δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών που διαπνέει το εργατικό δίκαιο (άρθ. 7 παρ.2 του Ν. 1876/1990 και 680 του ΑΚ), αλλά η αρχή της τάξης [αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων] (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 277/2009, ΑΠ 1211/2009, ΑΠ 1017/2006, ΑΠ 520/2003), με εξαίρεση μόνο την προπαρατεθείσα περίπτωση κατά την οποία με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (άρθ. 361 του ΑΚ) έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή του ευνοϊκότερου νόμου (ΑΠ 431/2011), οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας και, εφ' όσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, δεν μπορούν να μεταβληθούν με μεταγενέστερη συλλογική σύμβαση εργασίας που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης, οι οποίοι με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν ήδη συμβατικοί όροι της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή της εύνοιας. Για να καταστεί, όμως, συμβατικός όρος της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ο κανονιστικός όρος της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της διαιτητικής απόφασης, πρέπει η παραπομπή αυτή να γίνει σε συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις για τους μισθωτούς, αφού συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα συλλογική ρύθμιση (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 277/2009, ΑΠ 1017/2006). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του Ν. 1876/1990, που επανέλαβε ουσιαστικά τη διάταξη του άρθρου 680 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας υπερισχύουν των τυχόν δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (αρχή της εύνοιας). Και τούτο συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας περιέχουν τα κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας των μισθωτών, περιλαμβανομένου και του ύψους των αποδοχών, έτσι ώστε με τις ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας να απαγορεύεται μεν η δυσμενέστερη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων, να επιτρέπεται, όμως, η βελτίωση της προστασίας αυτής (ΑΠ 692/2014, ΑΠ 228/2014).