Αυξήσεις μισθών και υπηρεσιακών ωριμάνσεων μετά τον Ν. 5053/2023 Αικατερίνη Κ. Γανίδη, Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Ι. Προλεγόμενα Η πάροδος του χρόνου στον εργασιακό στίβο, τείνει να μεταφράζεται για τον εργαζόμενο σε αύξηση των απολαβών του. Πέραν όμως της εν λόγω - οικονομικού χαρακτήρα - συνέπειας, είναι κρίσιμο να αναζητηθούν οι βαθύτεροι λόγοι της πριμοδότησης του χρόνου εργασίας σε σχέση και με την εικόνα της αγοράς εργασίας. Και τούτο, διότι, διαφέρει η περίπτωση της εργασίας ενός εργαζομένου σε πολλούς και διαφορετικούς εργοδότες ανά διαστήματα από αυτήν που ο εργαζόμενος έχει απασχοληθεί για πολλά έτη στον ίδιο εργοδότη. Εκτός δε, του στοιχείου του χρόνου, σημαντικός είναι και ο ποιοτικός παράγοντας της ειδικότητας, με την οποία απασχολήθηκε ένας εργαζόμενος κατά τον εργασιακό του βίο. Προσέτι, η εξέλιξη ενός εργαζόμενου στη μισθολογική κλίμακα συνάπτεται με την γενικότερη εμπειρία που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του συγκεκριμένου αντικειμένου εργασίας, ανεξαρτήτως των εργοδοτών στους οποίους απασχολήθηκε. Στον αντίποδα, η εγκαθίδρυση ενός επιδόματος ωρίμανσης, που σχετίζεται με τον χρόνο προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, βρίσκεται εκτός του μισθολογικού κλιμακίου που εμπεριέχει και την επιβράβευση της εμπειρίας του εργαζόμενου στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Με άλλα λόγια, το επίδομα ωρίμανσης, καταβάλλεται ως ανταμοιβή της πολυετούς παραμονής στον ίδιο εργοδότη (ΑΠ 773/2017, 876/2018). Παρά την φαινομενικά μικρή διαφορά της κατά τα άνω κλιμακούμενης αύξησης του μισθού και του επιδόματος ωρίμανσης, η επιρροή τους στην αγορά εργασίας, μπορεί να είναι ιδιαιτέρως έντονη. Επί παραδείγματι, η επιβράβευση της παραμονής σε έναν εργοδότη, μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα αντικίνητρο για εργαζόμενους πιο φιλόδοξους ή πιο άτυχους που είτε ηθελημένα είτε ακούσια άλλαξαν περισσότερους του ενός εργοδότη. Και ναι μεν, στην περίπτωση αυτή, δεν αποτελεί η εμπειρία το κριτήριο της οικονομικής ανταμοιβής, αλλά η παλαιότητα στην συγκεκριμένη επιχείρηση, ωστόσο ούτε η εκκίνηση ούτε οι συνθήκες στις οποίες υπόκεινται οι εργαζόμενοι χαρακτηρίζονται από ίσο και ίδιο βαθμό δυσκολίας, γεγονός που καθιστά τελικά την μισθολογική κλιμάκωση, τουλάχιστον να μοιάζει δικαιότερη. ΙΙ. Η αναστολή ισχύος αυξήσεων μισθών και υπηρεσιακών ωριμάνσεων Αναφορικά με τους υπαλλήλους, τα επιδόματα τριετίας προβλέφθηκαν για πρώτη φορά με την Διαιτητική Απόφαση (Δ.Α.) υπ' αριθ. 13/1970, με την οποία χορηγήθηκε στους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε άλλη ειδικότερη Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. προσαύξηση 10% για κάθε τριετία και μέχρι τρεις τριετίες, για υπηρεσία ή προϋπηρεσία που διανύθηκε σε οποιονδήποτε εργοδότη, υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου ορίου βασικού μισθού. Έκτοτε, όλες οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις επαναλαμβάνουν τη ρύθμιση της Δ.Α. 13/1970. Οι εργατοτεχνίτες που αμείβονταν με τα γενικά κατώτατα όρια και δεν υπάγονταν σε άλλη ειδικότερη ρύθμιση είχαν δικαίωμα προσαύξησης για έξι τριετίες, με προσαύξηση 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 26.1.1977, Δ.Α. 100/1979, Δ.Α. 1/1982, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 23.5.2000). Με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012), εγκρίθηκε το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: (α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, (β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και (γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στον ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ (28/14.02.2012), στην αγγλική (ως επίσημη, γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου: Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής [...] και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Οι ρυθμίσεις των παρ. 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε, του προαναφερόμενου Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, στις οποίες προσδόθηκε, με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012, ο χαρακτήρας κανόνων δικαίου άμεσης εφαρμογής, ανέφεραν μεταξύ άλλων, τα εξής: "[...] Το πακέτο των μέτρων για την αγορά εργασίας το οποίο θα εφαρμοσθεί συμπεριλαμβάνει: Διαρθρωτικά μέτρα γιο το επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων, τα βασικά μέτρα που θα νομοθετήσουμε (ως προαπαιτούμενες ενέργειες) περιλαμβάνουν: - Διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων και αναθεώρηση της "μετενέργειας" των συλλογικών συμβάσεων. Οι αλλαγές θα ορίζουν ότι: (i) όλες οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να έχουν μια μέγιστη διάρκεια 3 ετών, (ii) οι συλλογικές συμβάσεις που υπάρχουν ήδη για 24 μήνες ή περισσότερο θα λήξουν όχι αργότερα από 1 έτος από την ψήφιση του νόμου, (iii) η περίοδος χάριτος μετά την λήξη της σύμβασης μειώνεται από τους 6 στους 3 μήνες, και (iν) σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επίτευξη μιας νέας συλλογικής σύμβασης μετά από προσπάθειες τριών μηνών, η αμοιβή θα επανέλθει στον βασικό μισθό συν τα παρακάτω γενικά επιδόματα (αρχαιότητας σε υπηρεσία, τέκνου, εκπαίδευσης και επικινδυνότητας). Αυτό θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι να αντικατασταθεί από όρους που καθορίζονται σε μια νέα συλλογική συμφωνία ή σε νέα ή ατομική σύμβαση. [...] Πάγωμα της "ωρίμανσης", που προβλέπεται από τον νόμο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις (που αναφέρεται σε όλες τις αυτόματες αυξήσεις μισθών με βάση το χρόνο) μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%. [...]". Ακολούθως, με το άρθρο 4 της Π.Υ.Σ 6/2012, προβλέφθηκαν τα εξής: "Από 14.2.2012 και μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί κάτω του 10%, αναστέλλονται οι διατάξεις νόμων, ΣΣΕ κλπ. που προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως ενδεικτικά το επίδομα πολυετίας, το επίδομα χρόνου εργασίας, το επίδομα τριετίας και το επίδομα πενταετίας". Έτσι, 42 χρόνια μετά την εισαγωγή τους στο εργατικό μας δίκαιο, "παγώνουν" τα επιδόματα τριετιών και μαζί με αυτά, και κάθε άλλη οικονομική απολαβή, που συνδέεται με την πάροδο του χρόνου εργασίας. Η αναστολή ισχύος συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή μιας ρύθμισης. Και ναι μεν η αναστολή δεν συνιστά κατάργηση, άρα δεν εξαφανίζει τα οικεία δικαιώματα από την έννομη τάξη, στην πράξη όμως, τα καθιστά ανενεργή, απονεκρώνοντάς τα και μην επιτρέποντας την παραγωγή εννόμων συνεπειών. Μάλιστα, η ίδια η διάταξη της αναστολής ισχύος των εν λόγω ρυθμίσεων, κρατούσε και το "κλειδί του ξε-παγώματος": όταν το ποσοστό της ανεργίας διαμορφωθεί κάτω του 10%. ΙΙΙ. Η κατάργηση της αναστολής ισχύος αυξήσεων μισθών και υπηρεσιακών ωριμάνσεων Στο άρθρο 33 του ν. 5053/2023 και με πρόταγμα την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων ενόψει των πληθωριστικών πιέσεων και τη σύγκλιση του επιπέδου των μισθών με τα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέφθηκε ότι, από την 01.01.2024, αίρεται η αναστολή της ισχύος διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως το επίδομα πολυετίας, το επίδομα χρόνου εργασίας, το επίδομα τριετίας και το επίδομα πενταετίας, η οποία επιβλήθηκε με το άρθρο 4 της υπ' αρ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (Α` 38), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α` 28). Ταυτόχρονα, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, το άρθρο 4 της υπ' αρ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου καταργείται. Με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης αντιπαρέρχεται τον όρο της διαμόρφωσης της ανεργίας σε ποσοστό κάτω του 10%, μέχρι την 01.01.2027(1), εξασφαλίζοντας στους εργαζόμενους, πρακτικά, τουλάχιστον μια τριετία για το μεσοδιάστημα από 01.01.2024 έως 01.01.2027, ανεξαρτήτως του ποσοστού της ανεργίας. Η προϋπηρεσία κάθε εργαζόμενου, που είχε προσληφθεί πριν τις 14.02.2012, όπως η προϋπηρεσία αυτή είχε διαμορφωθεί στις 14.02.2012, οπότε και ανεστάλη η συμπλήρωσή της, συνεχίζει να συμπληρώνεται μετά την 01.01.2024. Όσον αφορά τους εργαζόμενους που προσλήφθηκαν μετά τις 14.02.2012, η προϋπηρεσία κάθε εργαζόμενου ξεκινά να συμπληρώνεται μετά τη 01.01.2024. Σύμφωνα με την αριθ. πρωτ. 88073/2023 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η προϋπηρεσία αποδεικνύεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Συλλογική Ρύθμιση Εργασίας, στην οποία υπάγεται ο εκάστοτε εργαζόμενος. Εφόσον δε, ελλείπει τέτοια ρύθμιση στην Σ.Σ.Ε., τότε, ως προϋπηρεσία αναγνωρίζεται αυτή που διανύθηκε στον ίδιο ή σε άλλον εργοδότη, στην ίδια ειδικότητα. Αντίθετα, για την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας σε όσους εργαζόμενους αμείβονται με τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή ημερομίσθιο, ως χρόνος προϋπηρεσίας αναγνωρίζεται ο χρόνος εξαρτημένης σύμβασης ή σχέσης εργασίας, που έχει διανυθεί σε οποιονδήποτε εργοδότη και σε οποιαδήποτε ειδικότητα πριν από τη 14.02.2012 και μετά από την 01.01.2024. Αντίστοιχα, εφόσον ο εργαζόμενος δεν δεσμεύεται από ισχύουσα Σ.Σ.Ε., η προϋπηρεσία του προσμετράται σε οποιονδήποτε εργοδότη και σε οποιαδήποτε ειδικότητα. Η διάκριση που γίνεται με την προαναφερόμενη εγκύκλιο, μεταξύ των εργαζομένων που υπάγονται μεν σε Σ.Σ.Ε. αλλά δεν υπάρχει ειδική διάταξη για την απόδειξη της προϋπηρεσίας και των εργαζομένων που δεν δεσμεύονται από Σ.Σ.Ε. δεν φαίνεται να έχει επαρκές έρεισμα. Και τούτο, διότι, για τους μεν πρώτους αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία μόνο στην ίδια ειδικότητα, ενώ για τους δεύτερους δεν υπάρχει αυτός ο περιορισμός. Σημειωτέον δε, ότι στο άρθρο 33 του ν. 5053/2023, η μόνη περίπτωση που ρυθμίζεται ειδικώς ως προς την απόδειξη της προϋπηρεσίας, είναι αυτή των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή ημερομίσθιο. Στη μερική απασχόληση, η προϋπηρεσία λαμβάνεται υπόψη αναγωγικά και σε σχέση με τον αντίστοιχο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης. Σωρεύεται συνεπώς ο χρόνος απασχόλησης του μερικώς απασχολούμενου, μέχρι να συμπληρωθεί ο ημερήσιος χρόνος απασχόλησης του πλήρως απασχολούμενου, και τότε, ο μερικώς απασχολούμενος αποκτά μια ημέρα προϋπηρεσίας. Περαιτέρω, το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής (14.02.2012 έως 31.12.2023), παραμένει "κενό", δίχως να συνυπολογίζεται στην προϋπηρεσία του εργαζόμενου. Επί παραδείγματι, εργαζόμενος που προσλήφθηκε την 14.02.2012, θα συμπληρώσει την πρώτη του τριετία τα έτη 2024-2027, παρότι η πραγματική του προϋπηρεσία ανέρχεται σε 15 έτη. Τέλος, με την παρ. 4 του άρθρου 33, εισάγεται ρύθμιση που αφορά τους εργαζόμενους που λαμβάνουν τακτικές αποδοχές υπέρτερες των νόμιμων αποδοχών. Αν οι καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές είναι υπέρτερες των νόμιμων αποδοχών, οι αυξήσεις, οι προσαυξήσεις και τα ποσά εν γένει που προκύπτουν από την κατάργηση της αναστολής, συμψηφίζονται με τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ καταβαλλόμενων και νόμιμων αποδοχών, με την καταβολή της οποίας εξοφλούνται ολοσχερώς ή μερικώς. Ωστόσο, τόσο η διάταξη, καθώς και τα συνοδευτικά αυτής κείμενα (ανάλυση συνεπειών ρύθμισης)(2), όσο και η εγκύκλιος, δεν διευκρινίζουν τι θα συμβεί στην περίπτωση που με διάταξη ισχύουσας Συλλογικής Ρύθμισης προβλέπεται η ακέραιη καταβολή των προκυπτόντων αυξήσεων και προσαυξήσεων, ανεξαρτήτως των αντιστοιχούντων στις νόμιμες αποδοχές. Με άλλα λόγια, η ρύθμιση του συμψηφισμού, εντασσόμενη στη γενικότερη βούληση του νομοθέτη (όπως εκφράστηκε επισήμως στην συνοδεύουσα το άρθρο 33 ανάλυση συνεπειών ρύθμισης) να μην δημιουργηθεί νομοθετικό κενό, μετά την μείωση του ποσοστού της ανεργίας κάτω του 10%, αναφορικά με την αναβίωση όρων συλλογικών ρυθμίσεων και άλλων διατάξεων που προβλέπουν μισθολογικές προσαυξήσεις, θα πρέπει να έχει ως όριο την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ του εργαζόμενου. (1) Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 33 του ν. 5053/2023: "6. Από την 1η.1.2027, αν το ποσοστό της ανεργίας υπερβεί το δέκα τοις εκατό (10%), και μέχρι να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του δέκα τοις εκατό (10%), αναστέλλεται αυτοδικαίως η ισχύς των διατάξεων που αναφέρονται στην παρ. 1. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του εθνικού ποσοστού ανεργίας των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων, όπως αυτός αποτυπώνεται στην Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.". (2) Βουλή των Ελλήνων, Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης τροπολογίας υπ' αριθ. 14/1 19.9.2023, άρθρο 1 "1. Αμοιβή του χρόνου προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα και αναπροσαρμογή των αποδοχών των εργαζομένων - Κατάργηση του άρθρου 4 της υπ' αρ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου".