Αυτοπρόσωπη εκτέλεση της εργασίας Χρήστου Δ. Νικολαΐδη, Δικηγόρου 1.1. Η στο σύγχρονο δίκαιο αναπτυχθείσα έννοια της σύμβασης εργασίας συνδέεται προ τη ρωμαϊκή locatio conductio operarum από την οποία όμως εμφανίζει ουσιώδεις παραλλαγές. Η αναγνώριση, όμως, της εθνικής και οικονομικής αξίας της ανθρώπινης εργασίας, πνευματικής ή σωματικής, ως προϊόν της ευγενέστερης εκδήλωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου εβράδυνε πολύ όπως επιβληθεί στο Ρ.Δ. Συναφώς και η σύμβαση εργασίας του σύγχρονου αστικού δικαίου προσέλαβεν όλως αξιοσημείωτο οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα.(1) 1.2.1. Με το άρθρο 651 ΑΚ και με το παράτιτλο "προσωπική φύση της σχέσης" εξαίρεται ο προσωπικός χαρακτήρας της μισθωτής εργασίας τόσον από τη πλευρά του εργαζομένου όσον και από την πλευρά του εργοδότη,(2) ορίζεται δε ότι κατ' αρχήν ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει την παροχή της εργασίας αυτοπροσώπως,(3) ο δε εργοδότης δεν μπορεί να μεταβιβάσει σε άλλον τα εκ της σύμβασης δικαιώματά του.(4) Η διάταξη αυτή αναφερόμενη γενικώς στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ισχύει και στις συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας και στις μισθώσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών.(5) Αποκλείεται η μονομερής υποκατάσταση του εργαζομένου ή η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη εκτός, όπως επιτάσσει η διάταξη "εάν από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις... προκύπτει..." ότι οι μονομερείς αυτές μεταβολές επιτρέπονται.(6) Εάν ο εργαζόμενος παράσχει την εργασία του με υποκατάστατο καθίσταται υπερήμερος οφειλέτης μη δικαιούμενος στη λήψη μισθού,(7) ευθυνόμενος γενικά για τις συνέπειες της αθέτησης των υποχρεώσεων του, απολύτως δε κατ' άρθρο 334 A.Κ. και για τις πράξεις του βοηθού του, ο οποίος δεν είναι βοηθός εκπληρώσεως. Συνέπειες της επιτρεπομένης υποκατάστασης η πρόσληψης βοηθού είναι ότι η μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη ενοχική σχέση ουδόλως μεταβάλλεται κατά το υποκείμενο ή κατά το αντικείμενο και κατ' ακολουθίαν α) η παροχή του βοηθού προς τον εργοδότη θεωρείται ως παροχή εργασίας από αυτόν τον εργαζόμενο, ο οποίος ευθύνεται ως δι' ίδιον αυτού πταίσμα σε περίπτωση πταίσματος του υποκατάστατου.(8) Σημειωτέον ότι ουδέ τρίτος μπορεί να εκπληρώσει την παροχή εργασίας έστω και αν ο εργοδότης δεν έχει συμφέρον στην παρά του εργαζομένου αυτοπρόσωπη εκπλήρωση της παροχής του.(9) Από το άρθρο 651 ΑΚ προκύπτει ο κανόνας ότι δεν επιτρέπεται η εκτέλεση εργασίας από τρίτο κατ' αντίθεση προς τη διάταξη του άρθρου 317 Α.Κ. κατά την οποία η παροχή μπορεί να εκπληρωθεί και από άλλον εκτός εάν ο δανειστής έχει συμφέρον για να εκτελέσει ο οφειλέτης την παροχή προσωπικά.(10) 1.2.2. Εάν όμως υπάρχει ρητή συμφωνία ή σιωπηρή συμφωνία προκύπτουσα κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη από το είδος της παρεχόμενης εργασίας, επιτρέπεται η υποκατάσταση.(11) Από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις μπορεί να προκύπτει δικαίωμα υποκαταστάσεως του εργαζομένου με τη χρήση και βοηθού στη παροχή της εργασίας του. Εάν η αντικατάσταση του εργαζομένου είναι οριστική και ο εργοδότης αποδέχεται την εργασία του υποκατάστατου η μίσθωση εργασίας του πρώτου εργαζομένου λύεται οριστικά με αμοιβαία συναίνεση και συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση μεταξύ του εργοδότη και του υποκατάστατου του αρχικού εργαζομένου.(12) Παρά τη δυνατότητα χρησιμοποίησης βοηθού, πρέπει να σημειωθεί ότι η εξηρτημένη εργασία δεν είναι κατά κανόνα πρόσφορη για τη χρησιμοποίηση βοηθού. Αυτός είναι ο λόγος που στη περίπτωση όπου συνδυάζονται σε μία ενιαία μεικτή σύμβαση, η παροχή εργασίας με την παροχή της χρήσης πράγματος, ένα από τα επιχειρήματα με τα οποία η νομολογία αρνείται την ύπαρξη σε αυτές του στοιχείου της εξηρτημένης εργασίας είναι ακριβώς ότι ο κάτοχος του πράγματος (συνήθως κάποιου μηχανήματος) χρησιμοποιεί βοηθό. Ήδη το στοιχείο της αυτοπρόσωπης εκτέλεσης λαμβάνεται υπόψη για το τεκμήριο εξηρτημένης εργασίας που θεσπίζει το άρθρο 1 Ν.3846/2010,(13) αντικαταστήσαν την παραγρ. 1 του άρθρου 1 Ν.2369/1998 και έχον "... ως ακολούθως: Η συμφωνία με τον εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών και έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες". 1.2.3. Ο κανόνας περί της προσωπικής φύσεως της σχέσεως εργασίας υπόκειται σε εξαίρεση αν ρητώς συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις ότι ο εργοδότης δικαιούται να μεταβιβάσει την ως άνω αξίωση (άρθρο 651 Α.Κ.). Έτσι οσάκις ο εργαζόμενος ως εκ των συνθηκών υφ' άς παρέχεται η εργασία του δεν αποβλέπει σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δέον να γίνει δεκτόν ότι συντρέχει η άνω εξαίρεση.(14) Αυτονοήτως τα κεκτημένα δικαιώματα του μισθωτού (εργαζομένου) απέναντι στον αρχικό εργοδότη διατηρούνται και απέναντι του νέου εργοδότη κατά γενική αρχή επαναλαμβανόμενη σε πολλούς εργατικούς νόμους.(15) Πράγματι η εργασία δεν είναι εμπόρευμα που να μπορεί να το διαθέτει ο εργοδότης(16) εκτός της περίπτωσης μεταβίβασης της επιχείρησης. 1.3. Το τρίτο πρόσωπο, ο υποκατάστατος μπορεί να είναι βοηθός εκπλήρωσης ή υποκατάστατος σε αυτήν την ίδια την κύρια υποχρέωση του εργαζομένου και να παρέχει τις υπηρεσίες με βάση κάποια σχέση, που θα τον συνδέει με τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι ο κατ’αρχήν υπόχρεος για την παροχή τη εργασίας. Η σχέση του τρίτου προσώπου με τον εργαζόμενο (μισθωτό) μπορεί να είναι σχέση εργασίας, αλλά μπορεί να έχει και άλλο νομικό θεμέλιο. Πάντως σε τέτοιες περιπτώσεις ο νομικός δεσμός εργοδότη - εργαζομένου δεν λύνεται, ούτε αλλοιώνεται κατά τα λοιπά στοιχεία του. Ο τρίτος που χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση της παροχής εργασίας του μισθωτού δεν συνδέεται με τον εργοδότη με άμεση σχέση εργασίας. Σχέση έχει μόνον με το μισθωτό που τον χρησιμοποιεί, η δε μεταξύ τους σχέση διέπεται από τη νομική μορφή, που συμφώνησαν και στο πλαίσιο της οποίας παρέχει τις υπηρεσίες του. Εάν αυτή η μορφή είναι η μορφή της σχέσης εργασίας, εργοδότης του τρίτου είναι ο εργαζόμενος (ο μισθωτός) οπότε τότε γίνεται λόγος για έμμεση σχέση εργασίας,(17) η οποία λειτουργεί αυτοτελώς και δεν δημιουργεί ενοχικό δεσμό μεταξύ του τρίτου και του εργοδότη. Πάντως αν ο τρίτος εντάσσεται στην εκμετάλλευση του εργοδότη, η σχέση του δεν μένει ανεπηρέαστη. Το διευθυντικό δικαίωμα καταλαμβάνει και αυτόν είτε έμμεσα με εντολές που του διαβιβάζονται από τον αρχικό μισθωτό, είτε και άμεσα. Επιπλέον οι υποχρεώσεις του εργοδότη για μέτρα ασφαλείας και άλλα μέτρα πρόνοιας εκτείνονται και σε αυτόν, το καθεστώς, που διέπει τις σχέσεις στην εκμετάλλευση (ωράριο, οργάνωση εργασίας, μέθοδος εργασίας κ.ά.) εφαρμόζεται και σε αυτήν, όπως άλλωστε και οι γενικές προστατευτικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Πέραν από τους γενικούς λόγους η έμμεση σχέση εργασίας λήγει, εκτός αν έχει γίνει αντίθετη συμφωνία, όταν λήξει η σχέση εργασίας του κυρίως εργαζόμενου.(18) 1.4. Ως προς το πρόσωπο του εργοδότη η αξίωση του είναι αμεταβίβαστη. Ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του μόνον στον εργοδότη με τον οποίο έχει συμβληθεί και ο οποίος πρέπει να τον απασχολεί πραγματικά.(19) Ο εργοδότης μπορεί να τον υποχρεώσει να προσφέρει την εργασία του σε τρίτο μόνον με την αρχική ή με μεταγενέστερη συμφωνία ή όταν προκύπτει από τις περιστάσεις, όπως λ.χ. σε περίπτωση "συγγενών" επιχειρήσεων, οπότε γίνεται λόγος για "απόσπαση" ή "δανεισμό" του εργαζομένου.(20) 2. Με βάση τις διατάξεις του ερμηνευόμενου άρθρου 651 Α.Κ. προήλθε ο θεσμός του δανεισμού του εργαζόμενου διακρινόμενος σε γνήσιο και μη γνήσιο ή κατ' επάγγελμα δανεισμός. Γνήσιος δανεισμός υπάρχει όταν ο εργαζόμενος ενώ προσφέρει την εργασία του κανονικά στον αρχικό εργοδότη παραχωρείται για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως σύντομο) σε τρίτη επιχείρηση, ενώ μη γνήσιος δανεισμός υπάρχει όταν η σύμβαση εργασίας μεταξύ εργαζόμενου και αρχικού εργοδότη προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δεν θα προσφέρει την εργασία του στον αρχικό εργοδότη, αλλά σε τρίτους που θα υποδεικνύει εκάστοτε ο αρχικός εργοδότης.(21) (1) βλ. Παν. Ι. Ζέπου: Ενοχ. Δικ., Β' Μέρος Ειδικόν, έκδοση 2η, Αθήναι, 1965, σελ. 300. (2) Αληθώς η παροχή εργασίας είναι συνδεδεμένη με το πρόσωπο του εργαζομένου (μισθωτού) είτε λόγω φυσικών ιδιοτήτων και επαγγελματικών ικανοτήτων, είτε λόγω της φύσης της ενοχής κατά την οποία ο εργοδότης ("μισθωτής"!!!) αποβλέπει στο πρόσωπο του εργαζομένου ("εκμισθωτού" !!!) την εργασία του οποίου "εκμισθώνει". βλ. Κωνσταντ. Ι. Αποστολίδου: Ενοχ. Δικ. Αστ. Κ., τόμος 3ος, Ειδικ. Μέρος, άρθρα 496 - 708, σελ. 573. Αναμφίβολα είναι προσωπικός ο χαρακτήρας της σχέσης εργασίας. έτσι ο εργαζόμενος ούτε δικαιούται, ούτε υποχρεούται να υποκαταστήσει άλλον προς εκπλήρωση ή σε εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παροχής της εργασίας του. Ιωάννου Καποδίστρια: Στοιχεία Εργατ. Δικ., Παν/και Παραδόσεις, τεύχος ΙΙ, Αθήνα, 1967/1968, σελ. 38, Δημήτριος Ζερδελής: Εργατ.Δικ., Ατομ. Εργασ. Σχέσεις, έκδοση 5η, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2022, παραγρ. 16/10, σελ. 717. (3) Εννοείται και ως προς τις συναφείς ή παρεμφερείς εργασίες προς το κύριο περιεχόμενο της οφειλόμενης εργασίας. Ιωάννη Ληξουριώτη: Ατομ. Εργασιακές Σχέσεις, έκδοση 3η χ.χ., σελ. 252 - 253. (4) Γεωργίου Σ. Βάλληνδα: Α.Κ. και Εισαγωγ. Ν., τόμος 2ος, Ενοχ. Δικ. (Ειδικό Μέρος), σελ. 89. (5) Πούλλος υπ'άρθρο 651, αριθ. 1 σε Αποστ. Σ. Γεωργιάδη, Μιχ. Π. Σταθόπουλου: Α.Κ., τομ. 3ος, Ειδικ. Ενοχ. Αθήνα, 1980, σε. 137. Για την έννοια της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, βλ. Αλέξανδρου Καρακατσάνη - Σταύρου Γαρδίκα: Ατομ. Εργατ. Δικ., έκδοση 5η, Αθήνα - Κομοτηνή, αριθ. 162, σελ. 124. (6) Με το άρθρο 651 ΑΚ τίθεται ερμηνευτικός κανόνας ισχύων μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας, Καποδίστριας σε Ερμ. Α.Κ. υπ'άρθρο 651 αριθ. 1. Αντίθετα στο προϊσχύσαν δίκαιο η υποχρέωση παροχής εργασίας και η υποχρέωση αποδοχής της εργασίας ήταν ασυμβίβαστες. (7) Ληξουριώτης ό.π. σελ. 251. (8) Καποδίστριας ό.π. σελ. 39. (9) Δημητρίου Γ. Παπαδημητρίου: Εργατ.Δικ., έκδοση 2η, Αθήνα, 1994 παρ. 53, σελ. 77. (10) Σταύρου Σταυρόπουλου: Ερμην. Εργατ.Δικ. Αθήναι, 1993, σελ. 82, Παπαδημητρίου ό.π., Ανδρέα Χρ. Τούση - Σταύρου Σταυρόπουλου: Εργατ. Δικ., Αθήναι, 1967, σελ. 90, Δημητρ. Γ.Παπαδημητρίου, σελ. 76. (11) Π.χ. θυρωρός κατά το κλασσικό παράδειγμα, που χρησιμοποιεί στη θέση του κατά διαστήματα τη σύζυγό του. (12) Καποδίστριας: Ερμ. ΑΚ, ο.π. αριθ. 18. (13) Βλ. Ιωάννη Δ. Κουκιάδη: Εργατ. Δικ., έκδοση Ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024, σελ. 708. Contra, ουχί ορθώς, Καποδίστριας: πρόκειται περί μεικτής σύμβασης στην οποία όμως υπερτερεί ο χαρακτήρας της σύμβασης εργασίας γιατί σε αυτήν αποβλέπουν κυρίως οι συμβληθέντες: βλ. Ιωάννου Καποδίστρια: Στοιχεία κλπ., σελ. 23-24. (14) Βλ. Τούση - Σταυρόπουλου: ό.π., σελ. 92. (15) Σταυρόπουλος ό.π., σελ. 84. (16) Κουκιάδης, ο.π. σελ. 708. (17) Καποδίστριας: Ερμ.ΑΚ, ό.π. αριθ. 19. (18) Καρακατσάνη - Γαρδίκα: ό.π., αριθ. 240 επομ., σελ. 172 επομ. (19) Βασίλη Β. Γαμβρούδη: Εργατ. Δίκαιο και Στοιχεία Ασφαλιστ. Δικαίου, χ.χ., σελ. 28. (20) Καρακατσάνης - Γαρδίκας ό.π. αριθ. 243, σελ. 174. (21) Γεωργίου Α. Λεβέντη - Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: Αστ. Εργατικό Δικ., Αθήνα, 2011, σελ. 189, επομ.