Ασθένεια και απόλυση Διάταξη νόμου που να απαγορεύει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, από τον εργοδότη, κατά τη διάρκεια της ασθένειας του μισθωτού, δεν υπάρχει. Εντούτοις η ασθένεια του εργαζομένου, αυτή καθ' εαυτή, δεν δικαιολογεί την καταγγελία, είναι όμως κρίσιμες οι δυσμενείς επιδράσεις στην εργασιακή σχέση και γενικότερα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης που προκαλούνται από την οφειλόμενη σε ασθένεια του εργαζομένου απουσία του ή τη μείωση της ικανότητας να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία. Έτσι η ασθένεια του εργαζομένου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί με τον ισχυρισμό ότι γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος του εργοδότη. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ασθενήσαντος μισθωτού δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κύρωση σε βάρος αυτού για τις απουσίες που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Όσο σοβαρή και αν είναι η ασθένεια του εργαζομένου και όσο μακροχρόνια η απουσία του από την εργασία, λόγω της ασθενείας του, δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη λύση της σύμβασης εργασίας με καταγγελία του εργοδότη, αν κατά το χρόνο που αυτή γίνεται ο εργαζόμενος έχει θεραπευτεί ή αναμένεται σε σύντομο χρόνο η θεραπεία του, και η καταγγελία που γίνεται υπό τις περιστάσεις αυτές είναι άκυρη, ως αντικείμενη στο άρθρο 281 Α.Κ. και ειδικότερα ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης. Μόνον αν οι μακρές, λόγω της ασθενείας του, απουσίες του εργαζομένου στο παρελθόν και η βαρύτητα της ασθενείας του θεμελιώνουν, κατ' αντικειμενική κρίση, αρνητική πρόγνωση για την εξέλιξη της υγείας του και πιθανότητα επομένως να σημειώσει απουσίες από την επιχείρηση στο μέλλον και να διαταραχθεί η λειτουργία της, υφίσταται τότε δικαιολογημένο συμφέρον του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Επί αποχής του μισθωτού από την εργασία του, καθ' υπέρβαση του χρονικού ορίου που ορίζεται από το ν.4558/30, η λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή, επί τη βάσει των αρχών της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας, ή ανυπαιτιότητας του μισθωτού και των εν γένει περιστάσεων, αν η αποχή αυτή κατ' αντκειμενική εκτίμηση και ανεξαρτήτως της προθέσεως ή μη του μισθωτού προς λύση της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής. Όμως μόνη η συνεπεία της ασθενείας του μισθωτού αντικανότητα αυτού να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένως και η εντεύθεν πέραν των παραπάνω χρονικών ορίων αποχή αυτού από την εργασία δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την καλή πίστη, ως σιωπηρή από αυτόν καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει. Η άρνηση του εργοδότη να προσδιορίσει κατά τον άνω τρόπο τα νέα καθήκοντα του ασθενούς εργαζομένου και η εμμονή του στην εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας που κατά τη σύμβαση παρείχε προ της ασθενείας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από μέρους του, και περιέρχεται σε υπερημερία. Πρωτ. Πατρών 758/2022 Δικαστής: Ο κ. Βάϊος Τσιανάβας Δικηγόροι: Οι κ.κ. Γεωρ. Κουκούλης - Ιωαν. Πίκουλας