Ασθένεια εργαζομένου και εργατικό ατύχημα Εργατικό ατύχημα, δηλαδή από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργαζόμενο, θεωρείται κάθε βλάβη όπως η ασθένεια του εργαζόμενου, η οποία δεν ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την ιδιοσυγκρασία του οργανισμού του και τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά, συνδεομένου δε οπωσδήποτε με την εργασία του λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας του, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. ΑΠ 508/2019 Πρόεδρος: Η κ. Ειρήνη Καλού Εισηγητής: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Δικηγόρος: Η κ. Μαρία Σαξώνη - Ο κ. Στυλιανός Παπανδρεόπουλος ... 2.- Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 ν. 551/1914 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων" (ΦΕΚ Α 11/8-1-1915), που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 (ΦΕΚ Α 191) και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 Εισ.Ν. Α.Κ.), εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου εργασιών ή επιχειρήσεων, θεωρείται κάθε βλάβη, όπως η σωματική βλάβη ή ασθένεια του εργαζόμενου η οποία δεν ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος αλλά είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την ιδιοσυστασία του οργανισμού του και τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του (ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της όρους της εργασίας), συνδεομένου δε οπωσδήποτε με την εργασία του λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς του συνηθισμένους όρους παροχής της είτε όταν η απασχόληση του εργαζομένου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου (άρθρο 662 Α.Κ.), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (Ολ. Α.Π. 937/1975, Α.Π. 226/2016, 1424/2015). 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. (ΑΠ 213/2017) 4. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, τουλάχιστον από 6-11-2011, αντιμετώπιζε προβλήματα άλγους στη μέση του, τα οποία δεν είχε γνωστοποιήσει στον πλοίαρχο του πλοίου. Στις 26-11-2011, επειδή η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, μεταφέρθηκε από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας στο Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου, αφού εξετάσθηκε από την αγροτική ιατρό Β. Χ., σε αντιμετώπιση του άλγους στη μέση (ΟΜΣΣ) που εμφάνιζε, υποβλήθηκε σε ενεσοθεραπεία και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δέκα ημερών και φαρμακευτική αγωγή (βλ. την από 26-11-2011 ιατρική βεβαίωση - γνωμάτευση της εν λόγω ιατρού). Στις 28-11-2011, ο πλοίαρχος, κατόπιν δηλώσεως του ενάγοντος ότι δεν επιθυμεί να παραμείνει στο πλοίο, προέβη στην απόλυσή του, λόγω ασθενείας. Εν συνεχεία, ο ενάγων στις 29-11-2011 μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο ...., όπου διαγνώσθηκε ότι πάσχει από οξεία οσφυαλγία και του συνεστήθη περαιτέρω αποχή δέκα ημερών από την εργασία του και νευροχειρουργική εκτίμηση (βλ. την από 29-11-2011 βεβαίωση του ιατρού Π. Α.). Ακολούθως, αφού υποβλήθηκε σε αξονική και μαγνητική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής μοίρας, την 1-3-2012 μετέβη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ...., όπου εξετάσθηκε από το νευροχειρούργο Γ. Α., ο οποίος διέγνωσε οσφυαλγία και του συνέστησε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, χορηγώντας του παράλληλα αναρρωτική άδεια είκοσι ημερών. Στις 9-4-2012, εξετάσθηκε εκ νέου από ιατρό της ασφαλιστικής εταιρείας "...", ο οποίος έκρινε ότι χρήζει άμεσης χειρουργικής επέμβασης και παρέτεινε την άδειά του μέχρι 10-5-2012. Τέλος, στις 15-5-2012 η "Ανώτατη Ναυτικού Υγειονομική Επιτροπή", αφού μελέτησε τον ιατρικό φάκελο του ενάγοντος και εξέτασε αυτόν αυτοπροσώπως, γνωμάτευσε ότι "παρουσιάζει επίμονη οσφυοϊσχυαλγία (ΑΡ)με νευρολογική συνδρομή σε έδαφος κηλών μεσοσπονδυλίων δίσκων στα επίπεδα 04-05 και 05-11" και αποφάνθηκε ότι είναι ανίκανος να εργάζεται ως ναυτικός για δύο (2) έτη. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η ασθένεια του ενάγοντος οφείλεται στις συνθήκες εργασίας του στο πλοίο των εναγομένων, εξαιτίας των οποίων κατέστη πλήρως και ανίκανος προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, διότι δεν αποδείχθηκε ότι, όπως με την αγωγή του ισχυρίζεται, τραυματίσθηκε στις 6-11-2011 στην προσπάθειά του να μεταφέρει δοχείο με λάδια 25 κιλών. Η κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντος Κ. Α., ο οποίος εργαζόταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, ως υπολοστρόμος, που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του ενάγοντος για τραυματισμό του στις 6-11-2011, μετάβασή του στο Γενικό Νοσοκομείο ... και λήψη φαρμακευτικής αγωγής, δεν θωρείται πειστική κατά το σημείο τούτο, αφού δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, όπως καταγραφή του τραυματισμού στο ημερολόγιο της γέφυρας του πλοίου, ιατρική βεβαίωση του Νοσοκομείου ή φαρμακευτική συνταγή. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπέστη σωματική βλάβη, ως αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου επί του πλοίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις, η κατάσταση της υγείας του δεν οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915 και συνακόλουθα δεν δικαιούται την αιτούμενη για την αιτία αυτή αποζημίωση". Με βάση τις παραδοχές αυτές το εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε επίσης απορριφθεί η αγωγή του, για τις αξιώσεις του από εργατικό ατύχημα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. 5. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ. Ειδικότερα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού διέλαβε σ' αυτήν σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά της καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Τούτο διότι περιέλαβε όλα τα περιστατικά που αναφέρονται πιο πάνω, τα οποία δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της μη συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων υπάρξεως εργατικού ατυχήματος και έχει σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς τα ως άνω περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως αυτά εκτίθενται παραπάνω. Ειδικότερα προσδιορίζει πλήρως και αιτιολογεί α) την μη γνωστοποίηση στην ενάγουσα των ήδη προϋπαρχουσών, πριν την ναυτολόγησή του προβλημάτων υγείας, που αφορούσαν άλγος στη μέση του, β) ότι η ασθένεια του ενάγοντος δεν οφειλόταν στις συνθήκες εργασίας του πλοίου και γ) ότι δεν αποδείχθηκε τραυματισμός του την 6-11-2011 στην προσπάθειά του να μεταφέρει δοχείο με λάδια 25 κιλών. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις του, που αναφέρονται σε αυτόν, ότι δηλαδή υπάρχει ανεπάρκεια των αιτιολογιών, σχετικά με ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα και τα επί του αντιθέτου επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που προέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον ίδιο δε λόγο, κατά τα λοιπά, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. 6. Εφόσον απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος η δικαστική δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.