Άρνηση του εργοδότη, ως υπευθύνου επεξεργασίας, να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του εργαζομένου σε δεδομένα που τον αφορούν Η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και εφόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων που θεμελιώνονται στη σχέση αυτή. Ο εργοδότης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υπέχει υποχρέωση τήρησης της αλήθειας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων του, υποχρεούται δηλαδή να ελέγχει τις πληροφορίες που συλλέγει για την αλήθεια και την ακρίβειά τους. Ο εργαζόμενος, ως υποκείμενο των δεδομένων, έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον εργοδότη, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, όλα τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν και την προέλευσή τους. ΑΠ 645/2021 Πρόεδρος: Η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Εισηγητής: Η κ. Δημητρία Στρούτζα - Ξένου - Κοκολέτση Δικηγόροι: Η κ. Ελένη Διονυσοπούλου - Ο κ. Σωτ. Περιβολαράκης 1. Με την από 24.7.2019 και αριθ. κατάθ. .../.../25.7.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθ. 4576/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί των από 10.2.2016 και αριθ. κατάθ. .../10.2.2016 έφεσης της ενάγουσας και από 9.2.2016 και με αριθ. κατάθ. .../10.2.2016 έφεσης των εναγομένων κατά της υπ' αριθ. 2597/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.). 2. Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με τον ν. 2068/1992) και την 95/46/Ε.Κ. Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εκδόθηκε ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων... β)... γ) Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων, συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, στ) ... ζ) "Υπεύθυνος, επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάζεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "τρίτος", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενό των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρει επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσου ν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένά ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου". Στο άρθρο 3 ότι: "1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο". Στο άρθρο 4 ότι: "1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας". Στο άρθρο 5 ότι: "1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α)... β)... γ)... δ)... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών...". Στο άρθρο 11 ότι: "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2.... Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς...". Στο άρθρο 12 ότι: "1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους, β)..., γ)..., δ)............, ε) κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων". Στο άρθρο 13 ότι: "1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν ...". Στο άρθρο 15 ότι: "1. Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά...". Στο άρθρο 19 ότι: "1. Η αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες: α) ..., β) ..., γ) ..., δ) ..., ε)..., στ) ..., ζ) ..., η) ..., θ) ..., ι) εκδίδει κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών, τεχνικών και λεπτομερειακών θεμάτων, στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος...". Στο άρθρο 23 ότι: "Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ' ελάχιστο στο ποσό 2.000.000 δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη...". Από τις εκτεθείσες διατάξεις, που έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ο κρίσιμος χρόνος είναι πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α' 137/29.8.2019) "Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις", σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής Οδηγίας 95/46/Ε.Κ., προκύπτει ότι με το ν. 2472/1997 οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου, και της πληροφοριακής ελευθερίας, του δικαιώματος δηλαδή του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται, θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, για την ασφάλεια των συναλλαγών. Η ρύθμιση του ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,9 παρ. 1 εδ. β' και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 Α.Κ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 Α.Κ. και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 Α.Κ., ώστε να θεωρείται -κατ' αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (Α.Π. 1040/2005). Οι διατάξεις του ν. 2472/1997 περιέχουν κανόνες γενικής εφαρμογής, είναι δε εφαρμόσιμοι σε κάθε περίπτωση που παρίσταται ανάγκη προστασίας προσωπικών δεδομένων και, συνεπώς, βρίσκουν πλήρη εφαρμογή και στις εργασιακές σχέσεις, όταν υποκείμενο προσωπικών δεδομένων είναι ο εργαζόμενος και υπεύθυνος επεξεργασίας ο εργοδότης. Ειδικότερα, η συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων πρέπει να πραγματοποιείται με θεμιτά μέσα και με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των εργαζομένων στο χώρο της εργασίας και γενικότερα στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και εφόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων που θεμελιώνονται σε αυτή τη σχέση, είτε αυτές πηγάζουν από το νόμο είτε από σύμβαση. Η επεξεργασία και η χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων διέπεται από τους κανόνες του ν. 2472/1997 και έτσι στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων ο εργοδότης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υπέχει, βάσει του άρθρου 4 παρ. 2 στοιχ. γ' ν. 2472/1997, την υποχρέωση τήρησης της αλήθειας, μέσω της ακρίβειας και της ενημέρωσης, των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων του, υποχρεούται δηλαδή να ελέγχει τις πληροφορίες που συλλέγει για την αλήθεια και την ακρίβειά τους, ενώ ο εργαζόμενος, ως υποκείμενο των δεδομένων, έχει, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 2472/1997, το δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον εργοδότη, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. Το δικαίωμα αυτό της πρόσβασης έχει σκοπό να παράσχει στον εργαζόμενο την δυνατότητα να ελέγχει εάν έχουν τηρηθεί από τον εργοδότη οι διαδικασίες θεμιτής επεξεργασίας για τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν, αν αυτά είναι ακριβή, πρόσφορα και ενημερωμένα, ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης, αλλά και ενδεχομένως να ζητήσει δικαστική προστασία, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 22 ν. 2572/1997. Περιεχόμενο αποτελεί η πληροφόρηση του εργαζόμενου στα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 26 ν. 3471/2006, και ουσιαστικά καλύπτουν όλα όσα αφορούν την επεξεργασία, όπως είναι τα προσωπικά δεδομένα που αφορούν τον εργαζόμενο και η προέλευσή τους, οι σκοποί της επεξεργασίας, οι αποδέκτες ή οι κατηγορίες αποδεκτών και η εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση. Άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τον εργαζόμενο αποτελεί και το δικαίωμα αυτού να πληροφορηθεί το περιεχόμενο του υπηρεσιακού του φακέλου, ο οποίος πρέπει να είναι ακριβής, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας, δηλαδή εδώ ο εργοδότης, οφείλει να τον πληροφορεί, χωρίς καθυστέρηση, για το σύνολο των προσωπικών του δεδομένων που επεξεργάζεται, αλλά και την προέλευση αυτών, δηλαδή την "πηγή" των δεδομένων του. Στην έννοια δε της προέλευσης μπορούν να εμπίπτουν και τρίτα φυσικά πρόσωπα τα οποία διέθεσαν τις σχετικές πληροφορίες. Η γνώση της προέλευσης των δεδομένων είναι αναγκαία προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του αρτιότερα και να ασκήσει το δικαίωμα αντίρρησης που προβλέπεται στο άρθρο 13 ν.2472/1997. Σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να παρέμβει στην επεξεργασία και να συμβάλει στη νομιμότητά της και στην τήρηση της ακρίβειας των προσωπικών δεδομένων, πλέον δε να αντιταχθεί στην επεξεργασία των δεδομένων του και να ζητήσει τη διόρθωση, τη διαγραφή ή την προσωρινή μη χρησιμοποίησή τους, ιδίως όταν τα δεδομένα είναι ελλιπή ή ανακριβή. Μέσω της αντίρρησης ο εργαζόμενος καλείται, όχι μόνο να διαφυλάξει τα ατομικά του συμφέροντα, αλλά και να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της επεξεργασίας, διασφαλίζοντας την αλήθεια και την ακρίβεια των δεδομένων του, διασφάλιση η οποία αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. γ' ν. 2472/1997. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής Οδηγίας 95/46/Ε.Κ., σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάζεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (Α.Π. 171/2019, Α.Π. 353/2009). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 653, 656, 349, 351, 57, 200, 288 Α.Κ., 1, 3, 7 και 8 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της σύμβασης, με συνέπεια να επέρχεται άμεση ή έμμεση, υλική ή ηθική βλάβη στον μισθωτό. Η μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης απ' τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν καθαυτή τη λύση της, μπορεί όμως ο εργαζόμενος να θεωρήσει αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης, να αποχωρήσει από την εργασία του και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης κατ' άρθρο 3 του ν. 2112/1920 αποζημίωσης, ενώ επιπλέον, εάν η μεταβολή συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, δικαιούται αυτός, κατά τα άρθρα 57, 59, 299 και 932 Α.Κ., να απαιτήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στην έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής υπάγεται και η συμπεριφορά του εργοδότη που προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζόμενου. Ενόψει δε του κατ' εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης υφίσταται ο εργαζόμενος ηθική ζημία από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά του εργοδότη ή του προσώπου που αντιπροσωπεύει αυτόν στη διεύθυνση της επιχείρησής του, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει από δόλια προαίρεση του εργοδότη για βλαπτική μεταβολή ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου για αποχώρηση από την εργασία. Αρκεί ότι αυτή η συμπεριφορά δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε καλοπίστως και αντικειμενικώς να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζομένου για παροχή της εργασίας του, με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας, ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητά του, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της εργασίας του στον χώρο της επιχείρησης του εργοδότη να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (Ολ.Α.Π. 6/2019, Ολ.Α.Π. 4/2018, Ολ.Α.Π. 7/2014). 3. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα των σχετικών αναιρετικών λόγων (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι με την από 16.7.2014 και αριθ. κατάθ. .../.../24.7.2014 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη ότι συνήψε με την πρώτη εναγομένη-εργοδότριά της, αστική μη κερδοσκοπική εταιρία και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι είναι η δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρχικά ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια αορίστου χρόνου για να παρέχει τις υπηρεσίες της ως ειδική παιδαγωγός, ζήτησε: α) ν' αναγνωριστεί ότι υπέστη παράνομη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, εξ αιτίας της άρνησης της εργοδότριάς της, με την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, να της χορηγήσει αντίγραφο των εις βάρος της καταγγελιών και της παράβασης της υποχρέωσής της στο πλαίσιο νόμιμης και καλόπιστης άσκησης πειθαρχικής εξουσίας πριν την επιβολή έγγραφης επίπληξης να την ενημερώσει για το περιεχόμενο των καταγγελλομένων εις βάρος της και χωρίς να της δώσει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε άδικες κατηγορίες, εξομοιούμενη (η παράνομη βλαπτική μεταβολή) με καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία επήλθε την 4.6.2014, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 2.802,33 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία, να της καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη στην επαγγελματική της υπόληψη και την προσωπικότητά της από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της δεύτερης εναγομένης τις οποίες τέλεσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως καταστατικό όργανο της πρώτης εναγόμενης, το ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, δ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης, να της απευθύνει με δικαστικό επιμελητή εξώδικη δήλωση, με την οποίαν θα ζητεί συγγνώμη για την κατάφωρα άδικη επίπληξη που της επηύθυνε και την ψυχική ταλαιπωρία που της προκάλεσε και να ανακαλέσει το περιεχόμενο της έγγραφης επίπληξης, ομολογώντας ρητά ότι ουδέποτε έλαβε χώρα υποτιμητική, προσβλητική ή ρατσιστική συμπεριφορά της απέναντι των συναδέλφων της, γονέων και θεραπευόμενων παιδιών, και ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση απώλειας του επιδόματος ανεργίας το ποσό των 4.320 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Επί της ως άνω αγωγής, μετά από κατ' αντιμωλία συζήτησή της, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2597/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού την έκρινε νόμιμη, την δέχτηκε κατά ένα μέρος ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν οι από 10.2.2016 έφεση της ενάγουσας και από 9.2.2016 έφεση των εναγομένων, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού τις συνεκδίκασε, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ουσιαστικά την έφεση της ενάγουσας, δέχτηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση των εναγομένων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποίαν και απέρριψε από ουσιαστική πλευρά. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι η εδρεύουσα στην ... Αττικής πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία "Ε." αποτελεί αστική μη κερδοσκοπική εταιρία, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 741 Α.Κ., που ιδρύθηκε δυνάμει του νομίμως δημοσιευμένου από 11.10.2006 καταστατικού της και εντάχθηκε στις Μονάδες Ψυχικής Υγείας του άρθρου 4 ν. 2716/1999. Ότι σε εκτέλεση του σκοπού της συνέστησε και λειτουργεί το κέντρο επανένταξης παιδιών με ψυχοκινητικά προβλήματα, με τον διακριτικό τίτλο "Λ.", το οποίο λειτουργεί ως εξειδικευμένος εκπαιδευτικός οργανισμός ειδικής αγωγής για την εκπαίδευση και επανένταξη παιδιών που πάσχουν από μορφές αυτισμού και την υποστήριξη των τελευταίων και των οικογενειών τους. Ότι για τις ανάγκες του εν λόγω Κέντρου, η πρώτη εναγόμενη απασχόλησε την ενάγουσα με δύο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας από 17.10.2011 έως 31.7.2012 και από 3.9.2012 έως 31.8.2013, αντιστοίχως, ενώ στις 30.8.2013 η σύμβασή της μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Ότι στα πλαίσια των συμβάσεων αυτών η ενάγουσα προσέφερε την υπό την ειδικότητα της ειδικής παιδαγωγού εργασία της με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης και με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έναντι αμοιβής που καθορίστηκε συμβατικά. Ότι τον Νοέμβριο του 2013, μετά από πρόταση της εργαζόμενης στο Κέντρο "Λ." Η., Ψυχολόγου, που εγκρίθηκε από το Δ.Σ. του Κέντρου, ξεκίνησε το πρόγραμμα ψυχοεκπαίδευσης των γονέων "C". Ότι η ως άνω Η., στην από μηνός Δεκεμβρίου 2013 επιστολή της προς το Δ.Σ. του Κέντρου "Λ." ανέφερε, μεταξύ διαφόρων άλλων θεμάτων, ότι στην κλινική συνάντηση της θεραπευτικής ομάδας του Κέντρου στις 23.10.2013 η ενάγουσα εξέφρασε την αντίθεσή της για την έναρξη του προγράμματος αυτού, αναφέροντας ότι θα έπρεπε να συμφωνήσει η ομάδα για κάτι τέτοιο. Ότι επίσης και ο ..., στην από 5.4.2014 επιστολή του προς το ίδιο Δ.Σ., ενημερώνει, εκτός άλλων, ότι αντιμετωπίζει προβλήματα στη συνεργασία του με ορισμένα μέλη της πολυκλαδικής ομάδας, και συγκεκριμένα ότι η εξειδικευμένη επιστημονική του γνώση συνεχώς αμφισβητείται από την Α. (ενάγουσα) και τη Μ., καθώς και ότι οι τελευταίες αντέδρασαν έντονα στην εφαρμογή του προαναφερόμενου προγράμματος "C.", εκφράζοντας τη γνώμη πως έπρεπε να ερωτηθούν. Ότι στην ίδια επιστολή αναφέρει επί λέξει τα εξής: "Κλείνοντας, αναφέρω ένα ακόμη περιστατικό που συνέβη στα πλαίσια μιας κλινικής συνάντησης και σχετιζόταν με τις δυσκολίες διαχείρισης της συμπεριφοράς ενός παιδιού. Κατέθεσα την επιστημονική άποψη επί του θέματος και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της εν λόγω συμπεριφοράς, επειδή η κ. Α. και η κ. Μ. έχοντας στην τάξη τους το συγκεκριμένο παιδί δεν συμφώνησαν και επανέλαβαν αρνητική στάση απέναντι μου, όπως την εξέλαβα. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τεχνικές παρεμβάσεις αισθητηριακής φύσεως χωρίς τη συμμετοχή μου στο σχεδίασμα αυτών και χωρίς να είναι εκπαιδευμένες σε αυτές. Όλα αυτά δημιουργούν κλίμα που δυσκολεύει την επιτυχή παρέμβαση και αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρουσιάζουν τα παιδιά. Παρακαλώ, μεριμνήστε για την επίλυση αυτών. Η παρούσα επιστολή μου είναι προσωπική, αναφέρεται μόνο σε γεγονότα ως προς το κομμάτι της συνεργασίας και όχι στην προσωπικότητα των ανωτέρω ειδικών παιδαγωγών". Ότι περαιτέρω αποδείχτηκε ότι στις 11.4.2014 η δεύτερη εναγομένη, υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου του Δ.Σ. και νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, απηύθυνε στην ενάγουσα έγγραφη επίπληξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Σας εφιστώ την προσοχή σχετικά με ενημέρωση που υπήρξε όσον αφορά στην συμπεριφορά σας στο κέντρο απέναντι σε θεραπευόμενα άτομα, τους γονείς τους και τους εργαζόμενους (που είναι ανεπίτρεπτη, προσβλητική έως και υποτιμητική με έντονα ρατσιστικά στοιχεία). Αυτό δεν είναι ανεκτό και αν συνεχισθεί θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με το νόμο ενημερώνοντας και το Υπουργείο Υγείας". Ότι η ενάγουσα αντέδρασε στην έγγραφη επίπληξη αποστέλλοντας στη δεύτερη εναγομένη την από 13.4.2014 επιστολή της, με την οποία δήλωσε ότι θεωρεί άδικους τους αποδιδόμενους χαρακτηρισμούς, που την προσβάλλουν, και παρακάλεσε για την παροχή εξηγήσεων, συνεχίζοντας να προσφέρει την εργασία της στο Κέντρο. Ότι, εν τω μεταξύ, μεσολάβησαν οι διακοπές του Πάσχα (16.4.2014 - 22.4.2014), κατά τις οποίες το Κέντρο δεν λειτουργεί, μετά τις οποίες η ενάγουσα επανήλθε με το ίδιο αίτημα με το σχετικό από 12.5.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ στις 14.5.2014 συναντήθηκε τυχαία στη Γραμματεία του Κέντρου με τη δεύτερη εναγομένη, η οποία την ενημέρωσε ότι έλαβε 5 επιστολές παραπόνων από συναδέλφους της σε βάρος της χωρίς όμως να αποκαλύψει στην τελευταία το περιεχόμενό τους και την ταυτότητα των συντακτών τους. Ότι στις 2.6.2014 η ενάγουσα κοινοποίησε στη δεύτερη εναγόμενη την από 2.6.2014 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία, αφού μνημόνευε ότι εξαιτίας των επίμαχων επιστολών και κατηγοριών, των οποίων, παρά τις προσπάθειες της, δεν κατόρθωσε να λάβει γνώση, διαμορφώθηκε σε βάρος της ένα εχθρικό περιβάλλον εργασίας, δήλωσε ότι αρνείται κατηγορηματικά τις κατηγορίες που της αποδόθηκαν περί ανεπίτρεπτης, προσβλητικής και ρατσιστικής συμπεριφοράς, τις οποίες χαρακτήρισε ως ψευδείς. Ότι, επίσης, κάλεσε τη δεύτερη εναγομένη να ανακαλέσει εγγράφως την από 11.4.2014 επίπληξη και ζήτησε να της χορηγηθούν, εντός μιας ημέρας από την κοινοποίηση, αντίγραφα των επιστολών, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου τους και να απαντήσει εγγράφως, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρήσει την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς της ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, τοποθετούμενη χρονολογικά δύο ημέρες μετά την κοινοποίηση. Ότι, σε απάντηση της εξώδικης αυτής δήλωσης, η δεύτερη εναγόμενη απέστειλε στις 4.6.2014 στην ενάγουσα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το ακόλουθο περιεχόμενο (κατά λέξη): "Μετά από τη συνάντηση της Προέδρου του Δ.Σ. και όλων των εργαζομένων του κέντρου ημέρας "Λ", που έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου 2014 στο χρονικό διάστημα 14:00-16:00 και συζητήθηκε μεταξύ άλλων και το θέμα της έγγραφης επίπληξής σας και δόθηκαν αμφότερες εξηγήσεις, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Επειδή πρωταρχικός μας σκοπός είναι η εύρυθμη λειτουργία του κέντρου ημέρας και προκειμένου να εξασφαλίσουμε την εκπαιδευτική ειρήνη του κέντρου, θα θέλαμε να θεωρηθεί ότι αυτή η παρεξήγηση έληξε από μέρους μας. Επειδή δεν έχουμε την επιθυμία τριβών, αφού για εμάς προαπαιτούμενο στον αγώνα προσφοράς είναι η ψυχική σχέση και ηρεμία για το καλό των παιδιών μας και των οικογενειών τους, δεν επιδιώκουμε την περαιτέρω συνέχιση της παρεξήγησης και σας καλούμε να ανταποκριθείτε στην προσπάθειά μας, με τη συνέχιση της συνεργασίας μας και την ομαλοποίηση της σχέσης σας με το προσωπικό. Εμείς από τη μεριά μας θα αφαιρέσουμε από το φάκελό σας την έγγραφη επίπληξη. Επιπλέον, σας ενημερώνουμε ότι οι υπάλληλοι που είχαν καταθέσει τα παράπονα ανακάλεσαν τις επιστολές τους ως δείγμα καλής θέλησης και ως εκ τούτου έχουν απαλειφθεί όλα από το φάκελό σας. Ευελπιστούμε στη συνέχιση της συνεργασίας μας, και περιμένουμε να δείξετε τη δέουσα ευαισθησία". Ότι σε απάντηση του μηνύματος αυτού η ενάγουσα απέστειλε στη δεύτερη εναγόμενη το από 5.6.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο, αφού αναφερόταν στις αλλεπάλληλες πλην ανεπιτυχείς προσπάθειές της να λάβει αντίγραφα των επιστολών παραπόνων και στη βαριά προσβολή της προσωπικότητάς της από τις μομφές που της αποδόθηκαν, ισχυριζόμενη ότι δεν εκλήθη να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών και ότι δεν της κοινοποιήθηκε το περιεχόμενο των επιστολών και αρνούμενη ότι δόθηκαν εξηγήσεις, δήλωσε ότι εμμένει στην απόφασή της να θεωρήσει την προσβολή της προσωπικότητάς της ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και δήλωσε ότι έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες της στο Κέντρο Ημέρας από 5.6.2014. Ότι από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης έγινε αποδέκτης προφορικών παρατηρήσεων από γονείς παιδιών, που εκφράζονταν με δυσαρέσκεια για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών θεμάτων από την ενάγουσα, καθώς επίσης και 5 επιστολών συναδέλφων της, δύο από τις οποίες προσκομίζονται με την συναίνεση των συντακτών τους. Ότι οι επιστολές αυτές, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, περιείχαν διάφορά θέματα σχετικά με τα εφαρμοζόμενα στο Κέντρο εκπαιδευτικά προγράμματα και τον τρόπο επίλυσης των διαφόρων προβλημάτων που ανέκυπταν από την εφαρμογή τους και δεν αποτελούσαν καταγγελίες οι οποίες να αναφέρονται αποκλειστικά στην ενάγουσα, όπως αβασίμως η ίδια διατείνεται, ώστε να έχει δικαίωμα πρόσβασης στο κείμενό τους κατά τις επικαλούμενες διατάξεις του ν. 2472/1997 και αντίστοιχη υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να της το γνωστοποιήσει. Ότι συνεπώς η ένδικη επιστολή επίπληξης, η οποία απετέλεσε αντικείμενο συλλογικής απόφασης του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης και όχι ατομική πράξη της δεύτερης εναγομένης ήταν αποτέλεσμα της προηγηθείσης και γνωστής σε όλους τους εργαζόμενους στο Κέντρο συμπεριφοράς της ενάγουσας και της άρνησής της να συνεργασθεί με τους συναδέλφους της, γεγονός που δημιουργούσε εμπόδια στην ομαλή λειτουργία του Κέντρου ως προς το παρεχόμενο έργο του και αρνητικό κλίμα στις σχέσεις με τους λοιπούς εργαζομένους και τους γονείς των παιδιών, απεστάλη δε στην ενάγουσα εντός των πλαισίων του διευθυντικού δικαιώματος του Δ.Σ. της εργοδότριας πρώτης εναγομένης, με σκοπό την ενημέρωσή της και την αποκατάσταση της καλής συνεργασίας, και δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος αυτού, και, ως εκ τούτου, δεν επέφερε ηθική μείωση στην προσωπικότητα της εναγόμενης, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας της στο χώρο του Κέντρου της πρώτης εναγομένης εργοδότριάς της να αποβαίνει αδύνατη, πολλώ μάλλον μετά και την, ως άνω, ανάκληση τόσο της έγγραφης επίπληξης εκ μέρους της εναγομένης όσο και των επιστολών εκ μέρους των συντακτών τους συναδέλφων της, και δεν συνιστά, εντεύθεν, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, εξομοιούμενη με καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης. Ότι οι επικαλούμενες από την ενάγουσα -ως επιπλέον στοιχείο της βλαπτικής μεταβολής- κάμερες κλειστού κυκλώματος είχαν εγκατασταθεί στους προ- βλεπόμενους χώρους του Κέντρου ήδη από το έτος 2010 και όχι στις 2.5.2014, όπως η ίδια αβασίμως διατείνεται, επιπλέον δε, όπως αποδείχτηκε, ουδέποτε τέθηκαν σε λειτουργία ούτε πριν ούτε κατά το επίδικο διάστημα. Ότι επομένως η ένδικη αγωγή πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της και ότι η εκκαλουμένη, που δέχτηκε εν μέρει αυτή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τους λοιπούς λόγους της έφεσης των εναγομένων, που πρέπει να γίνουν δεκτοί. Ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας με τον οποίον παραπονείται για το ύψος της επιδικασθείσας σ' αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 στοιχ. γ', δ' και ζ', 3 παρ. 1,4 παρ. 1,11 παρ. 1,12 παρ. 1 και 13 παρ. 1 ν. 2472/1997, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες καθότι συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο 2 νομική σκέψη, η εναγομένη-εργοδότρια, με την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στην ενάγουσα-εργαζόμενη αντίγραφο των επιστολών που απεστάλησαν σ' αυτή, οι οποίες, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, περιείχαν διάφορα θέματα σχετικά με τα εφαρμοζόμενα στο Κέντρο εκπαιδευτικά προγράμματα και τον τρόπο επίλυσης των διαφόρων προβλημάτων που ανέκυπταν από την εφαρμογή τους αλλά και στοιχεία που την αφορούσαν (ενάγουσα), και συγκεκριμένα παράπονα σε βάρος της εκ μέρους συναδέλφων της, είχαν δε απευθυνθεί στις εναγόμενες και τέθηκαν στον ατομικό της φάκελο. Αποτέλεσαν δε την αιτία της επιβολής εις βάρος της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης με το προαναφερθέν περιεχόμενο για παράπτωμα μειωτικό της υπόληψής της και συνεπώς είχαν εφαρμογή οι ως άνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που της παρείχαν δικαίωμα πρόσβασης στο περιεχόμενο των ως άνω επιστολών, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να ασκήσει τα δικαιώματά της. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίον η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 2472/1997 έκρινε το Εφετείο ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα πρόσβασης στο κείμενο των πέντε (5) επιστολών παραπόνων των συναδέλφων της και, αντίστοιχα, ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη δεν υποχρεούτο να τις γνωστοποιήσει σ' αυτή, με αποτέλεσμα να απορρίψει την ένδικη αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω μη στοιχειοθέτησης της προσβολής της προσωπικότητάς της και μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας της, και περαιτέρω της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ., συνισταμένης στην παράνομη και καταχρηστική παράλειψη της δεύτερης εναγόμενης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης να την καλέσει, πριν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης, να δώσει εξηγήσεις, αφού λάβει γνώση των επιστολών παραπόνων, είναι βάσιμος. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 εδ. γ' του Κ.Πολ.Δ., συντρέχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (Ολ.Α.Π. 23/2008). Δεν θεμελιώνεται όμως ο λόγος αυτός αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.Α.Π. 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.Α.Π. 14/2005) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (Ολ.Α.Π. 8/2016, Α.Π. 26/2020). Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ., και δη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα ουσιώδη έγγραφα, και δη: α) την επιστολή -υπό στοιχείο σχετικού 4- που απηύθυνε αμέσως μετά την επιβληθείσα σ' αυτή ποινή της επίπληξης προς την δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη η προϊσταμένη της ψυχολόγος και επιστημονική υπεύθυνη του Κέντρου Σ., η οποία ζήτησε να ενημερωθεί άμεσα για τους λόγους που προκάλεσαν τις ταυτόσημες επιπλήξεις αυτής και της συναδέλφου της Μ., και συγκεκριμένα το εν λόγω έγγραφο είχε το εξής περιεχόμενο: "Ενημερώθηκα επισήμως για τα έγγραφα με αριθμό πρωτοκόλλου 706 και 705 που απευθύνονται, αντίστοιχα, στις κα Α. και Μ. Ως προϊσταμένη των εν λόγω εργαζομένων στο Κέντρο Επανένταξη Παιδιών με Ψυχοκινητικά Προβλήματα, θα ήθελα να ενημερωθώ ονομαστικά σε ποια θεραπευόμενα άτομα, με ποιους γονείς και σε ποιους εργαζόμενους αναφέρονται τα συγκεκριμένα έγγραφα, διαφορετικά κρίνω ότι θα πρέπει να γίνει επίσημη ανάκληση αυτών" και β) την έκθεση αξιολόγησής της -υπό στοιχείο σχετικού 12- για το έτος 2013-2014 από την προϊσταμένη της και επιστημονική υπεύθυνη του Κέντρου ως άνω Σ., στην οποία επισημαίνεται ότι "Επαγγελματισμός και υπευθυνότητα χαρακτηρίζουν την Α. στη συνεργασία της με τους επόπτες, καθώς και στη συνεργασία της με τους συναδέλφους της, συμμετείχε με επιστημονικότητα στο σχεδίασμα προγραμμάτων παρέμβασης για τα περιστατικά στα οποία ήταν υπεύθυνη", η λήψη των οποίων θα επηρέαζε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον δεν θα κατέληγε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η επίπληξη που της επιβλήθηκε "ήταν αποτέλεσμα της προηγηθείσας και γνωστής σε όλους τους εργαζόμενους στο κέντρο συμπεριφοράς της ενάγουσας και της άρνησής της να συνεργασθεί με τους συναδέλφους της, γεγονός, που δημιουργούσε εμπόδια στην ομαλή λειτουργία του Κέντρου ως προς το παρεχόμενο έργο του και αρνητικό κλίμα στις σχέσεις με τους λοιπούς εργαζόμενους και τους γονείς αυτών". Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε παραπάνω, προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα και στη συνέχεια ότι η επιστολή επίπληξης "δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος αυτού, και, ως εκ τούτου, δεν επέφερε ηθική μείωση στην προσωπικότητα της εναγομένης, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας της στο χώρο του Κέντρου της πρώτης εναγομένης εργοδότριάς της να αποβαίνει αδύνατη, πολλώ μάλλον μετά και την, ως άνω, ανάκληση τόσο της έγγραφης επίπληξης εκ μέρους της εναγομένης, όσο και των επιστολών εκ μέρους των συντακτών τους συναδέλφων της, και δεν καθιστά, εντεύθεν, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, εξομοιούμενη με καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης", σύμφωνα με την διαλαμβανόμενη στην απόφασή του βεβαίωση, αφού έλαβε υπ' όψη του και "όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται". Από την γενική όμως αυτή βεβαίωση του Εφετείου, σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες της απόφασης, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, αλλά αντίθετα καταλείπονται αμφιβολίες αν το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό του πιο πάνω αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του και τα προαναφερθέντα έγγραφα. Τούτο, διότι παρά την, κατ' αρχήν, μη ύπαρξη δικονομικού καθήκοντος του δικαστηρίου προς διαμνημόνευση ενός εκάστου των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση η έλλειψη οποιοσδήποτε αναφοράς ή σχολιασμού του Εφετείου, έστω και εμμέσως, στο περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, όπως έπραξε για τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα ενόψει δε και της σοβαρότητας αυτών, γεννά αμφιβολία αν πράγματι ελήφθησαν υπόψη αυτά από το Εφετείο για το σχηματισμό του ανωτέρω απορριπτικού της αγωγής αποδεικτικού πορίσματος. Έτσι όμως η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί και προσκομίσει νόμιμα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ. ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την ουσιαστική έρευνα του πρώτου σκέλους του δευτέρου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 11β Κ.Πολ.Δ., του τρίτου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. και του τέταρτου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.ΠολΔ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του πρώτου και του δεύτερου κατά το δεύτερο σκέλος του αναιρετικών λόγων, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.ΠολΔ.). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176,183,189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4576/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 2.300 ευρώ).