Αποζημίωση υπαλλήλων/εργατοτεχνιτών λόγω καταγγελίας της Σύμβασης Εργασίας (Ν. 4093/2012 ΙΑ.12 Μνημόνιο II) Διευκρίνηση: α) Η επιπλέον αποζημίωση (17 έτη και άνω) υπολογίζεται με πλαφόν 2.000 ευρώ. β) Για την επιπλέον αποζημίωση (17 έτη και άνω) εφόσον οι αποδοχές καλύπτονται από το πλαφόν των 2.000 ευρώ ο εργαζόμενος δεν δικαιούται την προσαύξηση 1/6. Επί του συνόλου των αποδοχών της αποζημιώσεως τόσο των εργατοτεχνιτών όσο και των υπαλλήλων, που ανωτέρω παραθέτουμε, χορηγείται προσαύξηση 1/6. Διευκρινιστικές οδηγίες α) Υπολογισμός αποζημίωσης Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού (άσχετα αν πρόκειται για υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη), κατά τον τελευταίο πριν την απόλυση του μήνα, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3198/55). β) Αποζημίωση εργατοτεχνιτών Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3198/55 στους εργατοτεχνίτες και υπηρέτες, δεν επιτρέπεται η απόλυσή τους να γίνεται με προειδοποίηση αλλά μόνο με άμεση καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Με την κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας, επιβάλλεται η καταβολή της νομίμου αποζημιώσεως, διαφορετικά, η απόλυση είναι άκυρη. γ) Αποζημίωση υπαλλήλων Αναφορικά με τους υπαλλήλους ο Νόμος 3198/55, στα άρθρα 2 και 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 του Ν. 3863/ 10, αναφέρει ότι η λύση της συμβάσεως εργασίας, γίνεται με δύο τρόπους είτε ύστερα από προειδοποίηση ή χωρίς προειδοποίηση. Στην πρώτη περίπτωση ο εργοδότης, υποχρεούται να προειδοποιήσει με έγγραφο τον υπάλληλο, για το χρόνο λήξε- ως της συμβάσεως που προβλέπει ο νόμος μετά την πάροδο του οποίου η σύμβαση εργασίας λύεται γι' αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στο μισθωτό, το ήμισυ της αποζημιώσεως, που προβλέπει ο Νόμος π.χ. αν ο εργαζόμενος έχει υπηρεσία 14 έως 15 έτη, δικαιούται αποζημίωση 10 μηνών αποδοχές. Για να καταβάλλει ο εργοδότης το ήμισυ της αποζημίωσης δηλαδή 5 μηνών αποδοχές, θα πρέπει ο εργαζόμενος να ειδοποιηθεί 4 μήνες πιο μπροστά. Στη δεύτερη περίπτωση δηλαδή απόλυση του υπαλλήλου χωρίς προειδοποίηση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει σ' αυτόν, ολόκληρη την αποζημίωση που προβλέπει ο Ν. 2112/20. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, αντί των έξι (6) μηνών που ίσχυε, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο μηνών, εκτός αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Τα ανωτέρω καθώς και οι νέοι χρόνοι προειδοποίησης προβλέπονται από το Ν. 4093/12. Η δοκιμαστική περίοδος για τους υπαλλήλους των 12 μηνών προβλέπεται από τον ν. 3899/10. Η αποζημίωση που θα πρέπει να καταβάλλεται στους υπαλλήλους που απολύονται καθορίζεται από το Ν. 2112/1920 όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4093/12 (Μνημόνιο III) ως ανωτέρω. Οι συνταξιούχοι που αποχωρούν αν δικαιούνται αποζημίωση μεγαλύτερη των δύο μηνών δικαιούνται να λάβουν εξ ολοκλήρου το μέχρι δύο μηνών ανάλογο χρηματικό ποσό (40%) το δε υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις. Εκτός από την αποζημίωση, οι μισθωτοί δικαιούνται και μία προσαύξηση εκ ποσοστού 1/6 η οποία υπολογίζεται επί του συνόλου των αποδοχών της αποζημίωσης και αποτελεί αναλογία που προκύπτει από το συνυπολο- γισμό των δώρων και του επιδόματος αδείας. Για την επιπλέον αποζημίωση την αναλογούσα στην υπηρεσία των 17 ετών και άνω, εφόσον οι αποδοχές καλύπτονται από το πλαφόν των 2.000 ευρώ, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται την επιπλέον προσαύξηση 1/6 αφού αυτή συμπεριλαμβάνεται στο πλαφόν αυτό. δ) Αποζημίωση απόλυσης μερικώς απασχολούμενων Σύμφωνα με πάγια δικαστηριακή νομολογία, προκειμένου για μισθωτούς οι οποίοι απασχολούνται συνεχώς με μειωμένο ωράριο, λ.χ. επί δύο, τρεις κ.λπ. ώρες την ημέρα ή περιοδικώς κατά μήνα ή την εβδομάδα, η αποζημίωση της απόλυσής τους υπολογίζεται βάσει των μειωμένων αποδοχών που λαμβάνουν για την 2ωρη ή 3ωρη κ.λπ. εργασία τους, η οποία αποτελεί και την τακτική απασχόλησή τους (Αρ. Πάγου 443/ 63, 1442/79. Εφετ. Θεσ/νίκης, 471/89. Έγγραφα 695/86, 1790/93 Υπ. Εργασίας, ΕΑΕΔ 1994 σελ. 65).