Απόλυση και αποζημίωση - Χρόνος καταβολής - Πραγματική καταβολή - Δόσεις - Άρνηση παραλαβής - Τραπεζική επιταγή Χρόνος καταβολής η ημέρα λύσεως της συμβάσεως. Πότε και πως καταβολή σε δόσεις - Η καταβολή πρέπει να είναι πραγματική. Σε περίπτωση αρνήσεως εισπράξεως δημόσια κατάθεση. Δυνατότητα καταβολής και με χρηματόγραφα. ΑΠ 2013/2022 Πρόεδρος: Ο κ. Λουκάς Μόρφης Εισηγητής: Η κ. Τριανταφυλλιά Πατρώνα Δικηγόροι: Ο κ. Απ. - Κων/νος Κωνσταντινίδης - Η κ. Κατερίνα Φλινού (...) Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. α' του ν. 3198/1955, η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/20 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημίωσης ορίζεται με την ρητή διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 του Ν. 3863/2010 η ημέρα της λύσης της σύμβασης κατά το μέρος της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο [2] μηνών στην περίπτωση που η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο [2] μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς, ότι, εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση ή το μέχρι των αποδοχών δύο [2] μηνών μέρος της, κατά περίπτωση, την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας στον απολυόμενο μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, σε περίπτωση όμως άρνησης του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει τη ακυρότητα. Ο προσδιορισμός του εύλογου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση είναι συνάρτηση των κρατούντων συναλλακτικών ηθών (ο ελάχιστος κατά κανόνα για τη συντέλεση των απαιτούμενων διατυπώσεων), και των συντρεχόντων σε κάθε περίπτωση περιστατικών, όπως συμπεριφορά του εργαζομένου, η οποία να δικαιολογεί την κατάθεση κ.λπ. (ΑΠ 105/2009, 98/2008). Με την δημόσια αυτή κατάθεση, όπως προκύπτει από τα άρθρ. 427, 431 και 434 ΑΚ, της οφειλομένης χρηματικής παροχής, επέρχεται απόσβεση της ενοχής, σαν να είχε γίνει, κατά τον χρόνο της κατάθεσης, καταβολή από τον οφειλέτη, όταν συντρέχει μία από περιπτώσεις που αναφέρει ο νόμος και που επιτρέπουν την δημόσια κατάθεση και δη, μεταξύ άλλων, όταν ο δανειστής έγινε υπερήμερος σύμφωνα με το άρθ. 349 ΑΚ (ΑΠ 113/2012), εάν δηλ. δεν αποδέχεται την προσφερομένη παροχή, εφόσον η προσφορά είναι πραγματική και προσήκουσα, ήτοι η παροχή είναι κατά ποσότητα η οφειλομένη και προσφέρεται στον κατάλληλο τόπο και χρόνο, τέτοιος δε τόπος είναι, όπως συνάγεται από τα άρθ. 320 - 322 ΑΚ, επί χρηματικής παροχής από σύμβαση εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής κατά τον χρόνο καταβολής ή την επαγγελματική του εγκατάσταση, αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματός του (ΑΠ 1123/2013, 105/2009, 98/2008). Aκόμη, η πληρωμή της αποζημιώσεως γίνεται με μετρητά, δεν αποκλείεται όμως και η πληρωμή με χρηματόγραφα, εφόσον αυτά αποτελούν όργανα πληρωμής που αναπληρώνουν το χρήμα. Τέτοιο όργανο πληρωμής είναι και η τραπεζική επιταγή και συνεπώς η προσφορά επιταγής για την πληρωμή της αποζημιώσεως πρέπει να θεωρηθεί πραγματική και προσήκουσα, παρά το γεγονός ότι η χορηγήση της επιταγής δεν συνιστά καθαυτή καταβολή. Σε κάθε περίπτωση πάντως το εάν η προσφορά πληρωμής της αποζημιώσεως με τραπεζική επιταγή είναι πραγματική και προσήκουσα κρίνεται κατά το άρθρο 288 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη [ΑΠ 457/2005, 1123/2013]. Από την επισκόπηση της αναιρέσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ...η εναγομένη στις 17.6.2016 ...κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και του προσέφερε την με αριθμό ...τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία έκδοσης 14.6.2016, ποσού 29.573,41 ευρώ, ως καταγγελία αποζημιώσεως, όμως ο ενάγων αρνήθηκε να την παραλάβει τόσο την καταγγελία όσο και την επιταγή. Η ανωτέρω καταγγελία ήταν ήδη άκυρη, δεδομένου ότι η αποζημίωση καταγγελίας προσφέρθηκε σε επιταγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη. Ακολούθως, η εναγομένη στις 17.6.2016 έδωσε εντολή σε δικαστικό επιμελητή να επιδώσει στον ενάγοντα την καταγγελία της σύμβασής του και τη συνημμένη ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς . Η επίδοση έγινε με θυροκόλληση , στο έγγραφο της καταγγελίας δε η εναγομένη ανέγραφε ότι σε περίπτωση άρνησης παραλαβής του εγγράφου της καταγγελιας και της επιταγής, θα καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό της αποζημίωσης δια της κατωτέρω επιταγής και το σχετικό γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης θα εκοινοποιείτο με δικαστικό επιμελητή. Και η δεύτερη αυτή καταγγελία της συμβάσεως του ενάγοντος ήταν άκυρη για τους ίδιους ως άνω λόγους. Στις 24.6.2016 η εναγομένη δια θυροκολλήσεως κοινοποίησε στον ενάγοντα την από 23.6.2016 εξώδική γνωστοποίηση πρόσκληση, μετά του συνημμένου υπ' αριθ. ... από 23.6.2016 Γραμματίου Συστάσεως Παρακαταθήκης από το οποίο προκύπτει ότι το ανωτέρω ποσό της αποζημίωσης κατατέθηκε όχι σε μετρητά αλλά με κατάθεση της υπ' αριθ. ... επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς και του γνωστοποιούσε ότι το εν λόγω γραμμάτιο θα βρίσκεται στα γραφεία της στο ... Υπό τις ως άνω παραδοχές η προσφορά πληρωμής της αποζημιώσεως με τραπεζική επιταγή ήταν πραγματική και προσήκουσα και συνεπώς το Μονομελές Εφετείο δεχόμενο το αντίθετο και συνακολούθως ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου ήταν άκυρη, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.3 Ν. 3198/1955 και 288, 349, 427 ΑΚ, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται η εν λόγω πλημμέλεια.