Απόλυση για εκδικητικούς λόγους Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Λόγος καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη υπάρχει και όταν ο μισθωτός διεκδίκησε δικαστικώς ή εξωδίκως νόμιμα δικαιώματά του, όπως τις νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές ή την τήρηση των όρων της συμβάσεως εργασίας του. ΑΠ 483/2019 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Ο κ. Θεόδωρος Τζανάκης Δικηγόροι: Η κ. Γεωργία Παπαευθυμίου - Ο κ. Παναγ. Καραμπούλιας Με την από 26.3.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 272/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν της από 19.11.2013 εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναρεσείουσας και της από 25.09.2017 αντεφέσεως του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της 1960/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα 19.054,56 ευρώ και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα 41.556,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκαν η έφεση και η αντέφεση και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 Κ.Πολ.Δ.). Από τα άρθρα 669 παρ. 2 Α.Κ., 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. Εξάλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) (A.Π. 277/2016). Λόγος καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη υπάρχει και όταν ο μισθωτός διεκδίκησε δικαστικώς ή εξωδίκως νόμιμα δικαιώματά του, όπως τις νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές ή την τηρηση των όρων της συμβάσεως εργασίας του (Α.Π. 1249/2014, Α.Π. 460/2013, Α.Π. 987/2013). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (Ολ.Α.Π. 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π. 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (Α.Π. 412/2019, Α.Π. 785/2017, Α.Π. 1420/2013, Α.Π. 1703/2009, Α.Π. 1202/2008). Σημειώνεται ότι για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός ή ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, αν δεν είναι αυτονόητη, γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας μνεία μόνο της έλλειψης, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει (Ολ.Α.Π. 32/1996, Α.Π. 482/2016, Α.Π. 39/2010). Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 42/2002), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο) κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Για την ίδρυση πάντως του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (Α.Π. 1134/1993). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθησαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (Α.Π. 412/2019, Α.Π. 22/2005). Για τη πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμου κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 412/2019, Α.Π. 785/2017, Α.Π. 54/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από αγωγή του, επικαλούμενος σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ζήτησε τα αναφερόμενα ειδικότερα σ' αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 1960/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις αναφερόμενες σ' αυτή (απόφαση) εργασιακές αιτίες 19.054,56 ευρώ και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα 41.556,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Κατόπιν ασκήσεως της από 6.11.2013 εφέσεως της εναγόμενης και της από 25.9.2017 αντεφέσεως του ενάγοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με τον οποία απορρίφθηκαν αυτές. Το Εφετείο δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση -μεταξύ των άλλων- τα ακόλουθα: "Η εναγομένη διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση - κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και ειδικότερα αναψυκτήριο - εστιατόριο, κείμενο στην περιοχή τής ... Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία στις 26.4.2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ειδικότερα διάρκειας από 26.4.2008 έως 2.11.2008, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μπουφετζής στο ανωτέρω κατάστημα της εναγομένης, με πλήρη απασχόληση και έναντι των εκάστοτε νομίμων αποδοχών. Μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της ανωτέρω συμβάσεως ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται με την ίδια ανωτέρω ειδικότητα στην προαναφερόμενη επιχείρηση της εναγομένης, χωρίς την υπογραφή οποιασδήποτε σύμβασης, αλλά κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθως στις 10.6.2009 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης και με καθεστώς πενθήμερης εργασίας, με βάση την οποία φερόταν ο ενάγων και τυπικά πλέον ότι επαναπροσλήφθηκε. Έτσι ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, οπότε την 1.10.2010 υπέγραψε σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας 16 ημερών το μήνα, πλην όμως στην πραγματικότητα εξακολούθησε να εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στην υπογραφή δε της τελευταίας αυτής συμβάσεως υποχρεώθηκε να προβεί προκειμένου να αποφύγει την απόλυσή του, όπως διαφορετικά θα συνέβαινε, όπως του δηλώθηκε από την εναγομένη, καταστρατηγώντας έτσι η τελευταία με τον τρόπο αυτό τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του ενάγοντος. Με την ανωτέρω ιδιότητά του τελικά ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγομένη μέχρι τις 19.9.2011, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και τον απέλυσε, χωρίς όμως να του καταβάλει την οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Ακολούθως η εναγομένη, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας για το λόγο αυτό, δηλαδή της μη καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως, προέβη στις 21.10.2011 σε νέα έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος με καταβολή ποσού 2.216,76 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως. "Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το παραπάνω κατάστημα της εναγομένης είναι επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, οι εργαζόμενοι σε αυτό, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κοινό, οφείλουν να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας. Επομένως, και ο ενάγων ως "μπουφετζής", έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με το ατομικό βιβλιάριο υγείας, όπως ορίζει το άρθρο 14 παρ. 1 της με αριθμό Α1 Β/8577/83 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β' 526/1983), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του α.ν. 2520/1940, όπως το άρθρο αυτό έχει αντικατασταθεί με την 8405/1992 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β' 665/11.11.92) και όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά την κρίσιμη στην ένδικη περίπτωση χρονική περίοδο, το οποίο διέθετε πράγματι ο ενάγων καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, ο ενάγων τόσο κατά την αρχική πρόσληψή του στην εναγομένη, όσο και καθ' όλη τη διάρκεια της παροχής της εργασίας του στην ως άνω επιχείρησή της, ήταν κάτοχος του σε ισχύ και νόμιμα θεωρημένου από 3.8.1981 "ατομικού βιβλιαρίου υγείας εργαζομένου σε καταστήματα, εργαστήρια και εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος" της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, το οποίο προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα. Το ατομικό του βιβλιάριο αυτό ο ενάγων το είχε ήδη από την αρχική πρόσληψή του προσκομίσει προσηκόντως στην εναγομένη και ειδικότερα στον αρμόδιο υπάλληλο αυτής, ο οποίος είχε εντολή να ζητεί για κάθε προσλαμβανόμενο εργαζόμενο το βιβλιάριο υγείας του, δεδομένου ότι η έλλειψή του επέφερε σοβαρές κυρώσεις και για την ίδια (εναγομένη) και ως εκ τούτου η εναγομένη εξ αρχής, αλλά και καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος γνώριζε ότι ήταν κάτοχος του απαιτούμενου και νόμιμα θεωρημένου αυτού βιβλιαρίου υγείας. Επομένως, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν έγκυρη και δεν έπασχε από ακυρότητα λόγω ελλείψεως του βιβλιάριου υγείας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη........... "Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά την πρόσληψή του γνωστοποίησε προσηκόντως στην άνω εργοδότριά του - εναγόμενη την οικογενειακή του κατάσταση και ειδικότερα ότι ήταν έγγαμος, την προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες σε καθήκοντα συναφή και ομότιμα, με αυτό του μπουφετζή για το οποίο είχε προσληφθεί και η οποία ανερχόταν τότε σε είκοσι πέντε (25) έτη και έξι (6) μήνες, καθώς και ότι ήταν κάτοχος του από 23.11.2004 πτυχίου " Μαγειρικής Τέχνης" του Τμήματος Μετεκπαίδευσης Μισθωτών Τουριστικών Επαγγελμάτων του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Ο.Τ.Ε.Κ.), του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης. Προς απόδειξη των ανωτέρω ο ενάγων προσκόμισε δεόντως στην εναγομένη κατά την πρόσληψή του την αστυνομική του ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο της συζύγου του ( Β. Τ., το όνομα της οποίας ....αναφερόταν και στο προσκομισθέν στην εναγομένη προαναφερόμενο ατομικό βιβλιάριο υγείας του), το ανωτέρω από 23.11.2004 πτυχίο του Ο.Τ.Ε.Κ., καθώς τα ένσημά του στο ΙΚΑ, από τα οποία προέκυπτε η προαναφερόμενη προϋπηρεσία του. Τα ανωτέρω πλήρως αποδείχθηκαν από την ένορκη κατάθεση του άνω μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό και με τις ένορκες βεβαιώσεις της Ε. Γ., καθώς και του Σ. - Κ. Λ., ο οποίος έχει άμεση προσωπική αντίληψη και γνώση, καθόσον ως υπεύθυνος βάρδιας του ανωτέρω καταστήματος παρέλαβε τα ανωτέρω έγγραφα στοιχεία, που προσκόμισε ο ενάγων κατά την πρόσληψή του στην εναγομένη (τα οποία πρέπει να αναφερθεί ότι προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) και ως εκ τούτου προσεπιβεβαιώνεται η κατά τα άνω προσήκουσα γνωστοποίηση στην εναγομένη από τον ενάγοντα της οικογενειακής του κατάστασης, της προϋπηρεσίας του και των λοιπών ως άνω προσόντων του, ενώ τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από τις ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Π. και Μ. Π., οι οποίοι τελούσαν σε σχέση εξαρτημένης εργασίας με την εναγόμενη κατά το χρόνο που δόθηκαν αυτές και οι οποίες είναι σχεδόν πανομοιότυπες και ως εκ τούτου μη πειστικές, ούτε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Παρά όμως την κατά τα άνω προσήκουσα γνωστοποίηση, η εναγομένη δεν έλαβε υπόψη την οικογενειακή κατάσταση, την προϋπηρεσία και την επαγγελματική κατάρτιση του ενάγοντος και ουδέποτε του χορήγησε, όπως όφειλε, από την πρόσληψη έως την απόλυσή του, τα δικαιούμενα σχετικά επιδόματα και δη το επίδομα γάμου, προϋπηρεσίας και τουριστικής εκπαίδευσης, κατά την πάγια τακτική της να μη χορηγεί τέτοια επιδόματα στους εργαζομένους της ... "Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι στις 15.9.2011 ο εκπρόσωπος της εναγομένης ζήτησε από τον ενάγοντα να αποδεχθεί την τυπική έναντι των αρμοδίων αρχών (ΙΚΑ κλπ.), αλλά στην πραγματικότητα εικονική απόλυσή του, χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς ασφάλιση, προκειμένου με τον τρόπο αυτό της ανασφάλιστης εργασίας να αποφύγει η εναγομένη την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καταστρατηγώντας όμως έτσι η τελευταία τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του ενάγοντος. Ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση της εναγομένης και την επομένη ημέρα, ήτοι στις 16-09-2011 προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ... και υπέβαλε την από 16.9.2011 αίτηση για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς, διεκδικώντας όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις κατά της εναγομένης και επιπλέον καταγγέλλοντας ρητά την απαίτηση της τελευταίας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση. Η νόμιμη άρνηση του ενάγοντος να αποδεχθεί την ανωτέρω μη σύννομη πρόταση της εναγομένης για εικονική απόλυσή του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και συνέχιση της εργασίας του ως ανασφάλιστος, είχε ως συνέπεια να προβεί η εναγομένη, στην από 19.9.2011 έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, με αναφερόμενο σε αυτή ποσό αποζημιώσεως ύψους 1.418,67 ευρώ, το οποίο ουδέποτε του καταβλήθηκε. Την καταγγελία αυτή ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει, καθόσον περιείχε ανακριβή και ελλιπή στοιχεία και δη τον ανέφερε ως άγαμο και δεν ανέγραφε τις αποδοχές του κατά την απόλυση, ενώ επιπλέον το αναφερόμενο σε αυτή ποσό της αποζημιώσεως, υπολειπόταν κατά πολύ του νόμιμα οφειλόμενού ποσού αποζημιώσεως, ύψους 4.148,57 ευρώ. "Η καταγγελία αυτή της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης και ειδικότερα από εμπάθεια προς το πρόσωπο του ενάγοντος ως εργαζόμενου, επειδή αρνήθηκε να αποδεχθεί την ανωτέρω μη σύννομη αξίωσή της για εικονική απόλυσή του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και δεν συναίνεσε έτσι στη μη νόμιμη εργασιακή αυτή πρακτική της (συνιστά δε πρακτική η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης, δεδομένου ότι ήταν η δεύτερη φορά που απαιτούσε ανασφάλιστη εργασία από τον ενάγοντα) και επιπροσθέτως γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. "Μετά την καταγγελία αυτή ο ενάγων προσέφυγε και πάλι στο άνω αρμόδιο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ... και υπέβαλε την από 23.9.2011 αίτηση για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς, διεκδικώντας τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και επιφυλασσόμενος για την καταχρηστικότητα της άνω καταγγελίας, οι δύο δε ως άνω αιτήσεις του συζητήθηκαν ενιαία και συντάχθηκε για αυτές το με αριθμό ...27/2011 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς της ανωτέρω υπηρεσίας. Η πρόσκληση της ανωτέρω υπηρεσίας (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας...) προς την εναγομένη για τη συζήτηση της ως άνω πρώτης από 16.9.2011 αίτησης για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς του ενάγοντος, έλαβε χώρα στις 20.9.2011, όπως συνομολογεί η εναγομένη και συνεπώς αυτή από τότε και επίσημα γνώριζε ο ενάγων είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας, διεκδικώντας όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις κατά της εναγομένης και επιπλέον καταγγέλλοντας την απαίτηση της τελευταίας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφαλιστική κάλυψη. "Κατόπιν όλων αυτών η εναγομένη προέβη στις 21.10.2011 σε νέα έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, με καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως ποσού 2.216,76 ευρώ. Στο έγγραφο της δεύτερης αυτής καταγγελίας η εναγομένη αναγνωρίζει ρητά την ακυρότητα της προγενέστερης από 19.9.2011 έγγραφης καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως απολύσεως, όπως αναφέρει. "Και η δεύτερη αυτή από 21.10.2011 καταγγελία αυτή της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά προφανή υπέρβαση ντων ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης ως εργοδότριας και ειδικότερα ασκήθηκε καταχρηστικά από πλευράς τής εναγομένης από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπο του ενάγοντος ως εργαζόμενου, επειδή αυτός αρνήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, να αποδεχθεί την ανωτέρω μη σύννομη αξίωσή της και εργασιακή της πρακτική περί εικονικής απόλυσής του και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και επιπροσθέτως, επειδή ο ενάγων είχε προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας [γεγονός το οποίο κατά το χρόνο της δεύτερης αυτής απολύσεως είχε ήδη πληροφορηθεί επίσημα η εναγόμενη, όπως προαναφέρθηκε, από τις 20.9.2011, από την εν λόγω υπηρεσία], διεκδικώντας με την προσφυγή του αυτή όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις εναντίον της και επιπλέον καταγγέλλοντας τη μη νόμιμη απαίτηση της τελευταίας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του ως ανασφάλιστος, ενέργειες οι οποίες ήταν απολύτως σύννομες από πλευράς του ενάγοντος, αλλά ουδόλως αρεστές στην εναγομένη - εργοδότριά του, η οποία για το λόγο αυτό προέβη στην εν λόγω απόλυσή του, προκειμένου να απαλλαγεί οριστικά από αυτόν, ο οποίος ως εργαζόμενος απέκρουσε την ανωτέρω αντισυμβατική και μη σύννομη συμπεριφορά της και απαιτούσε την τήρηση των συμβατικών και των νομίμων υποχρεώσεών της ως εργοδότριας. "Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η απόλυση του ενάγοντος έλαβε χώρα για οικονομοτεχνικούς λόγους δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς και ήταν απότοκος της ανωτέρω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, συμπεριφοράς του να αρνηθεί την αξίωση της τελευταίας για εικονική απόλυσή του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και τη συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση, καθώς και της προσφυγής του στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας διεκδικώντας όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις εναντίον της και επιπλέον καταγγέλλοντας τη μη νόμιμη απαίτηση της τελευταίας για παροχή ανασφάλιστης εργασίας και ουδόλως ανάγεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους της εναγομένης, καθόσον αυτή αποδεχόταν, όπως προαναφέρθηκε, τη συνέχιση της εργασίας του ενάγοντος πλην όμως χωρίς ασφάλιση, περαιτέρω κατά τη συζήτηση των ανωτέρω προσφυγών του ενάγοντος στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, όπου η εναγομένη παρέστη, ουδόλως επικαλέστηκε οικονομοτεχνικούς λόγους, επίσης δεν επικαλείται ούτε και αποδεικνύει ότι προέβη και σε άλλες συγκεκριμένες μειώσεις προσωπικού, ή έστω άλλες περικοπές δαπανών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι δεν συνέτρεχαν οικονομοτεχνικοί λόγοι και σε κάθε περίπτωση κατά το έτος 2011 που έλαβε χώρα η απόλυση του ενάγοντος είχε κερδοφόρα οικονομικά αποτελέσματα ύψους 59.461,32 ευρώ. Έτσι η επίκληση από την εναγομένη ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, είναι προσχηματική και υποκρύπτει την πραγματική της βούληση, που ήταν να απαλλαγεί για τους ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους από τον εργαζόμενο της αυτό (ενάγοντα), που διεκδικούσε τα εργασιακά και ασφαλιστικά του δικαιώματα. "Ακολούθως, εφόσον πλήρως αποδείχθηκε ότι η ένδικη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη, η εναγομένη μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του, έγινε υπερήμερη και οφείλει, κατ' άρθρο 656 του Α.Κ., στον ενάγοντα τους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 19.9.2011 έως και την 19.1.2013, κατά το οποίο αρνείτο να τον απασχολήσει, στους οποίους (μισθούς υπερημερίας) περιλαμβάνεται,..... ό,τι θα ελάμβανε ως αποδοχές ο ενάγων, εάν η εναγομένη- εργοδότριά του δεχόταν την εργασία του και οι οποίοι ανέρχονται συνολικά, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών, των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας του άνω χρονικού διαστήματος, στο ποσό των 30.550,23 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί, κατά παραδοχή σχετικών ενστάσεων της εναγομένης, το ποσό των 2.822,49 ευρώ, που αφορά καταβληθέντες μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 19.9.2011 έως 21.10.2011 και το ποσό των 2.216,67 ευρώ, που αφορά την καταβληθείσα αποζημίωση απολύσεως, οπότε το οφειλόμενο ποσό στον ενάγοντα για την αιτία αυτή, διαμορφώνεται σε (30.550,23 - 2.822,49 - 2.216,67 =) 25.511,07 ευρώ, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση...". Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας άλλως έχει ανεπαρκή τοιαύτη επί της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Ο λόγος αυτός πέραν της αοριστίας, αφού δεν διαλαμβάνονται επαρκή πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την προσβαλλόμενη, λαμβανομένου μάλιστα ότι δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της απόφασης κατ' επιλογή της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμος γιατί το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την καταχρηστική καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Εξάλλου, η από το άρθρο 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ.. αιτίαση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης είναι αόριστη, δεδομένου ότι δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωσή της η αναγραφή απλά του προπαρατεθέντος άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ.. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.11γ Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του έγγραφο και δη το από 29.03.2013 πρόχειρο οικονομικό αποτέλεσμα για τα έτη 2011, 2012, από το οποίο προκύπτει η μείωση των εξόδων της επιχειρήσεώς της και ότι κατά συνέπεια η καταγγελία της συμβάσεως έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους. Τέλος, με τον τριτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.11γ Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα: α) την από 2.11.2008 βεβαίωση προς τον ΟΑΕΔ, β) την από 15.6.2009 αναγγελία πρόσληψης του ενάγοντος προς τον ΟΑΕΔ και γ) την από 1.10.2010 σύμβαση εργασίας, και δ) τις μισθοδοσίες του προσωπικού, από τις οποία προκύπτει ότι δεν είχε ενημερωθεί για την προυπηρεσία, για το ότι ο ενάγων ήταν έγγαμος και κάτοχος μετεκπαίδευσης μισθωτών τουριστικών επαγγελμάτων του Ο.Τ.Ε.Κ του Υπουργείου τουριστικής Ανάπτυξης. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι διότι από τη γενική μνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και από "όλα ανεξαιρέτως τα οποία οι διάδικοι με επίκληση προσκομίζουν" σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση (Α.Π. 482/2016). Κατόπιν όλων όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει ν' απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.