Απόλυση εργαζομένου Χρίστου Καραμπάγια Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο Εισηγητής Σεμιναρίων Επαγγελματικής Κατάρτισης Έγγραφη καταγγελία Από τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, 64 και 669 παρ. 2 ΑΚ, 1, 2, 5 του ν. 3198/1955 και 1, 3 του ν. 2112/1920 προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, με ποινή την ακυρότητα (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η απευθυντέα δήλωση βούλησης του εργοδότη, περί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και να είναι σαφής περί λύσης της σύμβασης του εργαζομένου. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικό της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης από τον εργοδότη. Ο τύπος περιορίζεται στην έγγραφη διατύπωση, χωρίς τυποποιημένο περιεχόμενο, της σαφούς βούλησης του εργοδότη να επιφέρει τη λύση της εργασιακής σύμβασης. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να περιέλθει στον εργαζόμενο με οποιονδήποτε τρόπο. Από τότε που θα περιέλθει σε αυτόν επέρχονται και τα αποτελέσματα της καταγγελίας. Αν δεν υπάρχει έγγραφο, η καταγγελία είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα (ΑΚ 174, 180), ακόμη και αν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ανεπιφύλακτη παραλαβή απόλυσης Η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο της αποζημίωσης απόλυσης δεν ενέχει παραίτηση από τις αξιώσεις του, που πηγάζουν από την προσφορά της εργασίας του, καθ ότι κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν, είτε από το νόμο, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, είναι άκυρη, ακόμη και αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας (Α.Π. 300/2007, Α.Π. 1284/2001). Απόλυση εργαζομένου με προμήνυση Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, μπορεί να είναι τακτική και επιφέρει την λύση της σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μετά την παρέλευση της νόμιμης, ή συμβατικής, προθεσμίας, ή άτακτη, η οποία γίνεται χωρίς την τήρηση της νόμιμης, ή συμβατικής, προθεσμίας προειδοποίησης. Η τακτική καταγγελία της εργασιακής σχέσης δεν επιφέρει την άμεση λύση της, αλλά η τελευταία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι την λήξη του χρόνου της προμήνυσης (προθεσμίας) κατά την διάρκεια της οποίας εξακολουθούν να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από την σχέση εργασίας. Σκοπός της προμήνυσης είναι η έγκαιρη προειδοποίηση του εργαζομένου, αλλά και του εργοδότη, εάν ο καταγγέλλων συμβαίνει να είναι ο εργαζόμενος, για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου, ο οποίος αποχωρεί. Ο χρόνος της προμήνυσης έχει για συνέπεια να αναστέλλει την άμεση ενέργεια της καταγγελίας της σύμβασης για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η σύμβαση συνεχίζει την κανονική λειτουργία της, χωρίς να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση λύεται με την πάροδο του χρόνου προειδοποίησης, οπότε καταβάλλεται και η αποζημίωση. Στην περίπτωση, δηλαδή, της καταγγελίας μετά από προμήνυση, δεν σημαίνει ότι στο χρόνο κατά τον οποίο γίνεται η προμήνυση, προειδοποιείται απλώς ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος για την επικείμενη μετά την πάροδο του χρόνου της προειδοποίησης καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αλλά ότι από του χρόνου της προειδοποίησης καταγγέλλεται η σχέση και επέρχεται μέσω αυτής η λύση της, εφ όσον συντρέξουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει ο νόμος. Η μόνη διαφορά είναι ότι το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας, δηλαδή με την περιέλευση της σχετικής δήλωσης του καταγγέλλοντος προς τον αντισυμβαλλόμενο του, αλλά μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμήνυσης, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης (Α.Π. 55/2015). Άκυρη απόλυση εργαζομένου Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος, ή έχθρα, ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, η όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία την μείωση του προσωπικού, εφ όσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία, ή όταν είναι πραγματικοί αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία αφού, εν όψει όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε για αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς, ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλει το άρθρο 281 ΑΚ (Α.Π. 84/2011). Είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη και ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, που κατά τα άρθρα 3 παρ. 2 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 ν. 3198/55 υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ή αν καταβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές μειωμένη αποζημίωση. Η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο εργοδότη, προσφέροντας σε αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του, είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει την νόμιμη αποζημίωση. Στην περίπτωση που ο μισθωτός θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Η καταγγελία σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο εργαζόμενος παραλήπτης της (άρθρο 167 ΑΚ). Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με το χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας. Οι διατάξεις όμως για την αίρεση δεν έχουν εφαρμογή στις αιρέσεις δικαίου, δηλαδή σε αυτές που συνίστανται στο γεγονός που αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή τελείωση της δικαιοπραξίας. Έτσι είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία, δηλαδή η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλλων για την περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν άκυρη από το δικαστήριο. Η δεύτερη αυτή καταγγελία περιέχει αίρεση δικαίου, η οποία είναι επιτρεπτή και η οποία, ανάλογα με τη νομική κατάσταση, αν μεν η πρώτη καταγγελία είναι έγκυρη δεν έχει καμιά αξία και έννομη επιρροή, αν δε είναι άκυρη επιφέρει αυτή το πρώτον τη λύση της σύμβασης (Α.Π. 55/2015, Α.Π. 277/2016). Χρόνος καταβολής αποζημίωσης Ως χρόνος καταβολής της αποζημίωσης ορίζεται, κατ' αρχήν, με τη ρητή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α του ίδιου νόμου 3198/1955, η ημέρα της λύσης της σύμβασης, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη και η σύμβαση εργασίας δεν λύνεται, αλλά παραμένει ενεργός (Α.Π. 368/2013). Ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως την αορίστου χρόνου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού που απολύθηκε και υποχρεούται να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας, μέχρις ότου καταγγείλει εγκύρως την σύμβαση ή επαναπασχολήσει τον ακύρως απολυθέντα (Α.Π. 698/2010, Α.Π. 924/2010, Α.Π. 259/2016). Καταχρηστική αξίωση μισθών υπερημερίας Κατά το άρθρο 656 ΑΚ, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από την ματαίωση της εργασίας, ή από την παροχή της αλλού. Κατά συνέπεια το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση εργασίας την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς υπερημερίας. Για να θεωρηθεί, δηλαδή, καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (Α.Π. 80/2009). Πρόσθετη παροχή σε χρήμα (bonus) Για να χαρακτηρισθεί μια μισθολογική παροχή σε χρήμα (bonus) του εργοδότη ως μέρος των τακτικών αποδοχών του εργαζόμενου πρέπει να χορηγείται, σταθερά, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Διαφορετικά, όταν, δηλαδή, μια εργοδοτική παροχή χορηγείται εκτάκτως, παρά το γεγονός ότι ενδέχεται να έχει μισθολογικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των τακτικών αποδοχών. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να διευρύνει την βάση υπολογισμού της αποζημίωσης, που οφείλεται στον εργαζόμενο σε περίπτωση απόλυσης (Α.Π. 699/2015). Παραγραφή αξίωσης αποζημίωσης Σύμφωνα με το άρθρο 6 ν. 3198/1955 ο εργαζόμενος, του οποίου η σύμβαση εργασίας λύθηκε κατόπιν καταγγελίας του εργοδότη έχει προθεσμία έξι μηνών από την καταγγελία να ασκήσει την σχετική αγωγή λήψης της αποζημίωσης που δικαιούται κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2112/1920, ή του Β.Δ. της 16/18.7.1920, λόγω λύσης της εργασιακής του σύμβασης. Το αυτό δικαίωμα έχει και στην περίπτωση απόλυσης, χωρίς καταγγελία του εργοδότη, εξ αιτίας θέσης της επιχείρησης του εργοδότη υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης (Α.Π. 801/2008). Παραγραφή αξίωσης, λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 κάθε αξίωση του εργαζόμενου που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την λύση της σχέσης εργασίας. Η τρίμηνη αυτή προθεσμία αφορά αξίωση από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας και δεν σχετίζεται με αξίωση που αφορά αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η αγωγή με την οποία διώκεται μόνο αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται καθ εαυτή ως αναγνωριστική στην πιο πάνω αποκλειστική προθεσμία, όταν όμως, κατά το χρόνο άσκησή της, έχει παρέλθει η άνω προθεσμία για τις αξιώσεις που πρόκειται να προπαρασκευάσει, απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (Α.Π. 1435/2002, Α.Π. 1452/1997). Η τρίμηνη αυτή προθεσμία έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνον για τους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων, ή και κανονισμών του εργοδότη που έχουν ισχύ νόμου (Α.Π. 21/2004). Απόλυση εργαζομένου μετά από μήνυση Σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 2 του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920, 5 παρ. 1 ν. 2112/1920 και άρθρο 7 ν. 3198/95 ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει χωρίς προθεσμία την αορίστου χρόνου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αν εναντίον του υπαλλήλου, ή εργάτη, υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του, ή απαγγέλθηκε κατ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης, για τον πιο πάνω λόγο δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/55, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, εκτός αν στην πραγματικότητα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, όπως από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό, ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του, οπότε η απόλυσή του είναι άκυρη γιατί προσκρούει στο άρθρο 281 ΑΚ (Α.Π. 1772/2008, Α.Π. 196/2008, Α.Π. 45/2005, Α.Π. 1009/2004). Ο καταγγέλλων εργοδότης δεν έχει υποχρέωση, να επεξηγεί στο έγγραφο της καταγγελίας τους λόγους που τον ώθησαν στην καταγγελία, ως στοιχείο του κύρους της. Δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της καταγγελίας η αναγραφή των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται ο εργαζόμενος, αλλά αρκεί να γνωστοποιείται εγγράφως ότι η απόλυση του γίνεται μετά από μήνυση, την οποία υπέβαλε ο καταγγέλλων εργοδότης, είτε και τρίτος, ή η απαγγελία κατηγορίας για αξιόποινες πράξεις. Σε περίπτωση που η μήνυση στρέφεται κατ άγνωστων, η καταγγελία είναι έγκυρη εάν προηγουμένως έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά του εργαζομένου. Το πολιτικό δικαστήριο ερευνά για το κύρος της καταγγελίας, μόνον αν προηγήθηκε, πριν από την καταγγελία, μήνυση κατά του απολυομένου, ή απαγγελία κατηγορίας κατ' αυτού για αξιόποινη πράξη, σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, διαπραχθείσα κατά την διάρκεια της εργασίας του. Δεν έχει εξουσία να ερευνήσει και το υποστατό της κατηγορίας, η οποία εξουσία ανήκει στα ποινικά δικαστήρια. Μόνον αν ο απολυθείς μισθωτός απηλλάγη με βούλευμα, ή δικαστική απόφαση, για λόγο που δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, όπως είναι η παραγραφή του εγκλήματος, ή η κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε κατ εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. γ ΚΠΔ, λόγω μη υποβολής από τον εργοδότη έγκυρης έγκλησης για αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατ έγκληση, το υποστατό ή μη της κατηγορίας εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, που δικάζει επί της σχετικής απαίτησης του μισθωτού. Ο εργοδότης απολύοντας τον μηνυθέντα μισθωτό δεν του καταβάλει αποζημίωση. Η τελική, όμως, κρίση για το κύρος της καταγγελίας θα λάβει χώρα μετά τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας, από την έκβαση της οποίας θα εξαρτηθεί όχι το κύρος της καταγγελίας. Αν ο μισθωτός απαλλαγεί με δικαστική απόφαση, ή βούλευμα, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση. Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του μισθωτού κοινοποίηση σε αυτόν του απαλλακτικού βουλεύματος, ή της αθωωτικής απόφασης και η ταυτόχρονη δήλωση του απολυθέντος μισθωτού ότι επιθυμεί να εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης. Αν ο εργοδότης καταβάλει την αποζημίωση μέσα σε εύλογο χρόνο μετά την κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, η καταγγελία που είχε γίνει χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης παραμένει έγκυρη και δεν απαιτείται να προβεί σε νέα καταγγελία. Αντίθετα, αν ο εργοδότης, μετά την κοινοποίηση από το μισθωτό του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, δεν καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση μέσα σε εύλογο χρόνο, η καταγγελία καθίσταται άκυρη και αναβιώνει η εργασιακή σχέση. Αν ο εργαζόμενος προβάλλει αξιώσεις από την άκυρη καταγγελία έχει τρίμηνη προθεσμία άσκησης της σχετικής αγωγής (άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1995). Η προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της κοινοποίησης στον εργοδότη της αθωωτικής απόφασης, ή του απαλλακτικού βουλεύματος (Εφ. Θεσ. 119/2010, Εφ. Θεσ. 189/2008, Εφ. Αθ.1138/2006, Εφ. Λαρ. 271/2016, Α.Π. 80/2009). Αν, όμως, ο εργαζόμενος προσβάλει την καταγγελία απόλυσης ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), η παραπάνω τρίμηνη προθεσμία άσκησης της σχετικής αγωγής αρχίζει από την επομένη της καταγγελίας (Α.Π. 946/2001, Εφ. Αθ. 1138/2006, Εφ. Θεσ. 528/2005). Στην περίπτωση αυτή κατά την διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλει την συζήτηση της υπόθεσης, αν είναι εκκρεμής η ποινική αγωγή, που επηρεάζει την διάγνωση της διαφοράς, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Εκκρεμής δε θεωρείται η υπόθεση, εφ όσον έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει διαταχθεί προανακριτική ή κυρία ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή μη της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο έκδοσης της αναβλητικής απόφασης, χωρίς να αρκεί μόνη η υποβολή της έγκλησης (Α.Π. 505/1997, Α.Π. 680/1994, Εφ. Πειρ. 29/2007, Εφ. Θεσ. 52/2009, Α.Π. 45/2005).