Απόλυση χωρίς αποζημίωση - Προσχηματική υποβολή μήνυσης Όταν η μήνυση είναι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εχθρότητα προς τον εργαζόμενο, για εκδίκηση ή προς καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία της συμβάσεως - Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Μ. Εφετείο Αθηνών 2547/2023 Δικαστής: Η κ. Παναγιώτα Χρυσοχόου Δικηγόροι: Οι κ.κ. Ζαχαρίας Μαμματάς - Αριστοτέλης Μερεκούλιας [...] ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 του ν.2112/1920 και 1, 5 του ν.3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και επομένως το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποίαν έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή της μη υπέρβασης, προφανώς, των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ως άνω ορίων καθιστά άκυρη την καταγγελία, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και να καταβάλει τις ως εκ της υπερημερίας αποδοχές του, κατά τα άρθρα 648 και 656 Α.Κ. (Α.Π. 601/2013 Τ.Ν.Π. Νόμος). Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, τα οποία δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγούμενης, νόμιμης μεν μη αρεστής δε στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου ή αν, υπό την επίκληση των λόγων που δικαιολογούν την καταγγελία από τον εργοδότη, υποκρύπτονται επίμεμπτα κίνητρα αυτού, που αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της καταγγελίας, ήτοι για να θεωρηθεί άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 του Α.Κ. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 6 παρ. 2 β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 ν. 2112/1920, μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει δίχως τήρηση προθεσμίας τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχτηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή εάν απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω αξιόποινης συμπεριφοράς μισθωτού δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ., εκτός εάν, στην πραγματικότητα, η καταγγελία της συμβάσεως έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ., οπότε η απόλυση είναι άκυρη από την ανεξάρτητη αυτήν αιτία, ενώ αν η καταγγελία προσβάλλεται ως καταχρηστική -όπως όταν η μήνυση είναι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εχθρότητα προς τον εργαζόμενο, για εκδίκηση ή προς καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του- δεν αρκεί, για να είναι ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, μόνο η επίκληση της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ., αλλά απαιτείται η αναφορά πραγματικών περιστατικών καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εργοδότη προς καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (Α.Π. 965/2013,1272/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του Α.Κ., 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψής του ως εργαζομένου καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του για πραγματική απασχόληση) ή συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο, κατ' εύλογη κρίση (Α.Π. 22/2014, 282/2009 Τ.Ν.Π. Νόμος). ΙΙΙ. Κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων εξέθεσε ότι στις 3.1.2019 είχε προσληφθεί από την εναγόμενη εταιρία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου, ως χειριστής χωματουργικών μηχανημάτων και μηχανημάτων δομικών έργων, με μηνιαίο μισθό 1.618,65 ευρώ, προσέφερε δε τις υπηρεσίες του σε αυτήν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μέχρι τις 30.7.2020, οπότε απολύθηκε, δίχως να έχει λάβει όλες τις δεδουλευμένες αποδοχές του, κατόπιν υποβολής της από 28.7.2020 μήνυσης της εργοδότριάς του εναντίον του, για τα αναφερόμενα στην αγωγή αδικήματα, ισχυριζόμενος δε περαιτέρω πως η ως άνω μήνυση ήταν ψευδής και προσχηματική κι έγινε προς καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του, η δε καταγγελία της σύμβασής του ήταν καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη, οφειλόμενη σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία της προηγούμενης προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση μισθολογικών από την επίδικη σύμβαση εργασίας αξιώσεών του, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 30.7.2020 καταγγελίας της σύμβασής του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να δέχεται την εργασία του, να του επιδικαστεί το ποσό των 26.977,50 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από 31.7.2020 μέχρι 30.9.2021 (εκ του οποίου τους 12 μηνιαίους μισθούς από 31.7.2020 έως 31.7.2021, ήτοι ποσό 19.423,80 ευρώ καταψηφιστικά), προσέτι το ποσό των 12.495,36 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, υπερωριών, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, Σάββατα και νύχτες, το ποσό των 841,75 ευρώ για αποζημίωση λόγω μη ληφθείσης αδείας και τέλος το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του, με τον νόμιμο τόκο το κάθε ποσό κατά την αγωγή και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του στην εναγομένη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ως ανωτέρω αγωγή ως αόριστη, κατά της αποφάσεως δε αυτής παραπονείται ο ενάγων και ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους στην έφεσή του λόγους -οι οποίοι αφορούν στην ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας και συνακόλουθα στο δικαίωμα απασχόλησής του, στις αιτούμενες αποδοχές υπερημερίας και στη χρηματική ικανοποίηση, καθώς και στην αμοιβή του για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (και όχι στην αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, Σάββατα και νύχτες, ούτε στην αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας, που ζητήθηκαν με την αγωγή)-, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή. IV. Καταρχάς, όσον αφορά στις αξιώσεις του ενάγοντος από υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, κρίνεται πως η αγωγή, πράγματι, τυγχάνει αόριστη και επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, απορριπτομένων των σχετικών λόγων εφέσεως, ως αβασίμων, τούτο δε γιατί ο ενάγων, προς θεμελίωση των υπ' όψιν αξιώσεών του, εξέθεσε ότι, αν και είχε προσληφθεί για πενθήμερη εβδομαδιαίως και οχτάωρη ημερησίως απασχόληση, εργαζόταν καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του τις ώρες που αναγράφονται ανά ημέρα, φερόμενες ως ώρες υπερεργασίας και υπερωριακής εργασίας, δίχως όμως να προσδιορίζει το ωράριο της πραγματικής ημερήσιας απασχόλησής του κατά τις ημέρες αυτές, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να υπολογίσει τις πέραν του οχταώρου ώρες της ημερήσιας εργασίας του και να κρίνει εάν πραγματοποιήθηκε υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, η αναφορά δε στην αγωγή ότι υπερέβαινε το οχτάωρο ημερησίως κατά τις αναγραφόμενες ώρες υπερωρίας και υπερεργασίας δεν καθιστά ορισμένη την αγωγή ως προς τις εν λόγω αξιώσεις, διότι, σε περίπτωση αριθμητικού λάθους του ενάγοντος κατά τον υπολογισμό των ωρών της ημερήσιας εργασίας του, το δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει πόσες ώρες αυτός εργαζόταν την ημέρα και αν, όντως, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην αγωγή, γινόταν υπέρβαση του νομίμου ημερήσιου ωραρίου του (Α.Π. 732/2018, 1003/2018 Τ.Ν.Π. Νόμος) -σημειωτέον ότι το ορισμένο της αγωγής συνέχεται και μάλιστα αποτελεί προϋπόθεση της κατ' ουσίαν εξέτασης της διαφοράς, η οποία δεν μπορεί να χωρήσει προκειμένης αοριστίας του αγωγικού αιτήματος-, όσον αφορά δε στα διαστήματα από 3.1.2019 έως 12.1.2019 και από 28.12.2019 έως 1.1.2020, κατά τα οποία ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν όλο το 24ωρο, είτε κανονικά είτε ευρισκόμενος σε ετοιμότητα προς εργασία, υπάρχει επίσης αοριστία, καθώς δεν διευκρινίζεται πόσες ώρες εργαζόταν κανονικά και πόσες ώρες βρισκόταν σε ετοιμότητα εργασίας, ούτε πού ακριβώς συνίστατο η τελευταία, ώστε να προκύπτει εάν ήταν απλή ή γνήσια ετοιμότητα για εργασία, ενώ και οι πίνακες που περιλαμβάνονται στην αγωγή δεν συμφωνούν με του ισχυρισμό περί 24ωρης απασχόλησης του ενάγοντος ως προς όλες τις ημέρες των άνω χρονικών διαστημάτων. Ωστόσο, η ως ανωτέρω αοριστία ουδαμώς συνδέεται, ούτε βέβαια καθιστά αόριστες και τις αξιώσεις του ενάγοντος που αφορούν στην πραγματική απασχόλησή του από την εναγομένη, στις αποδοχές υπερημερίας και στη χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της φερόμενης ως καταχρηστικής και εντεύθεν άκυρης απόλυσής του, επειδή έγινε εκδικητικά, προηγηθείσης της άσκησης του νομίμου δικαιώματός του να προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση οφειλόμενων αποδοχών του, κατά τις απαιτήσεις δε αυτές η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, με έρεισμα τις προ- διαληφθείσες διατάξεις, διότι αναφέρεται η σύμβαση εργασίας, ο μισθός, η απόλυση (η οποία ενέχει άρνηση αποδοχής της εργασίας του ενάγοντος) και ο λόγος της ακυρότητάς της, οπότε πρέπει, αφού εξαφανιστεί, ως προς τις υπ' όψιν αξιώσεις, η εκκαλούμενη απόφαση, δεκτών γενομένων ως βάσιμων των σχετικών λόγων εφέσεως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν η αγωγή. V. [...] [Α]ποδείχθηκαν τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη στις 3.1.2019 από την εναγόμενη κατασκευαστική εταιρία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και μικτό μηνιαίο μισθό 1.618,65 ευρώ, ως χειριστής χωματουργικών μηχανημάτων και μηχανημάτων δομικών έργων, προσέφερε δε τις υπηρεσίες του σε αυτήν, με την ως άνω ειδικότητά του, μέχρι τις 30.7.2020, οπότε απολύθηκε, κατόπιν υποβολής της από 28.7.2020 μήνυσης της εργοδότριάς του εναντίον του για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας -ως προς το οποίο η μήνυση τέθηκε στο αρχείο- και για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης - τα οποία αφορούν, αποκλειστικά, στην προσφυγή του ενάγοντος στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση δεδουλευμένων αποδοχών του. Η ως ανωτέρω μήνυση της εναγομένης, ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, βάσει όλων των τεθέντων υπόψη του αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και των διδαγμάτων της κοινής λογικής και πείρας, τυγχάνει προσχηματική, γενομένη συνεπεία της από 2.6.2020 προσφυγής του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας, στην οποία και μόνο -πράγματι- αφορούσε, καθώς τα φερόμενα ως ψευδή γεγονότα είναι αυτά ακριβώς που κατέθεσε ο ενάγων στην παραπάνω αρχή κατά την άσκηση του δικαιώματος του να διεκδικήσει, με κάθε νόμιμο μέσο, την αμοιβή για την παρεχόμενη εργασία του, και τούτο ανεξάρτητα από την έκβαση της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας, ειδικά δε ως προς τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι με τις υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του ενάγοντος θα καλύπτονταν και οι αξιώσεις του από τυχόν πρόσθετη εργασία επισημαίνεται πως τοιαύτη συμφωνία εν σχέσει με τη διωκόμενη για υπερωρίες αμοιβή ταυ είναι άκυρη, κατ' άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, ενώ, σε κάθε περίπτωση, μπορούσε η εν λόγω εργατική διαφορά να διευθετηθεί από την αρμόδια Υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας ή να επιλυθεί από τα Πολιτικά Δικαστήρια, η μήνυση δε της εναγόμενης φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρόσχημα για να απαλλαγεί αζημίως από τον ενάγοντα. Άλλωστε, η από 30.7.2020 καταγγελία της επίδικης συμβάσεως εργασίας έγινε κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εργοδότριας εταιρίας, από εμπάθεια, λόγω προηγούμενης, νόμιμης, αλλά μη αρεστής σε αυτήν συμπεριφοράς του ενάγοντος, και δη λόγω της άσκησης, προηγουμένως, του νόμιμου δικαιώματος του να προσφύγει στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας για τη διεκδίκηση οφειλόμενων αποδοχών του και άραγε τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Συνακόλουθα, πρέπει, αφού αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόλυσης του ενάγοντος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον απασχολεί πραγματικά, να του επιδικαστεί δε το ποσό των 26.977,50 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 31.7.2020 έως 30.9.2021 (1.618,65 ευρώ ο μηνιαίος μισθός x 14 μήνες + 1.618,65 ευρώ το δώρο Χριστουγέννων 2020 + 809,33 ευρώ το δώρο Πάσχα 2021 + 809,32 ευρώ το επίδομα αδείας 2021 + 1.079,10 ευρώ η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021 -σημειωτέον ότι τα ως άνω ποσά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγόμενη-, εκ του οποίου το ποσό των 19.423,80 ευρώ, για τους 12 μηνιαίους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 31.7.2020 έως 31.7.2021, καταψηφιστικά, με τον νόμιμο τόκο ο κάθε μισθός από το τέλος εκάστου μηνός που ήταν απαιτητός, το επίδομα Πάσχα 2021 από τις 30.4.2021 και τα επιδόματα Χριστουγέννων και αδείας από την τελευταία ημέρα του έτους στο οποίο αντιστοιχούν. Τέλος, επειδή η ως ανωτέρω καταγγελία έλαβε χώρα υπό συνθήκες που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία) και υπό προσβλητικές συγκυρίες για την προσωπικότητα του ενάγοντος, λόγω μείωσης της υπόληψής του ως εργαζομένου, ενόψει και του συμφέροντος του για πραγματική απασχόληση, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ποσού 1.000 ευρώ, το οποίο θεωρείται εύλογο, βάσει των εν γένει περιστάσεων της επίδικης απόλυσης, της τρώσης της αξιοπρέπειας και της επαγγελματικής φήμης του ενάγοντος, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών. Σημειώνεται πως η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του ενάγοντος, που προέβαλε η εναγομένη, δεν αφορά στις ως άνω κριθείσες κατ' ουσίαν αξιώσεις του, αλλά στις απορριφθείσες λόγω αοριστίας και άρα παρέλκει η εξέτασή της. Διά ταύτα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή και κατ' ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν στην ακυρότητα της από 30.7.2020 καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας, στις αποδοχές υπερημερίας (την εργασία - δεν αναφέρεται στην εκ- καλουμένη αλλά εννοείται) και τη χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, καθώς και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της και κατόπιν, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, προς εκδίκαση κατ' ουσίαν, κατ' άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως νόμω και ουσία βάσιμη, κατά τα ως άνω κεφάλαιά της και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 30.7.2020 καταγγελίας της επίδικης συμβάσεως εργασίας, να υποχρεωθεί η εναγομένη να δέχεται την εργασία του ενάγοντος και να του καταβάλει το ποσό των 19.423,80 ευρώ, να αναγνωριστεί δε ότι του οφείλει το (υπόλοιπο για αποδοχές υπερημερίας) ποσό των 7.553,70 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους κονδύλιο κατά τα ανωτέρω, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να επιβληθεί δε στην εναγομένη μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα άρθρα 178 παρ. 1, 183 εδ. β' και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., κατά το διατακτικό.