Απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους και κριτήρια επιλογής των απολυτέων Επί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από οικονομοτεχνικούς λόγους, οι επιχειρηματικές επιλογές του εργοδότη, δεν ελέγχονται μεν δικαστικώς ως προς την σκοπιμότητα, προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτών, ελέγχεται όμως αφ' ενός ο αιτιώδης σύνδεσμος των αποφάσεων και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και αφ' ετέρου η επιλογή από τον εργοδότη του απολυομένου μισθωτού, η οποία μεταξύ εργαζομένων της ίδιας κατηγορίας ή ειδικότητας και του αυτού επιπέδου ικανότητος προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως πρέπει να γίνεται βάσει κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων, ώστε να απολύεται ο ολιγότερον πληττόμενος από την απώλεια της θέσεως εργασίας. Οι εργαζόμενοι όμως οι οποίοι ευρίσκονται σε διαφορετική βαθμίδα δεν είναι συγκρίσιμοι, διότι δεν ανήκουν στην αυτή κατηγορία. ΑΠ 143/2020 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Ο κ. Λουκάς Μόρφης Δικηγόροι: Ο κ. Φρίξος Γεραλής - Ο κ. Γαβριήλ Γαβριηλίδης [...] Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού, έχουσα έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, τυγχάνει εφαρμογής και επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία είναι μεν αναιτιώδης δικαιοπραξία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΑΚ, όταν όμως γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος, είναι άκυρη κατ' άρθρο 174 ΑΚ, ως αντικειμένη στην προαναφερομένη απαγορευτική διάταξη. Περίπτωση δε καταχρήσεως δικαιώματος επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού συντρέχει και όταν η καταγγελία γίνεται από λόγους εκδικήσεως του εργοδότη, επειδή ο μισθωτός διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματα από την εργασιακή σχέση. Αφ' ετέρου, επί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από οικονομοτεχνικούς λόγους, οι επιχειρηματικές επιλογές του εργοδότη, όπως η εισαγωγή εκσυγχρονισμένης τεχνολογίας, η διακοπή της λειτουργίας της επιχειρήσεως ή τμημάτων αυτής, η ανάθεση της εκτελέσεως ορισμένων εργασιών σε τρίτη επιχείρηση κλπ, οι οποίες επάγονται μείωση των θέσεων εργασίας, δεν ελέγχονται μεν δικαστικώς ως προς την σκοπιμότητα, προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτών, αφού τούτο θα έθιγε τον πυρήνα της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη, κατά καταστρατήγηση βασικών αρχών λειτουργίας του συνταγματικώς κατωχυρωμένου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) αστικού καθεστώτος της ελευθερίας της οικονομίας - οικονομίας της αγοράς, εκτός εάν οι εν λόγω επιλογές γίνονται προφασιστικώς, χωρίς να εξυπηρετούν το καλώς νοούμενο συμφέρον του εργοδότη, με αποκλειστικό σκοπό την βλάβη του μισθωτού, εξελέγχεται όμως αφ' ενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω επιχειρηματικών αποφάσεων και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και αφ' ετέρου η επιλογή από τον εργοδότη του απολυομένου μισθωτού, η οποία μεταξύ εργαζομένων της ιδίας κατηγορίας ή ειδικότητος και του αυτού επιπέδου ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως πρέπει να γίνεται βάσει κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων, ώστε να απολύεται ο ολιγότερον πληττόμενος από την απώλεια της θέσεως εργασίας. Οι εργαζόμενοι όμως, οι οποίοι ευρίσκονται σε διαφορετική βαθμίδα, όπως ο προϊστάμενος λογιστηρίου έναντι των υφισταμένων αυτού, δεν είναι συγκρίσιμοι, διότι δεν ανήκουν στην αυτή κατηγορία (ΑΠ 597/2002). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ' ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ' ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο. Ωσαύτως, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β' Κ.Πολ.Δ., η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε κανόνες δικαίου. Ο προβλεπόμενος από την εν λόγω διάταξη λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο εσφαλμένως χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνος δικαίου ή να υπαγάγει ή μη σε κανόνα δικαίου τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όχι δε και όταν παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δεν ελέγχεται αναιρετικώς, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Εν προκειμένω, από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: "Η εναγόμενη εταιρία ... λυθείσα ήδη από της 28.4.2014 και τελούσα έκτοτε υπό εκκαθάριση ... διατηρούσε από το έτος 1978 ψυχιατρική κλινική στα ... και απασχολούσε, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πολυάριθμο προσωπικό (ιατρούς, νοσηλευτές, πρακτικούς νοσοκόμους, εργάτες και υπαλλήλους λογιστηρίου). Ο ενάγων ... πτυχιούχος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς στην Οργάνωση και Διοίκηση επιχειρήσεων και λογιστής-φοροτεχνικός Α' τάξης, έχοντας ο ίδιος πολυετή εμπειρία λογιστή - οικονομολόγου σε ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες και με 25ετή προϋπηρεσία, προσλήφθηκε στις 25.5.2010 από την εναγόμενη, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί στο λογιστήριό της επί 5 ημέρες την εβδομάδα και 8 ώρες ημερησίως, ως Προϊστάμενος (οικονομικός διευθυντής σύμφωνα με την ακριβή περιγραφή του επαγγέλματος στην από 25.5.2010 αναγγελία πρόσληψης στον ΟΑΕΔ και την από 25.5.2010 αναγγελία γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας καθώς και στον πίνακα προσωπικού που προσκομίζονται από τον ενάγοντα) στη θέση του προ ολίγων τότε μηνών αποβιώσαντος υπαλλήλου της εναγόμενης. Ως μισθό είχε συμφωνηθεί (361 ΑΚ) να λαμβάνει και ελάμβανε (ο ενάγων), κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, τις προβλεπόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ λογιστών μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες κατά το χρόνο πρόσληψής του ανέρχονταν σε 2.693,39 ευρώ (μικτά), σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 25.5.2010 αναγγελία γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας. Κατά το χρόνο εκείνο (25.10.2010) στο λογιστήριο της εναγόμενης, εκτός από τον ενάγοντα, απασχολούνταν άλλος ένας εργαζόμενος και συγκεκριμένα η Π. ως λογίστρια η οποία συνταξιοδοτήθηκε τον Μάρτιο του 2011, στη θέση της οποίας προσλήφθηκε μετά από ένα έτος ήτοι το Μάρτιο του 2012 ο Ε., λογιστής, ο οποίος αποχώρησε από την εναγόμενη τον Οκτώβριο του 2013 και στη συνέχεια στις 2.12.2013 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο Μ. ως βοηθός λογιστή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δραστηριότητα της εναγόμενης εταιρίας, η οποία παλαιότερα ανθούσε οικονομικά, επηρεάστηκε από την κρίση που βίωσε η ελληνική οικονομία από το έτος 2011 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα τα χρόνια που ακολούθησαν να έχει πτωτική οικονομική πορεία και μετά το έτος 2013 να λειτουργεί πλέον με ζημία. Σε αυτό κυρίως συνετέλεσε η περιορισμένη και πάντοτε ελλειμματική καταβολή από μέρους του ασφαλιστικού φορέα υγείας, ΕΟΠΥΥ των οφειλομένων στην εναγόμενη νοσηλίων για τους ασθενείς - ασφαλισμένους που νοσηλεύονταν σε αυτήν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι προαναφερόμενοι (ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ) αποτελούν σχεδόν το σύνολο των νοσηλευόμενων ασθενών σε αυτήν (πάνω από διακόσιοι). Ενόψει αυτής της κατάστασης που οδήγησε την εταιρική Επιχείρηση της εναγόμενης σε διαδοχικές ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις (όπως αυτές προκύπτουν από τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη παθητικούς ισολογισμούς των ετών 2013, 2014 και 2015) και του γεγονότος ότι η δυσχερής οικονομική κατάσταση του ΕΟΠΥΥ σε συνδυασμό με τη δυσμενή συγκυρία εξαιτίας της οικονομικής κρίσης δεν παρείχε προοπτικές, έστω και μεσοπρόθεσμης βελτίωσης της κατάστασης, οι εταίροι της εναγόμενης, οι οποίοι τα τελευταία έτη κάλυπταν εξ ιδίων τη ζημιογόνα λειτουργία της εταιρικής κλινικής, αποφάσισαν στις 28.2.2014, οπότε έληξε η συμβατική διάρκεια της εταιρείας, να μη την παρατείνουν. Έτσι η εναγόμενη λύθηκε στις 28.4.2014 κατά τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 περ. ε' του ν. 3190/55 "περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης" και τέθηκε αναγκαστικά υπό εκκαθάριση με εκκαθαριστές σύμφωνα με το καταστατικό της, τους μέχρι τότε διαχειριστές αυτής, χωρίς οι εργασίες της εκκαθαρίσεως να έχουν μέχρι σήμερα περατωθεί για τους λόγους που θα αναφερθούν ειδικότερα παρακάτω. Στα πλαίσια του σκοπού της εκκαθάρισης, που κατ' άρθρο 49 του ν. 3190/1955 ήταν η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας, αφού προηγουμένως εξοφληθούν τα χρέη της εταιρίας και εισπραχθούν οι απαιτήσεις αυτής, οι εκκαθαριστές της εναγόμενης, οι οποίοι στα πλαίσια της εξουσίας τους και της περάτωσης της εκκαθαρίσεως δύνανται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1 και 49 παρ. 2 εδαφ. β' του Ν. 3190/1955 να ενεργήσουν και νέες πράξεις, πέραν της ρευστοποιήσεως της εταιρικής περιουσίας, με τις οποίες ήταν εν προκειμένω δυνατόν να επιτευχθεί εξορθολογισμός του κόστους λειτουργίας της υπό εκκαθάριση εναγόμενης εταιρείας, με τη μείωση των λειτουργικών και μισθολογικών δαπανών της, προχώρησαν σε απολύσεις με αποζημίωση του προσωπικού της, ο αριθμός του οποίου έφτανε τότε (έτος 2014) τα 64 άτομα, σύμφωνα με τον πίνακα προσωπικού που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι με ημερομηνία κατάθεσης στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας την 16.10.2014. Οι απολύσεις γίνονταν στα πλαίσια τμηματικής ελάττωσης του προσωπικού της κλινικής και πάντοτε με προειδοποιητικές καταγγελίες, τόσο για να μειωθεί το κόστος των αποζημιώσεων αλλά και να δοθεί επαρκής χρόνος στους απολυμένους να αναζητήσουν αλλού εργασία, όσο και για να υπάρχει προσωπικό για τη λειτουργία της κλινικής κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, δεδομένου ότι νοσήλευε ασθενείς, των οποίων όφειλε να εξασφαλίζει την καλή νοσηλεία και ιατρική κάλυψη. Μάλιστα οι εκκαθαριστές, επειδή οι εργασίες της εκκαθάρισης δεν περατώνονταν εξαιτίας της δυσχέρειας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να μεταφέρει με ασφάλεια τους ασθενείς σε άλλες ψυχιατρικές κλινικές, λόγω μεγάλης έλλειψης ψυχιατρικών κλινών και για να διατηρήσουν την νομιμότητα λειτουργίας της κλινικής με το απαιτούμενο προσωπικό, έκαναν στη συνέχεια με τους περισσότερους των απολυθέντων συμβάσεις ορισμένου χρόνου (τριμηνιαίες), με μειωμένες αποδοχές. Κατά την πορεία της εκκαθάρισης, τον Δεκέμβριο του 2014 τέθηκε το ζήτημα της ελάττωσης και του προσωπικού του λογιστηρίου της εναγομένης. Στο λογιστήριο της κλινικής κατά το χρόνο εκείνο εργάζονταν ο ενάγων ως προϊστάμενος λογιστηρίου, που είχε προσληφθεί τον Μάιο του 2010, και ο Μ., που προσλήφθηκε ως βοηθός λογιστή τον Δεκέμβριο του 2013. Ο ενάγων τότε, ελάμβανε ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.797,65 ευρώ, ως συνομολογείται εκατέρωθεν των διαδίκων μερών αλλά και προκύπτει από το προσκομιζόμενο έντυπο με στοιχεία πρόσληψης - απόλυσης με προειδοποίηση μισθωτού, ενώ ο Μ., που προσλήφθηκε στις 2.12.2013, ήτοι μετά την κατάργηση των ΣΣΕ και τη λήξη της μετενέργειάς τους, ελάμβανε ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ποσού 805,86 ευρώ, δηλαδή τον κατώτατο μισθό, προσαυξημένο κατά την προϋπηρεσία, τα προσόντα και την οικογενειακή του κατάσταση, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Δεκεμβρίου 2014 σε συνδυασμό και με την προσκομιζόμενη το πρώτον κατ' άρθρον 529 Κ.Πολ.Δ. στο παρόν δικαστήριο βεβαίωση αποδοχών έτους 2014 της εναγόμενης. Έτσι οι εκκαθαριστές, προς εξυπηρέτηση της ανάγκης μείωσης των δαπανών λειτουργίας της κλινικής και στα πλαίσια του ως άνω σκοπού της εκκαθάρισης, αποφάσισαν να καταγγείλουν την 2.12.2014 (με προειδοποίηση) την εργασιακή σχέση του ενάγοντος, με τελευταία ημέρα εργασίας την 10.3.2015, λόγω της τεράστιας μισθολογικής διαφοράς του τελευταίου (2.797,65 ευρώ έναντι 805,86 ευρώ) από τον Μ. και επομένως της μεγάλης μείωσης του κόστους μισθοδοσίας της κλινικής και της μείωσης της οικονομικής επιβάρυνσης της εκκαθάρισης που η απόλυση του ενάγοντος θα επέφερε. Σημειωτέον ότι το λογιστήριο της εναγόμενης δεν είχε πλέον να αντιμετωπίσει σοβαρά και περίπλοκα θέματα, καθόσον η επιχείρηση λειτουργούσε μόνο για τις ανάγκες της εκκαθάρισης. Στη θέση του ενάγοντος ως οικονομικού διευθυντή (προϊσταμένου λογιστηρίου) δεν προσλήφθηκε από την εναγόμενη άλλος υπάλληλος, ο δε ήδη απασχολούμενος στην επιχείρηση της εναγόμενης ως βοηθός λογιστή Μ. μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς στις τότε απαιτήσεις του λογιστηρίου, ενώ σε κάθε περίπτωση υπήρχε και η δυνατότητα να ζητήσει την συνδρομή της συμβουλευτικής εταιρίας με την επωνυμία "....", με την οποία η εναγόμενη συνεργαζόταν από πολλών ετών. Επομένως, αποδείχθηκε ότι η απόλυση του ενάγοντος οφειλόταν καθαρά σε οικονομοτεχνικούς λόγους, με την οποία (απόλυση) ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μείωση των λειτουργικών και μισθολογικών δαπανών της υπό εκκαθάριση εναγόμενης και ως εκ τούτου σε λόγους αναγόμενους στην εξυπηρέτηση του σκοπού και των αναγκών της εκκαθάρισης της εναγόμενης εταιρείας, η οποία λύθηκε και τέθηκε αναγκαίως σε εκκαθάριση (ανεξάρτητα μάλιστα του λόγου λύσης της εταιρίας) και όχι σε εμπάθεια ή εκδικητικότητα του εκ των εκκαθαριστών της εργοδότριας εταιρίας, Τ. Η έλλειψη οποιασδήποτε εμπάθειας εν γένει των εκκαθαριστών της εναγόμενης προς τον ενάγοντα, προκύπτει και από το γεγονός ότι έγινε πρόταση στον τελευταίο (όπως και σε άλλους εργαζόμενους), ενόψει της παράτασης της εκκαθάρισης, να εργασθεί και πάλι στην εναγόμενη με σύμβαση εργασίας τρίμηνης διάρκειας, με μειωμένες αποδοχές, η οποία θα μπορούσε, εφόσον οι ανάγκες της εκκαθάρισης το απαιτούσαν να ανανεωθεί. Ειδικότερα, ο εκ των εταίρων τότε εκκαθαριστών Σ. κάλεσε τον ενάγοντα στο γραφείο του στις 3.3.2015, δηλαδή 7 ημέρες πριν συμπληρωθεί η προθεσμία της προειδοποιητικής καταγγελίας και λυθεί η σύμβασή του, και του έκανε την παραπάνω πρόταση. Ο ενάγων αρχικά δεν απέρριψε την πρόταση, αλλά επιφυλάχθηκε να απαντήσει. Όμως στις 10.3.2015, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας του και έλαβε τη νόμιμη αποζημίωσή του, δεν εμφανίστηκε εκ νέου στην εταιρία ούτε εκδήλωσε με οποιονδήποτε τρόπο τη βούλησή του να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Το παραπάνω γεγονός καταδεικνύει, όπως προαναφέρθηκε, την καλοπιστία των ως άνω εκκαθαριστών της εναγόμενης, ενώ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αποκλείει την ύπαρξη πνεύματος εμπάθειας και εκδικητικότητας προς το πρόσωπο του ενάγοντος. Επίσης ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι οφειλόταν σε λόγους εκδικήσεως εκ μέρους των εκκαθαριστών της εναγόμενης, διότι διαμαρτυρήθηκε για τις συνθήκες εργασίας και τα εξαντλητικά κατά το παρελθόν ωράρια δεν είναι βάσιμος. Είναι αλήθεια, ότι ο ενάγων διεκδίκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα το έτος 2011 την πρόσληψη ενός ακόμη εργαζομένου στο λογιστήριο, αφού όπως ισχυριζόταν ... ήταν αδύνατη η εύρυθμη λειτουργία του οικονομικού τμήματος της επιχείρησης της εναγόμενης αποκλειστικά μόνον από τον ίδιο ... Παρά το γεγονός αυτό που έλαβε χώρα σε χρόνο πολύ προγενέστερο της απόλυσης, όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε όξυνση στις σχέσεις ενάγοντος και διοίκησης της εναγόμενης εξ αυτού του λόγου, αλλά και το εύλογο αίτημα αυτού εν τέλει ικανοποιήθηκε με την πρόσληψη ενός ακόμη εργαζόμενου σε αντικατάσταση συνταξιοδοτηθέντος υπαλλήλου της εναγόμενης, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, και ο εταίρος και νυν διαχειριστής Τ. έδειξε μεταγενέστερα έμπρακτα την εκτίμησή του προς το πρόσωπο του ενάγοντος συντάσσοντας και υπογράφοντας το από 5.12.2014 έγγραφο της υπό εκκαθάριση τελούσας εναγόμενης εταιρίας, στο οποίο ο εν λόγω εκκαθαριστής υπό την ανωτέρω ιδιότητά του αναφέρεται στις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε στην εταιρία ο ενάγων, επιδεικνύοντας ζήλο, αφοσίωση, γνώσεις, αποτελεσματικότητα και συνέπεια, συστήνει δε τον ενάγοντα ανεπιφύλακτα για οποιαδήποτε θέση άπτεται των γνώσεών του και της 30χρονης προϋπηρεσίας του, πράξη στην οποία ουδόλως θα προέβαινε εάν υπήρχε εμπάθεια προς το πρόσωπο του ενάγοντος. Επομένως η απόλυση του ενάγοντος δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις παραπάνω διαμαρτυρίες του, οι οποίες δήθεν προκάλεσαν την αντίδραση των εκκαθαριστών της εργοδότριας εναγόμενης και δημιούργησαν εχθρικό σε βάρος του κλίμα με αποκορύφωμα την απόλυσή του. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγόμενη εταιρία δεν ετέθη σε εκκαθάριση λόγω οικονομικών προβλημάτων, εκτός του ότι σύμφωνα με τα προαναφερθέντα δεν αποδείχθηκε, σημειουμένου συναφώς ότι αν η επιχείρηση της εναγόμενης δεν είχε καταστεί ζημιογόνα δεν θα είχαν λόγο οι εταίροι να αποφασίσουν τη μη παράταση της διάρκειάς της, σε κάθε περίπτωση δεν έχει έννομη επιρροή, διότι οι απολύσεις του προσωπικού της εναγόμενης μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος έγιναν στα πλαίσια του ως άνω σκοπού της εκκαθαρίσεως και επομένως η τμηματική παύση της λειτουργίας της επιχείρησης και η απόλυση και αποζημίωση του προσωπικού της είναι αναπόφευκτες συνέπειες της εκκαθαρίσεως... Ούτε εξάλλου είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγόμενη προέβη δια των εκκαθαριστών της σε προσλήψεις προσωπικού με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι πολλές από τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (τριμηνιαίες) με μειωμένες αποδοχές που έκαναν οι εκκαθαριστές της εναγόμενης με τους περισσότερους των απολυθέντων (όπως εξάλλου είχε προταθεί ως προελέχθη και στον ενάγοντα) μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, αφού μετά την παρέλευση του προβλεπόμενου ορισμένου χρόνου λήξης τους, αυτές συνεχίστηκαν, αφού οι υπηρεσίες τους κατέστησαν απαραίτητες, λόγω της παράτασης της λειτουργίας της κλινικής εξαιτίας της επιμήκυνσης του χρόνου της εκκαθάρισης. Εξάλλου τις δυσχέρειες λειτουργίας της υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρίας καταδεικνύει και το γεγονός ότι την άνοιξη του έτους 2015, παραιτήθηκαν οι αρχικοί εκκαθαριστές της εναγόμενης, λόγω δε της ασυμφωνίας των εταίρων ως προς την εκλογή άλλων, υποβλήθηκε αίτηση διορισμού προσωρινών εκκαθαριστών. Κατόπιν τούτου, από 15.10.2015, με βάση την από 15.10.2015 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη ..., την εναγόμενη διοικούν και εκπροσωπούν κατά την περίοδο της εκκαθάρισης ως προσωρινοί εκκαθαριστές ο εταίρος Τ. (ψυχίατρος) και η εταίρος αδελφή του Τ.. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο εκ των πρώην εκκαθαριστών της εταιρείας Σ., ιατρός και ήδη συνταξιούχος του ΤΣΑΥ, του μίλησε υποτιμητικά λέγοντάς του "άμα δεν σου αρέσει να παραιτηθείς". Υπό τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά η επίδικη καταγγελία δεν έγινε από εμπάθεια και εκδικητικότητα ή από άλλα ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα, αλλά ήταν επιβεβλημένη από τα πράγματα, προς προστασία των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της επιχείρησης της τελούσας υπό εκκαθάριση εναγόμενης εταιρείας και, άρα, δεν είναι καταχρηστική. Επομένως, αποκλειστικός λόγος της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας ήταν οι προαναφερθέντες οικονομοτεχνικοί λόγοι και γι' αυτό η καταγγελία δεν είναι άκυρη. Επομένως ο ανωτέρω λόγος ακυρότητας της καταγγελίας (κατάχρηση δικαιώματος) δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ο ενάγων, ισχυρίσθηκε ότι η ανωτέρω καταγγελία ήταν άκυρη, ως καταχρηστική και λόγω μη τήρησης κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων κατά την επιλογή του ως απολυτέου. Ειδικότερα ο προβαλλόμενος καθ' υποφορά με την αγωγή ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι θα έπρεπε, με βάση κοινωνικά κριτήρια και την αρχαιότητα, να απολυθεί αντ' αυτού άλλος εργαζόμενος, τον οποίο υποδεικνύει και δη ο Μ., βοηθός λογιστή στο λογιστήριο της εναγόμενης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι τα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, εφαρμόζονται μόνο επί εργαζομένων ιδίας κατηγορίας, ειδικότητας και υπηρεσιακής απόδοσης, εν προκειμένω δε, πρόκειται για θέση προϊσταμένου λογιστηρίου (οικονομικού διευθυντή) με πτυχίο πανεπιστημίου από τη μια και βοηθού λογιστή χωρίς οποιοδήποτε πτυχίο από την άλλη, δηλαδή πρόκειται για εργαζόμενο που δεν έχει την ίδια κατηγορία, ειδικότητα και υπηρεσιακή απόδοση με τον ενάγοντα, ούτως ώστε να λάβει χώρα σύγκριση μεταξύ του ενάγοντος και του κατονομαζόμενου εργαζομένου που θα μπορούσε να απολυθεί αντ' αυτού, η οποία θέση και ειδικότητα του ενάγοντος προϋποθέτει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας εξειδικευμένη επιστημονική γνώση. Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης κατάλληλης, για τα προσόντα και τις ικανότητές του, κενής θέσης εργασίας, την οποία ενδεχόμενα θα μπορούσε να καταλάβει αυτός, γεγονός το οποίο θα συνιστούσε τροποποιητική, της σύμβασης εργασίας του, καταγγελία και θα απαιτούσε ως εκ τούτου την αποδοχή του, δεδομένου εξάλλου ότι η εναγόμενη εταιρία τελούσε υπό εκκαθάριση και εξακολουθούσε να λειτουργεί για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως. Επιπλέον ο ενάγων, όχι μόνο δεν εξέφρασε, αλλά ούτε άφησε να διαφανεί ενδεχόμενη συναίνεσή του σε μείωση των αποδοχών του, μη αφήνοντας από την όλη στάση του όπως αυτή πιο πάνω περιγράφηκε οποιοδήποτε περιθώριο διαπραγματεύσεως προς την κατεύθυνση αυτή. Συναφώς η εναγόμενη προήλθε στην απόφαση, περί απόλυσης του ενάγοντος, αφού η λήψη ηπιότερων μέτρων και δη η τροποιητική καταγγελία της σύμβασης ή η μείωση του μισθού του εργαζόμενου δεν ήταν δυνατή. Επομένως, απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο άλλος ισχυρισμός του ενάγοντος περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, λόγω αντιθέσεως αυτής (καταγγελίας) στην αρχή της αναλογικότητας, με την επίκληση, ότι η εναγόμενη κατέφυγε απευθείας στο έσχατο μέτρο της απολύσεως και δεν επέλεξε ενδιάμεσα επιεικέστερα μέσα. Ως εκ τούτου η καταγγελία αυτή είναι έγκυρη και επέφερε τη λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος. Παρεπόμενα, ούτε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος υφίσταται από την εν λόγω καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ούτε υπερημερία της εναγόμενης και ως εκ τούτου η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τη βάση της περί ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας λόγω καταχρηστικότητας και (εντεύθεν) περί υποχρέωσης αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος και καταβολής μισθών υπερημερίας, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης". Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Μονομελές Εφετείο απέρριψε, ως προανεφέρθη, την έφεση ως προς τους λόγους αυτής αναφορικώς με την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και την χρηματική ικανοποίηση, κατ' επικύρωση ως προς τα εν λόγω κεφάλαια της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει την αγωγή κατ' ουσίαν. Με την εν λόγω κρίση ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ το Μονομελές Εφετείο, αφού εδέχθη ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσείοντος δεν προήλθε εξ εμπαθείας ή εκδικήσεως του εκπροσώπου της εργοδότιδος εταιρίας, αλλά υπήρξε επακόλουθο του εξορθολογισμού της λειτουργίας της επιχειρήσεως, η οποία συνεπεία της σημαντικής μειώσεως των εσόδων αυτής λόγω της οικονομικής κρίσεως και της καθυστερήσεως εξοφλήσεως των οφειλομένων νοσηλίων από τον ΕΟΠΠΥ ενεφάνιζε ζημίες και τελικώς ετέθη υπό εκκαθάριση, ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος ετύγχανε προϊστάμενος του λογιστηρίου, πτυχιούχος του Τμήματος Οργανώσεως και Διοικήσεως Επιχειρήσεων της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς και λογιστής - φοροτεχνικός α' τάξεως, με μηνιαίο μισθό 2797,65 ευρώ, δεν ανήκε στην ιδία κατηγορία, ειδικότητα και υπηρεσιακή απόδοση με τον μη απολυθέντα βοηθό λογιστού Α. Μ., ο οποίος εστερείτο οιουδήποτε πτυχίου και είχε μηνιαίο μισθό 805,86 ευρώ, ώστε να δύναται να γίνει σύγκριση μεταξύ αυτών ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια, και ότι δεν απεδείχθη η ύπαρξη κενής θέσεως εργασίας στην επιχείρηση, στην οποία να δύναται να απασχολείται ο αναιρεσείων, ο οποίος μάλιστα δεν απεδέχθη την πρόταση της εταιρίας προς σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας διάρκειας τριών μηνών. Διέλαβε δε το Μονομελές Εφετείο επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, χωρίς να προσαπαιτείται να περιλάβει και κρίση εάν θα έπρεπε, ως ηπιώτερο αντί της καταγγελίας της συμβάσεως μέσο, η εργοδότις εταιρία να διακόψει την από μακρού χρόνου επί παγία αμοιβή συνεργασία της με την εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων ... και να αναθέσει στον αναιρεσείοντα τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες, με εκ παραλλήλου λογική μείωση των αποδοχών του, αφού η σχετική απόφαση συνιστά συμφώνως προς τα ανωτέρω επιχειρηματική επιλογή μη δυναμένη να ελεγχθεί δικαστικώς. Επομένως, οι τρίτος, κατά το πρώτο σκέλος του, και τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., της παραβιάσεως του κανόνος δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, διότι δεν εκρίθησαν συγκρίσιμοι εργαζόμενοι ο αναιρεσείων και ο Μ., και της ανεπαρκούς αιτιολογίας, διότι εκτός άλλων δεν περιελήφθη και κρίση περί της δυνατότητος διακοπής της συνεργασίας της εργοδότιδος εταιρίας με την εταιρία ...., ώστε να αναλάβει ο αναιρεσείων τις υπηρεσίες αυτής και να αποφευχθεί η καταγγελία της συμβάσεώς του εργασίας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. [...............]