Αμοιβή Υπερωρίας - Υπερεργασίας - Αργιών και δήλη ημέρα καταβολής της Για την αμοιβή της νόμιμης υπερωριακής εργασίας, υπερεργασίας και της επιτρεπόμενης εργασίας σε ημέρες αργίας δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες. Α.Π. 71/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: ο κ. Γεωρ. Αναστασάκος Δικηγόροι: οι κ.κ. Αβραάμ Ιορδανίδης - Περικλής Κατσαούνης Κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξάλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του Α.Κ. κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδ. α' του Α.Κ. Για την αμοιβή δε της υπερεργασίας, της νόμιμης υπερωριακής εργασίας και της επιτρεπόμενης εργασίας σε ημέρες αργίας δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες. Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του Α.Κ., για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια με περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από το νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας καταβολής του, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης ημέρας. Το δε εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθρο 342 του Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους (βλ. Ολ. Α.Π. 39-40/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. "μισθωτοί εις τους οποίους ανατίθενται υπό του Διοικητικού ειδικά ή αυξημένα καθήκοντα λαμβάνουν ειδικό προσωπικόν επίδομα, καθοριζόμενον κατά περίπτωσιν δι' αποφάσεως του Διοικητού, καθ' όσον χρόνον ασκούν πραγματικώς τα καθήκοντα αυτά". Κατά δε το άρθρο 40 παρ. 1 και 3 του ίδιου Κανονισμού, ο Διοικητής αναθέτει με απόφασή του καθήκοντα προϊσταμένου οποιασδήποτε στάθμης διοικήσεως σε μισθωτούς της Δ.Ε.Η., οι οποίοι δικαιούνται σε ολόκληρη τη διάρκεια της ασκήσεως των ανωτέρω καθηκόντων "των διά την οικείαν θέσιν τυχόν προβλεπομένων επιδομάτων". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η χορήγηση του ανωτέρω επιδόματος προϋποθέτει ανάθεση από το Διοικητή στον υπάλληλο "ειδικών ή ηυξημένων" καθηκόντων, τα οποία δεν ενυπάρχουν αναγκαίως, κατά κοινή πείρα, στα καθήκοντα προϊσταμένου οποιασδήποτε στάθμης διοικήσεως που έχουν ανατεθεί σ' αυτόν, αν δεν του ανατέθηκαν ιδιαιτέρως και ειδικά ή αυξημένα καθήκοντα (βλ. Α.Π. 1292/1989, Α.Π. 470/2000). Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκουμένου δικαιώματος για να κρίνει την αγωγή νόμιμη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται ως παραβίαση του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 Κ.Πολ.Δ. Έτσι, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σ' αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο σε αναιρετικό έλεγχο η απόφασή του, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην κρίση του περί της νομιμότητας της αγωγής ή αντίθετα έκρινε αυτή αόριστη, γιατί δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και προτάθηκαν σ' αυτή με στοιχειοθέτηση στις περιπτώσεις αυτές του προβλεπομένου από την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικού λόγου (βλ. Α.Π. 321/2012, Α.Π. 327/2012, Α.Π. 84/2011). Στην προκείμενη περίπτωση με την από 20.12.2008 αγωγή που ασκήθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ο ενάγων ισχυρίσθηκε, κατ' επιτρεπτή επισκόπηση του περιεχομένου αυτής, μεταξύ άλλων, ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, αρχικά ως έκτακτος υπάλληλος και στη συνέχεια, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έχει ενταχθεί στο τακτικό προσωπικό αυτής στην κατηγορία ΤΙ/Β, ως πολιτικός μηχανικός, εξελισσόμενος, περαιτέρω, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι άσκησε προηγούμενη αγωγή (αριθμ. κατ. 5266/1998) στο ίδιο δικαστήριο κατά της εναγομένης, με την οποία ζητούσε να του επιδικαστεί το μηνιαίο επίδομα ειδικών ή αυξημένων καθηκόντων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 31.12.1998, η οποία έγινε δεκτή με την απόφαση 2742/2001 του πιο πάνω δικαστηρίου, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση από μέρους της εναγομένης (Δ.Ε.Η.), επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 4670/2003 του Εφετείου Αθηνών, η οποία την απέρριψε. Ότι, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, η εναγόμενη του κατέβαλε εντόκως το πιο πάνω επίδομα για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και, στη συνέχεια του κατέβαλε το ίδιο επίδομα, ατόκως, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2003, συνολικού ποσού 9.244,31 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, αν και αναγνώρισε, κατά τα προαναφερόμενα, την οφειλή του προαναφερομένου επιδόματος στον ενάγοντα, συμμορφούμενη με το περιεχόμενο της πιο πάνω εφετειακής απόφασης, εν τούτοις κατέβαλε εντόκως μόνο το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχούσε στην πρώτη χρονική περίοδο (1.1.1993 έως 31.12.1998), ενώ κατέβαλε ατόκως αυτό για την δεύτερη χρονική περίοδο (1.1.1999 έως 31.12.2003). Με την επίκληση, λοιπόν, των πιο πάνω περιστατικών και του γεγονότος ότι πρόκειται για μισθολογική παροχή που είναι δικαστικά αναγνωρισμένη, για την οποία υπάρχει νομική πρόβλεψη, δηλαδή χορηγείται σε μισθωτούς στους οποίους ανατίθενται ειδικά ή αυξημένα καθήκοντα και καθορίζεται με απόφαση του διευθυντή της Δ.Ε.Η., συναρτώμενη προς τη σημασία και σπουδαιότητα της θέσης την οποία αυτός (ενάγων) κατέχει, δηλαδή θέση ειδικών ή αυξημένων καθηκόντων, για την οποία τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής του πιο πάνω επιδόματος, έτσι ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται η εναγόμενη υπερήμερη και να οφείλει τόκους υπερημερίας στον ενάγοντα, ζητήθηκε από τον τελευταίο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.334,83 ευρώ, που αντιστοιχεί στους αναλογούντες τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 9.244,31 ευρώ (δηλαδή, της περιόδου από 1.1.1999 έως 31.12.2003), και δη από του τέλους κάθε μήνα και μέχρις εξοφλήσεως. Η αγωγή αυτή με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις νομικές διατάξεις που παρατίθενται πιο πάνω. Έσφαλε, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε την αγωγή, με όμοια περί τούτου εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ως μη νόμιμη και απορριπτέα, μετ' εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δεχόμενη ότι πρόκειται για οικειοθελή παροχή και ότι απαιτείται προηγούμενη δικαστική ή εξώδικη όχληση της εναγόμενης σε σχέση με την καταβολή των επιδίκων τόκων υπερημερίας. Σημειωτέον δε ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθεται ότι πρόκειται για οικειοθελή παροχή που ανακλήθηκε, ώστε να θεμελιωθεί αντίθετη περί τούτου κρίση του δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό, συνεπώς, αξιολογώντας το δικόγραφο της αγωγής, το Εφετείο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο για τη θεμελίωση του ασκουμένου από μέρους του ενάγοντος δικαιώματος και έτσι κατέστησε αναιρετέα την απόφαση, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της αίτησης αναίρεσης, που όλοι τους συνοψίζονται, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των, στην παραβίαση των πιο πάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Κατόπιν αυτών πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν και τέλος, να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος (άρθρο 183 Κ.Πολ.Δ.).