Αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και απόλυση Όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, και ο καθορισμός της διάρκειάς τους δε δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν απαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Α.Π. 615/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: η κ. Σοφία Καρυστηναίου Δικηγόροι: ο κ. Λουκάς Αποστολίδης, η κ. Φωτ. Δεδούση Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρ. 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα μέρη, κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση (Ολ. Α.Π. 18/2006, 19, 20/2007). Με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του αν. 547/1937, το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ιδίου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δε δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν απαγορεύεται από εδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (Ολ. Α.Π. 7/2011). Περαιτέρω με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1, 2 και 21 παρ. 1 του ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με το ν. 2527/1997, καθορίζεται η διαδικασία διορισμού ή πρόσληψης τακτικών προσωπικού με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στους φορείς του Δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις των αρθ. 1 παρ. 6 ν. 1256/82 και 51 ν. 1842/90, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και επετράπη η απασχόληση προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών. Κατά την παρ. 2 του αρθρ. 21 ν. 2190/1994 η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες. Εξάλλου κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 "Για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ του Αστικού Κώδικα ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται ... Σύμβαση μίσθωσης έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως καθ' ολοκληρία άκυρη" κατά δε την παρ. 3 εδ. α του ιδίου άρθρου "Ανανέωση ή παράταση της σύμβασης μίσθωσης έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη". Περαιτέρω κατά τις παρ. 2 και 3 και τις προστεθείσες με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (ΦΕΚ Α 85/18.4.2001) παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 Συντ. "2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. 3 Οργανικές θέσεις Ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι και σε συνταγματικό πλέον επίπεδο από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (18.4.2001) απαγορεύεται η, με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 12 του ν. 2190/1994 και 6 παρ. 1, 3 του ν. 2527/1997, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, και για τον ίδιο λόγο, των συμβάσεων έργου, σε αορίστου χρόνου συμβάσεις, ακόμη και αν με την εργασία τους οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των εργοδοτών τους (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.). Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες μετά την ισχύ του αναθεωρηθέντος Συντάγματος (18.4.2001) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και συνακόλουθα δεν είναι δυνατή η εφαρμογή τόσο του αρθ. 8 παρ. 3 ν. 2112/20 όσο και του άρθρου 671 ΑΚ. Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001), η οποία δεν έχει άμεση εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη (Α.Π. 1696/2012), έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρας 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/03 και 164/04 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης ... 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση για την περίπτωση ης κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημιώσεως, ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. 'Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19.7.2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην ανωτέρω Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1. περ. α "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενέργειες έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση". 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία ... 3. "Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων" και 4. του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. "Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργείς διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Συνεπώς εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής (10.7.2002) και μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (Ολ. Α.Π. 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1, 5 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργείς έως την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - ενάγων - εφεσίβλητος εκθέτει ότι δυνάμει των αναφερομένων εγγράφων συμβάσεων μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ "Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, τις οποίες το τελευταίο χαρακτηρίζει ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αφού με την παρεχόμενη εργασία του ως οδηγός της κινητής της βιβλιοθήκης, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης. Ότι σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών προσέφερε την εργασία του από 6.12.2002 μέχρι 5.12.2003, από 6.12.2003 μέχρι 30.6.2004, από 1.7.2004 μέχρι 31.12.2004 και από 1.1.2005 μέχρι 31.8.2005, οπότε η εναγομένη έπαψε να δέχεται τις υπηρεσίες του χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ακολούθως ζήτησε κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 του ν. 2112/1920, Π.Δ. 164/04 και Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, ν' αναγνωρισθεί ότι οι καταρτισθείσες διαδοχικές συμβάσεις έργου αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ν' αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 7.1.2008 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, και να υποχρεωθεί η εναγομένη α) ν' αποδέχεται τις υπηρεσίες του και β) να του καταβάλει το ποσό των 4.140,75 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας. Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή, σύμφωνα με τόσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη δεν είναι νόμιμη, καθόσον οι επικαλούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης υπό το κράτος ισχύος των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος, 21 του ν. 2190/1994 και 6 του ν. 2527/1997, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης και εφόσον δεν συντρέχουν, οι προϋποθέσεις που θέτει η μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/19.7.2004, αφού η πρώτη σύμβαση καταρτίστηκε την 6.12.2002, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου και ως εκ τούτου η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος έπαυσε αυτοδικαίως όταν έληξε ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, δηλ. στις 31.8.2005 η τελευταία σύμβαση. Ειδικότερα η συνολική διάρκεια των συμβάσεών του, μέχρι την έναρξη ισχύος του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος (19.7.2004) δεν κάλυπτε το απαιτούμενο χρονικό διάστημα των 24 μηνών, τουλάχιστον, ούτε είχαν γίνει τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής συμβάσεως, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, ώστε να τύχει εφαρμογής η παρ. 1 περ. Α του ως άνω Π.Δ. Επομένως, το Εφετείο Βορείου Αιγαίου, το οποίο με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 172/2012 απόφαση έκρινε ότι σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις η αγωγή δεν είναι νόμιμη, αφού δε εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως μη νόμιμη, δεν παρεβίασε τις διατάξεις του αρθ. 103 παρ. 7 και 8 του Συντ., αρθρ. 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, 671 ΑΚ και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ο οποίος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αφού ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και όχι όταν απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Συνακόλουθα αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει ν' απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της. Παρά την απόρριψη της αναιρέσεως πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα τα οποία κατέθεσε ο τελευταίος (7815061/17.11.2004 διπλ. εισπρ. ΔΟY Μυτιλήνης) χωρίς νόμιμη προς υποχρέωση (άρθρο 495 παρ.4 εδ. τελευταίο). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου ν.π.δ.δ. η νομική του οποίου διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ., του οποίου ορίζει στο ποσό των 300,00 ευρώ κατ' εφαρμογή για λόγους δικονομικής ισότητας, του άρθρου 22 παρ. 1, 3 ν. 3693/1957. Για τους λόγους αυτούς: απορρίπτει την από 11.11.2014 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 172/2012 αποφάσεως του Εφετείου Βορείου Αιγαίου.