Άκυρη σύμβαση έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών και αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού Όταν εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση έργου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. ΑΠ 250/2020 Πρόεδρος: Ο κ. Γεώργιος Λέκκας Εισηγητής: Ο κ. Θωμάς Γκατζογιάννης Δικηγόροι: Ο κ. Δημητ. Νινόπουλος - Η κ. Ευδοκία Τζοβλά Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους από 19.12.2017 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά, εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, με ιδιαίτερο δικόγραφο που επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 28.12.2017 (βλ. την .../28.12.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ευβοίας Η. Κ.), ήτοι τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν την ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συζήτησης της αναίρεσης, προσβάλλεται η 18/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Ευβοίας. Η τελευταία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με αυτήν έγινε δεκτή και κατ' ουσία η έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος ΟΤΑ κατά της 44/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που είχε δεχθεί ως βάσιμη την από 12.8.2010 αγωγή της αναιρεσείουσας, δικάζοντας δε ακολούθως το Εφετείο την αγωγή δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως βάσιμη κατ' ουσία. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ-ΟλΑΠ 10/2018)). Επομένως, η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει δε να συνεκδικαστούν μεταξύ τους λόγω της συνάφειας αυτών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904 παρ. 1 και 908 ΑΚ, κατά τα οποία "όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη και ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό", σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Όταν εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση έργου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του λήπτου, η οποία μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του, είτε αντιστρόφως ως αποφυγή αυξήσεως του παθητικού της ή μειώσεως του ενεργητικού της. Εάν υπάρχει αδυναμία αυτούσιας απόδοσης της παροχής, ο "αντισυμβαλλόμενος" του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση έργου, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις (ΑΠ 1537/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1378/2011). Η ευθύνη του πλουτήσαντος εργοδότη συνίσταται στην επιστροφή του πλουτισμού ήτοι της περιουσιακής ωφέλειας του πλουτισμού ως οικονομικής αξίας, που αποκόμισε αυτός από τη λήψη της παροχής χωρίς νόμιμη αιτία και όχι στην αποκατάσταση κάθε ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα εργολάβο. Η ωφέλεια που αποκόμισε είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, το αντικειμενικό μέτρο για την εκτίμηση της αποδοτέας ωφέλειας στην περίπτωση του παρασχεθέντος έργου με άκυρη σύμβαση, είναι το ύψος της αμοιβής που συνηθίζεται να καταβάλλεται για την εκτέλεση όμοιου έργου, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, με έγκυρη σύμβαση έργου. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης έργου που αφορά το Δημόσιο, καθώς και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δεδομένου ότι δεν καθιερώνεται γι' αυτά εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977, ΑΠ 347/2017, ΑΠ 1442/2014). Συνεπώς, οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 361/2010, ΑΠ 1499/2009). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 34/2016). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Ελλείψεις, δε, του νομικού συλλογισμού, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση, αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 166/2016). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της, από την οποία πρέπει να προκύπτει η αποδιδόμενη σ' αυτήν νομική πλημμέλεια και όχι από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 156/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει, αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της δραστηριοποιούμενης στη μεταφορά προσώπων και τη διοργάνωση εκδρομών ενάγουσας εταιρείας και του τότε εναγόμενου Δήμου, νομίμως εκπροσωπηθέντος από τον Δήμαρχό του Χ. Κ., καταρτίσθηκαν, κατά την περίοδο 2007-2008, ατύπως, οι ακόλουθες διαδοχικές συμβάσεις, με αντικείμενο τη μεταφορά, με τα ιδιόκτητα λεωφορεία της, μαθητών των Γυμνασίων και Λυκείων του (Δήμου) σε διάφορες εξωσχολικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις. Και ναι μεν συνομολογήθηκε και καθορίστηκε αμοιβή της (ενάγουσας), πλην όμως το πραγματικό ύψος της δεν διακριβώθηκε από το Δικαστήριο, δοθέντος και του ότι από μόνα τα προσκομιζόμενα και εκδοθέντα-από την ίδια-μη αποδεδειγμένα σημειωτέον από τον εναγόμενο Δήμο-υπ' αριθ. .../2008 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όπου αναγράφονται τα ήδη αξιούμενα ποσά αμοιβών, δεν μπορεί να σχηματισθεί πλήρης και ασφαλής σχετική δικανική πεποίθηση. Εξάλλου, κατ' εκπλήρωση των άκυρων αυτών συμβάσεων (ως εκ της μη τήρησης του νόμιμου έγγραφου τύπου και της μη έγκρισής τους από τη Δημαρχιακή Επιτροπή), η ενάγουσα εκτέλεσε πράγματι το ανατεθέν μεταφορικό έργο, ως εξής: 1) την 31.1.2007, μεταφορά μαθητών Γυμνασίου ..., 2) την 30.4.2007, μεταφορά μαθητών Γυμνασίου ..., 3) την μεταφορά μαθητών Λυκείου ..., 4) την 10.10.2007, μεταφορά α) αθλητών ακαδημίας ποδοσφαίρου από το ... στη Χαλκίδα, β) αθλητών από το ... στο Εθνικό Στάδιο Χαλκίδας, γ) αθλητών από ... στο ... μετ' επιστροφής, 5) κατά το καλοκαίρι 2007, καθημερινές μεταφορές μαθητών (θερινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα) από δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου (... ..., ...) προς την παραλία Λευκαντί, μετ' επιστροφής, 6) την 30.4.2008, μεταφορά μαθητών Λυκείου ..., και 7) την 31.7.2008, μεταφορά: α) μαθητών Γυμνασίου ..., β) μαθητών Γυμνασίου ..., γ) αθλητών ακαδημίας ποδοσφαίρου από το ... στο αεροδρόμιο, αθλητών από το ... στο Εθνικό Στάδιο Χαλκίδας, μετ' επιστροφής. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι για την εκτέλεση του ίδιου μεταφορικού έργου ο εναγόμενος Δήμος θα κατέβαλε αναγκαίως σε τρίτο-στο πλαίσιο έγκυρης σύμβασης-μεταφορέα, ποσά 1.600, 1.600, 2.600, 1.600, 14.000, 2.400 και 8.000 ευρώ, αντιστοίχως, που αποτελούν την, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, εύλογη και συνηθισμένη, με τις τότε κρατούσες αγοραίες συνθήκες, αμοιβή, ήτοι σύνολο 31.800 ευρώ. Κατά την εξοικονομηθείσα, λόγω της ακυρότητας των ένδικων συμβάσεων, δαπάνη αυτή, ωφελήθηκε ο εναγόμενος Δήμος, καταστάς έτσι αδικαιολογήτως, χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότερος σε βάρος της ενάγουσας (βλ. σχετικώς ΑΠ 361/2010 ΕλΔικ 53.1322). Συνεπώς, ανακύπτει κατ' άρθρο 904 ΑΚ υποχρέωσή του να αποδώσει την εν λόγω ωφέλεια στην αντιστοίχως ζημιωθείσα τελευταία αυτή (ενάγουσα)". Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, κράτησε και δίκασε την υπόθεση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως προς το προσδιορισθέν ως άνω ποσό ωφέλειας του εναγόμενου. Έτσι, που αποφάσισε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα με ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο αυτής, αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε για τον υπολογισμό της έκτασης της ωφέλειας του αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα, δεν προκύπτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αντικειμενικά κριτήρια, με βάση τα οποία παρέχεται η δυνατότητα να κριθεί ο πλουτισμός του αναιρεσίβλητου από τις άκυρες συμβάσεις του έργου μεταφοράς των μαθητών, αντίστοιχος της αμοιβής που θα καταβάλλονταν ως συνηθισμένη αμοιβή σε παρόμοιες μεταφορές που θα γινόταν με έγκυρη σύμβαση. Ειδικότερα σε κάποιες περιπτώσεις δεν αναφέρονται οι τόποι στους οποίους μεταφέρονταν οι μαθητές, δεν αναφέρεται ο αριθμός των μεταφερόμενων προσώπων, ούτε οι χιλιομετρικές αποστάσεις των δρομολογίων μεταφοράς, στοιχεία απαραίτητα για τον καθορισμό της αμοιβής που θα καταβάλλονταν σε τρίτο με έγκυρη σύμβαση για τις συγκεκριμένες μεταφορές. Συνεπώς, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, την οποία αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης, η αναιρεσείουσα. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), παρελκούσης, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του ανωτέρω λόγου, που καταλαμβάνει το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, της εξέτασης των λοιπών λόγων της αναίρεσης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, μειωμένη στο ήμισυ, (άρθρο 281 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2). (Αναιρεί την 18/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν. Διατάσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατατέθηκε. Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των 850 ευρώ).