Η «ΑΠΟΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΕΓΣΣΕ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΩΝ

Η «ΑΠΟΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΕΓΣΣΕ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΩΝ

Η “αποθεσμοποίηση” της εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας – Παρατηρήσεις επί του νέου συστήματος διαμορφώσεως των κατωτάτων μισθών και ημερομισθίων.

Υπό Απ. ΜΕΤΖΗΤΑΚΟΥ
τ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και τ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

– Πρόλογος

– Η έννοια των γενικών όρων εργασίας

– Η ταύτιση των γενικών όρων εργασίας με το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. και η ρύθμισή τους με τον Ν. 4093/2012

– Προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα διαμορφώνεται ο νομοθετημένος μισθός

– Διαχωρισμός των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. με καθολική ή περιορισμένη έκταση ισχύος

– Συνέπειες από τον διαχωρισμό μεταξύ συμβεβλημένων και “μη” επιχειρήσεων σε Σ.Σ.Ε.

– Πρόκληση αθέμιτου ανταγωνισμού

– Ανεπίτρεπτος ο καθορισμός μισθού μικρότερου του νομοθετημένου

– Η επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. σε σχέση με την εθνική γενική του Ν. 4093/2012

– Οι μη μισθολογικοί όροι

– Εθνικές γενικές Σ.Σ.Ε. με περιεχόμενο μη μισθολογικών θεμάτων (όρων)

– Συμπέρασμα

Πρόλογος

Δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν και με το νέο νομοθέτημα 4093/2012, δεν συνεχιζόταν η κατάρρευση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας – και τώρα σε εθνικό επίπεδο – ώστε πλέον να μην υπάρχει η ελάχιστη αμφιβολία ότι, στις μέρες μας η συλλογική σύμβαση εργασίας έχει μετατραπεί και λειτουργεί ως μέσο αποκλεισμού περαιτέρω ωφέλειας των εργαζομένων, η οποία, ας σημειωθεί, δεν δύναται να επιδιωχθεί κατ’ άλλο τρόπο. Το “minimum” και όχι το “maximum” προστασίας της εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε. που είναι ο καθορισμός του ελαχίστου κατώτατου μισθού, αφαιρείται βιαίως με διατάξεις αναγκαστικού χαρακτήρος από το περιεχόμενο των όρων των παραπάνω ρυθμίσεων και περιορίζεται μόνο στην ρύθμιση των “μη μισθολογικών” όρων. Παράλληλα με το προαναφερθέν νομοθέτημα – προϊόν και αυτό μνημονιακής σκέψεως και στρατηγικής – εισάγεται στο δίκαιό μας νέο σύστημα διαμορφώσεως του νομίμου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέως όλης της χώρας, με αποκλειστικό ρυθμιστή το κράτος (την κυβέρνηση) και συνεπίκουρο στις υποτιθέμενες διαβουλεύσεις (διαπραγματεύσεις) εξειδικευμένους επιστημονικούς, ερευνητικούς και λοιπούς φορείς, αμφιβόλου και αγνώστου προελεύσεως. Ήτοι διαδικασία που αποκαθηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, τους φυσικούς και κατά νόμο αρμόδιους φορείς – κοινωνικούς εταίρους – των εργασιακών σχέσεων, από τις συνταγματικές αρμοδιότητές τους. Η γνωστή συνταγματική διάταξη του άρθρου 22, παρ. 2, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι, “δια νόμου καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας συμπληρούμενοι υπό των δι’ ελευθέρων διαπραγματεύσεων συναπτομένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και εν αποτυχία τούτων, υπό των δια της διαιτησίας τιθεμένων κανόνων”, πετιέται στον “κάλαθο των αχρήστων” ή απομονώνεται στο “ντουλάπι της ιστορίας του δικαίου”. Το φαινόμενο εμφανίσεως τέτοιων διατάξεων, όπως και του Ν. 4093/2012, στον χώρο του εργατικού δικαίου και ειδικότερα σε σχέση με την μακρόχρονη ιστορία του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων, δίνει την εντύπωση, αν μη τι άλλο, ότι τουλάχιστον διακωμωδείται ο τομέας αυτός του δικαίου. Προς επίρρωση των παραπάνω απόψεων και ισχυρισμών μας, αρκεί να υπενθυμισθούν θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις του ισχύοντος δικαίου, οι οποίες ειρήσθω, δεν έπρεπε να αγνοηθούν από τους συντάκτες και τους εμπνευστές του κρινόμενου νομοθετήματος αλλά και των προηγηθέντων ομοίων.

Αξίζει κατά πρώτον να δοθεί προσοχή στην προαναφερθείσα συνταγματική επιταγή του άρθρου 22, παρ. 2 και ειδικότερα στην σημασία των γενικών όρων εργασίας που θεσπίζονται με νόμο και οι οποίοι επιτρέπεται να συμπληρούνται – τροποποιούμενοι ή μη – με συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Η έννοια των γενικών όρων εργασίας

Εύλογα κατ’ αρχήν ανακύπτει το ερώτημα, ποιοι θεωρούνται ως γενικοί όροι εργασίας και αν σε αυτούς περιλαμβάνονται τα ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβιώσεως (κατώτατα όρια αποδοχών) που καθορίζονται με τις εθνικές γενικές Σ.Σ.Ε. Ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθ. 7, 8, 9, 10 και 11/1992 αποφάσεις του εσκιαγράφησε και οριοθέτησε τους “γενικούς όρους εργασίας”. Έκρινε δηλαδή ότι, οι όροι αυτοί, κατά την έννοια της προεκτεθείσης συνταγματικής διατάξεως, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες των άρθρων 23 και 12, παρ. 1, είναι εκείνοι που έχουν ως αντικείμενο την γενική θεσμική διάπλαση της σχέσεως εργασίας, αλλά και την ρύθμιση κάθε άλλου θέματος της σχέσεως αυτής, που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και ενδιαφέρει σαν τέτοιο την γενική έννομη τάξη. Κατά τις ίδιες πάντοτε ως άνω αποφάσεις του Α.Π., το κοινωνικό συμφέρον αποτελεί και το κριτήριο για την οριοθέτηση του χώρου λειτουργίας του κρατικού νομοθέτου – τόσο εκείνου που έχει πρωτογενή από το Σύνταγμα, εξουσία, όσο και αυτού που ενεργεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση – για την θέσπιση ρυθμιστικών της σχέσεως εργασίας, κανόνων σε σχέση με την εξουσία των επαγγελματικών οργανώσεων, για την συμπλήρωση των καθοριζομένων από τον νόμο “γενικών όρων εργασίας”. Υπενθυμίζεται με ιδιαιτερότητα ότι, μετά την ισχύ του άρθρου 22, παρ. 2 του Συντάγματος 1975, περιορίσθηκε η αναγνωριζομένη από τα προηγούμενα συντάγματα, παντοδυναμία του νομοθέτου, για την ρύθμιση θεμάτων που αναφέρονται στους όρους, τις συνθήκες και την αμοιβή της εργασίας, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών συμβάσεων ή αποφάσεων διαιτησίας, μόνο και εφόσον δεν έχουν ρυθμισθεί άμεσα και αποκλειστικά από τον νόμο (Σ. Ε. Ολομελ. 632/78). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η βούληση του συνταγματικού νομοθέτου εστιάσθηκε στην αρχή ότι, δια των Σ.Σ.Ε. συμπληρούνται απλώς οι δια νόμου θεσπιζόμενοι γενικοί όροι εργασίας και δεν τροποποιούνται, έστω και αν η τροποποίηση είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους. Αντίθετη προς την προεκτεθείσα άποψη, υπήρξε η νομολογία των δικαστηρίων και ειδικότερα η υπ’ αριθ. 80/77 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, το ως άνω δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 22 απεφάνθη ότι, δια των Σ.Σ.Ε. ή των διαιτητικών αποφάσεων, συμπληρούνται οι γενικοί όροι εργασίας δια της θεσπίσεως έτι ευμενέστερων όρων εργασίας. Βέβαια το ίδιο δικαστήριο (Σ.Ε.) με μεταγενέστερη απόφασή του και συγκεκριμένα την υπ’ αριθ. 1202/80, εδέχθη ότι, με το άρθρο 22, παρ. 2, δεν επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η υποχρέωση να προβεί στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με την θέσπιση διατάξεων αναγκαστικής ισχύος, αλλά επιτρέπεται σ’ αυτόν να θεσπίσει και κανόνες “ενδοτικού” δικαίου. Υπόψει ότι, οι κανόνες αυτοί μπορούν να τροποποιηθούν με Σ.Σ.Ε., ή απόφαση διαιτησίας. Γεγονός που σημαίνει ότι, η συμπλήρωση του νόμου με Σ.Σ.Ε., εκδηλώνει την πραγμάτωση της πολιτειακής προστασίας με τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά μόνο στα πλαίσια τα οποία επιτρέπει ο νόμος, ανάλογα αν είναι “αναγκαστικού” ή “ενδοτικού” χαρακτήρος. Κατά τα έτη 1975 και 1976, εκδόθηκαν οι νόμοι 133 και 435 αντίστοιχα, με τους οποίους επικυρώθηκαν οι, κατά την περίοδο εκείνη, συναφθείσες εθνικές γενικές Σ.Σ.Ε., με τις οποίες καθιερώθηκε η εργασία των 45 ωρών εβδομαδιαίως και η γενίκευση του επιδόματος γάμου. Αξίζει να επισημανθεί ότι και στα δύο παραπάνω νομοθετήματα είχε επαναληφθεί στερεότυπα ότι, οι διατάξεις αυτών μπορούν, όχι μόνο να συμπληρωθούν, αλλά και να τροποποιηθούν με Σ.Σ.Ε.

Και ναι μεν, παρά την παρέλευση πολλών ετών μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 22, παρ. 2 του Συντάγματος, τα ερμηνευτικά προβλήματα στην θεωρία και την νομολογία, σχετικά με την έννοια των “γενικών όρων” εργασίας δεν έχουν επακριβώς προσδιορισθεί, εν τούτοις έχει γίνει κοινή συνείδηση ότι ο καθορισμός των ελαχίστων όρων προστασίας των εργαζομένων, ήτοι των κατωτάτων ορίων αποδοχών, ανήκει και εντάσσεται στην έννοια και στον χώρο των “γενικών όρων” εργασίας, δηλαδή στο πλαίσιο διασφαλίσεως του κοινωνικού συμφέροντος και της δημοσίας εννόμου τάξεως. Οι όροι αυτοί, όπως προαναφέρθηκε, μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο νόμου, άλλοτε “αναγκαστικού” χαρακτήρος και άλλοτε “ενδοτικού”, τροποποιούμενοι ή μη από Σ.Σ.Ε. Η αναγκαστική ισχύς του νόμου, αποκλείει τόσο την συλλογική ρύθμιση όσο και την ατομική. Επί παραδείγματι, ο καθορισμός της εισοδηματικής πολιτικής των ετών 1985, 1986, 1992, εγένετο, είτε με πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 44, παρ. 1 του Συντάγματος, είτε με νόμο (1584/86, 1589/86, 1320/83, 2025/92) με το πρόσχημα ή την αιτία της προστασίας του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Τον περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας και την ένταση του κρατικού παρεμβατισμού στα ζητήματα της τότε εισοδηματικής πολιτικής, μετρίασε η νομολογία της εποχής εκείνης και οι σχετικές αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ), με τις οποίες κρίθηκε ότι, οι προεκτεθείσες κυβερνητικές πράξεις, ναι μεν δεν παραβιάζουν τους διεθνείς περί ελευθερίας των συμβάσεων κανόνες (Δ.Σ.Ε. 98/49), ούτε και αντιστρατεύονται το Σύνταγμα, πλην όμως θα πρέπει οι πράξεις αυτές να αποβλέπουν πράγματι στην εξυγίανση της εθνικής οικονομίας και κυρίως να είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Η ταύτιση των γενικών όρων εργασίας με το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. και η ρύθμισή τους με τον Ν. 4093/2012

Ο νεότερος νομοθέτης – του Ν. 4093/2012 – επέλεξε την ρύθμιση και την διαδικασία καθορισμού των ελαχίστων ορίων προστασίας (κατωτάτων μισθών και ημερομισθίων) των εργαζομένων να την θεσμοθετήσει με διατάξεις “αναγκαστικού” χαρακτήρος, περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. μόνο επί των όρων εργασίας που δεν ρυθμίζονται από τον Ν. 4093/2012, δηλαδή μόνο επί των “μη μισθολογικών” ζητημάτων. Ειδικότερα ο “μνημονιακός” νομοθέτης εισήγαγε στο δικαιϊκό μας σύστημα, νέο τρόπο καθορισμού και διαμορφώσεως του νομίμου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζομένους όλης της χώρας, του οποίου η ενεργοποίηση θα τεθεί σε ισχύ από την 1.4.2013 (άρθρο 7, παρ. 1 – Υποπαράγραφος ΙΑ.11). Το σύστημα αυτό θα θεσπισθεί εντός του πρώτου τριμήνου του 2013, με πράξη του Υπ. Συμβουλίου, για δε την διαδικασία διαμορφώσεως του “νομοθετημένου” μισθού και ημερομισθίου θα λαμβάνεται υπόψει, η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας, της αγοράς εργασίας, σε σχέση ιδίως με την εξέλιξη της ανεργίας και την απασχόληση. Η αξιολόγηση του εν λόγω συστήματος, ως προς την απλότητα και την αποτελεσματικότητα, σε ό,τι αφορά ιδίως την μείωση της ανεργίας, την αύξηση της απασχολήσεως και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητος, θα γίνει εντός του πρώτου τριμήνου του 2014. Είναι προφανές και δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι, πίσω από την “εκρηκτική ρητορική” του νομοθέτου, υποκρύπτεται η ανατροπή και η αλλοίωση της ισορροπίας των μετεχόντων στις σχετικές διαβουλεύσεις μερών – κοινωνικών εταίρων, αρμοδίων φορέων των εργασιακών σχέσεων – με την έντονη παρουσία των κρατικών οργάνων και με εκπροσώπους εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και λοιπών φορέων, αγνώστου όμως και αφηρημένου προσδιορισμού. Ανάγκη να υπενθυμισθεί ότι, κατά το περί συλλογικών συμβάσεων δίκαιο, απαιτείται, τόσο κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων, όσο και κατά την σύναψη της εθνικής ρυθμίσεως – αλλά και των λοιπών ρυθμίσεων – η συνδρομή ειδικής ικανότητος. Η ανάθεση τέτοιας ικανότητος σε εξωθεσμικούς εκπροσώπους, ήτοι σε κρατικά όργανα, ή άλλους “τρίτους” φορείς, επιστημονικούς, ερευνητικούς κ.λπ., είναι ανεπίτρεπτη και πρέπει να αποκλείεται κατά το άρθρο 371 Α.Κ., καθόσον κάτι τέτοιο θα εσήμαινε μεταβίβαση της εξουσίας των επαγγελματικών αρμοδίων οργανώσεων – δηλαδή εξουσίας ειδικώς αναγνωριζομένης ή απονεμόμενης σε αυτές – σε άλλα πρόσωπα, έστω και αν κάποιος ήθελε να την χαρακτηρίσει, ως “υπεξουσιοδότηση”, είτε με οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, στην διαδικασία των διαβουλεύσεων, διαπραγματεύσεων, συζητήσεων κ.λπ. για την σύναψη της Σ.Σ.Ε. σε εθνικό επίπεδο, συμμετέχουν εκπρόσωποι των τριτοβαθμίων οργανώσεων των εργαζομένων και των αναγνωριζομένων, ως ευρυτέρας εκπροσωπήσεως, εργοδοτικών οργανώσεων πανελληνίας εκτάσεως (Ν. 1876/90, αρθρ. 3, παρ. 3). Με βάση τις παραπάνω στοιχειώδεις παρατηρήσεις μας, προς δε και εκείνες που θα διατυπωθούν στην συνέχεια, δημιουργείται πεποίθηση πλέον ότι και με το νομοθέτημα αυτό μεθοδεύεται διαδικασία “αποκαθηλώσεως” των φυσικών φορέων – κοινωνικών εταίρων, των εργασιακών σχέσεων από τις συνταγματικές αρμοδιότητές τους.

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα διαμορφώνεται ο νομοθετημένος μισθός

Όπως είναι γνωστό, η οικονομική σημασία της συλλογικής συμβάσεως εργασίας επηρεάζει άμεσα το κόστος παραγωγής, την σταθερότητα των τιμών, την κυκλοφορία του χρήματος, την αποταμίευση, τις επενδύσεις και γενικά την εθνική οικονομία. Η προσπάθεια να παραμεριστεί η ιδιότυπη λειτουργία της ρυθμίσεως των κατωτάτων (ελαχίστων) ορίων αποδοχών, οδήγησε τον “μνημονιακό” νομοθέτη να αφαιρέσει από το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε., όχι μόνο τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και να τον αντικαταστήσει με τον “νομοθετημένο” με την άμεση και αποκλειστική κρατική επέμβαση, αλλά και να εξαρτήσει την διαμόρφωση του ύψους των νομοθετημένων αποδοχών υπό την συνδρομή θετικών ή αρνητικών προϋποθέσεων σε σχέση με τρέχουσες ή μελλοντικές καταστάσεις, όπως είναι η ανεργία, η απασχόληση, η ανταγωνιστικότητα και γενικά τα εξελισσόμενα φαινόμενα στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, υπό την συνδρομή των ως άνω νομοθετημένων προϋποθέσεων, δεν θα προκαλούσε έκπληξη, αν σε ενδεχομένη κάμψη της οικονομίας – την οποία όλοι “αποτασσόμεθα ως τον σατανά” – δεν θα ελαμβάνοντο περαιτέρω μέτρα περικοπής των αμοιβών μεταξύ των οποίων και της νομοθετημένης ελάχιστης – κατώτατης αντιμισθίας. Ήτοι μελλοντικό πιθανό γεγονός που δεν επιτρέπει περιθώρια απεριόριστης κυβερνητικής αισιοδοξίας, ιδίως όταν όλα αυτά μπορεί να συμβούν υπό τις εκβιαστικές απειλές των δανειστών μας.

Διαχωρισμός των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. με “καθολική” ή “περιορισμένη” έκταση ισχύος

Η ιδιόρρυθμη και πρωτότυπη διάταξη της παραγράφου 2α του άρθρου 7 του κρινόμενου νομοθετήματος – αναγκαστικού πάντοτε χαρακτήρος – διακρίνει τις εθνικές γεν. Σ.Σ.Ε. σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη, προσδίδει δυνατότητα εφαρμογής στο σύνολο των εργαζομένων της χώρας, εφόσον δι’ αυτής καθορίζονται “μη μισθολογικοί” όροι. Στην δεύτερη, περιορίζει το εύρος (πεδίο) ισχύος της μόνο για εργαζομένους που απασχολούνται σε εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων, εφόσον δι’ αυτής καθορίζονται βασικοί μισθοί, ημερομίσθια, προσαυξήσεις και γενικά πάσης μορφής μισθολογικοί όροι. Υπενθυμίζεται ότι, ο θεσμικός ρόλος της εθνικής ρυθμίσεως με την οποία ανέκαθεν καθορίζονται και εξασφαλίζονται τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων, είναι καθολικής εφαρμογής και ότι η προεκτεθείσα προστατευτική λειτουργία της επεκτείνεται και καλύπτει και τους μισθωτούς του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέως και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν, οι εργαζόμενοι είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων εντεταγμένων στην δύναμη της συμβαλλόμενης τριτοβάθμιας οργανώσεως.

Η προεκτεθείσα διάταξη, προκαλεί ιδιαίτερη και ανεξήγητη έκπληξη, διότι η διάσπαση εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως μεταξύ “συνδικαλισμένων” και “μη” εργοδοτών, πέραν της αντισυνταγματικότητός της, διευκολύνει ανεπιθύμητες ανταγωνιστικές τάσεις. Λησμονήθηκε ενδεχομένως από τους συντάκτες του εν λόγω νομοθετήματος, η θεμελιώδης αρχή σύμφωνα με την οποία η συλλογική σύμβαση εργασίας από την πλευρά της ιδιωτικής οικονομίας παρέχει στις επιχειρήσεις σταθερό στοιχείο κόστους της εργασίας, που αποτελεί την βάση των επιχειρηματικών υπολογισμών και των απαιτουμένων συνδυασμών.

Συνέπειες από τον διαχωρισμό μεταξύ “συμβεβλημένων” και “μη” επιχειρήσεων σε Σ.Σ.Ε. – Πρόκληση αθέμιτου ανταγωνισμού

Η προεκτεθείσα οικονομική λειτουργία της συλλογικής συμβάσεως περιορίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τόσο μεταξύ επιχειρήσεων, αποκλείουσα την πρόσκτηση ανταγωνιστικής ικανότητος με χαμηλότερο κόστος εργασίας, όσο και μεταξύ εργαζομένων, αποκλείουσα παράλληλα την, με χαμηλότερη της οριζόμενης από την Σ.Σ.Ε. αμοιβή, προσφορά της εργασίας και την εκ του λόγου αυτού διαμάχη μεταξύ τούτων, ιδίως όταν τέτοιες καταστάσεις αναπτύσσονται σε περιόδους οικονομικής υφέσεως και αυξήσεως της προσφοράς εργασίας. Ανάλογη αντιμετώπιση των επιπτώσεων του αθέμιτου ανταγωνισμού, προέβλεπαν οι ήδη καταργηθείσες με τα μνημονιακά νομοθετήματα 3899/2010 και 4024/2011, διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 1876/90, περί κηρύξεως υποχρεωτικών των Σ.Σ.Ε. στους τρίτους – μη συνδικαλισμένους εργοδότες. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής ήταν διπλός. Αφ’ ενός, δι’ αυτής επιδιώκετο η εφαρμογή ίσων και ομοιομόρφων όρων εργασίας επί ολοκλήρου του επαγγελματικού τομέως που εκάλυπτε η δεδομένη Σ.Σ.Ε. και αφ’ ετέρου η προστασία της συλλογικής ρυθμίσεως έναντι ανεπιθύμητου ανταγωνισμού εκπροσώπων εργοδοτών ή εργαζομένων κειμένων εκτός της Σ.Σ.Ε. Ανάγκη να υπενθυμισθεί ακόμη ότι, στην επέκταση του πεδίου ισχύος των Σ.Σ.Ε. επί των τρίτων, υπόκειντο όλες οι Σ.Σ.Ε. οιασδήποτε κατηγορίας, πλην των εθνικών γενικών, των οποίων η έκταση (πεδίο) ισχύος ήταν καθολική, για εργοδότες και μισθωτούς χωρίς την συνδρομή των, περί δεσμευτικότητος του άρθρου 8 του Ν. 1876/90, προϋποθέσεων.

Αυτήν ακριβώς την αρχή των ίσων και ομοιομόρφων όρων εργασίας, προς δε και την προστασία της συλλογικής ρυθμίσεως έναντι ανεπιθύμητου ανταγωνισμού από την πλευρά εργοδοτών – μη μελών των συμβαλλομένων σε εθνική ρύθμιση (Σ.Σ.Ε.) που περιλαμβάνει μισθολογικούς όρους, ήλθε να διασπάσει και να ανατρέψει η ιδιόρρυθμη και “πρόχειρη”, κατά την άποψή μας, διάταξη του μνημονιακού νομοθετήματος 4093/2012, αρθρ. 7, παρ. 2α. Αυτό διότι με την νομοθετική αυτή ρύθμιση, η εθνική Σ.Σ.Ε., διασπάται αφ’ ενός ως προς το περιεχόμενό της, περιλαμβάνουσα όρους “μη μισθολογικούς” που ισχύουν και έχουν εφαρμογή για τους εργαζομένους όλης της χώρας και αφ’ ετέρου, όρους που αφορούν μισθολογικά ζητήματα (μισθούς, ημερομίσθια, επιδόματα, προσαυξήσεις) με τα οποία βαρύνονται για την καταβολή τους μόνο οι συνδικαλισμένοι εργοδότες. Κατ’ επέκταση της διακρίσεως αυτής, δημιουργείται σοβαρό ζήτημα διασπάσεως και του εργοδοτικού συνδικαλισμού, στις περιπτώσεις που ο επιχειρηματίας εργοδότης στοχεύει στον περιορισμό του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους, αποφεύγοντας την δέσμευσή του, από Σ.Σ.Ε. με μισθολογικά βάρη και ως εκ τούτου στοχεύει και στην διαγραφή του ως μέλος από την συμβαλλόμενη οργάνωση στην οποία ανήκει.

Ανεπίτρεπτος ο καθορισμός μισθού μικρότερου του νομοθετημένου

Αμφότεροι οι εργοδότες – συνδικαλισμένοι, ή μη – δεν επιτρέπεται να καθορίσουν, σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο, αμοιβές οι οποίες υπολείπονται του νομίμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου (Ν. 4093/2012, αρθρ. 7, παρ. 2α και αρθρ. 3, παρ. 2). Πρόκειται για ρύθμιση, που ίσχυε ανέκαθεν και επανελήφθη στα πρόσφατα νομοθετήματα 3899/2010 και 4024/2011, πλην όμως, το ανεπίτρεπτο καθορισμού της μικρότερης αντιμισθίας είχε ως βάση ασφαλείας τις βασικές αποδοχές της εκάστοτε ισχυούσης εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε., το ύψος των οποίων ήταν ανώτερο του σημερινού νομοθετημένου μισθού και ημερομισθίου. Ωστόσο, ομολογούμε ότι, τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα αν είχε τεθεί σε εφαρμογή, η προβλεφθείσα στον μνημονιακό νόμο 3845/2010 απόκλιση των επιχειρησιακών ή των λοιπών Σ.Σ.Ε. από την εθνική γενική Σ.Σ.Ε., γεγονός που θα εσήμαινε ενδεχομένως αμοιβές μικρότερες και από εκείνες του σημερινού νομοθετημένου μισθού.

Η επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. σε σχέση με την εθνική γενική του Ν. 4093/2011

Η ανάγκη αναφοράς στην προεκτεθείσα σχέση μεταξύ “εθνικής” και “επιχειρησιακής” Σ.Σ.Ε. προέκυψε, κατ’ αρχήν από την διατύπωση των διατάξεων της παραγράφου 2β, του άρθρου 7 και της αντίστοιχης της παραγράφου 4, του ιδίου άρθρου του Ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε επίπεδο κλάδου, επαγγέλματος και επιχειρήσεως, δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. και ότι κάθε παραπομπή (αναφορά) που γίνεται στον ελάχιστο μισθό της εθνικής γενικής ρυθμίσεως, νοείται ο “νομοθετημένος” νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο. Κατά δεύτερο λόγο, η ανάγκη αναφοράς στην σχέση αυτή προέκυψε από την σχετική εγκύκλιο – οδηγία του Υπ. Εργασίας, με την οποία – κατά την άποψή μας -προκαλείται σύγχυση ως προς την υποχρέωση εφαρμογής ή όχι της εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε. με “μισθολογικούς” ή “μη” όρους επί εργοδοτών που δεσμεύθηκαν με επιχειρησιακή ρύθμιση, ανάλογα με το αν ο συμβαλλόμενος στην επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. εργοδότης είναι συγχρόνως και μέλος μιας των εργοδοτικών οργανώσεων που συνάπτουν την εθνική ρύθμιση. Η ασάφεια της παραπάνω ερμηνευτικής εγκυκλίου, γίνεται πολυπλοκότερη όταν δι’ αυτής τίθεται ως προϋπόθεση και ο χρόνος (12.11.2012 ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Ν. 4093/2012) πριν ή μετά τον οποίο συνήφθη ή θα συναφθεί η επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. Επί του ζητήματος αυτού παρατηρητέα τα εξής. Όπως είναι γνωστό, το ιδιότυπο της επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., συνίσταται στο ότι η ρύθμιση αυτή διακρίνεται για την νομική και οικονομική της “αυτοτέλεια”. Ότι δηλαδή αρμόδιος φορέας για την σύναψή της δεν είναι η συνδικαλιστική εργοδοτική οργάνωση, αλλά ο οικείος εργοδότης, είτε ως “φυσικό” ή ως “νομικό” πρόσωπο (εταιρεία) χωρίς να απαιτείται η ένταξή του, ως μέλος, σε συνδικαλιστική οργάνωση οιουδήποτε βαθμού και επιπέδου. Η ρύθμιση των όρων εργασίας σε επίπεδο επιχειρήσεως είναι υποχρεωτική και καθολική για τους απασχολουμένους σ’ αυτήν μισθωτούς και έχει το πλεονέκτημα ότι, οι όροι αυτοί προσαρμόζονται και διαμορφώνονται σύμφωνα με τις δυνατότητες της κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Γεγονός που δεν επιτρέπει την διάσπασή της από άλλες Σ.Σ.Ε., αλλά της παρέχει το προβάδισμα και την υπεροχή στην ιεραρχία των Σ.Σ.Ε., ώστε να διαμορφώνονται κατά κανόνα ευνοϊκότεροι όροι εργασίας για όλες τις ειδικότητες και κατηγορίες του προσωπικού. Η πρακτική απέδειξε ότι στον χώρο της επιχειρήσεως οι “μη μισθολογικοί” όροι – περί των οποίων θα αναφερθούμε στην συνέχεια – καθορίζονται όχι μόνο με Σ.Σ.Ε., αλλά κυρίως με τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας, ή με αποφάσεις των διοικήσεων των επιχειρήσεων, ή με πρακτικά συμφωνιών, ή κατ’ άλλον εθιμικό τρόπο ή επιχειρησιακή συνήθεια. Οι ελάχιστοι όροι εργασίας των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε., έχουν ενσωματωθεί και ενσωματώνονται στις, επιχειρησιακού επιπέδου, ρυθμίσεις με έναν από τους παραπάνω τρόπους και συνεπώς η συνέχιση εφαρμογής τους είναι δεδομένη ανεξαρτήτως αν ο επιχειρηματίας εργοδότης συνδέεται με την ιδιότητα του μέλους σε εργοδοτική οργάνωση ευρυτέρας εκπροσωπήσεως. Η μέλλουσα να συναφθεί μετά την 12.11.2012 επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε., διέπεται από έναν καθοριστικής σημασίας κανόνα, αναγκαστικού χαρακτήρος, ήτοι να μην καθορίζονται μέσω αυτής μηνιαίες αποδοχές ή ημερομίσθια μικρότερου ύψους έναντι των εκάστοτε νομοθετημένων με την διαδικασία που επέβαλε ο Ν. 4093/2012. Όλοι οι λοιποί όροι εργασίας μπορεί να τροποποιηθούν είτε προς το ευνοϊκότερο, είτε προς το δυσμενέστερο. Αν η τροποποίηση αυτή περιβληθεί τον τύπο επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε. κατά την διαδικασία που προβλέπει η κειμένη νομοθεσία, τότε προφανώς θα πρέπει να εφαρμόζονται τα “συμφωνηθέντα” χωρίς να εξαρτώνται από την συνδρομή άλλων προϋποθέσεων δεσμευτικότητος του συμβληθέντος εργοδότου με συνδετικό στοιχείο την ιδιότητά του ως μέλους επαγγελματικής οργανώσεως που συμβάλλεται και συνάπτει την εθνική ρύθμιση. Αυτή ακριβώς είναι η προαναφερθείσα “αυτοτέλεια” της επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., ως ειδικότερης ρυθμίσεως, η οποία δεν δικαιολογείται να δεχθεί επί πλέον και τα βάρη από το κόστος των μισθολογικών όρων μιας εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε., επειδή ενδεχομένως ο επιχειρηματίας εργοδότης τυγχάνει να είναι μέλος μιας των ευρυτέρας εκπροσωπήσεως οργανώσεων. Κατά συνέπεια, θεωρούμε ως ανεδαφική την διευκρινιστική άποψη – οδηγία του συντάκτου της Εγκυκλίου του Υπ. Εργασίας, καθ’ ο μέρος αυτή θεωρεί ως επιτακτική την ανάγκη εξετάσεως του εργοδότου – επιχειρηματίου που προτίθεται να συνάψει επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. μετά την 12.11.2012, αν είναι μέλος ή όχι εργοδοτικής οργανώσεως που συμβάλλεται στο πλαίσιο των εθνικών γενικών Σ.Σ.Ε. Αν πράγματι επικρατούσε μια τέτοια άποψη, τότε ο προτιθέμενος να συνάψει επιχειρησιακή ρύθμιση εργοδότης, θα απέφευγε να συμπράξει ως μέλος εργοδοτικής οργανώσεως, σε εθνικού επιπέδου ρύθμιση που θα καθόριζε ευνοϊκότερους όρους αμοιβής και εργασίας, ή εν κατακλείδι θα προτιμούσε την διαγραφή του από την συνδικαλιστική του οργάνωση, στην προσπάθεια να αποφύγει την δέσμευση της επιχειρήσεώς του από Σ.Σ.Ε. που καλύπτει μόνο τους συμβαλλομένους.

Οι μη μισθολογικοί όροι

Υπό τον παραπάνω όρο – “μη μισθολογικοί όροι” – είναι δυνατόν να νοηθούν πλείστες όσες παροχές που εγγίζουν περισσότερο την σχέση προστασίας των εργαζομένων από ατυχήματα, επαγγελματικές ασθένειες, την επαγγελματική εξέλιξη, την ασφάλιση και γενικά τα μέτρα προνοίας του εργοδότου, προς δε και διατάξεις (όρους) που αναφέρονται στην τάξη και την ευρυθμία της εκμεταλλεύσεως, τις συνθήκες εργασίας, καθώς και συναφή ζητήματα, τα οποία μπορούν να θεσμοθετηθούν σε ολόκληρο το φάσμα των μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σχέσεων, ήτοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε πλευράς έναντι της άλλης. Στην κατηγορία των “μη μισθολογικών όρων” μπορούν να ενταχθούν ακόμη και οι λεγόμενες “παροχές σε είδος” αποτιμώμενες ή μη σε χρήμα, καθώς επίσης και πρόσθετες αμοιβές κατά την διάρκεια ασθενείας, στρατεύσεως, αδείας με αποδοχές και άνευ αποδοχών, υπό τον όρο ότι, οι παροχές αυτές καλύπτουν τις λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως και οπωσδήποτε δεν έχουν μισθολογικό χαρακτήρα έστω και αν εμφανίζουν συχνότητα επαναλήψεώς τους. Συνήθως οι μη μισθολογικοί όροι αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεώς τους με τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων και χαρακτηρίζονται για τον κοινωνικό – θεσμικό χαρακτήρα τους, όπως είναι π.χ. η ένταξη των εργαζομένων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για την κάλυψη δαπανών ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως ή ακόμη και συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Ωστόσο όλα τα προαναφερθέντα θέματα, έστω και με την αναίρεση του μισθολογικού χαρακτήρος τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν το περιεχόμενο της ύλης της εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε. με καθολικό πεδίο ισχύος για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας και βεβαίως για το σύνολο των εργοδοτών, ανεξαρτήτως της ιδιότητος των τελευταίων ως μελών ή όχι των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων. Περισσότερο ορθή θα εθεωρείτο η άποψη εκείνη, σύμφωνα με την οποία η οριοθέτηση των μην μισθολογικών όρων θα συνέπιπτε με την έννοια των “γενικών όρων εργασίας” του άρθρου 22, παρ. 2 του Συντάγματος, με στόχο και αντικείμενο την γενική θεσμική διάπλαση της σχέσεως εργασίας, προς δε και την ρύθμιση κάθε άλλου θέματος της σχέσεως αυτής που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και ενδιαφέρει σαν τέτοιο την γενική έννομη τάξη. Η θέσπιση των όρων αυτών ανήκει στον κρατικό νομοθέτη, με την επισήμανση όμως ότι, οι διατάξεις ενός τέτοιου νομοθετήματος θα πρέπει να είναι μη αναγκαστικού, αλλά ενδοτικού δικαίου, ώστε να μπορούν να τροποποιηθούν και να συμπληρωθούν με Σ.Σ.Ε. εθνικού επιπέδου με ευνοϊκότερους, για τους εργαζομένους, όρους εργασίας. Άλλωστε αυτή η πρακτική τηρήθηκε μέχρι σήμερα με την ρύθμιση ζητημάτων θεσμικού χαρακτήρος – μη μισθολογικών όρων – με τις κατά καιρούς συναφθείσες εθνικές γενικές Σ.Σ.Ε. Μάλιστα πολλές από τις συμβάσεις αυτές, κυρώθηκαν με νόμο, άλλες για το σύνολο του περιεχομένου τους και άλλες ως προς ορισμένες διατάξεις (όρους), ενώ κάποιες τρίτες θεωρήθηκαν για ορισμένες διατάξεις τους “απλώς έγκυρες”.

Εθνικές γενικές Σ.Σ.Ε. με περιεχόμενο ρυθμίσεως μη μισθολογικών θεμάτων

Υπενθυμίζεται ότι μη μισθολογικού χαρακτήρος ζητήματα χαρακτηρίσθηκαν τα εξής: Η καθιέρωση μισθολογικής ισότητος ανδρών και γυναικών (Σ.Σ.Ε. 1975). Η δυνατότης καθιερώσεως της πενθήμερης εργασίας και η θεσμοθέτηση της υπερεργασίας (Σ.Σ.Ε. 1975, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στην συνέχεια με τις επακολουθήσασες του αυτού επιπέδου εθνικές ρυθμίσεις των ετών 1979, 1984, 1985 και 1986). Η αύξηση των ημερών αδείας αναπαύσεως και η εκπαιδευτική άδεια των συνδικαλιστικών στελεχών (Σ.Σ.Ε. 1975). Η χορήγηση του επιδόματος γάμου (Σ.Σ.Ε. 1976, όπως τροποποιήθηκε με τις αντίστοιχες επόμενες των ετών 1978, 1979, 1984, 1985, 1986, 1988 και 1989). Η εθνική ρύθμιση έτους 1977, που κυρώθηκε με τον Ν. 549/77 για τα ζητήματα που αφορούσαν την άδεια ανηλίκων, την άδεια αναψυχής και την λύση της σχέσεως με διαλείπουσα εργασία, τις αποδοχές αδείας των κατ’ αποκοπή αμειβομένων μισθωτών, το επίδομα και την κατάτμηση αδείας, την χορήγηση συμπληρωματικής αδείας και την έκταση εφαρμογής των περί αδειών διατάξεων. Η εθνική ρύθμιση έτους 1982 περιβληθείσα τον τύπο διαιτητικής αποφάσεως και περιλαμβάνουσα ζητήματα περαιτέρω σμικρύνσεως του εβδομαδιαίου συμβατικού ωραρίου και την καθιέρωση του συστήματος ΑΤΑ, αναγνωρίσθηκε ως έγκυρη. Η εθνική ρύθμιση έτους 1988 που κυρώθηκε με τον Ν. 1766/88 για τα θέματα (όρους) που αφορούν τα μέτρα υγιεινής και ασφαλείας, την εκπαιδευτική άδεια των συνδικαλιστών, τις πρόσθετες εισφορές υπέρ του ΟΑΕΔ και της Εργατικής Κατοικίας. Με την εθνική ρύθμιση έτους 1989 που κυρώθηκε και αυτή με τον Ν. 1849/89, επανακαθορίσθηκαν τα ζητήματα της αδείας μητρότητος, της υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων, καθώς και θέματα που αφορούσαν την αποζημίωση των εργατοτεχνιτών. Η ρύθμιση έτους 1993 που αφορούσε ζητήματα αδείας μητρότητος, θηλασμού, αδείας σπουδών για εργαζομένους και αποζημιώσεως εργατοτεχνιτών κυρώθηκε με τον Ν. 2224/94. Επακολούθησαν οι διαδοχικές Σ.Σ.Ε. των ετών 1996, 1998 και 2000, με τις οποίες επαναρυθμίσθηκαν η αύξηση της αδείας των μαθητών σπουδαστών φοιτητών για την συμμετοχή τους στις εξετάσεις, η άδεια γάμου και γεννήσεως τέκνου, η βελτίωση της αποζημιώσεως των εργατοτεχνιτών και η επί πλέον άδεια αναπαύσεως με αποδοχές των μισθωτών που έχουν υπηρεσία 20 ετών. Από τις παραπάνω τρεις διαδοχικές ρυθμίσεις κυρώθηκαν μόνο η πρώτη με τον Ν. 2556/97 και η τρίτη με τον Ν. 2874/2000. Με τον Ν. 3144/2003 κυρώθηκαν μόνο ορισμένες διατάξεις της εθν. γεν. Σ.Σ.Ε. έτους 2002. Τέλος, με τις εθνικές γεν. Σ.Σ.Ε. της 23.5.2000, της 15.4.2002, της 24.5.2004, της 12.4.2006, της 2.4.2008 και της 15.7.2010 ρυθμίσθηκαν πλείστα όσα ζητήματα – μη μισθολογικού χαρακτήρος – που αφορούν άδειες για ασθένεια εξαρτωμένων μελών, προς δε και τοιαύτες μονογονεϊκών οικογενειών, μεταγγίσεως αίματος, θανάτου συγγενούς, παρακολουθήσεως της σχολικής επιδόσεως των παιδιών, ανηλίκων, μεταπτυχιακών σπουδών, αδείας λόγω AIDS, κ.λπ. (Βλέπετε περισσότερα περί των εθνικών Γεν. Σ.Σ.Ε. στο πόνημα των: I. Τουτζιαράκη και Χρ. Καρατζά με τον τίτλο: “Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 1975-2012”).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η αρχή της ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως στο δικαιϊκό μας σύστημα διατρέχει όλη την ιεραρχία των πηγών της εργασιακής σχέσεως, γεγονός που επιτρέπει στην εκάστοτε ασθενέστερη πηγή δικαίου την απόκλισή της από τους ορισμούς της ισχυρότερης, αλλά μόνο προς όφελος των εργαζομένων. Η αρχή αυτή ισχύει για την συσχέτιση ρυθμίσεων διαφόρων, επιπέδου και βαθμίδος, διατάξεων ως μέσων διαμορφώσεως των σχέσεων. Έτσι η συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να αποκλίνει από τους ορισμούς του νόμου προς όφελος των εργαζομένων, εκτός αν πρόκειται περί νόμου δημοσίας τάξεως που αποκλείει κατά το νόημα του κάθε παρέκκλιση. Και ναι μεν ο νόμος έχει ως αντικείμενο – κατά την συνταγματική επιταγή του άρθρου 22, παρ. 2  -την διάπλαση των γενικών όρων εργασίας, προς δε και κάθε άλλο θέμα που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και ενδιαφέρει την γενική έννομη τάξη, πλην όμως και ο θεσμικός ρόλος της εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε., στα ίδια αχνάρια πορεύεται, στοχεύει και κινείται, ήτοι στον καθορισμό των ελαχίστων ορίων προστασίας των εργαζομένων, που αναμφισβήτητα εντάσσονται στην έννοια του κοινωνικού συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι, ο κοινός νομοθέτης δεν θα πρέπει να προβαίνει στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με την θέσπιση διατάξεων – αναγκαστικού χαρακτήρος – μη δυναμένων συνεπώς να τροποποιηθούν με Σ.Σ.Ε. και μάλιστα με τοιαύτη σε εθνικό επίπεδο που εξασφαλίζει την ελάχιστη αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών. Ο νομοθέτης του κρινόμενου νομοθετήματος 4093/2012, με πρόσχημα την συνδρομή εξαιρετικών αναγκών της οικονομίας της χώρας, ανέτρεψε ολοσχερώς την προαναφερθείσα συνταγματική αρχή περιορίζοντας την συλλογική αυτονομία με την υποκατάσταση στην θέση των κοινωνικών εταίρων – φορέων των εργασιακών σχέσεων (αρμοδίων κατά τον νόμο, να διαβουλεύονται και να συνάπτουν τους γενικούς όρους ελάχιστης προστασίας των εργαζομένων) τα κρατικά όργανα – την κυβέρνηση – στην δικαιοδοσία των οποίων αφέθηκε η διαμόρφωση των κατωτάτων όρων αμοιβής και εργασίας των μισθωτών. Ο έντονος αυτός κρατικός παρεμβατισμός που εκφράζεται ιδίως με την σχετική διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του Ν. 4093/2012, σύμφωνα με την οποία “κάθε αναφορά της ισχύουσας νομοθεσίας γενικά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, νοείται ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και κατώτατο ημερομίσθιο” και ότι, σύμφωνα πάλι με την αντίστοιχη διάταξη της παραγράφου ε, του ιδίου ως άνω νόμου, κατά την οποία καμία άλλη προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας, δεν περιλαμβάνεται στο νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, κ.λπ., είναι αντίθετος και αντιστρατεύεται το “καλώς νοούμενο” κοινωνικό συμφέρον που ενδιαφέρει συγχρόνως και την γενική έννομη τάξη.

 

Δείτε ακόμα

1η Μαΐου 2021 ημέρα Σάββατο

1η Μαΐου 2021 ημέρα Σάββατο Αφού η ημέρα της 1ης Μαΐου κηρύχθηκε ως υποχρεωτική αργία …

25η Μαρτίου 2021 – ημέρα Πέμπτη

25η Μαρτίου 2021 – ημέρα Πέμπτη Οπως προβλέπει το άρθρο 2 του ν.δ. 3755/1957, μετά …