ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
“ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ”
Χρήστος Θ. Παπαδημητρίου,
Δ.Ν., Δικηγόρος, επιστημονικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Paris XIII.
Με την απόφαση Α.Π. 1234/2003 κρίθηκε ότι η μεταφορά ημερών αδείας που δεν χορηγήθηκαν στον εργαζόμενο, έστω και με την συναίνεσή του, στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη) και ο εργοδότης ο οποίος υπαιτίως δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στον εργαζόμενό του κατά την διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τις αντίστοιχες προς τις ημέρες μη χορηγηθείσας αδείας αποδοχές προσαυξημένες κατά 100%, μη δυνάμενος να εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωσή του με την χορήγηση στον εργαζόμενο του των ανωτέρω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το σύνολο των συσσωρευμένων ημερών μη χορηγηθείσας αδείας προηγούμενων ετών.
Το Εφετείο Αθηνών στην ΕΦ. ΑΘ. 6566/2003 έκρινε ότι Το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει τους μισθωτούς του, δεν είναι απεριόριστο αλλά υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 Α.Κ., πρέπει δηλαδή να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ανωτέρω ορίων, έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 178 Α.Κ., την ακυρότητα της γενομένης απολύσεως, όποτε ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό τους μισθούς υπερημερίας (Α.Π. 97/1991 ΝοΒ 40, 546, Α.Π. 61/1987 ΕλΔνη 29, 126). Τέτοια προφανής υπέρβαση υπάρχει και όταν η καταγγελία έγινε εξ εκδικήσεως συνεπεία προηγηθείσης συμπεριφοράς του μισθωτού μη συνδεόμενης με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του και μη αρεστής στον εργοδότη, όπως είναι η επιδίωξη από τον εργαζόμενο νομίμου αξιώσεως του (Εφ. Ναυπ. 406/1987 ΔΕΝ 45, 369). Κυρίαρχο στοιχείο για να θεωρηθεί η καταγγελία καταχρηστική είναι η ύπαρξη λόγου εμπάθειας, η εκδίκηση και γενικά η ύπαρξη προσωπικού λόγου του εργοδότη, ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο, των μελών της διοίκησης του, που δεν συνδέεται με τα συμφέροντα της επιχείρησης (Ολ. Α.Π. 707/1985 ΕΕΔ 45, 219, Α.Π. 303/1986 Ελ. Δνη 28, 277).
Επίσης στην ΕΦ. ΑΘ. 8219/2000 κρίθηκε ότι είναι καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως εργασίας. Είναι και αυτή που προκαλείται εκ λόγων εχθρότητας ή εκδικήσεως του εργοδότη συνεπεία προηγηθείσας συμπεριφοράς του εργαζομένου μη αρεστής σε αυτόν. Τέτοια συμπεριφορά του εργαζομένου είναι και η προσφυγή του στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση νομίμων δικαιωμάτων του.
Επίσης το Εφετείο Καλαμάτας στην απόφαση ΕΦ. ΚΑΛΑΜ. 157/2007, κατέληξε ότι από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 και των άρθρων 652 και 281 Α.Κ. προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση, τον νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, του νόμου ή του κανονισμού εργασίας, αλλά καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών συνιστά τελικά και βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως, αφού η μεταβολή επέρχεται κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1158/2001 ΕλλΔνη 44, 453, Α.Π. 495/1998 ΕΕργΔ 58, 498). Έτσι, όταν ο εργοδότης μέσα στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος έχει τη δυνατότητα να μεταθέτει ή να μετακινεί τον εργαζόμενο από τόπο σε τόπο ή από υπηρεσία σε άλλη, πρέπει να ασκεί το δικαίωμα τούτο κατά τους κανόνες της καλής πίστης και κατά δίκαιη κρίση, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις του εργαζομένου σε σχέση με άλλους συναδέλφους του, καθώς και τη δυνατότητα μετακινήσεως άλλων εργαζομένων που είναι νεώτεροι κατά την ηλικία και την υπηρεσία, για τα οποία οφείλει να πληροφορηθεί ο εργοδότης (Α.Π. 1333/2002 ΕλλΔνη 44, 452, Α.Π. 1546/1979 ΔΕΝ 36, 374, Καποδίστριας στην Ερμ,Α.Κ. άρθρο 652, αριθμ. 31-34), διαφορετικά η μετάθεση προσκρούει στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη και οδηγεί σε χαρακτηρισμό αυτής ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της συμβάσεως, η σχετική δε απόφαση είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ., άκυρη (Εφ. Αθ. 3120/2003 ΕλλΔνη 45, 226). Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 200, 288, 648, 662 και 663 του Α.Κ. προκύπτει ότι βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης δεν είναι μόνο αυτή που προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει εν όψει και του προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στη διεύθυνση της επιχειρήσεώς του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του (Α.Π. 1426/ 2004 ΕλλΔνη 46, 773, Α.Π. 1479/2002 ΕλλΔνη 45, 759).
Ακόμη, ο Άρειος Πάγος στην ΑΠ 944/2005 κατέληξε ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή όρων σύμβασης εργασίας. Δεν συνεπάγεται τη λύση της σύμβασης. Ο υπάλληλος μπορεί είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση, είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Εάν οι υπηρεσίες του δεν γίνουν αποδεκτές, ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος. Το διευθυντικό δικαίωμα δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς για αυτόν όρους της εργασιακής συμβάσεως και να συνδέσει την καταγγελία της με την αποδοχή των νέων βλαπτικών όρων (τροποποιητική καταγγελία). Έλεγχος της καταχρηστικότητας της καταγγελίας με το άρθρο 281 Α.Κ. Περιστατικά όπου η μεταβολή δεν κρίθηκε βλαπτική γιατί η νέα θέση δεν ήταν υποδεέστερη από την προηγούμενη, δεν απαιτούσε εξειδίκευση ή εμπειρία και τα καθήκοντα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολα.
Ομοίως στην ΑΠ 1479/2002 έδωσε νέα διάσταση στη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας από τον εργοδότη για τον εργαζόμενο. Έννοια και δικαιώματα του εργαζομένου από και εξ αιτίας αυτής. Βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι μόνο αυτή που προκαλεί υλική ζημία, αλλά και ηθική βλάβη. Η προσβλητική για τον εργαζόμενο συμπεριφορά του εργοδότη, του προκαλεί ηθική βλάβη, εφ’ όσον δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, καλοπίστως και αντικειμενικώς, να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του εργαζομένου για παροχή της εργασίας του με πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση, ώστε η συνέχιση της εργασίας του στον χώρο της εργοδοτικής επιχειρήσεως να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής.
Στην ΕΦ. ΑΘ. 9597/1998, κρίθηκε η έννοια μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασιακής συμβάσεως. Η μείωση των αποδοχών του εργαζομένου, η άμεση ή έμμεση ηθική ή υλική βλάβη αυτού συνεπεία του υποβιβασμού του, η ανάθεση σ’ αυτόν εργασίας υποδεέστερης της συμφωνηθείσας και η αλλαγή βάρδιας ενώ είχε συμφωνηθεί η απασχόληση μόνον κατά την ημερήσια βάρδια, συνιστούν βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.
Τέλος το Εφετείο Αθηνών στην ΕΦ. ΑΘ. 6563/2001, έκρινε ότι ο εργοδότης, πλην των λοιπών υποχρεώσεών του προς τον μισθωτό, έχει και υποχρέωση προνοίας γι’ αυτόν, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 57, 660, 662 και 663 του Α.Κ. Η υποχρέωση προνοίας αναλύεται στην υποχρέωσή του να μεριμνά για την προστασία του προσώπου του μισθωτού σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η υποχρέωση αυτή αφορά, πλην άλλων, και στην κοινωνική ασφάλιση του μισθωτού. Επί παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής του εργοδότου, ο μισθωτός δικαιούται να θεωρήσει την παράβαση ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να ζητήσει την αποζημίωση του ν. 2112/1920 (Χ. Γκούτου Γ. Λεβέντη, Εργατική Νομοθεσία, έκδοση 1988 παρ. 38 σελ. 100 και επόμ.).
Ακόμη, επί παραλείψεως προαγωγής υπαλλήλου που υπερτερεί κατάδηλα ως προς την υπηρεσιακή απόδοση, επίδοση και εν γένει καταλληλότητα έναντι του προαχθέντος ή των προαχθέντων αντ’ αυτού, υπάρχει ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 281 του Α.Κ. συνιστώσα και αδικοπραξία κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 914 επ. Α.Κ., υποκείμενη στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. Η εν λόγω παραγραφή αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, δηλαδή αφότου ο υπάλληλος έμαθε την απόφαση για τη μη προαγωγή του, όταν και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη η αξίωσή του. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. (Α.Π. 619/2008)
Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, εάν οι επιζήμιες συνέπειες μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν κατά το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξεως. Περαιτέρω, κάθε αξίωση του υπαλλήλου που, κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ., παρανόμως δεν προήχθη, οπότε υφίσταται αδικοπραξία κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 914 του ίδιου Κώδικα, είτε έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση ότι έπρεπε να προαχθεί από ορισμένο χρόνο, είτε έχει ως αντικείμενο την καταβολή αποζημιώσεως για την από την παρανομία θετική ζημία του ή για ζημία του λόγω διαφυγόντος κέρδους, υπόκειται στην ανωτέρω πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ., αφότου δηλαδή έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, αφού όλες οι μερικότερες αξιώσεις έχουν ως γενεσιουργό αιτία την αδικοπραξία του εργοδότη, δηλαδή την παράνομη παράλειψη του εργαζομένου από τις προαγωγές και δεν συγχωρείται διάκριση μεταξύ των πιο πάνω αξιώσεων, κατά τρόπον ώστε η μεν αξίωση για προαγωγή από ορισμένο χρόνο να υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ., οι δε υπόλοιπες να υπόκεινται στη βραχυπρόθεσμη παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. (Α.Π. 233/2007).
Κατά τα άρθρα 247, 279 του Α.Κ. η παραγραφή καθιερώνεται για τις αξιώσεις, ενώ αντίθετα η αποσβεστική προθεσμία αφορά σε δικαιώματα που δεν ενέχουν αξίωση (διαπλαστικά κ.α.). Δεν αποκλείεται όμως ο νομοθέτης να ορίσει για ορισμένη αξίωση η οποία διαφορετικά θα υπέκειτο σε γενική ή ειδική παραγραφή ότι υπόκειται και σε προθεσμία, οπότε αν δεν ορίσθηκε ειδικώς άλλως, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της συγκεκριμένης διατάξεως αν με την καθιέρωση της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας αποκλείεται η παραγραφή ή αν προθεσμία και παραγραφή συντρέχουν ώστε αν τηρηθεί η προθεσμία η αξίωση να υπόκειται εφεξής μόνο στην παραγραφή.
Εξάλλου κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955 “πάσα αξίωση μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας”. Πρόκειται για καθιέρωση ουσιαστικού απαραδέκτου το οποίο κατά κύριο λόγο πλήσσει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκην και τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, χωρίς δηλαδή να προταθεί η ακυρότητα με αγωγή ή ένσταση, ανταγωγή ή αντένσταση, η καταγγελία καθίσταται ισχυρή και τόσον το δικαίωμα επίκλησης και προσβολής της ως άκυρης, όσον και οι αξιώσεις του μισθωτού που προϋποθέτουν την ακυρότητα αποσβένυνται, η δε σχετική αγωγή, ένσταση κ.τ.λ. απορρίπτονται ως απαράδεκτες ουσιαστικώς. Συμπλήρωση της ως άνω προθεσμίας μετά την νόμιμη διακοπή της σε επιδικία δεν νοείται, διότι η διάταξη του άρθρου 261 του Α.Κ. κατά το μέρος που ορίζει ότι η παραγραφή που διεκόπη με την έγερση της αγωγής αρχίζει πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου δεν έχει ανάλογη εφαρμογή επί των αποσβεστικών προθεσμιών (Ολ. Α.Π. 1338/85).
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο μισθωτός που ετήρησε την προθεσμία δικαιούται να εφησυχάσει και οι αξιώσεις του να παραμένουν διηνεκώς εκκρεμείς. Διότι παράλληλα η αξίωσή του για την καταβολή μισθών υπερημερίας υπόκειται αυτοτελώς στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 του Α.Κ., η οποία διακόπτεται με την επίδοση της αγωγής και αρχίζει εκ νέου από το τέλος του έτους στο οποίο εμπίπτει η τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Η ερμηνευτική αυτή επιλογή ευρίσκεται σε αρμονία τόσον προς το γράμμα της ως άνω διατάξεως στην οποία γίνεται λόγος για “απαράδεκτο” αξιώσεων, όσον και προς την αληθή βούληση και τον σκοπό του νομοθέτη, αφού ο τελευταίος με αυτή απέβλεψε απλώς στην σύντομη άρση της αβεβαιότητας ως προς το κύρος της καταγγελίας, ενόψει των συνεπειών της και όχι στο απαράγραπτο ή την ευνοϊκότερη μεταχείριση των εκ της άκυρης καταγγελίας αξιώσεων, δεδομένου ότι δεν δικαιολογείται διάκριση μεταξύ αξιώσεως μισθών και μισθών υπερημερίας που δεν οφείλονται σε άκυρη καταγγελία και αξιώσεως μισθών υπερημερίας που στηρίζεται σε ακυρότητα της καταγγελίας, ώστε η αξίωση για την καταβολή των τελευταίων εκ μόνου του λόγου ότι διεκόπη η προθεσμία για την δικαστική επιδίωξη της και εντεύθεν διέφυγε απλώς την απειλή του απαραδέκτου να μην υπόκειται σε παραγραφή. Εξ άλλου και η αξίωση του μισθωτού για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης από άκυρη απόλυσή του, που συνιστά αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Α.Κ., υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του Α.Κ.
Εξάλλου, για την αξίωση της μη καταβληθείσης νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 6 παρ. 2 Ν. 3198/55, τίθεται εξά(6)μηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της σχετικής αγωγής η αφετηρία της οποίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία αυτή έγινε απαιτητή, δηλ. είτε η ημέρα της απόλυσης είτε (εφόσον έχουμε απόλυση με προειδοποίηση) η ημέρα της παρόδου της προθεσμίας προειδοποίησης. Όλες οι προθεσμίες ξεκινούν από την επομένη ημέρα του γεγονότος που αποτελεί αφετηρία της αξίωσης (δηλ. σε απόλυση που έγινε χωρίς αποζημίωση την 1.4.2011 η προθεσμία άσκησης της σχετικής αγωγής είναι μέχρι την 2.10.2011).
Για τις εργατικές αξιώσεις η παραγραφή διακρίνεται σε πενταετή για όσες πηγάζουν από το νόμο και εικοσαετή για όσες πηγάζουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά το άρθρο 250 αρ. 6 και 17 Α.Κ., οι αξιώσεις των εργαζομένων για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών τους παραγράφονται σε πέντε χρόνια, αρχίζει δε η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 253 του ίδιου κώδικα, μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη αυτής. Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 515/1970, κάθε αξίωση των μισθωτών για αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως, και αν ακόμη αυτή φέρει τα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, αρχόμενη από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αυτή γεννήθηκε. Περαιτέρω, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται κατά τα άρθρα 904 και 908 Α.Κ., ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε, ανεξαρτήτως της ζημίας του εργαζομένου και η οποία ωφέλεια συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλλε αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος, εκτός των παροχών που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως. Η ως άνω απαίτηση του ακύρως απασχοληθέντος μισθωτού υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, συνάγεται ότι τα επιδόματα εορτών, οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας και η πρόσθετη αποζημίωση εξ 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου επί μη νόμιμης υπερωριακής απασχολήσεως, δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους με άκυρη σύμβαση εργασίας, των σχετικών αξιώσεών τους θεμελιουμένων ευθέως στις παραπάνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, οι εν λόγω αξιώσεις υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 6 και 17 Α.Κ.
Τέλος, κατά τις διατάξεις της Υ.Α. 1831011946, της Υ.Α. 890011946 και της ΕΓΣΣΕ από 26.6.1975, η αμοιβή που οφείλεται για παροχή νυχτερινής εργασίας, η βασική αμοιβή για απασχόληση κατά Κυριακή ή σε αργία και η αμοιβή για υπερεργασία, έχουν μισθολογικό χαρακτήρα και συνεπώς, επί άκυρης σύμβασης εργασίας, αναζητούνται με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η δε παραγραφή τους είναι εικοσαετής (Α.Π. 1150/2007, δημ. Νόμος). Και ενώ η αξίωση για την απόληψη του ημερομισθίου κατά τις Κυριακές και κατά τον νόμον εξαιρετέες ημέρες εδράζεται, όπως προαναφέρθηκε, στην άκυρη σύμβαση εργασίας και στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ., η προσαύξηση 75% του ημερομισθίου στηρίζεται στο νόμο (άρθρ. 2 παρ. 1 Ν. 435/1976 – βλ. Α.Π. 904/2004, δημ. Νόμος). Συνεπώς, και η παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής.
Περαιτέρω, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται κατά τα άρθρα 904 και 908 Α.Κ., ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε, ανεξαρτήτως της ζημίας του εργαζομένου και η οποία ωφέλεια συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλλε αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος, εκτός των παροχών που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως. Η ως άνω απαίτηση του ακύρως απασχοληθέντος μισθωτού υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ.
Η διακοπή της παραγραφής: με την άσκηση της αγωγής διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης του ενάγοντος κατά του εναγομένου. Έτσι, αν ο νόμος προβλέπει για μια οφειλή πενταετή παραγραφή και ο δανειστής ασκήσει αγωγή (καταθέσει και επιδώσει) την τελευταία μέρα πριν την παρέλευση της πενταετίας, η παραγραφή διακόπτεται. Ακόμη κι αν η απόφαση του δικαστηρίου βγει μετά από χρόνια, ζήτημα παραγραφής δεν τίθεται. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες διαφορές, για τις οποίες ο νόμος προβλέπει ότι η προθεσμία της παραγραφής συνεχίζει να τρέχει και μετά την άσκηση της αγωγής (“παραγραφή εν επιδικία”).