Επίδομα παραμεθόριων περιοχών - Εξαιρέσεις και αντισυνταγματικότητα Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Α.Π. 3/2013 (Ολομελ.) Πρόεδρος: η κ. ΡΕΝΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εισαγγελέας: ο κ. Ι. ΤΕΝΤΕΣ Εισηγητής: ο κ. ΑΝΤ. ΖΕΥΓΩΛΗΣ Δικηγόρος: ο κ. Γ. ΔΗΜΑΚΗΣ Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Τη συνδρομή τέτοιου συμφέροντος ελέγχουν τα δικαστήρια ενόψει της κατά το άρθρο 93 παρ. 4 εξουσίας τους να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος (Ολ. Α.Π. 19/2004). Εξάλλου, με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" χορηγήθηκε επίδομα προβληματικών και παραμεθόριων περιοχών στους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., που υπηρετούν σε περιοχές οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως προβληματικές και παραμεθόριες και μόνο για όσο χρόνο υπηρετούν σ' αυτές. Κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, στις διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι, το προαναφερόμενο επίδομα καταβάλλεται σε όλους τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις ανωτέρω περιοχές λόγω των ιδιαιτεροτήτων που αυτές παρουσιάζουν και αποτελεί κίνητρο για την παραμονή τους στις υπηρεσίες των περιοχών αυτών. Περαιτέρω, με τη ΔΙΔΑΔ/Φ.50/265/29847/30.10.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. Β', 667, 11.11.1992), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 64 παρ. 1 του ν. 1943/1991, ο Νομός Ροδόπης καθορίστηκε ως προβληματική περιοχή Α' κατηγορίας, ενώ με το άρθρο 1 του ν. 287/1976 ο ίδιος Νομός καθορίστηκε ως παραμεθόρια περιοχή. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το προαναφερόμενο επίδομα θεσπίστηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση, εγκατάσταση και παραμονή των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. που υπηρετούν στον Νομό Ροδόπης και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάπτεται με την κατηγορία του υπαλλήλου, αλλά αποκλειστικά με τον τόπο στον οποίο αυτός υπηρετεί. Έτσι, ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος που επιβάλλει τη χορήγηση του παραπάνω κινήτρου στους μόνιμους υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου Ν.Π.Δ.Δ. που υπηρετούν σε προβληματικές και παραμεθόριες περιοχές, όπως ο Νομός Ροδόπης, συντρέχει και για όσους υπηρετούν σε αυτά με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στις ίδιες περιοχές. Επομένως, η μη χορήγησή του στους εργαζόμενους αυτούς εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος τους έναντι των μόνιμων υπαλλήλων, χωρίς αυτή να επιβάλλεται και να δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς ή δημοσίου συμφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε τη διαφορά κατ' έφεση, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, κατά τα έτη 1980 και 1984 αντιστοίχως, προσλήφθηκαν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον νοσοκομείο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που εδρεύει στην Κομοτηνή, και ότι υπηρετούσαν έκτοτε σ' αυτό και παρείχαν την εργασία τους με τις ίδιες συνθήκες με εκείνες των υπαλλήλων του ίδιου νοσοκομείου, οι οποίοι συνδέονταν με αυτό με σύμβαση εργασίας δημοσίου δικαίου, χωρίς να λαμβάνουν το προαναφερόμενο επίδομα κατά το διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2001. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία το παραπάνω επίδομα επιδικάστηκε στους αναιρεσίβλητους, έκρινε ότι η μη χορήγησή του σ' αυτούς συνιστά αδικαιολογήτως δυσμενή σε βάρος τους διάκριση έναντι των προαναφερόμενων υπαλλήλων του ίδιου νοσοκομείου, και ότι για την αποκατάσταση της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας πρέπει να εφαρμοστούν και για τους αναιρεσίβλητους οι διατάξεις που ισχύουν για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η προαναφερόμενη ειδική ρύθμιση, ώστε να λάβουν και αυτοί το παραπάνω επίδομα. Με την κρίση του αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 2470/1997. Επομένως είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. μοναδικός λόγος της αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττηθέν, στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.). (Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 69/2003 αποφάσεως του ως εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης).