Κοινοποίηση διατάξεων υποπαραγράφου Α.6 του ν. 4152/2013 και οδηγίες για την εφαρμογή τους. ΠΟΛ 1170/8.7.2013 Υπ. Οικονομικών Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α6, της παραγράφου Α, του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α'/9.5.2013) "Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013", που αφορούν θέματα εφαρμογής ΦΠΑ και παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις για την ομοιόμορφη εφαρμογή τους: 1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου, αντικαθίστανται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, σχετικά με τον τρόπο βεβαίωσης και καταβολής του φόρου στην περίπτωση υποβολής περιοδικής δήλωσης. Με τις νέες διατάξεις του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου εδαφίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 11.α της ίδιας υποπαραγράφου η χρεωστική περιοδική δήλωση μπορεί να υποβληθεί και να γίνει αποδεκτή εάν καταβληθεί ποσό τουλάχιστον δέκα ευρώ (10,00 €), για τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.6.13 και τις εκπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.7.13. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ΑΥΟ ΠΟΛ 1129/2013, η καταληκτική προθεσμία για την υποβολή των χρεωστικών δηλώσεων είναι η 20η ημέρα που ακολουθεί τη φορολογική περίοδο και όχι η 26η που ήταν σε ισχύ έως σήμερα. α) Στην περίπτωση εμπρόθεσμης δήλωσης, το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε δύο δόσεις. Η πρώτη δόση ισούται με το πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου αφού αφαιρεθεί το ποσό που καταβλήθηκε με την υποβολή της δήλωσης και αυτή καταβάλλεται έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του μήνα υποβολής της δήλωσης. Η δεύτερη δόση ισούται με το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου, προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό και καταβάλλεται έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβλήθηκε η δήλωση. Τα ποσά των δόσεων που δεν καταβάλλονται καθίστανται ληξιπρόθεσμα την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι πληρωτέα εκάστη δόση. Σημειώνεται ότι εφόσον με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται ποσό που καλύπτει ή υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής ποσού στο τέλος του μήνα υποβολής της δήλωσης και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται στο τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβλήθηκε η δήλωση προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%). Σημειώνεται ότι το σύνολο του οφειλόμενου φόρου βεβαιώνεται μαζί με την προσαύξηση του 2% επί της δεύτερης δόσης με την υποβολή της δήλωσης καθώς και ότι εξακολουθεί να υπάρχει υποχρέωση καταβολής της προσαύξησης που υπολογίζεται για το οφειλόμενο ποσό της δεύτερης δόσης (στο τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση), ανεξάρτητα εάν το ποσό ή μέρος αυτού καταβληθεί έως το τέλος του μήνα υποβολής της δήλωσης. Η υποβολή της χρεωστικής δήλωσης μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet οριστικοποιείται (γίνεται αποδεκτή) κατά το χρόνο που καταβάλλεται το ποσό που αναγράφεται στην ταυτότητα πληρωμής. Μέχρι τον ανωτέρω χρόνο η δήλωση μπορεί να διαγραφεί και να υποβληθεί εκ νέου. Μετά το χρόνο αυτό οποιαδήποτε διόρθωση γίνεται με υποβολή τροποποιητικής δήλωσης. Η πιστωτική ή μηδενική δήλωση οριστικοποιείται κατά το χρόνο υποβολής της στο ειδικό δίκτυο TAXISnet. Στην περίπτωση που το ποσό του οφειλόμενου φόρου δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό ευρώ (100,00 €), το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου καταβάλλεται έως την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα υποβολής της δήλωσης. Παράδειγμα Υποβάλλεται εμπρόθεσμη δήλωση με χρεωστικό υπόλοιπο 1.000,00 € για τη φορολογική περίοδο του Μαΐου 2013 και καταβάλλεται κατά την καταληκτική προθεσμία 20.6.13 ποσό 10,00 €. Στις 20.6.13 βεβαιώνεται το ποσό των 10,00 €, καθώς και δύο δόσεις για το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, η πρώτη ποσού 490,00 € η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του Ιουνίου (28.6.13) και η δεύτερη ποσού 510,00 € (500 € πλέον προσαύξηση 2% επί του ποσού αυτού {10,00 €}), η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα (31.7.13). Επισημαίνεται ότι ακόμα και στην περίπτωση που εξοφλείται το σύνολο του ποσού των δόσεων έως το τέλος του Ιουνίου, υπάρχει υποχρέωση καταβολής και του ποσού της προσαύξησης. Εάν στην ανωτέρω περίπτωση καταβληθεί μέχρι 20.6.13 ποσό 600,00 €, με την υποβολή της δήλωσης βεβαιώνεται το ποσό των 600,00 € και μία δόση ποσού 408,00 € (400 € πλέον προσαύξηση 2% επί του ποσού αυτού {8,00 €}), η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη στις 31.7.13. Επισημαίνεται ότι η προσαύξηση κατά 2% οφείλεται και στην περίπτωση που το ποσό των 400,00 € καταβληθεί έως το τέλος του Ιουνίου. Στο ανωτέρω παράδειγμα, εάν το χρεωστικό υπόλοιπο είναι μέχρι 100 €, το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με την υποβολή της δήλωσης φόρου βεβαιώνεται και καθίσταται ληξιπρόθεσμο στις 28.6.13. β) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου βεβαιώνεται και καθίσταται ληξιπρόθεσμο έως την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα, για τον οποίο υπολογίζεται ο πρόσθετος φόρος. Παράδειγμα Υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση με χρεωστικό υπόλοιπο 1.000,00 € για τη φορολογική περίοδο του Απριλίου 2013 και μέχρι τις 20.7.13 καταβάλλεται ποσό 10,00 €. Με την υποβολή της δήλωσης έχει ήδη υπολογιστεί πρόσθετος φόρος εκπροθέσμου υποβολής για δύο μήνες καθυστέρησης 3% και το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στο ποσό των 1.030,00 €. Το υπόλοιπο ποσό των 1.020,00 €, που δεν καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης, καθίσταται ληξιπρόθεσμο την τελευταία εργάσιμη ημέρα του ίδιου μήνα (31.7.13). Η καταβολή του οφειλόμενου ποσού με την υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται στα τραπεζικά ιδρύματα και τα ΕΛ.ΤΑ, σύμφωνα με την έως σήμερα ισχύουσα διαδικασία με τη χρήση του κωδικού "ταυτότητα πληρωμής" που παρέχεται από το ειδικό δίκτυο TAXISnet, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ 1267/2011. Η καταβολή του οφειλόμενου ποσού των δόσεων πραγματοποιείται στα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΕΛ.ΤΑ με τη χρήση του κωδικού "ταυτότητα οφειλής", σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ 1212/2012. Εφόσον οι δόσεις καταστούν ληξιπρόθεσμες επιβαρύνονται για κάθε μήνα καθυστέρησης με την προσαύξηση που υπολογίζεται βάσει των διατάξεων του άρθ. 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ισχύουν, που σήμερα είναι ένα τοις εκατό (1%). Οι δόσεις που καθίστανται ληξιπρόθεσμες είναι δυνατό να υπάγονται σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, ενώ οφειλόμενα ποσά με βάση εκκαθαριστική δήλωση συνεχίζουν να καταβάλλονται εφάπαξ με την υποβολή της. 2. Με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως τροποποιούνται, ορίζεται ότι, σε περίπτωση ελέγχου, εκπρόθεσμη περιοδική δήλωση είναι αποδεκτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της πράξης προσδιορισμού του φόρου στο βιβλίο της ΔΟΥ για τις περιπτώσεις των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50 παρ. 1, ή μέχρι την ημερομηνία κοινοποίησης στον υπόχρεο των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 48.Α και 50 παρ. 2, του Κώδικα ΦΠΑ. Με τις τροποποιούμενες διατάξεις, στις περιπτώσεις των πράξεων προσδιορισμού που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 48.Α (Έλεγχος από το γραφείο) ή με το άρθρο 50 παρ. 2, η υποβολή περιοδικής δήλωσης γίνεται αποδεκτή μέχρι την κοινοποίηση της πράξης προσδιορισμού στον φορολογούμενο, και όχι μέχρι το χρόνο καταχώρησης της πράξης στο βιβλίο της ΔΟΥ, που ήταν σε ισχύ έως σήμερα. Περαιτέρω εκπρόθεσμη περιοδική δήλωση μπορεί να υποβληθεί και μετά την κοινοποίηση των ανωτέρω πράξεων, στην περίπτωση που το χρεωστικό υπόλοιπο της περιοδικής δήλωσης είναι μεγαλύτερο από αυτό που καταλογίστηκε με την πράξη προσδιορισμού, προκειμένου να καταβληθεί η εν λόγω διαφορά φόρου. Παράδειγμα Στις 15.7.2013 εκδίδεται πράξη προσδιορισμού, σε υποκείμενο στο φόρο, βάσει του άρθρου 50 παρ. 2 του Κώδικα ΦΠΑ και ποσού 2.400,00 €, λόγω μη υποβολής περιοδικής δήλωσης για τη φορολογική περίοδο του Μαΐου 2013, με τεκμαρτό υπολογισμό των στοιχείων της δήλωσης βάσει των περιοδικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν για τις φορολογικές περιόδους του Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιήθηκε στον υποκείμενο στις 18.7.13, καταλογίστηκε κύριος φόρος 2.400,00 € στον φορολογούμενο την 18.7.2013. Εάν από τα βιβλία και στοιχεία του υποκείμενου στο φόρο προκύπτει υποχρέωση καταβολής στο δημόσιο ποσού 4.000 €, ο εν λόγω υποκείμενος μπορεί να υποβάλλει εκπρόθεσμη δήλωση για το ποσό των 1.600 € που οφείλει. Στην περίπτωση αυτή το ποσό που καταλογίστηκε βάσει της πράξης προσδιορισμού αναγράφεται στα προστιθέμενα ποσά του φόρου εισροών. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013 και εφεξής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6. Τα υπόλοιπα εδάφια της παραγράφου 2 επαναλαμβάνουν διατάξεις που ισχύουν ήδη, κατά συνέπεια εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που έχουν δοθεί στο παρελθόν. 3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 αντικαθίστανται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ και ορίζεται ότι τα πρόσωπα που πραγματοποιούν αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν τους παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, τα μη υποκείμενα στο φόρο νομικά πρόσωπα καθώς και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος, έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν περιοδική δήλωση μόνο για τις φορολογικές περιόδους κατά τις οποίες πραγματοποιούν φορολογητέες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών για τις οποίες είναι υπόχρεα για την καταβολή του φόρου. Η περιοδική δήλωση περιλαμβάνει το σύνολο των πραγματοποιούμενων πράξεων καθώς και κάθε άλλης πράξης για την οποία οφείλεται φόρος από τα πρόσωπα αυτά για την ίδια φορολογική περίοδο. Με τις ανωτέρω διατάξεις καταργείται η υποβολή της περιοδικής δήλωσης έως την 15η ημέρα του επόμενου μήνα που ακολουθεί το μήνα που ο φόρος καθίσταται απαιτητός και πλέον η περιοδική δήλωση υποβάλλεται μέχρι την 20η ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη φορολογική περίοδο, σύμφωνα με την ΑΥΟ ΠΟΛ 1129/2013. Η υποβολή της περιοδικής δήλωσης πραγματοποιείται σε έντυπη μορφή στην Δ.Ο.Υ. έως ότου υλοποιηθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής της από τα πρόσωπα αυτά. Επίσης με τις ίδιες διατάξεις καθιερώνεται η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης από τα ανωτέρω πρόσωπα ανεξαρτήτως εάν έχουν πραγματοποιήσει φορολογητέες πράξεις για τη συγκεκριμένη χρήση. Στο πλαίσιο αυτό τα εν λόγω πρόσωπα έχουν υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης εφόσον εντός της διαχειριστικής περιόδου διατηρούν την εγγραφή τους στο "μητρώο VIES". Στην εκκαθαριστική δήλωση αναγράφονται οι πραγματοποιηθείσες ενδοκοινοτικές συναλλαγές καθώς και κάθε άλλη πράξη για την οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν καταβάλλει φόρο με τις περιοδικές τους δηλώσεις, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί. Η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται για το χρόνο παραμονής των ανωτέρω προσώπων στο "μητρώο VIES". Στο "μητρώο VIES" εγγράφονται όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, που δεν ανήκουν στο κανονικό καθεστώς, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 36, παρ. 1, περ. β' του Κώδικα ΦΠΑ υποβάλλουν δήλωση μεταβολών για έναρξη πραγματοποίησης ενδοκοινοτικών αποκτήσεων ή σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην περίπτωση ε' της ίδιας παραγράφου δηλώνουν την έναρξη λήψης υπηρεσιών ενδοκοινοτικά. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω πρόσωπα εγγράφονται στο "μητρώο VIES" υποχρεωτικά εάν το ύψος των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων που πραγματοποιούν, χωρίς το ΦΠΑ, υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ ή προαιρετικά εφόσον το επιθυμούν, καθώς και για ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών ανεξαρτήτως ύψους. Η εγγραφή αυτή μπορεί να ανακληθεί, εφόσον δεν υφίστανται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, με υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός 30 ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και ισχύει από την έναρξη αυτής. Η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ 1045/2012, σε έντυπη μορφή στις Δ.Ο.Υ. έως ότου δοθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής της. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.γ της υποπαραγράφου Α6, δηλαδή από 9.5.2013 και κατά συνέπεια τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης για τη διαχειριστική περίοδο που λήγει εντός του έτους 2013, εφόσον εντός του έτους διατηρούν την εγγραφή τους στο "μητρώο VIES". 4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ και ορίζεται ότι στην περίπτωση χορήγησης παρατάσεων της καταληκτικής προθεσμίας υποβολής της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης ή των ανακεφαλαιωτικών πινάκων, οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις ισχύουν από την έκδοσή τους, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσής τους στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.γ. της υποπαραγράφου Α6, δηλαδή από 9.5.2013 και αφορούν παρατάσεις που χορηγούνται από το χρόνο αυτό και εφεξής. 5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4α στο άρθρο 49 και νέα παράγραφος 6 στο άρθρο 50, αντίστοιχα, με τις οποίες ορίζεται ότι στην περίπτωση των πράξεων προσδιορισμού που εκδίδονται βάσει των άρθρων αυτών, δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα μείωσης του πρόσθετου φόρου στην περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού. Περαιτέρω δεν παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής των ποσών που προσδιορίζονται βάσει των πράξεων αυτών, σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής που ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, συμπεριλαμβανομένης της "πάγιας ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών" της υποπαραγράφου Α2 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107). Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν ανεξάρτητα εάν πρόκειται για τακτικό ή προσωρινό έλεγχο. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6, ανεξάρτητα από τη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο που αφορά ο έλεγχος. 6. Με τις διατάξεις των παραγράφων 6, 7, 8 και 9 τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 53 του Κώδικα ΦΠΑ, ως προς την βεβαίωση βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου. Ειδικότερα: Στην περίπτωση πράξεων προσδιορισμού του φόρου, βεβαιώνεται το εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού που προκύπτει από την πράξη. Αυτονόητο είναι ότι στην περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, βεβαιώνεται το ποσό που προκύπτει από το σχετικό πρακτικό. Επίσης καθορίζεται ότι αναστέλλεται η είσπραξη του πενήντα τοις εκατό του ποσού που βεβαιώθηκε στην περίπτωση άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά πράξεων τακτικού ελέγχου (άρθρο 49), έως την κοινοποίηση στην αρμόδια φορολογική αρχή της οριστικής πρωτόδικης απόφασης. Εντούτοις, ολοκληρώνεται η βεβαίωση και ταμειακώς του ποσού που τίθεται σε αναστολή. Η ταμειακή βεβαίωση του φόρου στην περίπτωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, εάν η οριστική πρωτόδικη απόφαση είναι εις βάρος του υποκειμένου, αυτός να καταβάλλει προσαύξηση υπολογιζόμενη βάσει των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε. (1% σήμερα) για κάθε μήνα καθυστέρησης αντί ποσοστού πρόσθετου φόρου υπολογιζόμενου βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, που σήμερα είναι ενάμιση τοις εκατό (1,5%). Περαιτέρω, δυνάμει των διατάξεων του άρθ. 6, παρ. 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. χωρεί συμψηφισμός των οφειλών που τελούν σε αναστολή με τυχόν απαιτήσεις του υποκειμένου σε βάρος του Δημοσίου. Περαιτέρω αποσαφηνίζεται ότι ο φόρος που έχει βεβαιωθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση απόφαση οποιουδήποτε αρμόδιου δικαστηρίου εκπίπτεται ή επιστρέφεται. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6. 7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 αντικαθίστανται οι διατάξεις του άρθρου 54 του Κώδικα ΦΠΑ και καταργείται η δυνατότητα καταβολής του φόρου σε δόσεις στην περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ή δικαστικού συμβιβασμού, ή οριστικοποίησης της πράξης προσδιορισμού λόγω μη άσκησης ή εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής. Κατά συνέπεια, εκτός από την περίπτωση των εμπρόθεσμων περιοδικών δηλώσεων, για τις οποίες, ο φόρος καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Κώδικα ΦΠΑ, σε κάθε άλλη περίπτωση ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6. Παράδειγμα Εκδίδεται πράξη προσδιορισμού στις 28.6.2013 που αφορά προσωρινό έλεγχο και καταλογίζεται κύριος φόρος 8.000,00 € και πρόσθετος φόρος 2.800,00 €. Η πράξη οριστικοποιείται στις 8.7.2013 με την υπογραφή πρακτικού διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Ο πρόσθετος φόρος μειώνεται στα τρία πέμπτα (1.680 €), βάσει των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, καταβάλλεται το 1/5 του συνολικά οφειλόμενου ποσού με την διοικητική επίλυση της διαφοράς και το υπόλοιπο 4/5 σε 6 δόσεις. Εφόσον οι δόσεις αυτές δεν καταβληθούν εμπρόθεσμα ο υποκείμενος έχει δικαίωμα να υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής αυτών, υπό προϋποθέσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις. Στο ίδιο παράδειγμα εάν η πράξη προσδιορισμού εκδοθεί στις 1.7.2013 ο πρόσθετος φόρος δεν μειώνεται και καταβάλλεται το 1/5 του συνολικά οφειλόμενου φόρου με τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και το υπόλοιπο 4/5 εφάπαξ, έως την 31.8.2013. Το ποσό που βεβαιώνεται με την πράξη στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης που εφαρμόζεται για ληξιπρόθεσμες οφειλές. 8. Η ισχύς των διατάξεων ορίζεται στην παράγραφο 11 και η αναφορά σε αυτή του σχετικού άρθρου του νόμου νοείται ως αναφορά στην υποπαράγραφο Α6 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Για την ευχερέστερη ανάγνωση, η έναρξη ισχύος αναφέρεται στις κατ' ιδίαν διατάξεις ανωτέρω.