Υπέρβαση ορίων βραχείας ασθένειας - Πότε σιωπηρή καταγγελία Από το συνδυασμό των διατάξεων του ν. 2112/20 - 4558/30 και ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχείας, αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Α.Π. 423/10 Πρόεδρος: ο κ. ΜΙΜΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥΔΗΣ Εισηγητής: ο κ. ΓΡ. ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Δικηγόροι: οι κ.κ. ΑΠ. ΦΕΣΤΑΣ - ΑΝΤ. ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχείας ή στην κατά τον ν. 3514/1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Με το ως άνω άρθρο 3 του ν. 4558/1930 καθορίσθηκαν τα όρια μέσα στα οποία μπορεί η διάρκεια μιας ασθένειας να θεωρείται βραχεία. Έτσι, αποτελεί ασθένεια βραχείας διάρκειας αυτή που διαρκεί έναν μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν πέραν των 4 ετών, όχι όμως και πέραν των 10 ετών, 4 μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πέραν των 10 ετών, όχι όμως και πέραν των 15 ετών, και 6 μήνες γι' αυτούς που υπηρετούν για χρόνο ανώτερο των 15 ετών. Εξάλλου, έλλειψη νόμιμης βάσης που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. υπάρχει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της, ή αντιφάσκουν μεταξύ τους. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα την 16.10.1990 προσέλαβε στην επιχείρησή της την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη. Η τελευταία αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος και στη συνέχεια ως βοηθός λογιστή μέχρι 23.2.2002. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η αναιρεσίβλητη εργάστηκε άψογα, χωρίς να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα ως προς τον τρόπο, χρόνο και συνέπεια στην παροχή της εργασίας της. Στη συνέχεια όμως η τελευταία απείχε από την εργασία της από 23.2.2002 μέχρι την 29.4.2003, οπότε προσήλθε να εργασθεί και πάλι, αλλά η αναιρεσείουσα απέκρουσε την προσφορά της εργασίας της, καθόσον από την ως άνω μακρόχρονη απουσία της επήλθε λύση της σύμβασης εργασίας της. Όμως αποδείχτηκε ότι η ως άνω μακροχρόνια απουσία της αναιρεσίβλητης από την εργασία της οφείλεται σε σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε και για το οποίο ενημέρωνε και ειδοποιούσε τακτικά την αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα, η αναιρεσίβλητη την 22.2.2002 εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής "Κ.Α.Τ.", όπου μετά από νοσηλεία 10 ημερών διαπιστώθηκε ότι έπασχε από άσηπτη νέκρωση κεφαλής μηριαίου και χονδροπάθεια επιγονατίδος. Τελικά, την 3.6.2002 υποβλήθηκε στο ως άνω νοσοκομείο σε λεπτή χειρουργική επέμβαση (τοποθέτηση αγγειούμενου μοσχεύματος) και στη συνέχεια της συνεστήθη από τους θεράποντες ιατρούς αποφυγή φορτίσεως, ενδυνάμωση του μυϊκού συστήματος του δεξιού σκέλους και αποφυγή εργασίας. Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (23.2.2002 έως 29.4.2003) η αναιρεσίβλητη έλαβε επιδότηση από το Ι.Κ.Α. Έτσι, η απουσία της έγινε για σπουδαίο λόγο και ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, η δε αποχή της, παρά το ότι υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο των 4 μηνών, δεν μπορεί να θεωρηθεί, με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και τις περιστάσεις που συντελέστηκε κατ' αντικειμενική κρίση, ως σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της. Δέχτηκε στη συνέχεια το Εφετείο ότι, εφόσον δεν επήλθε λύση της συμβάσεως εργασίας με την ανωτέρω αποχή της αναιρεσίβλητης από την εργασία της, η ένδικη από 30.4.2003 καταγγελία της αναιρεσείουσας επέφερε αυτή για πρώτη φορά τη λύση της συμβάσεως αυτής και ως εκ τούτου η καταβολή με βάση αυτήν από την αναιρεσείουσα αποζημιώσεως απολύσεως ύψους 8.779,96 ευρώ έγινε για νόμιμη αιτία. Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 200 και 288 Α.Κ., 5 παρ. 3 ν. 2112/1920 και 3 ν. 4558/1930, με ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής των κανόνων αυτών του ουσιαστικού δικαίου. Και τούτο, διότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η μακροχρόνια απουσία της αναιρεσίβλητης από την εργασία της οφείλεται σε σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε και για το οποίο ενημέρωνε και ειδοποιούσε τακτικά την αναιρεσείουσα, περαιτέρω δεν προσδιορίζει στην προσβαλλόμενη απόφασή του 1) τους συγκεκριμένους χρόνους ενημέρωσης της αναιρεσείουσας περί της αποχής της αναιρεσίβλητης λόγω της ως άνω ασθενείας της και της υποβολής σ' εκείνη γνωματεύσεων αρμόδιων υπηρεσιών Ι.Κ.Α. για την ασθένειά της και την προσωρινή ανικανότητά της προς εργασία, καθώς και για την πρόθεσή της να συνεχίσει την εργασία της σ' αυτήν, 2) την αναγκαιότητα της επί 14 μήνες αποχής από την εργασία της, ως βοηθού λογιστή, στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, συνεπεία της παραπάνω ασθενείας της. Επομένως, είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα ίδια, και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).