Οικειοθελείς παροχές - Διαφορά μεταξύ των εννοιών "Επιφύλαξη ελευθεριότητος" και "Ρήτρα ανακλήσεως" Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση (ΑΠ 973/2019, (παρ.16) 48/2015, (παρ. 17) 1277/2010, 91/2008). Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως "οικειοθελής", να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε "επιχειρησιακή συνήθεια" και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ' ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ' ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ' αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. Η ως άνω εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την "επιφύλαξη ελευθεριότητας". Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την "επιφύλαξη ελευθεριότητας" έχει η διατύπωση της "ρήτρας ανακλήσεως" κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ' επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη ("επιφύλαξη ελευθεριότητας") δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη ("ρήτρα ανακλήσεως") γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1158/2018,1174/2017) (παρ. 18). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 158, 159 και 164 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ προκύπτει ότι αν η μη υποκειμένη, κατά το νόμο, σε έγγραφο τύπο σύμβαση έγινε εγγράφως και συμφωνήθηκε ότι κάθε τροποποίηση αυτής θα γίνεται εγγράφως, μπορεί παρά τη συμφωνία αυτή με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική σύμβαση, διότι η νεότερη συμφωνία καταργεί αυτήν περί εγγράφου τροποποιήσεως της αρχικής συμφωνίας (ΑΠ 1255/2021, 1842/2013, 424/2011, 766/2003). (...) Α.Π. 1834/2023 Πρόεδρος: Ο κ. Νικ. Πιπιλίγκας Εισηγητής: Η κ. Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη Δικηγόροι: Ο κ. Ευτύχιος - Δημήτριος Καλαμίδας - Ο κ. Δ. Βασιλείου