Πότε ο εργοδότης μπορεί να αλλάξει τον τόπο εργασίας ενός εργαζομένου Ως έδρα εργασίας ή έδρα της επαγγελματικής κατοικίας του μισθωτού νοείται ο τόπος στον οποίο αυτός, κατά τρόπο μόνιμο και συνήθη, παρέχει τις υπηρεσίες του, κατά τους όρους της συμβάσεως. Η έδρα του μισθωτού δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με την έδρα της επιχείρησης. Ως τόπος παροχής της εργασίας μπορεί να συμφωνηθούν διάφοροι τόποι ή όλη η επικράτεια της χώρας. Αυτά προβλέπει η αριθ. 21091/46 ΚΥΑ των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας. Το άρθρο 2 του ΠΔ 156/94 (ΕΑΕΔ 1994 σελ. 817) ορίζει ότι κάθε εργοδότης έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο γραπτώς τους ουσιώδεις όρους της μετά του μισθωτού συναφθείσης συμβάσεως εργασίας, η οποία μεταξύ των άλλων πρέπει να περιλαμβάνει και τον τόπο παροχής της εργασίας. Εάν ο τόπος εργασίας είναι σταθερός δεν υπάρχει πρόβλημα. Προβλήματα ενδεχομένως δημιουργούνται στις περιπτώσεις που καταστεί αναγκαία η μεταβολή του τόπου εργασία. Αυτό γίνεται όταν παρίσταται ανάγκη, επιχείρησης του εργοδότη σε άλλο τόπο από αυτόν που αρχικά ασκούσε τη δραστηριότητα. Βεβαίως εάν οι ανάγκες της επιχείρησης επιβάλλουν την αλλαγή αυτή, αυτό θα κριθεί από τη διεύθυνση της επιχείρησης και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το δικαίωμα αυτό του εργοδότη. Ο εργοδότης ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, κατά το άρθρο 652 ΑΚ, που του παρέχει δυνατότητα να ρυθμίζει κάθε θέμα, αναγόμενο στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, για την προσφορότερη πραγματοποίηση των σκοπών της, δικαιούται να προσδιορίζει και εξειδικεύει την υποχρέωση προς παροχή εργασίας του μισθωτού, καθορίζοντας συγχρόνως, μεταξύ των άλλων, και τον τόπο εργασίας. Έτσι λοιπόν δικαιούται, ασκώντας αυτό το δικαίωμα να προσδιορίζει και τον τόπο απασχόλησης του μισθωτού, εφόσον αυτό το δικαίωμα δεν αποκλείεται ή δεν περιορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή από ατομική σύμβαση εργασίας ή η άσκησή του δεν υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ . Όπως για όλα τα δικαιώματα έτσι και γι' αυτό το δικαίωμα της αλλαγής του τόπου εργασίας, μονομερώς από τον εργοδότη, θα πρέπει να ασκείται μέσα στα όρια που καθορίζει το άρθρο 281 ΑΚ. Το δικαίωμα αυτό, όπως είναι γνωστό, υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων και κρίνεται κάθε φορά. Εκείνο όμως που χρήζει έρευνας και ερμηνείας είναι εάν η μεταβολή αυτή του τόπου εργασίας, για ό,τι αφορά τη μετακίνηση του εργαζομένου, αφού οι υπόλοιποι όροι της σύμβασης παραμένουν οι ίδιοι, δημιουργεί σε βάρος του δυσμενείς καταστάσεις, που έχουν συνέπειες στην οικογενειακή, προσωπική και οικονομική ζωή του και έτσι καθιστούν δύσκολη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης, δηλαδή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα του μισθωτού, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες της οικογενείας του (ΑΠ 1032/1996 - ΑΠ 630/2000 - ΑΠ 181/2001 - ΑΠ 213/2015) Εάν η αλλαγή του τόπου εργασίας γίνεται μέσα στο ίδιο πολεοδομικό συγκρότημα και εξυπηρετείται ο μισθωτός από την αστική συγκοινωνία τότε δεν μπορεί να αρνηθεί τη μετάβασή του στον τόπο εργασίας, γιατί θα θεωρηθεί καταχρηστική (ΑΠ 181/2001 - ΑΠ 990/1996 - ΑΠ 160/1997). Οι μισθωτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακολουθήσουν να προσφέρουν τις εργασίες τους στο νέο τόπο εργασίας και αρνούμενοι θεωρείται ότι παραιτούνται. Όταν η μετεγκατάσταση της επιχείρησης γίνεται σε άλλη πόλη ή σε μέρος που η πρόσβαση σε αυτό των εργαζομένων είναι δύσκολη, τότε χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί σε παροχή εργασίας στο νέο τόπο (Εφετείο Θεσ/κης 49/1995 - ΑΠ 927/1999). Θεωρείται βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας ισοδυναμούσα με καταγγελία αυτής. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης σε όσους δεν επιθυμούν την μετακίνηση επιβάλλεται όπως καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας και καταβάλλει τις νόμιμες αποζημιώσεις.