Μεταβίβαση επιχείρησης και καταχρηστική απόλυση Η Μεταβίβαση επιχείρησης και η εκδικητική απόλυση εργαζομένου συνεπεία της άρνησης αυτού να υπογράψει νέα δυσμενέστερη ατομική σύμβαση εργασίας είναι καταχρηστική και άκυρη. ΑΠ 395/2023 Πρόεδρος: Ο κ. Λουκάς Μόρφης Εισηγητής: Η κ. Δημητρία Στρούζα - Ξένου - Κοκολέτση Δικηγόροι: Ο κ. Ιωαν. Ληξουριώτης - Ο κ. Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης - Η κ. Χρυσάνθη Υφαντή. [...] Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του Α.Κ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (Α.Π. 630/2020, 1889/2017, 1683/2012). Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του Α.Κ., για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (Α.Π. 630/2020, 258/2019). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 662, 663 του Α.Κ. και 7 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης που είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο δεν συνεπάγεται τη λύση της, αλλά παρέχει στον εργαζόμενο που δεν αποδέχεται τη μεταβολή το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμβατικών όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τις οποίες ο μισθωτός του προσφέρει κατά τους όρους της σύμβασης, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει τους αντίστοιχους μισθούς. Ο εργοδότης, όμως, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό δικαίωμά του (Α.Κ. 652), μπορεί, για να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι' αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία της με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών. Η καταγγελία όμως αυτή που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί μεταβολή δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του Α.Κ., δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της αντίκειται στα κριτήρια της άνω διάταξης (Α.Κ. 281), και δη αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή μη από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (Α.Π. 978/2019, 944/2005). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (Ολ.Α.Π. 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Α.Π. 109/2020, 269/2020,1388/2019,1266/2017). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ,Δ. να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (Α.Π. 987/2022,1388/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν σχέση με τον αναιρετικό έλεγχο: "Η νοσηλευτική μονάδα "Νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν" λειτουργούσε υπό τη διοίκηση και διαχείριση του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Κοινωφελές Ίδρυμα Ερρίκος Ντυνάν", το οποίο είχε ιδρυθεί από το Σωματείο "Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός". Το Μάιο του 2014 η Τράπεζα Πειραιώς επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα περιουσιακά στοιχεία του Νοσοκομείου στα οποία είχαν συσταθεί υπέρ της εμπράγματα βάρη, δηλαδή σε όλα τα ακίνητα και τον εξοπλισμό του. Στη συνέχεια, αφού παρεμβλήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, το νοσοκομείο εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό και με την 15276/24.9.2014 έκθεση του συμβολαιογράφου Πειραιά Σ.Β. το οικονομικό σύνολο δικαιωμάτων ενεργητικού που απαρτίζει την πιο πάνω νοσηλευτική μονάδα κατακυρώθηκε υπέρ της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, η οποία ανήκει στον όμιλο της πιο πάνω Τράπεζας. Έτσι, αυτή (η εναγόμενη) συνέχισε τη λειτουργία του νοσοκομείου, χωρίς διακοπή, υπεισερχόμενη (μεταξύ άλλων σχέσεων και) στη θέση του εργοδότη, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμβάσεις εργασίας που είχε συνάψει με τους εργαζόμενους στο νοσοκομείο το προαναφερθέν Ν.Π.Ι.Δ. Μεταξύ αυτών ήταν και η ενάγουσα, η οποία εργαζόταν στο νοσοκομείο ως ιατρός, ειδική παθολόγος, έχοντας προσληφθεί από 7.3.2005, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου διάρκειας. Ήδη δε από 27.2.2007 είχε προαχθεί στο βαθμό της Επιμελήτριας Α' και είχε τοποθετηθεί στη Β' Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της ως θεράπουσα ιατρός. Παράλληλα, αποτελούσε μέλος του επιχειρησιακού σωματείου με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν". Δύο περίπου χρόνια μετά την πιο πάνω μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, δηλαδή από το ανωτέρω Ν.Π.Ι.Δ. (Κ.Ι.Ε.Ν.) στην εναγόμενη, η τελευταία πρότεινε στο ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου τη σύναψη νέων ατομικών συμβάσεων εργασίας, στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι ιατροί θα αποποιούνταν όσα δικαιώματά τους απέρρεαν από την προϋπηρεσία τους στο Κ.Ι.Ε.Ν. Η ενάγουσα αρνήθηκε την υπογραφή νέας σύμβασης με τέτοιους όρους και εξακολουθούσε να εργάζεται με βάση την από 7.3.2005 ενεργή σύμβασή της. Ο μηνιαίος μισθός της ανερχόταν στο ποσό των 2.128,68 ευρώ, προσαυξανόμενος κατά περίπτωση από τις ειδικές αμοιβές που δικαιούταν λόγω της ειδικής περίθαλψης που παρείχε σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ως "θεράπουσα ιατρός", οι οποίες υπολογίζονταν κατά ποσοστό επί της αμοιβής του νοσοκομείου για κάθε περιστατικό. Τον Οκτώβριο του έτους εκείνου (2016), κατά το οποίο η ενάγουσα είχε αποκρούσει τη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας με την εναγόμενη, η τελευταία τη μετακίνησε στο Τμήμα Εξωτερικών Παθολογικών Ιατρείων του νοσοκομείου, με διατήρηση της οργανικής της θέσης στη Β' Παθολογική Κλινική και της δυνατότητας νοσηλείας των ασθενών της, χωρίς ωστόσο στη νέα αυτή θέση να προκύπτουν νέοι δικοί της ασθενείς προς νοσηλεία, αφού τα Εξωτερικά Ιατρεία αφορούσαν, κυρίως, σε προληπτικούς ελέγχους (check ups). Εξάλλου, από τη μετακίνηση αυτή η ενάγουσα υπέστη υποβιβασμό σε ηθικό επίπεδο, διότι η θέση στο Τμήμα Εξωτερικών Ιατρείων ήταν υποδεέστερη των προσόντων της, ως Επιμελήτρια Α' που ήταν, με μεγάλη κλινική εμπειρία, καθώς και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Εντούτοις, η ενάγουσα ανέλαβε τα νέα (απομειωμένα) καθήκοντά της και παρείχε τις υπηρεσίες της στο Εξωτερικό Ιατρείο, σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες των οργάνων της εναγόμενης. Έξι μήνες περίπου αργότερα, την 21η.4.2017, ημέρα Παρασκευή, η εναγόμενη, διά του Διευθύνοντος Συμβούλου της κ...., ανακοίνωσε στην ενάγουσα την απόφασή της να τη μετακινήσει περαιτέρω στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (Τ.Ε.Π.) του νοσοκομείου. Η μεταβολή αυτή, όμως, ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για την ενάγουσα, διότι της προκαλούσε και μισθολογική υποβάθμιση, καθώς, εντασσόμενη στο Τμήμα αυτό (Τ.Ε.Π.), αποκοβόταν κάθε σχέση της με την Παθολογική Κλινική και έχανε τη δυνατότητα παραπομπής "δικών της" ασθενών προς νοσηλεία, δηλαδή ασθενών τους οποίους θα παρακολουθούσε κλινικά η ίδια, με συνέπεια να αποστερείται και την προαναφερθείσα πρόσθετη σχετική αμοιβή. Τον προβληματισμό αυτό η ενάγουσα τον εξέφρασε εναργώς στον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης, στη συνάντησή τους κατά την οποίαν της ανακοίνωσε και την παραπάνω μονομερή απόφαση της εργοδότριας εταιρείας που εκπροσωπούσε, χωρίς όμως να τον μεταπείθει. Η ενάγουσα, τότε, αποδέχθηκε τη μεταβολή που (της επέβαλε η εναγόμενη, συμφώνησε να ξεκινήσει να εργάζεται στο εν λόγω Τμήμα από την εβδομάδα που ακολουθούσε και ζήτησε να της κοινοποιηθεί εγγράφως η επίμαχη μεταβολή της θέσης της. Την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα 24.4.2017, η ενάγουσα πήγε κανονικά στην εργασία της, στο Εξωτερικό Ιατρείο, εφόσον δεν της είχε κοινοποιηθεί έγγραφο μετακίνησης, ενώ εμφανίστηκε και στο Τμήμα Επειγόντων, όπου δήλωσε την ετοιμότητά της να παρουσιαστεί και να ξεκινήσει να εργάζεται ευθύς μόλις της κοινοποιηθεί το σχετικό έγγραφο που είχε ζητήσει. Αντ' αυτού όμως την επόμενη ημέρα, Τρίτη 25.4.2017, κλήθηκε εκ νέου από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης κ. ... και στη συνάντηση που έλαβε χώρα μεταξύ τους συζητήθηκε και πάλι το θέμα της μετακίνησής της στο Τ.Ε.Π., οπότε για μία ακόμη φορά η ενάγουσα, αφού εξέφρασε τους προβληματισμούς της, δήλωσε με ευθύτητα ότι θα αποδεχόταν κάθε μεταβολή που θα της κοινοποιούταν εγγράφως. Εντούτοις, το μόνο έγγραφο που της κοινοποιήθηκε, και μάλιστα αυθημερόν, ήταν η από την ίδια ημερομηνία καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Παρά δε την προσπάθεια της εναγόμενης να δικαιολογήσει την ενέργειά της αυτή επί τη βάσει παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας και πλημμελούς εκτέλεσης της εργασίας της, δηλαδή ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα απούσιασε αδικαιολόγητα από την εργασία της κατά τις τελευταίες πριν από την επίδικη καταγγελία ημέρες (χωρίς μάλιστα να προσδιορίζονται επακριβώς οι ημέρες αυτές), τέτοια απουσία της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται. Αντίθετα, από τη δέουσα συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων του φακέλου της δικογραφίας αποδείχθηκαν τα παραπάνω εκτεθέντα συμβάντα, στα οποία δεν περιλαμβάνεται καμία απουσία της ενάγουσας από την υπηρεσία της ούτε αδικαιολόγητη ούτε δικαιολογημένη. Άλλωστε, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη προέβη στην επίδικη απόλυση διότι η προπεριγραφόμενη στάση της ενάγουσας (αρχίζοντας από το προηγούμενο έτος, όταν αρνήθηκε να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας και να αποξενωθεί αυτοβούλως από τα δικαιώματα που απέρρεαν από την προϋπηρεσία της στο Ν.Π.Ι.Δ. Κ.Ι.Ε.Ν., και συνεχίζοντας ένα εξάμηνο αργότερα, όταν εξέφρασε ευθαρσώς την επιφύλαξή της για τον επαγγελματικό της υποβιβασμό ενόψει των ανωτέρω μετακινήσεών της), αν και ήταν καθ' όλα νόμιμη, δεν ήταν αρεστή στη διοίκησή της (της εναγόμενης και ειδικότερα στο Διευθύνοντα Σύμβουλό της), η δε δυσαρέσκεια αυτή του διοικητικού οργάνου της εργοδότριας εταιρείας ήταν υποκειμενική, δηλαδή δεν είχε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο εξυπηρέτησης των καλώς εννοουμένων συμφερόντων της επιχείρησης. Εξάλλου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε το αίτημα της ενάγουσας για έγγραφη κοινοποίηση της μεταβολής της εργασιακής της κατάστασης ήταν υπερβολικό ή παράλογο και τούτο ανεξάρτητα από το εάν προβλεπόταν ή όχι στις συνήθεις διαδικασίες της οργάνωσης της επιχείρησης η δε εμμονή της σε αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της, την ήδη ελεγχόμενη επίδικη δικαιοπραξία. Κατά συνέπεια, η από 25.4.2017 καταγγελία ελέγχεται στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ. ως καταχρηστική και, κατά νομική ακολουθία, είναι άκυρη, με αποτέλεσμα να έχει επιφέρει τη λύση της επίδικης εργασιακής σύμβασης, η δε εναγόμενη έχει περιέλθει έκτοτε σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας τις οποίες και πρέπει να υποχρεωθεί να αποδέχεται, δεκτών καθισταμένων των σχετικών αιτημάτων της ένδικης αγωγής...". Υπό τις ως άνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο έκρινε κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητείτο, εκτός των άλλων, η αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ως καταχρηστικής, οφειλόμενη σε εμπάθεια των μελών της διοίκησης της εναγόμενης-αναιρεσείουσας (άρθρο 281 Α.Κ.), και η υποχρέωση της τελευταίας να την απασχολεί, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους σχετικούς λόγους της έφεσης της εναγόμενης, ενώ στη συνέχεια την δέχτηκε τυπικά και ουσιαστικά, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μόνο ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης των αιτούμενων μισθών υπερημερίας, αφού δέχτηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από την εναγόμενη ένσταση συμψηφισμού του καταβληθέντος ποσού ως αποζημίωση απολύσεως με τους μισθούς υπερημερίας, κρατήθηκε η αγωγή ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιο και αίτημα, το οποίο και απορρίφθηκε ως κατ' ουσία αβάσιμο. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, καθόσον προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της αποφάσεώς του τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ., που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη απολύθηκε εκ λόγων δυσαρέσκειας του εκπροσώπου της εναγόμενης- αναιρεσείουσας, και δη του Διευθύνοντα Συμβούλου αυτής κ...., συνεπεία προηγούμενης νόμιμης συμπεριφοράς της (αναιρεσίβλητης), μη αρεστής στη διοίκησή της, η δε δυσαρέσκεια του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ήταν υποκειμενική, δηλαδή δεν είχε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο εξυπηρέτησης των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της. Πλέον συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχτηκε ότι η μη αρεστή συμπεριφορά της ενάγουσας, ιατρού ειδικής παθολόγου, η οποία απασχολείτο από 7.3.2005 στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Κοινωφελές Ίδρυμα Ερρίκος Ντυνάν" ("Κ.Ι.Ε.Ν."), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε η εναγόμενη από τον Μάιο του έτους 2014, και ήδη από 2.5.2014 προαχθείσας στο βαθμό της Επιμελήτριας Α' στη Β' Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου, συνίστατο στο ότι το έτος 2016 αρνήθηκε να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας με την εναγόμενη και να αποξενωθεί αυτοβούλως από τα δικαιώματά της που απέρρεαν από την προϋπηρεσία της στο ως άνω Ν.Π.Ι.Δ. "Κ.Ι.Ε.Ν.", καθώς και στο ότι ένα εξάμηνο αργότερα εξέφρασε την επιφύλαξή της για τον επαγγελματικό της υποβιβασμό, ενόψει των μετακινήσεών της και δη αρχικά στο Τμήμα Εξωτερικών Παθολογικών Ιατρείων του νοσοκομείου, με διατήρηση μεν της οργανικής θέσης στη Β' Παθολογική κλινική και της δυνατότητας νοσηλείας των ασθενών της αλλά με ηθικό υποβιβασμό της, διότι η θέση στο Τμήμα Εξωτερικών Ιατρείων ήταν υποδεέστερη των προσόντων της ως Επιμελήτριας Α' με μεγάλη κλινική εμπειρία καθώς και κάτοχο διδακτορικού διπλώματος, και στη συνέχεια στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (Τ.Ε.Π.) του νοσοκομείου, μεταβολή ιδιαίτερα δυσμενή γι' αυτή, καθότι της προκαλούσε και μισθολογική υποβάθμιση, καθώς, εντασσόμενη στο Τμήμα αυτό (Τ.Ε.Π.), αποκοβόταν κάθε σχέση της με την Παθολογική Κλινική και έχανε τη δυνατότητα παραπομπής δικών της ασθενών προς νοσηλεία στην εν λόγω Κλινική, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση μετακίνησής της ζήτησε να της κοινοποιηθεί έγγραφα η επίμαχη μεταβολή της θέσης της, ενώ συναντήθηκε με τον ως άνω Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης, με τον οποίον συζήτησαν και πάλι το θέμα της μετακίνησής της, εξέφρασε τους προβληματισμούς της και δήλωσε ότι θα αποδεχόταν κάθε μεταβολή που θα της κοινοποιούνταν εγγράφως, πράγμα που δεν συνέβη και αντ' αυτού της κοινοποιήθηκε η επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, έγινε δεκτό ότι η ένδικη καταγγελία, οφειλόμενη στους συγκεκριμένους ως άνω λόγους που επικαλέστηκε η εργαζόμενη-ενάγουσα και έγιναν δεκτοί ως αποδειχθέντες από το Δικαστήριο, συνδεόμενοι δε οι λόγοι αυτοί, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, και με άλλες περιστάσεις, και δη τη νομιμότητα της άρνησης υπογραφής νέας σύμβασης εργασίας με αποξένωση από τα δικαιώματα που απέρρεαν από την προϋπηρεσία της στο Ν.Π.Ι.Δ. "Κ.Ι.Ε.Ν." και του μη υπερβολικού και παράλογου του αιτήματος της για έγγραφη κοινοποίηση της μεταβολής της εργασιακής της κατάστασης, και τούτο ανεξάρτητα από το εάν προβλεπόταν ή όχι στις συνήθεις διαδικασίες της οργάνωσης της επιχείρησης, ήταν καταχρηστική. Συνεπώς ο μοναδικός λόγος, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίον η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για ασαφείς, ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που περιέχονται στον ίδιο ως άνω λόγο, αλυσιτελώς προβάλλονται και ειδικότερα αυτές περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το ζήτημα της νομιμότητας ή μη των προαναφερόμενων μετακινήσεων της αναιρεσίβλητης και της απαιτήσεώς της για έγγραφη κοινοποίηση των μετακινήσεών της και της εξ αιτίας αυτών επελθούσας ή μη βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας της. Και τούτο, διότι τα αναφερόμενα περιστατικά, που κατά την προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούν βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης, δύνανται βέβαια να προσδώσουν στην επιγενόμενη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας καταχρηστικό χαρακτήρα, αν και εφόσον η καταγγελία οφείλεται στην προηγηθείσα βλαπτική συμπεριφορά των εκπροσώπων της αναιρεσείουσας κινούμενη από εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς της εργαζομένης, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, στην προσβαλλόμενη όμως απόφαση δεν διαλαμβάνονται ανάλογες παραδοχές, ότι δηλαδή αιτία της απολύσεως της εργαζόμενης ήταν η περιγραφόμενη στην απόφαση βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας της. Αντίθετα, γίνεται δεκτό ότι η οποιαδήποτε μεταβολή έγινε αποδεκτή από αυτή (εργαζόμενη) και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έγινε εξ αιτίας της δυσαρέσκειας του Διευθύνοντος Συμβούλου στο πρόσωπό της. Κατά τα λοιπά, τα εκτιθέμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά αναφέρονται στην μη απόδειξη των επικαλούμενων από την αναιρεσείουσα λόγων απολύσεως της αναιρεσίβλητης, και ειδικότερα ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της ότι η καταγγελία της συμβάσεως έγινε γιατί η εργαζόμενη απούσιαζε αδικαιολόγητα από την εργασία της κατά τις τελευταίες πριν από την επίμαχη καταγγελία ημέρες. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν αρκεί το ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε για την καταγγελία αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς, αφού αυτό δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από την εργαζόμενη καταχρηστικής απολύσεως, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας. Κατ' ακολουθίαν, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 Κ.ΠολΑ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.