Εξώδικος συμβιβασμός - Έννοια και στοιχεία που απαιτούνται (...) 3. - Κατά το άρθρο 293 παρ. 2 ΚΠολΔ ο συμβιβασμός που καταρτίστηκε εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν της δίκης, αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, φέρει το χαρακτήρα εξώδικου συμβιβασμού και κρίνεται ως σύμβαση κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι κατά τα άρθρα 871 και 872 ΑΚ. Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι, πλην άλλων, και η συμφωνία των ενδιαφερομένων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας ή αβεβαιότητος ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Και φιλονικία μεν (έρις) υπάρχει όταν καθένας από τους συμβαλλομένους αμφισβητεί τη νομική ή πραγματική βασιμότητα των απαιτήσεων του άλλου, άσχετα αν έχει πράγματι αμφιβολία περί αυτών, ή πράττει τούτο από απλή κακοβουλία. Αβεβαιότητα δε όταν κανένας από τους συμβαλλομένους δεν είναι βέβαιος για τις δικές του απαιτήσεις, ήτοι αν γεννήθηκε η έννομη σχέση, αν υπάρχει, μεταξύ ποίων προσώπων ή σε ποια έκταση. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων θεωρούνται κατά την κοινή αντίληψη και μπορεί να είναι νομικής ή πραγματικής φύσεως. Αρκεί το ένα συμβαλλόμενο μέρος να προβαίνει σε μια θυσία, γιατί σε αντίστοιχη θυσία προβαίνει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η υποχώρηση μπορεί να συνίσταται και στην παραίτηση του συμβαλλόμενου από τα ένδικα μέσα κατά οριστικής ή και τελεσίδικης απόφασης (ΑΠ 1257/2017, ΑΠ 313/2013). Η υποχώρηση στην οποία προβαίνει το ένα μέρος δεν είναι απαραίτητο να είναι ισάξια προς την υποχώρηση του άλλου μέρους. Αν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότητα ή η υπάρχουσα λύεται με υποχώρηση μόνο του ενός εκ των μερών, τότε δεν πρόκειται για συμβιβασμό, αλλά για άλλου είδους σύμβαση. Για τη σύναψη της συμβάσεως συμβιβασμού απαιτείται πρόταση παρ' ενός των συμβαλλομένων μερών με περιεχόμενο την, δι' αμοιβαίων υποχωρήσεων, διάλυση της έριδος ή αβεβαιότητος και αποδοχή αυτής από το έτερο μέρος. Οι σχετικές δηλώσεις βουλήσεως και οι πράξεις των μερών που περιέχονται στην πρόταση και την αποδοχή, αποτελούν πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή των οποίων κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση όμως για το αν τα συγκεκριμένα περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι καταρτίστηκε σύμβαση συμβιβασμού, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, και συνεπώς, σε περίπτωση σφάλματος ως προς τον ορθό χαρακτηρισμό τους, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ για παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 871 Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 578/1980). Εξ άλλου από τη βούληση των συμβαλλομένων μερών εξαρτάται εάν ο εξώδικος συμβιβασμός έχει αναγνωριστικό (μέρους της απαίτησης) ή δημιουργικό χαρακτήρα, αν δηλαδή τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν τη διατήρηση της παλαιάς ενοχής (κατά ένα μέρος) ή την κατάργησή της και τη δημιουργία νέας (ΑΠ 990/2007, ΑΠ 931/1979). Η σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού είναι υποχρεωτική για τους συμβαλλομένους, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκαν με το συμβιβασμό και αν κάποιο από τα μέρη τις προβάλλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της συνάψεως συμβιβασμού. Δηλαδή με το συμβιβασμό τερματίζεται οριστικώς η διαφορά και δεν μπορεί πλέον να λυθεί με διαφορετικό τρόπο η έννομη σχέση που ρυθμίστηκε με αυτόν, το δε δικαστήριο, αν προταθεί η ένσταση του συμβιβασμού, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της αποφάσεώς του, σύμφωνα με το περιεχόμενο του εξώδικου συμβιβασμού (ΑΠ 1483/2018, ΑΠ 1738/2017, ΑΠ 1527/2017, ΑΠ 669/2016). Ειδικότερα, εάν με βάση το περιεχόμενο του εξώδικου συμβιβασμού αυτός έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα μέρους της απαίτησης με βάση την παλαιά έννομη σχέση για την οποία η διένεξη, το δικαστήριο της ουσίας εκδίδει απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται η ως άνω απαίτηση, όπως αυτή περιορίσθηκε με τη σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού (πρβλ. ΑΠ 1070/2017), ενώ εάν με βάση το περιεχόμενο του εξώδικου συμβιβασμού αυτός έχει δημιουργικό χαρακτήρα κατάργησης της παλαιάς έννομης σχέσης για την οποία η διένεξη και δημιουργία νέας, η αγωγή ερειδόμενη στην παλαιά έννομη σχέση, απορρίπτεται. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την πληρότητα της ενστάσεως πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν όλα τα θεμελιωτικά της γεγονότα, που επιφέρουν, ως έννομη συνέπεια, την παρακώλυση της γεννήσεως ή ασκήσεως ή την κατάλυση του ένδικου δικαιώματος σε μεταγενέστερο χρόνο, ταυτοχρόνως δε πρέπει να διατυπώνεται και αίτημα απορρίψεως της αγωγής για το συγκεκριμένο λόγο, το οποίο όμως μπορεί και να καλύπτεται από το γενικό αίτημα του ενισταμένου για παραδοχή όλων των ισχυρισμών του και την απόρριψη της αγωγής (Ολ.Α.Π. 472/1983, Α.Π. 1357/2010, 355/2015). (...) Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον έλεγχο αναιρετικό λόγο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ένδικη από 29.11.2012 (αρ.κατ. 7651/3.12.2012) έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της εκκαλούμενης με αριθμό 282/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη μετ' αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 25-2-2014. Ακολούθως, την 28.2.2014 οι διάδικοι με την από 28.2.2014 κοινή έγγραφη δήλωσή τους, που φέρει την υπογραφή και του ενάγοντος-εφεσίβλητου, αιτήθηκαν από το Δικαστήριο να απέχει από την έκδοση απόφασης επί της ένδικης έφεσης, επειδή την 27.2.2014 επιτεύχθηκε μεταξύ τους εξώδικος συμβιβασμός που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και την ένδικη διαφορά τους.(...) Περαιτέρω από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τους εκκαλούντες-εναγόμενους, από 27.2.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη στην προκείμενη ειδική διαδικασία, παρόλο που δεν πληροί τους όρους του νόμου διότι είναι ανυπόγραφο (άρθρα 671 παρ. 1 εδ.α και 681 του Κ.Πολ.Δ), προκύπτει ότι μια ημέρα πριν την κατάθεση της προαναφερόμενης από 28.2.2014 κοινής έγγραφης δήλωσης των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης επί της ένδικης διαφοράς, καταρτίστηκε, μεταξύ του ενάγοντα και του πρώτου εναγόμενου, ενεργούντος ατομικά, αλλά και με την ιδιότητα του εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης και της τρίτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, συμφωνία συμβιβαστικού χαρακτήρα, δυνάμει της οποίας ειδικότερα: α) ο πρώτος εναγόμενος και νυν πρώτος εκκαλών αναγνώρισε ότι οφείλει στον ενάγοντα και νυν εφεσίβλητο (για αμοιβές του τελευταίου από την εκ μέρους του παροχή νομικών υπηρεσιών προς τον πρώτο κατά το παρελθόν) το συνολικό ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, β) ο πρώτος εναγόμενος και νυν πρώτος εκκαλών (μετά την κατά τα ανωτέρω συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλής), υποσχέθηκε να εξοφλήσει την ως άνω αμοιβή, πλέον του αναλογούντος σε αυτήν ΦΠΑ (23%), ήτοι συνολικό ποσό 49.200 ευρώ, τμηματικά ως εξής: σε οκτώ δόσεις των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, καταβλητέων την τελευταία ημέρα των οκτώ επόμενων μηνών (η πρώτη την 31η Μαρτίου 2014, η δεύτερη την 30η Απριλίου 2014 κοκ, με τελευταία την 31η Οκτωβρίου 2014) και σε μια ένατη δόση ποσού εννέα χιλιάδων διακοσίων (9.200) ευρώ, που αναλογεί στον ΦΠΑ της ως άνω αμοιβής, καταβλητέας την 30η Νοεμβρίου 2014, γ) ρητώς συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιασδήποτε των ως άνω δόσεων, θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές όλες οι επόμενες και θα δικαιούται ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος να στραφεί δικαστικά εναντίον του πρώτου προς είσπραξη του ανεξόφλητου μέρους της αμοιβής του. Α.Π. 125/2022 Πρόεδρος: Ο κ. Νικ. Πιπιλίγκας Εισηγητής: Ο κ. Νικ. Πουλάκης Δικηγόροι: Ο κ. Δημ. Νικολακόπουλος