Μεικτό σύστημα αποδοχών (σταθερές - κυμαινόμενες) και υπολογισμός επιδομάτων εορτών και αδείας. Προκειμένου για υπαλλήλους που αμείβονται με μισθό και ποσοστά, τα επιδόματα εορτών υπολογίζονται βάσει του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών ή του μέσου ημερομισθίου των αμοιβών τις οποίες λαμβάνει ο μισθωτός κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα. Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές που θα εδικαιούτο εάν απασχολείτο κατά τον αντίστοιχο χρόνο. ΑΠ 137/2023 Πρόεδρος: Η κ. Μαριάνθη Παγουτέλη Εισηγητής: Η κ. Μαρία - Μάριον Δερεχάνη Δικηγόροι: Οι κ.κ. Δημήτριος Βερβεσός - Δημ. Μπούρλος Με την από 15.12.2021 και με αριθμό κατάθεσης 9930/1225/16.12.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 3782/7.9.2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (614 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), κατόπιν αντίθετων εφέσεων των διαδίκων κατά της, εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία, με αριθμό 924/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφενός είχε απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας κατά το μέρος της αναφορικά με την αξίωση καταβολής διαφορών αποδοχών αδείας και επιδομάτων εορτών και αδείας (εκ του υπολογισμού αυτών βάσει του σταθερού μηνιαίου μισθού χωρίς τον συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ήδη αναιρεσιβλήτου ενάγοντος, εργαζόμενου στην ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη ως περιοδεύοντος πωλητή, των ποσοστών επί των μικτών κερδών των πραγματοποιηθέντων υπ' αυτού πωλήσεων της εναγομένης), και αφετέρου είχε δεχτεί εν μέρει αυτή κατ' ουσίαν κατά το μέρος που αφορούσε τη διαφορά αποζημίωσης λόγω αποχώρησης εξαιτίας συνταξιοδότησης του ενάγοντος από την εργασία του (για διαφορά αποζημίωσης συνταξιοδότησης). Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού συνεκδικάστηκαν οι αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, έγιναν τυπικά δεκτές αυτές και η μεν έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εναγόμενης (με την οποία προσβάλλετο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που έκανε εν μέρει δεκτό το μέρος της αγωγής αναφορικά με τη διαφορά αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης του ενάγοντος, κεφάλαιο που δεν είναι εττίδικο κατά την αναιρετική δίκη) απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, η δε έφεση του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος έγινε κατ' ουσίαν δεκτή και, αφού εξαφανίστηκε η ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή [τόσο κατά το μέρος αναφορικά με την αξίωση καταβολής διαφορών αποδοχών αδείας και επιδομάτων εορτών και αδείας (που αφορά την αναιρετική δίκη) όσο και αναφορικά με την διαφορά αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης (που δεν είναι επίδικο εν προκειμένω)]. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του Κ.Πολ.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρα 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 5/2020, Α.Π. 119/2018, Α.Π. 1004/2017). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ώς παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωσή του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή ένστασης. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1728/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας σε συνδυασμό όμως και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) (Α.Π. 5/2020, Α.Π. 18/2018). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 2 και 10 παρ. 1 της με αριθ. 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας συνάγεται ότι τα οφειλόμενα στους μισθωτούς επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που (ισούνται το μεν επίδομα εορτών Χριστουγέννων με έναν μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, το δε επίδομα εορτών Πάσχα με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, και) υπολογίζονται με βάση τις πραγματικά καταβαλλόμενες αποδοχές ήτοι το σύνολο των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα και από 1ης Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων. Τα παραπάνω επιδόματα, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β' της ανωτέρω 19040/1981 κοινής υπουργικής απόφασης, προκειμένου (μεταξύ άλλων) για υπαλλήλους που αμείβονται κατά μονάδα εργασίας ή με μισθό και ποσοστά, υπολογίζονται βάσει του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών ή του μέσου ημερομισθίου των αμοιβών τις οποίες λαμβάνει ο μισθωτός κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις (συνήθεις ή τις τυχόν διά συλλογικής συμβάσεως καθορισμένες) αποδοχές τις οποίες θα εδικαιούτο εάν απασχολείτο κατά τον αντίστοιχο χρόνο, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 της από 26.1.1977 ε.γ.σ.σ.ε., που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 549/1977, όταν πρόκειται για μισθωτό που αμείβεται κατ' αποκοπήν ή κατ' άλλο σύστημα κυμαινομένων αποδοχών, οι αποδοχές τις οποίες δικαιούται κατά την διάρκεια της αδείας του εξευρίσκονται πολλαπλασιάζοντας το μέσο όρο των ημερήσιων αποδοχών που έλαβε από τη λήξη της αδείας του προηγουμένου έτους ή, προκειμένου περί αδείας που χορηγείται για πρώτη φορά, από την πρόσληψη, μέχρι την έναρξη της αδείας, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια (Α.Π. 1173/2014). Κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του ν. 4504/ 1966 οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κατ' έτος επίδομα αδείας, που καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας αναπαύσεως, ίσου προς το σύνολον των αποδοχών αδείας που δικαιούνται, υπό τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ενός 15ημέρου για τους αμειβομένους με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβομένους με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή κατ' άλλον τρόπο. Όμως, προκειμένου για μισθωτούς που αμείβονται με μικτό σύστημα, δηλαδή όταν το ένα σκέλος της αμοιβής τους είναι σταθερές αποδοχές και το άλλο κυμαινόμενες, οι αποδοχές αδείας (και αντιστοίχως το επίδομα αδείας) υπολογίζονται χωριστά, δηλαδή θα λάβουν αφενός τις σταθερές αποδοχές που θα ελάμβαναν αν εργάζονταν κατά τη διάρκεια της αδείας τους και αφετέρου τον μέσο όρο των κυμαινόμενων αποδοχών που έλαβαν από τη λήξη της αδείας του προηγούμενου έτους ή, προκειμένου περί αδείας που χορηγείται για πρώτη φορά, από την πρόσληψή τους μέχρι την ημέρα χορήγησης της αδείας. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του μισθωτού ο οποίος αμείβεται με μικτό σύστημα (σταθερών και κυμαινόμενων) αποδοχών με την οποία ζητείται η διαφορά επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας εκ της μη καταβολής αυτών βάσει των ποσοστών επί της αξίας των συμβάσεων ή επί των εισπράξεων (αλλά μόνο βάσει του σταθερού μηνιαίου μισθού), θα πρέπει να αναφέρεται σ' αυτό, πέραν των άλλων αναγκαίων στοιχείων (όπως η σύμβαση εργασίας κ.λπ.), ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών τις οποίες λαμβάνει ο μισθωτός κατά τα χρονικά διαστήματα από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου και από 1ης Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων αντιστοίχως και ο μέσος όρος των κυμαινόμενων αποδοχών που έλαβε ο μισθωτός από τη λήξη της αδείας του προηγούμενου έτους ή, προκειμένου περί αδείας που χορηγείται για πρώτη φορά, από την πρόσληψή του μέχρι την ημέρα χορήγησης της αδείας για τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, ώστε να καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους των ως άνω αποδοχών και επιδομάτων, διαφορετικά αυτό (δικόγραφο αγωγής) είναι αόριστο και απορριπτέο ως απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρον 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση του δικογράφου της από 23.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης 121347/3332/2018 αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει (κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο και αφορά στα επιδόματα εορτών και αδείας και στις αποδοχές αδείας) ότι ο ενάγων εξέθετε ότι προσλήφθηκε την 1.2.2007 από την εναγομένη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με πενθήμερο σύστημα εργασίας και επί 8 ώρες ημερησίως, ως περιοδεύων πωλητής, αμειβόμενος με μικτό σύστημα, δηλαδή με πάγιο μηνιαίο μισθό ύψους 1.195,50 ευρώ και με τα ειδικότερα αναφερόμενα ποσοστά επί των μικτών κερδών (τζίρου) των πραγματοποιηθέντων υπ' αυτού πωλήσεων των προϊόντων της εναγομένης, σύμβαση η οποία διήρκεσε μέχρι τις 9.8.2018, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης. Ωστόσο, η εναγομένη κατά τα επίδικα έτη 2013 έως 2018 του κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές του για τα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), τις αποδοχές αδείας αναψυχής και το επίδομα αδείας υπολογίζοντας αυτές με βάση το σταθερό μηνιαίο μισθό του, χωρίς να συμπεριλάβει στις τακτικές αποδοχές του και τα ποσά που αναλογούσαν στα ποσοστά επί των πωλήσεων που είχε πραγματοποιήσει, με συνέπεια να του καταβάλλει μικρότερα ποσά. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας το συνολικό ποσό των 19.818,28 ευρώ, όπως ειδικότερα εξειδικεύεται για κάθε επιμέρους αιτία και για κάθε έτος των ανωτέρω. Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή κρίνεται ορισμένη, καθόσον περιέχει τα στοιχεία τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή του αιτήματος της περί καταβολής στον, αμειβόμενο με μικτό σύστημα, της οφειλομένης διαφοράς επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας εκ της μη καταβολής αυτών βάσει των ποσοστών επί της αξίας των πραγματοποιηθέντων υπ' αυτού πωλήσεων των προϊόντων της εναγομένης (αλλά μόνο βάσει του σταθερού μηνιαίου μισθού). Ειδικότερα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, αναφορικά μεν με τα επιδόματα εορτών, ο πάγιος μηνιαίος μισθός, καθώς και οι συνολικές αποδοχές (σταθερές και κυμαινόμενες) κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 1/1 έως 30/4 για το επίδομα Πάσχα και από 1/5 έως 31/12 για το επίδομα Χριστουγέννων (για τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ετών 2013-2018), εκ των οποίων συνάγεται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών τις οποίες λάμβανε ο μισθωτός ενάγων κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, όπως είναι αναγκαίο για τη θεμελίωσή των ανωτέρω επιδομάτων και το ορισμένο της σχετικής αγωγής σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β' της 19040/1981 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη (ώστε να εξαχθεί περαιτέρω διά της αφαιρέσεως του καταβληθέντος βάσει των σταθερών αποδοχών αντίστοιχου επιδόματος η οφειλόμενη διαφορά), αναφορικά δε με τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας αναφέρεται ο πάγιος μηνιαίος μισθός, καθώς και οι συνολικές αποδοχές (σταθερές και κυμαινόμενες και οι εντεύθεν μέσες ημερήσιες αποδοχές) από τη λήξη της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα χορήγησης της αδείας, παρά το ότι ήταν αναγκαίο, για τη σαφήνεια του αγωγικού δικογράφου, όπου εκτίθετο ότι ο ενάγων αμειβόταν με μικτό σύστημα, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, να αναφέρεται ο μέσος όρος των κυμαινόμενων αποδοχών (ποσοστά επί των πωλήσεων) από τη λήξη της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα χορήγησης της αδείας, και όχι ο μέσος όρος των συνολικών αποδοχών (πάγιος μισθός και ποσοστά) του εν λόγω χρονικού διαστήματος, αφού για τον προσδιορισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας αυτές (αποδοχές) υπολογίζονται χωριστά, αλλά και ενόψει του ότι ο ενάγων, με την αγωγή, αξιώνει την καταβολή των διαφορών που προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο από το μη συνυπολογισμό στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του των ποσών που αναλογούσαν στα συμφωνημένα ποσοστά επί των πωλήσεων), εντούτοις, με τη διενέργεια απλών μαθηματικών πράξεων, καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους των κυμαινόμενων αποδοχών του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, δηλαδή δύναται να προσδιοριστούν χωριστά (από τις σταθερές αποδοχές) τα ποσά που εισέπραξε ο ενάγων με βάση τα ποσοστά από τις πωλήσεις που πραγματοποίησε εντός των κρίσιμων χρονικών διαστημάτων, από τις αναφερόμενες ημεροχρονολογίες έναρξης και λήξης των αδειών που έλαβε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2013 έως 2018 και εντεύθεν και ο μέσος όρος αυτών (κυμαινόμενων αποδοχών) για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας. Η διηγηματική αναφορά στην ένδικη αγωγή των ετήσιων αμοιβών του ενάγοντος από τα ποσοστά επί των πωλήσεων (προμήθειες), το ύψος των οποίων δεν ταυτίζεται με το ύψος των ποσών που αναφέρονται ως αμοιβές από τις πωλήσεις εντός των κρίσιμων χρονικών διαστημάτων επί των οποίων προσδιορίζονται και οι αιτούμενες διαφορές, δεν δημιουργεί ασάφεια, ούτε συνιστά επίκληση αντιφατικών, σωρευτικώς, περιστατικών, και τούτο διότι τελικά ο ενάγων ζητεί να του επιδικαστούν οι διαφορές με βάση τη συγκεκριμένη αμοιβή από τα ποσοστά επί των πωλήσεων στα κρίσιμα χρονικά διαστήματα (και όχι με βάση τις, διηγηματικώς αναφερόμενες, ετήσιες αμοιβές από τα ποσοστά επί των πωλήσεων). Ούτε ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας να αναφέρεται σ' αυτή τι δεν περιλαμβάνεται στις σταθερές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση ορισμένη την ένδικη αγωγή αναφορικά με το μέρος της ως προς τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας και δεχόμενο το σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή ως αόριστη αναφορικά με το αντίστοιχο μέρος, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτη εκ του λόγου τούτου την αγωγή, ούτε επίσης έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της αγωγής και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σ' αυτή, και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 Κ.Πολ.Δ. (συνδυαστικά εκλαμβανόμενες) για ποσοτική αοριστία της αγωγής, διότι δεν αναφέρονται επί πλέον σ' αυτή και τα προαναφερόμενα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας και των αποδοχών αδείας, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, είναι αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, όπως και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Έτσι, η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης (Ολ.Α.Π. 10/2011). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Α.Π. 24/2015). Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Α.), πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ.Α.Π. 20/2005, Α.Π. 625/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 της από 26.1.1977 ε.γ.σ.σ.ε., που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 549/1977, "Διά τον κατ' αποκοπήν ή κατ' άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιζομένων των κατά μέσον όρον, από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι oποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτών άδειαν", κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του αυτού άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 "Διά τους μισθωτούς, τους αμειβομένους επί ποσοστοίς, εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής εις αυτούς των αποδοχών, ων δικαιούνται κατά τον χρόνον της αδείας, θέλει ορισθή διά Διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας", κατ' εφαρμογή δε της διατάξεως αυτής εκδόθηκε το από 15.11.1949 β.δ. (Φ.Ε.Κ. Α' 310/22.11.1949), κατά το οποίο "Οι μισθωτοί οι αμειβόμενοι επί ποσοστοίς, εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων, εφόσον τύχωσιν αδείας κατά τας διατάξεις του α.ν. 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ'έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ' αποδοχών" δικαιούνται κατά την διάρκειαν της αδείας των αποδοχών, αίτινες καταβάλλονται παρά των επιχειρήσεων και εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένου του εκάστοτε παρά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθοριζομένου τεκμαρτού ημερομισθίου επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών, αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτοίς άδειαν". Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά σχετικά με το ουσιώδες για την αναιρετική δίκη ζήτημα του τρόπου αμοιβής του ενάγοντος και εντεύθεν του υπολογισμού των αποδοχών αδείας και συνακόλουθα του επιδόματος αδείας: "Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία... (ήδη αναιρεσείουσα) έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εισαγωγή και εμπορία εξοπλισμού υπαίθριων δραστηριοτήτων (χονδρικού εμπορίου ειδών κάμπινγκ-εξοχής). Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, και δη στις 1.2.2007, καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος... (ήδη αναιρεσιβλήτου) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων παρείχε την εργασία του επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και επί 8 ώρες ημερησίως ως περιοδεύων πωλητής, με αντικείμενο την προώθηση των προϊόντων της εναγομένης εταιρείας, σύμβαση η οποία διήρκεσε μέχρι τις 9.8.2018, οπότε ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς λόγω συνταξιοδότησης. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ως αμοιβή του ενάγοντος για τις ανωτέρω προσφερόμενες υπηρεσίες του συμφωνήθηκε η καταβολή μισθού σε μηνιαία βάση ύψους 1.195,50 ευρώ, πλέον της προμήθειας επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούντο με τη διαμεσολάβησή του, και πιο συγκεκριμένα συμφωνήθηκε να λαμβάνει ως προμήθεια ποσοστό 1,5% επί των μικτών κερδών (τζίρου) από τις πωλήσεις που θα πραγματοποιούσε σε πελάτες της εναγομένης που προϋπήρχαν της προσλήψεώς του και εντάσσονταν στο πελατολόγιο με κωδικό 15, και προμήθεια ποσοστού 3% επί των μικτών κερδών (τζίρου) από τις πωλήσεις προϊόντων της εναγομένης σε νέους πελάτες που θα έβρισκε ο ίδιος (ενάγων) και οι οποίοι εντάσσονταν στο πελατολόγιο με κωδικό 16....". Υπό τις ανωτέρω αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντος διά μικτού συστήματος αποδοχών (σταθερών και κυμαινόμενων- ποσοστών επί πωλήσεων) η προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό του ύψους των αποδοχών αδείας και συνακόλουθα του επιδόματος αδείας με βάση το σκέλος της αμοιβής εκ των ποσοστών επί των πωλήσεων (κυμαινόμενων αποδοχών) ορθώς υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 της από 26.1.1977 ε.γ.σ.σ.ε., που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 549/1977, την οποία και εφήρμοσε, η οποία ρυθμίζει (μεταξύ των άλλων) τον τρόπο υπολογισμού των δικαιούμενων αποδοχών κατά την διάρκεια της αδείας τού κατά το σύστημα των κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενου μισθωτού, όπως δέχτηκε ανελέγκτως ότι αμειβόταν και ο ενάγων κατά τα ανωτέρω εν σχέσει με τις μη καταβληθείσες αποδοχές και τα επιδόματα, και η οποία διάταξη ενόψει των παραδοχών αυτών ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, και ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την εφήρμοσε, η προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 4 του αυτού άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 σε συνδυασμό με το κατ' εφαρμογήν αυτής εκδοθέν από 15.11.1949 β.δ. (Φ.Ε.Κ. Α' 310/22.11.1949), η οποία ρυθμίζει τον τρόπο υπολογισμού των δικαιούμενων αποδοχών αδείας των μισθωτών που αμείβονται με ποσοστά σε βάρος των πελατών της επιχείρησης. Επομένως το Εφετείο με τη μη εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο μέρος του δεύτερου αναιρετικού λόγου είναι αβάσιμα. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3227/2004 και στη συνέχεια με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3302/2004, "α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ' αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας, β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει σ' αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο....". Σημειωτέον ότι με την ε.γ.σ.σ.ε. 2002-2003 (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 19/29.4.2002) ορίζεται ότι: "Η διάρκεια της σχέσης εργασίας (βασικός χρόνος), που απαιτείται για τη γένεση της αξίωσης για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές (α.ν. 539/1945, όπως ισχύει), μειώνεται από δώδεκα σε δέκα (10) μήνες συμπληρωμένους". Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 της από 2.1.2008 ε.γ.σ.σ.ε. (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 13/18.4.2008), "υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες(-τριες) που συμπληρώνουν υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας Από 1.1.2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλ. συνολικά τριάντα μία (31) και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες, αντίστοιχα". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχολήσεως στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της ε.γ.σ.σ.ε. 2002-2003 - Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 19/29.4.2002) αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ' αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες (Α.Π. 1418/2015, Α.Π. 192/2011, Α.Π. 437/2010), σε περίπτωση δε που ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Α.Π. 1136/2017). Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ' άρθρον 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει (κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο και αφορά στις αποδοχές αδείας) ότι ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι προσλήφθηκε την 1.2.2007 από την εναγομένη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με πενθήμερο εβδομαδιαίο σύστημα εργασίας και επί 8 ώρες ημερησίως, ως περιοδεύων πωλητής, αμειβόμενος με μικτό σύστημα, δηλαδή με πάγιο μηνιαίο μισθό ύψους 1.195,50 ευρώ και με τα ειδικότερα αναφερόμενα ποσοστά επί των μικτών κερδών (τζίρου) των πραγματοποιηθέντων υπ' αυτού πωλήσεων των προϊόντων της εναγομένης, και εργάστηκε έως τις 9.8.2018, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης, ζήτησε τις διαφορές των αποδοχών αδείας αναψυχής για τα έτη 2013 έως και 2018, καθώς η εναγομένη του κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές του αδείας αναψυχής υπολογίζοντας αυτές με βάση το σταθερό μηνιαίο μισθό του χωρίς να συμπεριλάβει στις τακτικές αποδοχές του και τα ποσά που αναλογούσαν στα ποσοστά επί των πωλήσεων που είχε πραγματοποιήσει, υπολόγισε δε αυτές για κάθε ένα των ανωτέρω ετών βάσει 25 ημερών αδείας που κατ' αυτόν εδικαιούτο, και συγκεκριμένα πολλαπλασιάζοντας τις μέσες ημερήσιες αποδοχές κάθε ενός των ανωτέρω ετών επί 25 ημέρες αδείας το αντίστοιχο έτος. Όμως, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ο ενάγων εργαζόταν με το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας απασχόλησης από την 1.2.2007 στην ως άνω υπόχρεη εργοδότρια (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα), και χωρίς περαιτέρω να αναφέρει αν είχε προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη, ο ενάγων για τα επίδικα έτη 2013, 2014, 2015 και 2016, οπότε είχε μεν συμπληρώσει περισσότερα από δύο (2) έτη εργασίας όχι όμως περισσότερα από δέκα (10) έτη στην ίδια, υπόχρεη, εργοδότρια εναγομένη εταιρία, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, να λάβει άδεια αναψυχής 22 ημέρες, βάσει των οποίων και έπρεπε να υπολογιστούν οι αποδοχές του αδείας, και επομένως η αγωγή κατά το μέρος που υπολόγιζε αυτές με επιπλέον ημέρες αδείας και δη 25 ημέρες δεν είναι νόμιμη. Αναφορικά όμως με τα επίδικα έτη 2017 και 2018 ο ενάγων ορθώς υπολόγισε τις αποδοχές αδείας με βάση τις 25 ημέρες αδείας που εδικαιούτο κατά τα έτη αυτά να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 3 της από 2.1.2008 ε.γ.σ.σ.ε. (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 13/18.4.2008), αφού είχε ήδη συμπληρώσει υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη (εναγομένη), καθόσον κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή προσλήφθηκε από αυτή την 1.2.2007, και ειδικώς για το έτος 2017, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έλαβε την άδεια για το έτος αυτό στις 10.8.2017. Συνεπεία των ανωτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του εφετείου, που αφού δίκασε την ουσία της υπόθεσης αναφορικά με τις διαφορές αποδοχών αδείας αναψυχής του ενάγοντος, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει το σχετικό μέρος της αγωγής ως αόριστο κρίνοντας αυτό ορισμένο, έκρινε νόμιμη την αγωγή αναφορικά με τις διαφορές αποδοχών αδείας του ενάγοντος και για τα έτη 2013, 2014, 2015 και 2016, και επιδίκασε στον ενάγοντα τα αντίστοιχα κονδύλια υπολογίζοντας αυτά προς 25 ημέρες αδείας αντί του νομίμου προς 22 ημέρες αδείας και τα οποία ορθά εξάγονται με απλό μαθηματικό υπολογισμό και δη με πολλαπλασιασμό (αντί επί 25 ημέρες όπως προέβη η προσβαλλόμενη απόφαση) επί 22 ημέρες, και ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, το εφετείο δέχθηκε αναιρετικώς ανελέγκτως ως προς τις δικαιούμενες από τον ενάγοντα διαφορές αποδοχών αδείας των ανωτέρω ετών, με βάση τις (κυμαινόμενες) αποδοχές του, ότι 1) για το έτος 2013 από την 10η.6.2012, οπότε έληξε η άδεια του προηγούμενου έτους, μέχρι την 13η.8.2013, οπότε έλαβε την άδεια αναψυχής, οι αποδοχές που έλαβε (ο ενάγων) από τις προμήθειες ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 8.000 ευρώ και επομένως [8.000 ευρώ: 350 ημέρες (σύνολο εργασίμων ημερών που μεσολάβησαν από τη λήξη έως την έναρξη της επόμενης άδειας αναψυχής) =] 22,86 ευρώ ο μέσος όρος ημερησίων αποδοχών, τον οποίο πολλαπλασίασε εσφαλμένως επί 25 ημέρες δικαιούμενης αδείας με αποτέλεσμα να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό 571,5 ευρώ αντί να τον πολλαπλασιάσει επί 22 ημέρες δικαιούμενης αδείας και να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό το ορθό (22,86 x 22 =) 502,92 ευρώ, 2) για το έτος 2014, από την 15η.9.2013 έως 12.8.2014, οι αποδοχές που έλαβε από τα ποσοστά επί των πωλήσεων ανήλθαν στο συνολικό χρηματικό ποσό των 7.800 ευρώ, πλην όμως θα ληφθεί ως βάση το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 2.874,82 ευρώ και επομένως [2.874,82 ευρώ: 272 ημέρες =] 10,57 ευρώ (ο μέσος όρος ημερησίων αποδοχών), τον οποίο πολλαπλασίασε εσφαλμένως επί 25 ημέρες δικαιούμενης αδείας με αποτέλεσμα να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό 264,25 ευρώ αντί να τον πολλαπλασιάσει επί 22 ημέρες δικαιούμενης αδείας και να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό το ορθό (10,57 x 22 =) 232,54 ευρώ, 3) το έτος 2015, για την περίοδο αναφοράς από 9.9.2014 έως και την 6.7.2015 έλαβε ποσοστά επί των πωλήσεων το συνολικό χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ πλην όμως, θα ληφθεί ως βάση το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 6.359,04 ευρώ και επομένως (6.359,04: 247 ημέρες =) 25,75 ευρώ (ο μέσος όρος ημερησίων αποδοχών), τον οποίο πολλαπλασίασε εσφαλμένως επί 25 ημέρες δικαιούμενης αδείας με αποτέλεσμα να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό 643,75 ευρώ αντί να τον πολλαπλασιάσει επί 22 ημέρες δικαιούμενης αδείας και να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό το ορθό (25,75 x 22 =) 566,5 ευρώ, και 4) το έτος 2016 για την περίοδο αναφοράς από 10.8.2015 έως 29.8.2016 έλαβε για προμήθειες το συνολικό χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ και επομένως (10.000 ευρώ : 315 ημέρες =) 31,75 (ο μέσος όρος ημερησίων αποδοχών), τον οποίο πολλαπλασίασε εσφαλμένως επί 25 ημέρες δικαιούμενης αδείας με αποτέλεσμα να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό 793,75 ευρώ αντί να τον πολλαπλασιάσει επί 22 ημέρες δικαιούμενης αδείας και να εξαγάγει ως δικαιούμενο ποσό το ορθό (31,75 x 22 =) 698,5 ευρώ, αποτέλεσμα τούτου ήταν για τα ως άνω έτη να εξαγάγει ως οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των (571,5 + 264,25 + 643,75 + 793,75 =) 2.273,25 ευρώ αντί του ορθού (502,92 + 232,54 + 566,5 + 698,5 =) 2.000,46 ευρώ. Επομένως, το σχετικό από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πρώτο μέρος του δεύτερου αναιρετικού λόγου περί παραβίασης των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής κατά τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας είναι αβάσιμο αναφορικά με τα έτη 2017 και 2018 και πρέπει ως προς αυτά να απορριφθεί, ενώ είναι (εν μέρει) βάσιμο και δη αναφορικά με τα έτη 2013, 2014, 2015 και 2016 και πρέπει να γίνει δεκτό κατά τούτο και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο όμως κατά το μέρος που αφορά το κονδύλιο των αποδοχών αδείας των ετών 2013, 2014, 2015 και 2016 και μόνο ως προς τον αριθμό των ημερών αδείας που εδικαιούτο να λάβει ο ενάγων (25 αντί του νομίμου 22 ημέρες) βάσει των οποίων και έπρεπε να υπολογιστούν οι αποδοχές του αδείας για τα έτη αυτά κατά τα ανωτέρω και συνακολούθως και κατά το κεφάλαιο αυτής περί δικαστικών εξόδων. Σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 εδ. α' Κ.Πολ.Δ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (υπέρβαση δικαιοδοσίας και αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Εν προκειμένω, στο Εφετείο η τότε εφεσίβλητη-εναγομένη εταιρία με τις προτάσεις της επί της εφέσεως της τότε εκκαλούσας ενάγουσας, που παραπονείτο για την απόρριψη της αγωγής της ως αόριστης, προέβαλε τον ισχυρισμό περί μη νομίμου της αγωγής αναφορικά με τις διαφορές αποδοχών αδείας ως προς τον υπολογισμό του δικαιούμενου από τον ενάγοντα ποσού με βάση τις 25 δικαιούμενες κατ' αυτόν ημέρες αδείας αντί του νομίμου 22 δικαιούμενων ημερών αδείας, εν τούτοις η προσβαλλόμενη απόφαση του εφετείου, αφού έκρινε ορισμένη την αγωγή και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε ως νόμιμη την αγωγή (και) κατά το αίτημά της για την επιδίκαση στον ενάγοντα των αποδοχών αδείας των ετών 2013 έως και 2016 και επιδίκασε τα ανωτέρω ποσά λαμβάνοντας ως βάση τις 25 ημέρες αδείας ενώ ως προς το υπερβάλλον των 22 ημερών αδείας έπασχε νομικής αβασιμότητας. Επομένως δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το ως άνω μέρος, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο κατά το μέρος που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα για το επιμέρους ποσό των αποδοχών αδείας των ετών 2013, 2014, 2015 και 2016 το ποσό των 2.273,25 ευρώ, καθώς και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων και να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος αυτό για το συνολικό ποσό των 2.000,46 ευρώ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος και εκκαλούντος) του πρώτου και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας ως και της προκείμενης αναιρετικής δίκης, όπου παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, σύμφωνα με το νόμιμο και εν μέρει βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρο 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της εν μέρει ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής συμψηφιζομένων αναλόγως (άρθρα 178, 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.