Νομική και ποσοτική αοριστία της αγωγής και λόγος αναιρέσεως Από διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. ΑΠ 941/2020 Πρόεδρος: Η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Εισηγητής: Ο κ. Γεώργιος Δημάκης Δικηγόροι: Ο κ. Νικόλαος Πολυχρονιάδης - Η κ. Ελένη Βούλγαρη - Ο κ. Κων/νος Γάτσιος 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 837/2019, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 862/2015, ΑΠ 291/2015). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής κατά την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο κρίνοντας αυτή ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται, δηλαδή, και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης (σχετ. ΟλΑΠ 18/1998, ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 108/2020, ΑΠ 515/2016, ΑΠ 991/2014). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α' και β' Κ.Πολ.Δ., στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν' αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 108/2020, ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, μέσα στο νόμιμο ωράριο, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με την συμφωνηθείσα κύρια εργασία του, ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του εργαζομένου που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να έχει καθοριστεί και ο πρόσθετος μισθός που πρέπει να καταβληθεί ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τον ειθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (Ολ.ΑΠ 861 και 862/1984, ΑΠ 1073/2018, ΑΠ 1223/2013). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι για το ορισμένο αγωγής, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί πρόσθετη αμοιβή για την παροχή πρόσθετης εργασίας, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της, πλην των άλλων, η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας, το είδος της οφειλόμενης από τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη εργασίας, η πρόσθετη εργασία στην οποία υποχρεώθηκε ο ενάγων μισθωτός με σαφή προσδιορισμό της κατ' είδος και χρονική διάρκεια, οι καταβαλλόμενες για την κύρια εργασία αποδοχές και αν συμφωνήθηκε ή όχι αμοιβή για την πρόσθετη εργασία (ΑΠ 1073/2018, ΑΠ 245/2012, ΑΠ 1953/2007). Δηλαδή, δεν αρκεί ο ενάγων να επικαλείται μόνο την κύρια εργασία του και την πρόσθετη που παρείχε μετά από συμφωνία με τον εργοδότη, ώστε να κριθεί αν αυτή είναι συναφής ή όχι με την κύρια απασχόλησή του, αλλά επί πλέον και το χρόνο που διαρκούσε η πρόσθετη εργασία μέσα στο νόμιμο ωράριο της κύριας, ώστε με κριτήριο το συνηθισμένο για την παροχή αυτής καταβαλλλόμενο μισθό να εξευρεθεί η ποσοστιαία (συμπληρωματική) αμοιβή που δικαιούται να λάβει για την πρόσθετη αυτή εργασία. 2. Εξάλλου, ο νέος Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΣΕ Α.Ε. [νέος "ΓΕ.ΚΑ.Π."] κυρώθηκε, από 28.12.1998, με το άρθρο 13 του ν.2671/1998 (ΦΕΚ Α 289/28.12.1998) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Ορίζει δε και τα εξής: Σκοπός του ΓΕ.ΚΑ.Π. είναι η καθιέρωση των κανόνων που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού σε βάσεις ισότητας και δικαιοσύνης και εξασφαλίζουν την ορθή επιλογή του, την εκπαίδευσή του, την ομαλή σταδιοδρομία του και τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση της εργασίας του (άρθρο 1). Ο Κανονισμός περιλαμβάνει τους κανόνες, που καθορίζουν τις διακρίσεις του [υπαλληλικού] προσωπικού, τους όρους, σύμφωνα με τους οποίους αυτό προσλαμβάνεται, εντάσσεται, εκπαιδεύεται, μονιμοποιείται, προάγεται, μετατάσσεται, μετατίθεται, λαμβάνει άδειες απουσίας ασθένειας, αμείβεται, τιμωρείται και αποχωρεί η απολύεται από την υπηρεσία καθώς και τα γενικά καθήκοντα και τους περιορισμούς του (άρθρο 2). Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του γενικού αυτού κανονισμού προσωπικού, "1. Το προσωπικό συνδέεται με τον ΟΣΕ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο. 2. Τακτικό προσωπικό είναι αυτό που κατέχει οργανική θέση, δηλαδή θέση που προβλέπεται από τον Υπηρεσιακό Οργανισμό του ΟΣΕ", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8, "1. Ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες είναι δυνατή η ανάθεση καθηκόντων ανώτερου ή κατώτερου βαθμού. 2. ...3. Στο προσωπικό του ΟΣΕ μπορούν να ανατίθενται και άλλα συναφή προς την κύρια απασχόληση καθήκοντα. Ως συναφή θεωρούνται και τα καθήκοντα άλλης θέσης εργασίας, η οποία ανήκει στον ίδιο ή παρεμφερή κλάδο, στην ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις οικείες διατάξεις. ...4. Η ανάθεση καθηκόντων ανώτερου ή κατώτερου βαθμού ή καθηκόντων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3. του παρόντος άρθρου, γίνεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου ή των υπ' αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων. 5. Προσωπικό στο οποίο ανατέθηκαν καθήκοντα ανώτερου βαθμού για χρονικό διάστημα πλέον των δύο μηνών, δικαιούται αμοιβή καθηκόντων ανώτερου βαθμού για το πέραν των δύο μηνών χρονικό διάστημα. Κατ' εξαίρεση δεν δικαιούται τέτοια αμοιβή, εφόσον η ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων ανώτερου βαθμού γίνεται με την αναπλήρωση προσωπικού, που για οποιαδήποτε αιτία απουσιάζει και δεν εκτελεί τα καθήκοντά του και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου. 6. Με βασική εγκύκλιο του Διευθύνοντος Συμβούλου θα καθοριστούν οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, "οι κλάδοι, οι ειδικότητες και οι βαθμοί στους οποίους σταδιοδρομεί το προσωπικό, καθορίζονται ως εξής: 1. Κλάδος διπλωματούχων μηχανικών: Διευθυντής, αρχιμηχανικός, υπαρχιμηχανικός, μηχανικός. Ο Κλάδος αυτός διακρίνεται στους πιο κάτω ειδικότερους Κλάδους: α. Κλάδος διπλωματούχων μηχανικών εκμεταλλεύσεως, β. κλάδος διπλωματούχων μηχανικών έλξης, γ. κλάδος διπλωματούχων μηχανικών γραμμής. 2 Κλάδος χημικών... 3. Κλάδος πτυχιούχων μηχανικών τ.ε... 4. Κλάδος τεχνικών υπαλλήλων - σχεδιαστών... 5. Κλάδος διοικητικών - οικονομικών υπαλλήλων... 6. Κλάδος μεταφραστών... 7. Κλάδος προσωπικού πληροφορικής... 8. Κλάδος χειριστών μηχανών εισόδου πληροφοριών... 9. Κλάδος ιατρών... 10. Κλάδος νοσοκόμων... 11. Κλάδος διαβιβαστών... 12. Κλάδος επιμελητών... 13. Κλάδος φυλακών εγκαταστάσεων... 14. Κλάδος προσωπικού ασφάλειας... 15. Κλάδος σταθμαρχών... 16. Κλάδος προσωπικού ελιγμών... 17. Κλάδος προσωπικού αποθηκών σταθμών... 18. Κλάδος προσωπικού αμαξοστοιχιών... 19. Κλάδος προσωπικού έλξης... 20. Κλάδος τεχνιτών μηχανοστασίων - εργοστασίων... 21. Κλάδος τεχνιτών ηλεκτρολόγων - ηλεκτρονικών... 22. Κλάδος οδηγών αυτοκινήτων... 23. Κλάδος εργατών μηχανοστασίων - εργοστασίων και αποθηκών υλικού... 24. Κλάδος προσωπικού συντήρησης γραμμής.. 25. Κλάδος τεχνιτών γραμμής... 26. Κλάδος χειριστών μηχανημάτων γραμμής και έργων... 27. Κλάδος διαχειριστών υλικού...". 3. Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη, από 3.3.2010 και με αριθ. κατάθ. 59638/1650/2010 αγωγή, την οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα των αναιρετικών λόγων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίσθηκε τα εξής: Ότι προσελήφθη στις 3.7.1978 από την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος Α.Ε." με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έναντι μισθού και με την ιδιότητα του δόκιμου μηχανικού. Ότι στις 6 Φεβρουάριου 2004 προήχθη στο βαθμό του αρχιμηχανικού του ειδικότερου κλάδου των διπλωματούχων μηχανικών έλξης του γενικότερου κλάδου των διπλωματούχων μηχανικών και υπηρετούσε ως προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτοκινήτων. Ότι, παράλληλα με τα καθήκοντα του προϊσταμένου της υπηρεσίας αυτοκινήτων, η πρώτη εναγομένη αποφάσισε την ανάθεση σ' αυτόν από τις 6 Απριλίου 2005 των καθηκόντων του προϊσταμένου και της υπηρεσίας κυκλοφορίας επιβατικού τροχαίου υλικού. Ότι, μετά τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, η νέα εργοδότρια, δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορικές Επιχειρήσεις Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" και το διακριτικό τίτλο "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε.", αποφάσισε την ανάθεση σ' αυτόν από τις 15.1.2007 των καθηκόντων του προϊσταμένου της υπηρεσίας αυτοκινήτων. Ιστορείται περαιτέρω στην ένδικη αγωγή ότι από 1.03.2007 αποφασίστηκε η μετάθεσή του στη διεύθυνση κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και του ανατέθηκαν καθήκοντα διευθυντή της διεύθυνσης, αλλά και παράλληλα καθήκοντα στο γραφείο του γενικού διευθυντή επιβατών της ομώνυμης γενικής διεύθυνσης για την αντιμετώπιση των θεμάτων της υπαγόμενης στη γενική διεύθυνση επιβατών υπηρεσίας αυτοκινήτων. Ότι με απόφαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης προήχθη αναδρομικά από την 1.7.2007 στο βαθμό του αρχιμηχανικού του ειδικότερου κλάδου διπλωματούχων μηχανικών έλξης του κλάδου διπλωματούχων μηχανικών στο βαθμό του διευθυντή του κλάδου διπλωματούχων μηχανικών και με απόφαση αυτής της 15.6.2009 του ανατέθηκαν, πέραν των καθηκόντων του διευθυντή της διεύθυνσης κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και των καθηκόντων του στο γραφείο του γενικού διευθυντή της γενικής διεύθυνσης επιβατών, και τα καθήκοντα της διεύθυνσης κίνησης αμαξοστοιχιών, που υπάγεται και αυτή στη γενική διεύθυνση για επιβάτες. Ότι, με βάση το άρθρο 8 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΣΕ, δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή για τα ανωτέρω πρόσθετα καθήκοντα, που σε εκτέλεση των αποφάσεων των εναγομένων παρείχε μέχρι την άσκηση της αγωγής, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, ακόμη και πέραν του νομίμου ωραρίου, τα οποία (καθήκοντα) δεν είναι συναφή με τα κύρια καθήκοντά του. Με βάση το ιστορικό αυτό και αφού αναφέρεται στην αγωγή ο καταβαλλόμενος μισθός του ενάγοντος για την κύρια εργασία του, ζήτησε με την αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες να του καταβάλουν ως πρόσθετες αμοιβές τα παρακάτω ποσά: Α1) Η πρώτη εναγομένη εταιρεία το ποσό των 34.985,91 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 6.4.2005 έως 31.12.2005 και 2) το ποσό των 50.487,68 ευρώ για το διάστημα από 1.1.2006 έως 31.10.2006 και Β1) Η δεύτερη εναγομένη εταιρεία το ποσό των 41.465,23 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2007 έως 31.12.2007, 2) το ποσό των 56.972,19 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008, 3) το ποσό των 62.215,81 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2009 και 4) το ποσό των 13.286,55 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.3.2010, νομιμότοκα από τότε που κατέστη απαιτητό κάθε επί μέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ήτοι συνολικά δικαιούται πρόσθετες αποδοχές 85.473,59 ευρώ από τη πρώτη εναγομένη και 173.939,78 ευρώ από τη δεύτερη εναγομένη, όπως αναλυτικά τα μερικότερα κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή. Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά ζήτησε ο ενάγων επικουρικά και με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 744/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολο της ως μη νόμιμη. Μετά την άσκηση της από 19.6.2013 εφέσεως (μ' αριθ. καταθ. 3523/2013) εκ μέρους του ενάγοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 4298/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την εκκληθείσα ενώπιον του οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της ως άνω εφέσεως, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος αυτής, έκρινε ότι η κύρια βάση της αγωγής είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και την απέρριψε για το λόγο αυτό. 4. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή ήταν αόριστη ως προς την κύρια βάση της, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η πρόσθετη εργασία είναι πάντοτε συμπληρωματική και δεν νοείται να καλύπτει αυτή πλήρως το νόμιμο ωράριο του εργαζομένου, με συνέπεια για το ορισμένο αυτής να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός ποσοστού ή της χρονικής διάρκειας της απασχολήσεως του εργαζομένου με αυτή (πρόσθετη εργασία) μέσα στο χρόνο του νόμιμου ωραρίου του. Στοιχείο αναγκαίο, εξάλλου, της ένδικης αγωγής ήταν και το γεγονός αν συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων αμοιβή για την αναφερόμενη πρόσθετη εργασία του αναιρεσείοντος. Επομένως το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά την κύρια βάση της, επειδή δεν περιείχε τα ανωτέρω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 14 του Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις αναφερόμενες στην σκέψη υπ' αριθμ. 1 και 2 ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε κήρυξε απαράδεκτο παρά το νόμο. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τα ανωτέρω σκέλη, καθώς και ο δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του, με τα οποία ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. 5. Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου, δεν ιδρύεται δε όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή κρίθηκε απορριπτέα ως αόριστη ή μη νόμιμη (ΟλΑΠ 3/1997, Απ 9/2019, 42/2015, 247/2014). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, που η κύρια βάση της αγωγής του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε ως αόριστη, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, αφού το εφετείο δεν εκτίμησε πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατόν να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τα σχετικά σκέλη του πρώτου και δεύτερου λόγου της αναίρεσής του. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. 6. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ., κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών μέσων, αλλ' απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, όπως στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 507/2018, 42/2015). Γι' αυτό, το σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης , από το άρθρο 559 αρ. 11 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ., με το οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει εντελώς αόριστα την σχετική αναιρετική πλημμέλεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. 7. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται (και) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Ο λόγος αυτός, για μη λήψη υπόψη προταθέντος ισχυρισμού, δεν ιδρύεται όταν ο ισχυρισμός είναι απαράδεκτος ή μη νόμιμος, αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 8/2013, 14/2004, 3/1997). Γι' αυτό ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το εκ του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι αγωγικοί ισχυρισμοί του, που κατατείνουν στο ότι η αγωγή του ήταν ορισμένη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. 8. Κατά το άρθρο 559 αριθμ 9 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκείμενη περίπτωση ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το από το άρθρο 559 αριθμ. 9 Κ.Πολ.Δ.. σκέλος του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, εφόσον στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων επικαλείται μόνο τη σχετική διάταξη, χωρίς να αναφέρει ποια αίτηση έμεινε αδίκαστη ή τι επιδίκασε το δικαστήριο που δεν ζητήθηκε. 9. Τέλος, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., κατά τον οποίο το εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 281 ΑΚ, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Εφετείο ουδόλως αναφέρεται στο άρθρο αυτό και στην ερμηνεία του και συνεπώς ο δεύτερος λόγος, κατά το προαναφερόμενο σκέλος, είναι απαράδεκτος. 10. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα καθενός από τους αναιρεσίβλητους, που παρέστησαν αυτοτελώς, με διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο, και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (Κ.Πολ.Δ. 176, 183 και 191 παρ. 2).