Απόλυση Διευθύνοντος Υπαλλήλου Η απόλυση υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθύνοντων υπαλλήλων, εν όψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, θα κριθεί από άποψη καταχρηστικότητας στο ίδιο πλαίσιο και με τα ίδια κριτήρια με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή. ΑΠ 139/2023 Πρόεδρος: Η κ. Ζαμπέττα Στράτα Εισηγητής: Ο κ. Νικ. Πουλάκης Δικηγόροι: Ο κ. Χρήστος Δεμερούκας - Η κ. Ευανθία Κατσίγιαννη [...] 2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (Α.Π. 1889/2017, Α.Π. 1683/2012). Ειδικότερα, η απώλεια της εμπιστοσύνης και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, όχι βέβαια κατά την υποκειμενική αντίληψη και κρίση του καταγγέλλοντος εργοδότη, αλλά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που τις δικαιολογούν και που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, θεμελιώνοντας μία αρνητική πρόγνωση ως προς τη λειτουργία της στο μέλλον, καθιστούν μη καταχρηστική τη για τους λόγους αυτούς καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζόμενου (σχετ. Α.Π. 1486/2007, Α.Π. 643/1988). Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 Α.Κ., για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (Α.Π. 1683/2012, Α.Π. 904/2012). Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 Α.Κ. από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (Α.Π. 1173/2017, Α.Π. 244/2017, Α.Π. 769/2016, Α.Π. 601/2013, Α.Π. 904/2012). Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς διαφοροποίηση και αναφορικά με την άτακτη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των διευθυνόντων υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις" που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920, ήτοι των υπαλλήλων εκείνων που, λόγω των ιδιαιτέρων προσόντων τους ή της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτούς, τους ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, προσιδιάζοντα στο φορέα της επιχείρησης και επηρεάζοντα αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, οι οποίοι διακρίνονται εμφανώς από τους λοιπούς υπαλλήλους, κατέχοντας ανώτερες θέσεις στην υπαλληλική ιεραρχία και αμειβόμενοι κατά κανόνα με μισθούς σημαντικά ανώτερους από το λοιπό προσωπικό. Και τούτο διότι και οι διευθύνοντες υπάλληλοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία και επ' αυτών εφαρμόζονται κατ' αρχήν όλες οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας, πλην εκείνων που κρίνονται ασυμβίβαστες με τη θέση και τη φύση των καθηκόντων που ασκούν, όπως είναι ειδικότερα οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τη συμπληρωματική αμοιβή για παροχή υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή απασχόλησης κατά τα Σάββατα ή τις Κυριακές ή για την παροχή αδείας ανάπαυσης. Επομένως, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθυνόντων υπαλλήλων, ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της, θα κριθεί από άποψη καταχρηστικότητας (άρθρο 281 του Α.Κ.) στο ίδιο πλαίσιο και με τα ίδια κριτήρια με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή, πολλώ δε μάλλον εάν πρόκειται περί υπαλλήλων στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διεύθυνσης ή εποπτείας σημαντικών τομέων ή του προσωπικού της επιχείρησης, που απαιτούν αυξημένη εμπιστοσύνη, χωρίς όμως οι υπάλληλοι αυτοί να συγκεντρώνουν παράλληλα τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν και την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.Α.Π. 1/2016, Ολ.Α.Π. 2/2013, ΟλΑ.Π. 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (Α.Π. 130/2016, Α.Π. 1420/2013). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ. 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ. 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (Α.Π. 1420/2013, Α.Π. 1703/2009, Α.Π. 1202/2008). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα [ήδη αναιρεσείουσα] προσλήφθηκε ως τραπεζική υπάλληλος στην υπηρεσία της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία" δυνάμει της από 20.3.2000 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Απασχολήθηκε δε έκτοτε στην υπηρεσία της εναγομένης, υπηρετώντας αρχικά στη Διεύθυνση Εξυπηρέτησης και Ανάπτυξης Πελατείας ως Υπεύθυνη Βορείου Ελλάδος, στη συνέχεια και συγκεκριμένα από το Φεβρουάριο του 2003 μέχρι το Δεκέμβριο του 2005 ως Υποδιευθύντρια στο κατάστημα της εναγομένης στη....., ενώ από τον Ιανουάριο 2006 ανέλαβε καθήκοντα Διευθύντριας του καταστήματος της εναγομένης στην ..., επί της οδού ... Στις 17.1.2012 συνελήφθη στα πλαίσια αυτόφωρης διαδικασίας στη ... ο σύζυγος της ενάγουσας..., κατηγορούμενος από κοινού με άλλους για τις πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της εκβίασης με απειλές από κοινού και κατά συρροή και της νομιμοποίησης εσόδων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια εντός εγκληματικής οργάνωσης, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν στη ... κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του έτους 2003 μέχρι 17.1.2012. Η πιο πάνω υπόθεση έλαβε μεγάλες διαστάσεις και δημοσιότητα σε πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης, με δημοσίευση όλων των ονομάτων των εμπλεκομένων, κατόπιν διάταξης του αρμόδιου εισαγγελέα. Ο ... διέθετε λογαριασμούς στην εναγομένη, πολλοί από τους οποίους ήταν κοινοί με την ενάγουσα, ενώ ο φερόμενος ως αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης ... αναφερόταν στα δημοσιεύματα ως συνεργάτης του ... Επίσης υπήρχαν αναφορές και περί συμμετοχής στο κύκλωμα και άλλων προσώπων που περιλαμβάνονταν στον τραπεζικό χώρο. Οι εν λόγω φήμες και πληροφορίες περιήλθαν σε γνώση των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης που ασχολούνται με την πρόληψη και καταστολή της απάτης, την πρόληψη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα οποία και ενεργοποιήθηκαν προκειμένου να διαπιστώσουν και εντοπίσουν τυχόν συναλλαγές οι οποίες εμπίπτουν στις παραπάνω παράνομες δραστηριότητες και οι οποίες σχετίζονταν με πρόσωπα τα οποία είχαν πελατειακή σχέση με την εναγομένη. Έτσι ελέγχθηκε μεταξύ άλλων και το υποκατάστημα της οδού ... στην...., το οποίο βρισκόταν, όπως προαναφέρθηκε, από το έτος 2006 υπό τη διεύθυνση της ενάγουσας. Από το διενεργηθέντα έλεγχο που έγινε από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης και προβλέπεται από τις διατάξεις των ν. 3601/2007 και 3691/2008, διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα διατηρούσε στην εναγομένη 23 λογαριασμούς καταθέσεων ως συνδικαιούχος και 2 ατομικούς, οι καταθέσεις μετρητών στους οποίους για το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 μέχρι 10.1.2012 ανήλθαν στο ποσό του 1.977.000 ευρώ, ενώ καταθέσεις σε δύο παραστατικά έφεραν το όνομα του ..., φερόμενου ως αρχηγού του άνω κυκλώματος, από τα οποία η μεγαλύτερη κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ δικαιολογήθηκε από την ενάγουσα ότι αφορά νόμιμη αγοραπωλησία ακινήτου, πλην όμως αυτή δεν προσκόμισε τα παραστατικά που της ζητήθηκαν κατά το χρόνο διενέργειας του ελέγχου στις 20.2.2012, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα στις 26.3.2012. Ακόμη προέκυψε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι 16.1.2012 προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος της εναγόμενης σε αναζητήσεις στοιχείων και λογαριασμών εννέα προσώπων που είχαν εμπλοκή στο πιο πάνω κύκλωμα και διατηρούσαν όλοι τους λογαριασμούς στο κατάστημα που εργαζόταν η ενάγουσα, πλην όμως μετά την ολοκλήρωση της διενέργειας του εν λόγω ελέγχου δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή της ενάγου- σας στη φερόμενη ως παράνομη κατά τα παραπάνω δραστηριότητα του κυκλώματος. Κατά τη διενέργεια του ως άνω ελέγχου διερευνήθηκε επίσης και το αίτημα που είχε υποβληθεί από την ..., μητέρα της ενάγουσας, για άνοιγμα λογαριασμού στο Λουξεμβούργο για κατάθεση ποσού 3,9 εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς όμως να αναφερθεί τούτο λόγω του ύψους του ποσού στα αρμόδια όργανα της Τράπεζας. Μάλιστα η ενάγουσα στο σχετικό από 21.1.2011 έντυπο KYCP υπέγραψε η ίδια ως "Relation Officer", αν και η ενδιαφερόμενη για τη συναλλαγή (υποψήφια πελάτισσα) ήταν στενό συγγενικό της πρόσωπο (μητέρα της), χωρίς την υπογραφή άλλου υπαλλήλου-στελέχους του "private banking" της εναγομένης, όπως απαιτείται από τη διαδικασία. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι, πέραν του προαναφερθέντος ελέγχου, διατάχθηκε και έκτακτος έλεγχος στο ίδιο κατάστημα της οδού ... στην.... .....της εναγομένης, στο οποίο προΐστατο, όπως έχει αναφερθεί, η ενάγουσα, ως προς το βαθμό εφαρμογής των διαδικασιών της Τράπεζας. Για τον έλεγχο αυτό εκδόθηκε το από 6.3.2012 πόρισμα, το αποτέλεσμα του οποίου κρίθηκε μη ικανοποιητικό. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε χαμηλός βαθμός αντίληψης εκ μέρους των εργαζομένων του εν λόγω καταστήματος του λειτουργικού κινδύνου και του κινδύνου απάτης που εμπεριέχει η μη τήρηση βασικών διαδικασιών κατά τις συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μη αποτύπωση των ελέγχων ταυτοποίησης και επιβεβαίωσης της υπογραφής των πελατών. Επίσης διαπιστώθηκαν παρεκκλίσεις και από τις λοιπές προβλεπόμενες διαδικασίες, όπως ως προς την τεκμηρίωση των συναλλαγών στο SAR (ηλεκτρονική εφαρμογή για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος), CIP (ηλεκτρονική εφαρμογή ενημέρωσης της Διεύθυνσης Λειτουργικών Κινδύνων για πελάτες με συναλλαγές άνω των 200.000 ευρώ). Ακόμη διαπιστώθηκε η μη αναγραφή επιμέρους χαρτονομισμάτων στα δελτία κατάθεσης καθώς και η κίνηση λογαριασμών και η μεταφορά μεγάλων ποσών στο πλαίσιο κατάθεσης ή ανάληψης μακριά από τα γκισέ του ταμείου, χωρίς καταγραφή των συναλλαγών από τα ηλεκτρονικά συστήματα της τράπεζας. Οι προαναφερθείσες παραλείψεις καθώς και οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στο πιο πάνω κατάστημα της εναγομένης, οι οποίες αντίκεινται στον Οργανισμό Υπηρεσίας της τελευταίας και για τις οποίες ευθύνεται η ενάγουσα, ως διευθύντρια του εν λόγω καταστήματος, μπορούσαν να εκθέσουν την εναγομένη σε κίνδυνο και κατ' επέκταση να δημιουργήσουν σε αυτήν προϋποθέσεις για ζημία, να βλάψουν δε τη φήμη και την αξιοπιστία της. Η παραβίαση εκ μέρους της ενάγουσας των αναφερομένων αναλυτικά παραπάνω βασικών κανόνων της εσωτερικής λειτουργίας της εργοδότριάς της Τράπεζας, συνδεόμενων με τον ευαίσθητο τομέα της διαχείρισης ιδιαίτερα σημαντικών χρηματικών ποσών και συγκεκριμένα η μη αναγραφή επιμέρους χαρτονομισμάτων στα δελτία κατάθεσης, η κίνηση λογαριασμών και η μεταφορά μεγάλων ποσών στο πλαίσιο κατάθεσης ή ανάληψης μακριά από το γκισέ του ταμείου, χωρίς καταγραφή των συναλλαγών από τα ηλεκτρονικά συστήματα της Τράπεζας, αλλά και η απόπειρα διάνοιξης λογαριασμού για λογαριασμό της μητέρας της σε Τράπεζα του ομίλου της εναγόμενης στο Λουξεμβούργο για τη μεταφορά μεγάλου ποσού, οδήγησαν δικαιολογημένα την εναγομένη σε απώλεια της εμπιστοσύνης της στο πρόσωπο της ενάγουσας, δεδομένου ότι η θέση ευθύνης που κατείχε απαιτούσε αυξημένο βαθμό σχέσης εμπιστοσύνης και η ενάγουσα με τις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις της διέρρηξε τη σχέση αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω η εναγομένη προέβη στις 10.8.2012 σε έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας, προσφέροντας σε αυτή τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και αναγράφοντας ως λόγο καταγγελίας τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της στο πρόσωπο της ενάγουσας, αναφορά που αρκεί κατά το άρθρο 19 του οργανισμού της εναγομένης, αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν απαιτείται εκ του νόμου, με ποινή ακυρότητας, ο εργοδότης να εκθέτει στο έγγραφο της καταγγελίας το σπουδαίο λόγο ή τα περιστατικά που τον θεμελιώνουν [...]. Έτσι, λόγω της ως άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας διαταράχθηκαν οι μέχρι τότε ομαλές σχέσεις μεταξύ αυτής και της εναγομένης και το κλίμα εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις του εργαζομένου και του εργοδότη και μάλιστα στον ευαίσθητο τραπεζικό τομέα. Προκειμένου δε η εναγομένη να αποτρέψει κάθε περίπτωση ζημίας της και για να αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος της το οποίο διηύθυνε η ενάγουσα, αναγκάσθηκε να καταφύγει, κάνοντας νόμιμη χρήση του διευθυντικού της δικαιώματος, στο έσχατο και επαχθέστερο για την ενάγουσα, πλην όμως αναγκαίο για την προάσπιση των συμφερόντων της, μέσον της απόλυσης αυτής. Επομένως, με βάση τα προεκτεθέντα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας από την εναγομένη δεν υπήρξε καταχρηστική, αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτή έγινε καθ' υπέρβαση προφανώς των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης προς καταγγελία της σύμβασης, αλλά έγινε κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και ήταν το μόνο πρόσφορο μέτρο, το οποίο δεν υπερέβη, αφού ήταν αναγκαίο λόγω της ρήξης της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε επέλθει μεταξύ αυτής και της ενάγουσας. Κατ' ακολουθία όλων των προαναφερομένων, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσία οι αγωγικοί ισχυρισμοί, στους οποίους η εκκαλούσα-ενάγουσα επιχείρησε να θεμελιώσει την ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης και τους οποίους επαναφέρει προς κρίση ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ως αυτοτελείς λόγους της κρινόμενης έφεσής της. Συγκεκριμένα κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ακόλουθοι ισχυρισμοί της ενάγουσας: Ότι η επίδικη καταγγελία είναι άκυρη διότι έγινε καταχρηστικά, χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό της εναγομένης πειθαρχικής διαδικασίας και κατά παράβαση της υπέρ του εργαζομένου αρχής της επιείκειας, σύμφωνα με την οποία για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ευδόκιμη μέχρι τότε υπηρεσία της και διότι έγινε κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβληθέντος μέτρου, υπό την έννοια ότι η εργοδότριά της όφειλε αντί του επαχθούς μέτρου της καταγγελίας να της επιβάλει άλλα ηπιότερα, αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα από τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της. Οι ως άνω όμως ισχυρισμοί της εκκαλούσας είναι απορριπτέοι, πέραν των όσων αναφέρθηκαν σχετικά στις αντίστοιχες νομικές σκέψεις της παρούσας, και για τους παρακάτω λόγους: 1) διότι η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που έγινε λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις του εργαζομένου και του εργοδότη και η τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελούν δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους δικαιώματα του εργοδότη, τα οποία ασκούνται από αυτόν ελεύθερα, όταν μάλιστα στον έχοντα συμβατική ισχύ Κανονισμό της εναγομένης δεν προβλέπεται η προηγούμενη κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας ως αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό και νόμιμο της καταγγελίας, 2) διότι τα αναφερόμενα από την ενάγουσα σχετικά με τη μη λήψη υπόψη της ευδόκιμης υπηρεσίας της, αν και δεν αμφισβητούνται, δεν είναι ικανά να καταστήσουν καταχρηστική και γενόμενη κατά παράβαση της αρχής της επιείκειας τη γενόμενη καταγγελία, ενόψει των περιστατικών που αποδείχθηκαν ότι αποτέλεσαν την αιτία της επίδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, και 3) διότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ενόψει της παραπάνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, η επιβολή δε των αναφερομένων από αυτήν ως ηπιότερων μέτρων συνιστούν συντηρητικά μέτρα και αφορούν σε υφιστάμενη σχέση εργασίας, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αναγκαστική προδικασία για το προβλεπόμενο με ρητή διάταξη του Οργανισμού της εναγόμενης δικαίωμά της να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου της, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο της έφεσης ότι ο λόγος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της δεν ήταν ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της εναγομένης προς το πρόσωπό της αλλά η άσκηση ποινικής δίωξης για τις ως άνω πράξεις σε βάρος του συζύγου της Δ.Λ., δοθέντος ότι στην περίπτωση κλονισμού της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό της η εναγομένη δεν θα πρότεινε σ' αυτήν να αποχωρήσει εκουσίως από την υπηρεσία της, με την καταβολή μάλιστα μεγαλύτερης της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα είναι εκείνη η οποία πρότεινε στην εναγόμενη να μην προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αλλά να βρεθεί μία συναινετική λύση για την αποχώρησή της από την υπηρεσία, γεγονός που αποδέχθηκε κατ' αρχήν η εναγομένη παρά την ειλημμένη απόφασή της για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας. Κατ' ακολουθίαν, εφόσον η αγωγή είναι αβάσιμη στην ουσία της ως προς την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης είναι απορριπτέο και το αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας από τη φερόμενη ως άκυρη απόλυση της ενάγουσας. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσία την αγωγή, δεν έσφαλε ούτε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβασίμως υποστηρίζεται από την εκκαλούσα-ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της και τον πρόσθετο λόγο αυτής η οποία πρέπει γι' αυτό να απορριφθεί ως αβάσιμη". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τυπικά αλλά απέρριψε κατ' ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο της έφεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας (ήδη αναιρεσείουσας). Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174, 180, 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955, ούτε παραβίασε την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, τις οποίες αντιθέτως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, παραλλήλως δε διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις και αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με την εγκυρότητα της από 10.8.2012 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της αναιρεσείουσας από την αναιρεσίβλητη τράπεζα. Ειδικότερα, με βάση τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε δεκτό ότι, λόγω της περιγραφόμενης παραβίασης εκ μέρους της ενάγουσας των αναφερομένων αναλυτικά βασικών κανόνων της εσωτερικής λειτουργίας της τράπεζας, συνδεομένων με τον ευαίσθητο τομέα της διαχείρισης ιδιαίτερα σημαντικών χρηματικών ποσών, και συγκεκριμένα η μη αναγραφή επί μέρους χαρτονομισμάτων στα δελτία κατάθεσης, η κίνηση λογαριασμών και η μεταφορά μεγάλων ποσών στο πλαίσιο κατάθεσης ή ανάληψης μακριά από το γκισέ του ταμείου, χωρίς καταγραφή των συναλλαγών από τα ηλεκτρονικά συστήματα της τράπεζας, αλλά και η απόπειρα διάνοιξης λογαριασμού για λογαριασμό της μητέρας της σε τράπεζα του ομίλου της αναιρεσίβλητης στο Λουξεμβούργο για τη μεταφορά μεγάλου χρηματικού ποσού, οδήγησαν δικαιολογημένα την εναγομένη σε απώλεια της εμπιστοσύνης της στο πρόσωπο της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας, δεδομένου ότι η θέση ευθύνης που κατείχε απαιτούσε αυξημένο βαθμό σχέσης εμπιστοσύνης και η ενάγουσα-αναιρεσείουσα, με τις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις της, διέρρηξε τη σχέση αυτή. Ως συνέπεια των προαναφερθέντων ορθώς δέχθηκε το δικαστήριο ότι η για τους λόγους αυτούς από 10.8.2012 καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας δεν υπερβαίνει προφανώς τα εκ του άρθρου 281 του Α.Κ. τασσόμενα όρια, ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όντας ενδεδειγμένη, κατά την καλή πίστη, λύση και μη υπερβαίνουσα το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο, ενόψει μάλιστα και του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Και τούτο διότι, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, άλλα μέτρα, ηπιότερα, όπως μετάθεσή της σε κάποιο άλλο πόστο, δεν μπορούσαν να ληφθούν, εφόσον κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η παραπάνω συμπεριφορά της αναιρεσείουσας διέρρηξε τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε επέλθει μεταξύ αυτής και της εργοδότριάς της. Εφόσον δε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης α) η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που έγινε λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις του εργαζομένου και του εργοδότη και η τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελούν δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους δικαιώματα του εργοδότη, τα οποία ασκούνται από αυτόν ελεύθερα, όταν μάλιστα στον έχοντα συμβατική ισχύ κανονισμό της εναγομένης-αναιρεσίβλητης δεν προβλέπεται η προηγούμενη κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας ως αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό και νόμιμο της καταγγελίας, και β) η επιβολή ηπιότερων μέτρων συνιστούν συντηρητικά μέτρα και αφορούν σε υφιστάμενη σχέση εργασίας και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν αναγκαστική προδικασία για το προβλεπόμενο με ρητή διάταξη του Οργανισμού της εναγομένης δικαίωμά της να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας υπαλλήλου της, με τη συνδρομή βέβαια και των λοιπών προϋποθέσεων, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι η αναιρεσίβλητη, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής κάποιας πειθαρχικής ποινής από εκείνες που προβλέπει το ν.δ. 3789/1957, όπως αβασίμως αιτιάται με το μοναδικό από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα. Αβάσιμες κρίνονται επίσης οι διαλαμβανόμενες στον ίδιο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης επικαλούμενες πλημμέλειες και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει α) αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχεται i) ότι η ενάγουσα δεν είχε καμία σχέση με το παράνομο κύκλωμα που ανακοινώθηκε στον τύπο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ii) ότι ουδεμία ζημία υπέστη η Τράπεζα από τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάσεις του Κανονισμού λειτουργίας του καταστήματος που διηύθυνε η ενάγουσα στην ..., εν τούτοις έκρινε ότι, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, διαταράχθηκαν οι μέχρι τότε ομαλές σχέσεις μεταξύ αυτής και της εναγομένης και β) ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθότι δεν καθορίζει ποιες είναι οι παραβάσεις στη λειτουργία του καταστήματος και ποία η ζημία που υπέστη η Τράπεζα από την παραπάνω συμπεριφορά της ενάγουσας. Οι ανωτέρω επικαλούμενες αντιφάσεις και ανεπάρκειες της προσβαλλομένης απόφασης κατά το περιεχόμενό τους, είτε αναφέρονται σε ελλείψεις ως προς την ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας είτε συνιστούν πραγματικά επιχειρήματα υπέρ των απόψεων της αναιρεσίβλητης, με συνέπεια να μην ιδρύουν σχετικό αναιρετικό λόγο και δη από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί, όπως ήδη προαναφέρθηκε στον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης οφείλεται στις αναλυτικά αναφερόμενες παραβάσεις του Κανονισμού Λειτουργίας της εναγομένης Τράπεζας από την ενάγουσα, διευθύνουσα το υποκατάστημα της εναγομένης στην ... και δεν ενέχει αντίφαση η διηγηματικώς αναφερόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση θέση της ενάγουσας σε σχέση με το κύκλωμα τοκογλυφίας και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος από την εγκληματική οργάνωση με φερόμενους αρχηγό το Μ.Κ. και μέλος το σύζυγο της ενάγουσας Δ.Λ. Ούτε επίσης για την πληρότητα της αιτιολογίας απαιτείτο η μνεία περισσότερων στοιχείων ως προς το πώς προκλήθηκε η διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης ή ως προς τη ζημία που υπέστη η εναγομένη από τις παραβάσεις του Κανονισμού εκ μέρους της ενάγουσας εφόσον εκτίθεται ως αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια και πληρότητα ότι εξ αιτίας των αναλυτικά αναφερομένων παραβάσεων του Κανονισμού λειτουργίας της εναγομένης από την ενάγουσα προκλήθηκε ρήξη στη σχέση εμπιστοσύνης και διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας του υποκαταστήματος της στην .... Η επέλευση και οικονομικής ζημίας δεν ήταν αναγκαία για να επέλθει η διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης όπως αβασίμως αναφέρει η αναιρεσείουσα. Επομένως ο περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που υπό την επίφαση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου και με αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά μέσα πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). 4. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις.