Τις προσεχείς ήμερες η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων θα ξεκινήσει την αποστολή των ειδοποιητηρίων για την έκτακτη εισφορά που θα κληθούν να καταβάλουν όσες επιχειρήσεις είχαν συνολικά καθαρά κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ κατά τη χρήση 2009 (οικονομικό έτος 2010).
Με βάση τα κέρδη της περυσινής χρονιάς θα υπολογιστεί και θα καταβληθεί η έκτακτη εισφορά και το 2011.
Eως το τέλος Ιανουαρίου να καταβληθεί η πρώτη δόση της έκτακτης εισφοράς η οποία αναμένεται να αποφέρει στα ταμεία του δημοσίου έσοδα ύψους 1 δισ. ευρώ.
Με εγκύκλιο του υφυπουργού Οικονομικών Δ. Κουσελά καθορίζεται η διαδικασία καταβολής της έκτακτης εισφοράς.
Το πλήρες κείμενο της ΠΟΛ.1181/14.12.2010 έχει ως εξής:
ΘΕΜΑ:
Eκτακτη εισφορά στα κέρδη των νομικών προσώπων, με βάση τις διατάξεις του πέμπτου άρθρου του ν. 3845/2010.
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των παραγράφων 1-11 του πέμπτου άρθρου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α’Α65/06.05.2010) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού επιβάλλεται έκτακτη εισφορά στα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009). Ειδικότερα, η εισφορά επιβάλλεται σε όλα ανεξαιρέτως τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (Α.Ε., ΕΠΕ, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων) και της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου (προσωπικές εταιρίες, κοινοπραξίες, κ.λπ.), που πραγματοποίησαν καθαρά κέρδη άνω των 100.000 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2010. Διευκρινίζεται ότι η εισφορά επιβάλλεται ανεξάρτητα αν τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή σε οποιοδήποτε φορολογικό καθεστώς (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος), καθόσον η εισφορά αυτή δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος, αλλά ιδιότυπη έκτακτη εφάπαξ επιβάρυνση.
Η εισφορά επιβάλλεται στα συνολικά καθαρά κέρδη οικονομικού έτους 2010 που προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 31 και της παρ. 7 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994. Επομένως, ως κέρδη πρέπει να λαμβάνονται τα συνολικά κέρδη προ της διανομής. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα φορολογητέα κέρδη των νομικών προσώπων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 99 και 106 του ΚΦΕ.
Προκειμένου για τα κέρδη προσωπικών εταιριών, δεν αφαιρείται από αυτά, η επιχειρηματική αμοιβή. Τέλος, στα κέρδη που υπόκεινται στην εισφορά περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως εισοδήματα από την εκμετάλλευση ή παρεπόμενα έσοδα (π.χ. μερίσματα), είτε προέρχονται από την ημεδαπή ή την αλλοδαπή και ανεξάρτητα αν φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις ή αν απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος (π.χ. υπεραξία από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.) ή αν φορολογούνται κατ’Α ειδικό τρόπο (π.χ. τόκοι ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου για τις τράπεζες). Για τον προσδιορισμό των κερδών επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά, από τα ακαθάριστα έσοδα αφαιρούνται οι δαπάνες του άρθρου 31 και οι λοιπές δαπάνες που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 105, προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 (Α.Ε., Ε.Π.Ε., κ.λπ.).
Επομένως, η εισφορά επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό κέρδος μετά την προσθήκη των λογιστικών διαφορών (δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση) που έχουν δηλωθεί στους κωδικούς 018, 019, 020, 021, 022, 023 και 025 (Φ.01.010 και Φ.01.013). Από τις δηλώσεις των τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Φ.01.011 και Φ.01.014) λαμβάνονται υπόψη οι λογιστικές διαφορές που έχουν δηλωθεί στους κωδικούς 018, 019, 020, 021, 022 και 062.
Για λόγους ίσης μεταχείρισης, θα πρέπει να αφαιρούνται οι αρνητικές λογιστικές διαφορές (κωδικός 462: ποσό που φορολογήθηκε κατά την προηγούμενη χρήση λόγω αναμόρφωσης της πρόβλεψης για αποζημίωση προσωπικού). Πέραν των ανωτέρω, δεν αφαιρείται κανένα άλλο ποσό. Δηλαδή, ούτε οι ζημίες παρελθουσών χρήσεων, ούτε οι αφορολόγητες κρατήσεις αναπτυξιακών νόμων (ν. 2601/1998, ν. 3299/2004, κλπ.), ούτε τυχόν αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 106 του ν. 2238/1994 (από αφορολόγητα έσοδα, έσοδα φορολογηθέντα κατ’Α ειδικό τρόπο, κλπ.).
Από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (Ε5) των προσωπικών εταιριών, κοινοπραξιών, κλπ. λαμβάνονται υπόψη οι λογιστικές διαφορές που έχουν δηλωθεί στους κωδικούς 018, 019, 020, 450, 021, 022 και 023. Ειδικότερα, για τις προσωπικές εταιρείες, κοινοπραξίες κλπ. που τηρούν βιβλία Γ’Α κατηγορίας του ΚΒΣ, στον υπολογισμό (εκκαθάριση) της έκτακτης εισφοράς λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του κωδικού 024, ενώ για όσες τηρούν βιβλία Β’Α κατηγορίας του ΚΒΣ λαμβάνονται υπόψη αθροιστικά τα κέρδη των κωδικών 024,100, 425, 430 και 435.
Επισημαίνεται ακόμα, για τις οικοδομικές και τεχνικές επιχειρήσεις που είναι νομικά πρόσωπα της παρ. 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. (Ο.Ε., Ε.Ε. κ.λπ.) δεδομένου ότι στους κωδικούς 016 «κέρδη χρήσης» ή 017 «ζημίες χρήσης» του εντύπου Ε5, αναγράφουν το τελικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) από την πώληση οικοδομών ή την εκτέλεση τεχνικών έργων των οποίων το αποτέλεσμα προσδιορίζεται με λογιστικό τρόπο, ενώ τα τυχόν τεκμαρτά κέρδη από την ίδια αιτία δηλώνονται στον κωδικό 100 «Τεκμαρτά κέρδη τεχνικών εταιρειών», οι κωδικοί των δηλώσεων των υπόχρεων υπόψη νομικών προσώπων που θα χρησιμοποιηθούν (από το έντυπο Ε5) για τον υπολογισμό (εκκαθάριση) της έκτακτης εισφοράς είναι οι κωδικοί 024 και 124 στα ποσά των οποίων θα προστεθούν και τα ποσά του κωδικού 100 (Δ12Β 1146741 ΕΞ 2010 έγγραφό μας).
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς είναι τα κέρδη των επιχειρήσεων, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τα πιο πάνω, να υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις που δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.), ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους, η έκτακτη εισφορά επιβάλλεται στα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη μεταξύ αυτών που εμφανίζονται στις πιο πάνω καταστάσεις και αυτών που προκύπτουν με βάση τα άρθρα 31 και 105 του ν. 2238/1994, εφόσον υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
Σημειώνεται, ότι για τις επιχειρήσεις που συντάσσουν τις οικονομικές καταστάσεις τους με βάση τα ΔΛΠ, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη των οικονομικών καταστάσεων πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος (ΠΟΛ. 1053/10.5.2010 εγκύκλιος).
2. Επισημαίνεται, ότι για τις κοινοπραξίες πλοίων που εκμεταλλεύονται πλοία ιδιοκτησίας τρίτων, κατ’Α ανάλογη εφαρμογή των όσων έχουν γίνει δεκτά με την αρ. Δ12Β 1065907 ΕΞ2010 διαταγή μας, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του πέμπτου άρθρου του ν. 3845/2010, καθόσον τα ποσά που εμφανίζουν οι κοινοπραξίες πλοίων στον κωδικό 024 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε5), αποτελούν κέρδη των μελών τους, που έχουν ήδη αποδοθεί σ’Α αυτά, με βάση τις μηνιαίες εκκαθαρίσεις, κατ’Α εφαρμογή της αρ.1083741/4536/1292/0014/ΠΟΛ.1215/19.7.1996 Α.Υ.Ο. Ενόψει των ανωτέρω, για τις κοινοπραξίες πλοίων που βεβαιώνεται έκτακτη εισφορά και εμπίπτουν στην πιο πάνω περίπτωση πρέπει να υποβάλουν αίτηση προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ, και η οποία στη συνέχεια θα πρέπει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, εφόσον βέβαια τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της ισχύουν εν τοις πράγμασι.
3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της έκτακτης εισφοράς με διαφοροποιούμενους συντελεστές που αυξάνονται προοδευτικά ανάλογα με το ύψος των συνολικών καθαρών κερδών, ως εξής: 4% για καθαρά κέρδη μέχρι και 300.000 ευρώ, 6% για κέρδη από 300.001 ευρώ έως και 1.000.000 ευρώ, 8% για κέρδη από 1.000.001 έως 5.000.000 και 10% για κέρδη από 5.000.001 ευρώ και άνω.
Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση, ώστε τα εναπομένοντα συνολικά καθαρά κέρδη που αποτέλεσαν τη βάση προσδιορισμού της, να μην υπολείπεται του ποσού των 100.000 ευρώ.
Για παράδειγμα, αν ένα νομικό πρόσωπο έχει συνολικά καθαρά κέρδη 102.000 ευρώ (κωδικός 024), κατ’Α αρχήν οφείλεται εισφορά υπολογιζόμενη με συντελεστή 4%. Όμως το προκύπτον ποσό 4.080 ευρώ, θα περιορισθεί στο ποσό των 2.000 ευρώ, ώστε το υπόλοιπο κερδών που απομένει μετά τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς να μην είναι κατώτερο των 100.000 ευρώ.
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται, ότι σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου, ως συνολικά καθαρά κέρδη λαμβάνεται το μέρος αυτών που αναλογεί στους δώδεκα μήνες. Δηλαδή, αν το οικονομικό έτος 2010 (έτος επιβολής της έκτακτης εισφοράς) μία ανώνυμη εταιρία έχει εμφανίσει κέρδη στον κωδικό 024 9.000.000 ευρώ (πρώτη διαχειριστική περίοδος 1.7.2008 – 31.12.2009), ως βάση για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς θα ληφθεί υπόψη το ποσό των 6.000.000 ευρώ (9.000.000 x 12/18).
5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 ορίζεται, ότι τα συνολικά καθαρά κέρδη, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παράγραφο 1, επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το διπλάσιο του μέσου όρου των συνολικών καθαρών κερδών των δύο προηγούμενων οικονομικών ετών 2008 και 2009. Για την εφαρμογή των ανωτέρω ισχύουν όσα έχουν γίνει δεκτά με την αρ. 11668/Β0012/ΠΟΛ.1156/22.12.2009 εγκύκλιο. Δηλαδή, ως κέρδη των προηγούμενων οικονομικών αυτών ετών, θα λαμβάνονται τα αντίστοιχα κέρδη (φορολογικά ή ΔΛΠ) που ελήφθησαν υπόψη και για το οικον. έτος 2010, ανεξάρτητα ποια από αυτά είναι μεγαλύτερα.
Διευκρινίζεται, ότι αν έχει υποβληθεί δήλωση μόνο για τα οικονομικά έτη 2010, 2009, τα καθαρά κέρδη του οικονομικού έτους 2010, συγκρίνονται με το διπλάσιο των καθαρών κερδών του οικονομικού έτους 2009.
Επίσης, αν για κάποιο από τα προηγούμενα έτη (οικονομικά έτη 2008 ή 2009) δεν δημοσιεύθηκαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των ΔΛΠ, λαμβάνονται υπόψη μόνο τα καθαρά κέρδη του οικονομικού έτους για το οποίο έχει γίνει δημοσίευση.
Για παράδειγμα, αν μία ανώνυμη εταιρία το οικον. έτος 2010 εμφανίζει κέρδη στους κωδικούς 024 και 116, ύψους 200.000 και 300.000 ευρώ, αντίστοιχα και το οικ. έτος 2009 έχει στους ίδιους κωδικούς κέρδη 50.000 και 100.000, αντίστοιχα, ενώ το οικ. έτος 2008 έχει κέρδη μόνο στον κωδικό 024 ύψους 80.000 ευρώ (δεν δημοσίευσε οικ. καταστάσεις βάσει ΔΛΠ), ο υπολογισμός των κερδών επί των οποίων θα επιβληθεί η εισφορά έχει ως εξής: Καταρχήν, λαμβάνονται τα 300.000 κέρδη (ΔΛΠ) που δηλώθηκαν κατά το οικον. έτος 2010, επειδή είναι μεγαλύτερα από τα 200.000 ευρώ που προέκυψαν από την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, θα πρέπει να συγκριθούν τα κέρδη οικον. έτους 2010 που προέκυψαν με βάση τα ΔΛΠ (300.000 ευρώ) με τα αντίστοιχα κέρδη των οικονομικών ετών 2009 και 2008 και περαιτέρω, επειδή το οικονομικό έτος 2008 δεν προέκυψαν κέρδη με βάση τα ΔΛΠ, θα ληφθούν υπόψη μόνο τα κέρδη του οικονομικού έτους 2009 (100.000 ευρώ).
Στη συνέχεια και επειδή το διπλάσιό τους (200.000 ευρώ) είναι μικρότερο από τα 300.000 ευρώ, ως κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά είναι τα 200.000 ευρώ.
Αν στο προηγούμενο παράδειγμα, τα κέρδη οικονομικού έτους 2009 στον Κ.Α. 116 (Κέρδη ΔΛΠ) ήταν 40.000 ευρώ και περαιτέρω, στο οικονομικό έτος 2008 η εταιρία δήλωσε στον ίδιο κωδικό κέρδη 40.000 ευρώ, ισχύουν τα ακόλουθα: τα κέρδη οικον. έτους 2010 που προέκυψαν με βάση τα ΔΛΠ (300.000 ευρώ) θα συγκριθούν με το διπλάσιο του μέσου όρου των κερδών οικον. ετών 2008 και 2009 [2 x (40.000 + 40.000)/2] και επειδή τα 80.000 ευρώ είναι μικρότερα των 100.000 ευρώ, δεν θα επιβληθεί τελικά έκτακτη εισφορά.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης χρήσης σε κάποιο από τα προηγούμενα οικονομικά έτη, θα γίνεται αναγωγή σε δωδεκάμηνη βάση. Ειδικότερα, στην περίπτωση που αφορούν στο οικ. έτος 2008, τα κέρδη της χρήσης αυτής θα αναχθούν σε δωδεκάμηνη βάση και στη συνέχεια θα συγκριθούν, αφού ληφθούν υπόψη και τα κέρδη του οικ. έτους 2009, με τα κέρδη του οικ. έτους 2010. Στην περίπτωση που αφορούν στο οικ. έτος 2009, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει δήλωση οικονομικού έτους 2008 και επομένως, τα κέρδη του οικον. έτους 2009 θα αναχθούν σε δωδεκάμηνη βάση και στη συνέχεια το διπλάσιό τους θα συγκριθεί με τα κέρδη του οικονομικού έτους 2010.
Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση εμφάνισης ζημιογόνων αποτελεσμάτων σε κάποιο από τα προηγούμενα οικονομικά έτη, για τον υπολογισμό του διπλάσιου του μέσου όρου των καθαρών αυτών κερδών, προκειμένου να εξευρεθεί η βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, λαμβάνεται το αλγεβρικό άθροισμα των αποτελεσμάτων των οικ. ετών 2008 και 2009.
Περαιτέρω, διευκρινίζεται, ότι σε περίπτωση που μια επιχείρηση έχει διακόψει τις εργασίες της μέσα στο τρέχον έτος (λήξη εκκαθάρισης, κλπ.), θα βεβαιωθεί κανονικά έκτακτη εισφορά, δεδομένου ότι στο οικονομικό έτος 2010 (έτος βάσης για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς), έχουν προκύψει κέρδη για το υπόψη νομικό πρόσωπο. Βέβαια, δεν νοείται στην πράξη διακοπή εργασιών με πολύ υψηλά κέρδη, στα οποία επιβάλλεται η εισφορά. Επομένως, η διακοπή προφανώς θα οφείλεται σε μετασχηματισμό (μετατροπή, συγχώνευση, κλπ.), οπότε θα έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.
6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 ορίζεται, ότι για τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στην επιχείρηση. Η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία της επιχείρησης κατά την οριζόμενη διαδικασία στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται στον Κ.Α. Εσόδων 0893 «Έκτακτη οικονομική εισφορά στις επιχειρήσεις» μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2010.
Σε περίπτωση μετατροπής ή συγχώνευσης επιχειρήσεων, η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται στη νέα επιχείρηση που προήλθε από τη μετατροπή ή συγχώνευση. Στην περίπτωση διάσπασης ανώνυμης εταιρίας, η βεβαίωση της έκτακτης εισφοράς θα γίνεται στο όνομα των επωφελούμενων επιχειρήσεων με βάση το ποσό της καθαρής θέσης της διασπασθείσας που αναλογεί στις επωφελούμενες επιχειρήσεις. Επισημαίνεται, ότι επειδή τα στοιχεία αυτά σχετικά με το ύψος της καθαρής θέσης της διασπασθείσας εταιρίας δεν υπάρχουν στη Γ.Γ.Π.Σ., θα πρέπει η τελευταία να τα αναζητήσει από την αρμόδια ΔΟΥ.
Με τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου ορίζεται, ότι αν από φορολογικό έλεγχο προκύψει διαφορά των καθαρών κερδών, δεν επιβάλλεται επιπλέον έκτακτη εισφορά, ούτε επιστρέφεται εισφορά που τυχόν καταβλήθηκε.
7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 ορίζεται, ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ή υποβολή αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και για την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της εισφοράς.
8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 ορίζεται, ότι οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) εφαρμόζονται ανάλογα και για την έκτακτη εισφορά που επιβάλλεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Ειδικότερα, για την οίκοθεν βεβαίωση του ποσού της έκτακτης εισφοράς, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. θα συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέχρι τις 31.12.2010.
9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 ορίζεται, ότι η βεβαιωθείσα έκτακτη εισφορά καταβάλλεται σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα Ιανουαρίου 2011, και η καθεμία από τις επόμενες, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, αντίστοιχα, ημέρας. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ. Αν η καταβολή του συνόλου της έκτακτης εισφοράς γίνει μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, χορηγείται έκπτωση 2%.
Eκπτωση δεν χορηγείται στην περίπτωση που το σύνολο της έκτακτης εισφοράς είναι καταβλητέο σε μία δόση.
10. Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 9 ορίζεται, ότι το ποσό της έκτακτης εισφοράς που θα καταβληθεί δεν αναγνωρίζεται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών του οικον. έτους 2012 (διαχειριστική περίοδος 2011).
11. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 10 ορίζεται, ότι σε περίπτωση που τα καθαρά κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά αποτέλεσαν και κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, η έκτακτη εισφορά επιστρέφεται. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι αν για παράδειγμα, έχουμε κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει ανώνυμη εταιρία, η τελευταία αποκτά κέρδη από τη συμμετοχή της στην κοινοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α’Α της παρ. 4 του άρθρου 28 του ν. 2238/1994, στη λήξη της διαχειριστικής περιόδου (31.12.2009) και επομένως, έκτακτη εισφορά θα βεβαιωθεί στο όνομα της κοινοπραξίας για τα κέρδη οικ. έτους 2010, καθώς και στην ανώνυμη εταιρία – μέλος για το μέρος των κερδών του ίδιου οικον. έτους που αντιστοιχούν σε αυτή (πέραν των δικών της κερδών), αν βεβαίως και τα συνολικά κέρδη της Α.Ε. υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της έκτακτης εισφοράς καταβάλλεται κανονικά από την κοινοπραξία.
Επειδή όμως η εισφορά βεβαιώνεται και σε βάρος της Α.Ε. η οποία είναι υποχρεωμένη να την καταβάλλει, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για επιστροφή των δόσεων που θα έχει ήδη καταβάλλει και διαγραφή των υπολοίπων. Είναι αυτονόητο, ότι αν μετά την αφαίρεση των κερδών από την υπόψη συμμετοχή απομένει υπόλοιπο κερδών της Α.Ε. μικρότερο των 100.000 ευρώ (με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω), θα διαγράφεται ολόκληρο το ποσό της εισφοράς, μετά την επιστροφή των δόσεων που έχουν καταβληθεί.
Επίσης, η έκτακτη εισφορά επιστρέφεται κατά το μέρος που αντιστοιχεί σε εισόδημα ή κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία καταβλήθηκε έκτακτη εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3808/2009 (ΦΕΚ 227 Α), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε διπλή επιβολή εισφοράς στα ίδια κέρδη (από συμμετοχές).