Άκυρη απόλυση. Η αξίωση της αποζημίωσης γεννάται κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η καταγγελία. Επί ακυρότητας της καταγγελίας η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας απλώς επιβεβαιώνει την ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματός της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργοδότη που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του εγγράφου τύπου και με ιδιωτικό έγγραφο και η εγχείρισή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του τελευταίου και υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του μισθού υπερημερίας, δηλαδή το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του, και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ο εργαζόμενος δικαιούνται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, οπότε δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί αυτόν πραγματικά, είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. ΑΠ 1206/2020 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Η κ. Κων/να Αλεβιζοπούλου Δικηγόροι: Οι κ.κ. Αριστοτέλης Μερεκούλιας - Δημήτριος Βλαχόπουλος Από τα άρθρα 1 και 3 Ν. 2112/1920, 1 και 5 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρ. 361, 648, 669, 272 ΑΚ) είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλ. δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη. Επίσης έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σ' αυτόν (προφορικώς ή εγγράφως), λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας απλώς επιβεβαιώνει την ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματός της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργοδότη που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου και με ιδιωτικό έγγραφο και η εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχόμενου, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία να δεχθεί την εργασία του εργαζόμενου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του τελευταίου και υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του μισθού υπερημερίας δηλ. το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, οπότε δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί αυτόν πραγματικά, είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 295/2013, ΑΠ 597/2006). Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ. ορίζεται ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Η διάταξη αυτή, κατευθυντήριου χαρακτήρα, εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων, ασφάλεια των συναλλαγών και σταθερότητα δικαίου. Όμως η αρχή αυτή δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται κατ' αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος (ΟλΑΠ 13/2006). Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 και 78 παρ. 2 του Συντάγματος που αφορούν την απαγόρευση της αναδρομικότητας των ουσιαστικών ποινικών νόμων κατά την θέσπιση εγκλημάτων και την απαγόρευση της αναδρομικής φορολογίας πέραν του προηγουμένου οικονομικού έτους από τον χρόνο επιβολής της. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 1067/1979), καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. I του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, μετά την κύρωσή τους από την Ελλάδα με το Ν. Δ/μα 53/1974. Ειδικότερα στην κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ως άνω Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), τέτοιο δε περιουσιακό δικαίωμα συνιστά και η απαίτηση του μισθωτού να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη. Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση περιουσιακών δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 6/2007). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Ν. 2112/1920, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τους νόμους, 3863/2010 και 3899/2010 οριζόταν ότι "Απόλυσις ιδιωτικού υπαλλήλου όστις προσελήφθη επί χρόνου μη ορισμένου, εφόσον ούτος διήρκεσε υπέρ τους δύο μήνας, δεν δύναται να λάβει χώραν άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, ήτοι δέον να γίνη κατά τους κάτωθι όρους: α) δι' υπαλλήλους υπηρετήσαντας μέχρι ενός έτους τριάκοντα ημέρας προ της απολύσεως, β)... γ)... δ)... ε)... στ)... ζ)...". Στη συνέχεια με το άρθρο 74 παρ.2 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α' 115/15.7.2010) ορίζεται ότι "1...2. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής: Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο μήνες μέχρι δύο χρόνια απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν από την απόλυση. Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955". Ακολούθως, με το άρθρο 17 παρ. 5 και του Ν. 3899/2010 "επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας" ΦΕΚ Α' 212/17.12.2010) προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 εδάφιο ως εδάφιο Ά, με το οποίο ορίζεται ότι: "2.Α. Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι υπό το Ν. 2112/1920 και το βδ 6/18.7.1920, η προστασία του εργαζόμενου από την απόλυση που εξασφαλίζεται με τη θέσπιση περιορισμών (τυπικών και ουσιαστικών) του δικαιώματος καταγγελίας από την πλευρά του εργοδότη, δεν ενεργοποιείται αμέσως με την πρόσληψη του εργαζόμενου, αλλά με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος και μάλιστα την συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας στον εργοδότη. Ο ελάχιστος αυτός χρόνος αναμονής λειτουργεί ως χρόνος δοκιμής του εργαζόμενου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργοδότης μπορεί ελεύθερα να απαλλάσσεται από τον εργαζόμενο χωρίς τήρηση των διατυπώσεων και δεσμεύσεων που θέτει η εργατική νομοθεσία και δη των νόμων 2112/1920 και 3198/1955, δηλαδή της τήρησης προθεσμίας και της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης. Με το άρθρο όμως 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 ο χρόνος αναμονής αυξήθηκε από τους δύο μήνες, σε δώδεκα μήνες. Χρόνος έναρξης της περιόδου αναμονής υπηρεσίας αποτελεί η ημέρα πρόσληψης του εργαζομένου και συμπλήρωση ημέρα του δωδέκατου μήνα που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα πρόσληψης. Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν. 3863/2010 δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αφού δεν ορίστηκε ρητά το αντίθετο στο νόμο αυτό, ούτε άλλωστε από την έννοια και το σκοπό αυτών προκύπτει αντίθετη νομοθετική βούληση αναδρομικής ισχύος των. Κατά συνέπεια οι ρυθμίσεις αυτές καταλαμβάνουν περιπτώσεις καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικών υπαλλήλων που έλαβαν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17.12.2010), για τις οποίες η συνδρομή των προϋποθέσεων χορήγησης και οι συνέπειες μη καταβολής αποζημίωσης απόλυσης θα κριθεί με βάση το νέο νομοθετικό καθεστώς. Τα ανωτέρω συνάδουν με τη γενικότερου χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 24 του Εισ.Ν.Α.Κ., κατά την οποία ενοχές που τα παραγωγικά τους αίτια συντελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, διέπονται και μετά την εισαγωγή τους από το ως τώρα δίκαιο, ιδίως ως προς τη γένεση, το περιεχόμενο και την έκταση αυτών. Έτσι η αξίωση του μισθωτού για τη λήψη της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού γεννάται κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η καταγγελία και αν αυτή είναι με προθεσμία από τη λήξη της προθεσμίας (ΑΠ 1366/2017, ΑΠ 357/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, κατά την έρευνα των σχετικών αναιρετικών λόγων (άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 11.3.2011 αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι προσελήφθη από την εναγομένη - αναιρεσείουσα εταιρία στις 1.9.2010, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος με την ειδικότητα του πωλητή, με πλήρη απασχόληση σε πενθήμερη βάση εβδομαδιαίως, ότι με την ειδικότητα αυτή εργάστηκε μέχρι την 4.1.2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους ότι η καταγγελία ήταν άκυρη, διότι η εναγομένη δεν κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, άλλως γιατί ασκήθηκε καταχρηστικά από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του, επειδή προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας για να διεκδικήσει τις νόμιμες αποδοχές του και ότι διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγομένης για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών λόγω μη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του και για αποζημίωση για κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε κατόπιν μερικού περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων της αγωγής, σε εν μέρει αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καταχωρηθείσα στα πρακτικά και με τις προτάσεις αυτού: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του κυρίως μεν λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και επικουρικά γιατί ήταν καταχρηστική, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εργασίας του, με την απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης προς το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει νομιμοτόκως: 1) ως μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.898,33 ευρώ, 2) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 270,79 ευρώ, 3) για κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία το ποσό των 407,16 ευρώ και 4) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έπαθε λόγω των συνθηκών απολύσεώς του το ποσό των 5000 ευρώ, άλλως σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η καταγγελία ήταν έγκυρη να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 1.127,47 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης λόγω της απρόθεσμης καταγγελίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η αριθ. 2668/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, λόγω καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να του καταβάλει το ποσό των 13.898,33 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 270,79 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των 291,81 ευρώ για κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης και όλα τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής το πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η εναγομένη αναιρεσείουσα άσκησε την από 21.10.2014 έφεσή της, επί τής οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, στη συνέχεια: α) απορρίφτηκαν κατ' ουσία οι λόγοι αυτής που αφορούσαν τα κεφάλαια για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, ποσού 270,79 ευρώ, υπερωριακή εργασία, ποσού 291,81 ευρώ και έτσι επικυρώθηκε, κατά το μέρος αυτό η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως, β) κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης, εξαφανίστηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο που έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη ως καταχρηστική και οι εκ της ακυρότητας αυτής απορρέουσες συναφείς υποχρεώσεις της εναγομένης για αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος και επιδίκαση μισθών υπερημερίας, καθώς και κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της εναγομένης ούτε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτής ως προς το θέμα της απόλυσης του ενάγοντος. Μετά ταύτα αφού κρατήθηκε η υπόθεση κατά τα κεφάλαια αυτά από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, απορρίφθηκε αυτή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν όσον αφορά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Στη συνέχεια ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως η πρώτη κύρια βάση της αγωγής για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως απολύσεως, η οποία δεν είχε ερευνηθεί πρωτοδίκως, η οποία κρίθηκε νόμιμη και έγινε δεκτή και ως βάσιμης την ουσία της. Ειδικότερα το Εφετείο, κατά το κεφάλαιο τούτο και τις συναφείς με αυτό υποχρεώσεις της εναγομένης για αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος και επιδίκαση μισθών υπερημερίας, δέχθηκε τα ακόλουθα: "...Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα έχει ως αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία ειδών συσκευασίας και γραφικών τεχνών και ειδικότερα παράγει και εμπορεύεται είδη συσκευασίας, συμπεριλαμβανομένης και της βιομηχανικής συσκευασίας, υλικά διακόσμησης, υλικά περιτύλιξης και συναφή είδη, ενώ διατηρεί και δύο καταστήματα πώλησης στο Περιστέρι Αττικής και στον Πειραιά. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία την 01.09.2010 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δίμηνης διάρκειας, που ορίστηκε ως δοκιμαστική περίοδος και ειδικότερα από 01.09.2010 έως 31.10.2010, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, με την ειδικότητα του εσωτερικού πωλητή. Με τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντας συμφωνήθηκε να προσφέρει ο ενάγων την εργασία του στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Περιστέρι Αττικής, με πλήρη απασχόληση, με το πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή και επί σαράντα ώρες εβδομαδιαίος και δη από τις 08.00 έως τις 16.00, και σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας που προέβλεπε η ισχύουσα κάθε φορά οικεία ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας". Κατά τη λήξη της η ανωτέρω σύμβαση ανανεώθηκε με συμφωνία των διαδίκων και έτσι μετατράπηκε εξαρχής σε αορίστου χρόνου οπότε ο ενάγων συνέχισε κανονικά να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με τους ίδιους προαναφερόμενους όρους και συνθήκες εργασίας και έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 903,67 ευρώ. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής εργασίας ο ενάγων πράγματι προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ανωτέρω ειδικότητά του, στο προαναφερόμενο κατάστημα της εναγομένης, μέχρι τις 04.01.2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντος και τον απέλυσε... Με βάση τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε, ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντας έγινε μεν εγγράφως, πλην όμως δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, η οποία έπρεπε να του καταβληθεί, καθόσον αυτός προσλήφθηκε την 01.09.2010 και πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή πριν τις 17.12.2010, είχε ήδη αυτός από την 01.11.2010 (συμπληρώσει τη δίμηνη υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, ήτοι στην εναγομένη. όπως απαιτούσε η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α' 115/15.7.2010), υπό την ισχύ της οποίας είχε προσληφθεί και όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 17 Ν. 3899/2010, και συνεπώς ο ενάγων είχε θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη της αποζημιώσεως αυτής, το οποίο δεν ανατρέπεται αναδρομικά από τη μεταγενέστερη ισχύ του Ν. 3899/2010, δεδομένου ότι η νέα αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει... τους μισθωτούς οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή από τις 17.12.2010 και μετά, και όχι αναδρομικά και αυτούς που είχαν προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και είχαν ήδη κατά τη δημοσίευσή του θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη της αποζημιώσεως αυτής σε περίπτωση απολύσεώς τους. Επομένως, εφόσον η εναγομένη κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν του κατέβαλε την οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, ανερχόμενη στο ποσό των 1.127,47 ευρώ (ήτοι μην. μισθ. κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση 966,40 ευρώ + 1/6 για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας), η ένδικη καταγγελία είναι άκυρη για το λόγο αυτό, και συνεπώς η εναγομένη μη αποδεχόμενη από τότε τις υπηρεσίες του ενάγοντος κατέστη υπερήμερη. Περαιτέρω, εφόσον η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, άκυρη και η εναγομένη, μη αποδεχόμενη από τότε τις υπηρεσίες του ενάγοντος, έχει καταστεί υπερήμερη, οφείλει στον ενάγοντα τους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 05.01.2011 έως 04.05.2013 που ανέρχονται, στο ποσό των 966,40 ευρώ x 28 μήνες = 27.059,20 ευρώ και στο οποίο πρέπει να συμπεριληφθούν: α) τα επιδόματα Πάσχα των ετών 2011, 2012 και 2013, προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού 503,33 ευρώ x 3=1.509,99 ευρώ, β) τα επιδόματα Χριστουγέννων των ετών 2011 και 2012. προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού 1006,66 ευρώ x 2= 2.013,32 ευρώ και γ) τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 483,20 ευρώ x 2 = 966,40 ευρώ. Δηλαδή για την αιτία αυτή η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 31.548,91 ευρώ, από το οποίο όμως πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 17.650,58 ευρώ, το οποίο ο ενάγων έλαβε από την παροχή εργασίας σε άλλον εργοδότη κατά το διάστημα από 12.11.2011 έως 04.05.2013 και συνεπώς το οφειλόμενο για την αιτία αυτή ποσό διαμορφώνεται σε 13.898,33 ευρώ ...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού προηγουμένως είχε εξαφανίσει στο σύνολό της την πρωτόδικη απόφαση για το ενιαίο της εκτέλεσης, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, λόγω μη καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως, υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, σύμφωνα με την σύμβαση εργασίας του με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 3.000 ευρώ, καθώς και να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.898,33 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, των 991,81 ευρώ για υπερωρίες και 270,79 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και συνολικά 14.460,83 ευρώ, νομιμοτόκως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, όσον αφορά το κεφάλαιο της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης και τις συναφείς υποχρεώσεις της εναγομένης για αποδοχή των υπηρεσιών του και επιδίκαση μισθών υπηρεσίας, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρο 74 παρ. 2 του Ν.3863/2010 και Ν. 3198/1955, τις οποίες εφάρμοσε αν και δε ήταν εφαρμοστέες, αλλά και τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 5α Ν. 3863/2010, που τροποποίησε μεταγενέστερα το άρθρ.74 παρ.2 του Ν.3899/2010, τις οποίες δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω με την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου αυτού νόμου, δεν τίθεται θέμα κατάργησης κεκτημένων περιουσιακών δικαιωμάτων του ενάγοντος, αφού κατά τα προαναφερόμενα οι αξιώσεις για λήψη αποζημίωσης και οι συνέπειες μη καταβολής της γεννήθηκαν με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, που έλαβε χώρα υπό το καθεστώς του μεταγενέστερου άρθρ. 17 παρ. 5α Ν. 3899/2010. Κατά συνέπεια είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην πληττόμενη εφετειακή απόφαση την αιτίαση ότι εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 2112/1920, του άρθρου 74 Ν. 3863/2010 και Ν. 3198/1955 και δέχτηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως και στη συνέχεια επιδίκασε στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίας, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρ. 19 παρ. 5α Ν. 3899/2010 και να δεχθεί ότι λόγω μη συμπληρώσεως της 12μηνης δοκιμαστικής υπηρεσίας που αυτό προέβλεπε, δεν δικαιούτο αποζημίωση απολύσεως και επομένως η καταβολή της δεν συνιστούσε προϋπόθεση εγκυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος. Συνεπώς, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το κεφάλαιο, που μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης, υπ' αριθ. 2668/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δίκασε επί της από 11.3.2011 αγωγής, έκανε δεκτή την κύρια βάση αυτής και : 1) αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης, 2) υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτού και 3) του επιδίκασε το ποσό των 13.898,33 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚπολΔ. Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του Ν. 1335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παρ.4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, συνάγεται ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, γιατί δεν έχει ανάγκη άλλης διευκρίνισης, αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκταση της αναιρέσεως αυτής, η παραπομπή, κατά την παραπάνω διάταξη σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας, δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο. Τούτο συμβαίνει και όταν οι δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, όσες δεν θίγονται από την αναιρετική απόφαση, δεν παρουσιάζουν κενά κωλύοντα την οριστική λύση της διαφοράς, ως προς τα καταστάντα εκκρεμή μετά την αναίρεση κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 790/2019, ΑΠ 1316/2019, ΑΠ 1338/2019). Έτσι στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο Άρειος Πάγος κρίνει δεσμευτικά για το δικαστήριο της παραπομπής ότι ο ενάγων δεν δικαιούται κατά νόμο αποζημίωση απολύσεως και επομένως η καταβολή αυτής δεν αποτελεί προϋπόθεση εγκυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης τόσο για την κύρια βάση της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και τις συναφείς μ' αυτή υποχρεώσεις όσο και για τη δεύτερη επικουρική που κατέστη εκκρεμής μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, την οποία ο ενάγων θεμελιώνει στο περιστατικό ότι και σε περίπτωση εγκυρότητας της καταγγελίας η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης λόγω της απρόθεσμης καταγγελίας καθόσον με το προγενέστερο δίκαιο είχε συμπληρώσει χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών στην υπηρεσία της εναγομένης. Η επικουρική αυτή βάση ερευνάται από το Εφετείο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρ. 522 ΚΠολΔ), αφού δεν είχε ερευνηθεί πρωτοδίκως (ΑΠ 1061/2015), τούτο δε ισχύει και όταν το Εφετείο επιλαμβάνεται μετ' αναίρεση (ΑΠ 560/2011, ΑΠ 920/2011). Η αγωγή όμως, ως προς την κύρια βάση της είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν, αφού κατά το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταγγελίας δίκαιο η σύμβαση εργασίας του μπορούσε να καταγγελθεί εγκύρως χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απολύσεως, αφού δεν είχε συμπληρώσει στην υπηρεσία της εναγομένης υπηρεσία (12) μηνών. Μη νόμιμη ωσαύτως τυγχάνει και ως προς την δεύτερη επικουρική της βάση, εφόσον κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο, μπορούσε η σύμβαση εργασίας του να καταγγελθεί εγκύρως χωρίς τήρηση προθεσμίας και χωρίς την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως ουσία αβάσιμη και την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής όπως και το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν απομένει στο δικαστήριο της ουσίας παρά μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, αφού οι δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, δεν παρουσιάζουν κενά κωλύοντας την οριστική λύση της διαφοράς. Ενόψει τούτων πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή κατά το άνω μέρος της και να απορριφθεί ως μη νόμιμη τόσο ως προς την κύρια, όσο και ως προς την δεύτερη επικουρική βάση της, που προαναφέρθηκαν. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος λόγω της ήττας του (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας τόσο της αναιρετικής δίκης, όσο και για τους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβλήθηκε αίτημα με το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, (που κατατίθενται το δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει με την αναιρετικό απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη εκτέλεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή είτε εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη, γιατί στην τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει, κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση (ΑΠ 1134/2012, 557/2010, 1677/2008, 1877/2005). Σε περίπτωση που η εκτέλεση έγινε δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν η απόφαση αυτή δεν είχε επικυρωθεί από το Εφετείο με την αναιρεθείσα απόφαση του, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση επαναφοράς στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ εκτελεσθείσας και αναιρεθείσας αποφάσεως. Με την αίτηση επαναφοράς μπορεί να ζητηθεί η απόδοση των καταβληθέντων χρηματικών ποσών του κεφαλαίου των τόκων και των δικαστικών εξόδων και επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης, γιατί από το χρόνο αυτό καθίσταται υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος κατ' άρθρ. 340 ΑΚ (ΑΠ 134/2020, ΑΠ 845/2019, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 315/2017, ΑΠ 605/2017, ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με το δικόγραφο της αναίρεσης υπέβαλε αίτηση, με την οποία ζητάει να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να της αποδώσει το ποσό των 14.570 ευρώ, από το οποίο, ποσό 6.570 ευρώ κατέβαλε σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής υπ' αριθ. 2668/2014 αποφάσεως του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών και ποσό 8000 ευρώ σε εκτέλεση της αναιρεθείσας υπ' αριθ. 5338/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση, κατά το μέρος που ζητείται η απόδοση του ποσού των 6.570 ευρώ είναι απαράδεκτη, διότι δεν έγινε σε εκτέλεση της αναιρούμενης εφετειακής απόφασης, αλλά της κηρυχθείσας προσωρινά εκτελεστής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εξαφανίστηκε εν όλω με την ήδη αναιρουμένη και δεν επικυρώθηκε από την τελευταία ώστε να θεωρείται ενσωματωθείσα σ' αυτήν. Κατά τα λοιπά, όμως, είναι παραδεκτή και νόμιμη. Πρέπει δε να γίνει δεκτή κατά το μέρος αυτό και βάσιμη στην ουσία της, αφού από το προσκομιζόμενο με επίκληση από 8.2.2018 αποδεικτικό κατάθεσης στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η αναιρεσείουσα κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.000 ευρώ συμμορφούμενη εκουσίως στην αναιρούμενη απόφαση, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο. Συνεπώς, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ποσό των 13.898,33 ευρώ (το οποίο αφορούσε η αίτηση αναίρεσης), πρέπει να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να αποδώσει το εν λόγω ποσό στην αναιρεσείουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοσχερή όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό εξόφλησής του.