Κανονική άδεια μισθωτού πριν συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ' αυτόν την αναλογία της κανονικής αδείας (αρθ. 1 ν.3302/2004). Σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται να χορηγήσει στο μισθωτό τη νόμιμη άδεια που δικαιούται, υποχρεούται, όταν λήξει το ημερολογιακό έτος, μέσα στο οποίο όφειλε να χορηγήσει την άδεια, να του καταβάλει τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας, αυξημένες κατά 100% δηλαδή στο διπλάσιο. Δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης. ΑΠ 136/2021 Πρόεδρος: Η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Εισηγητής: Η κ. Δήμητρα Ζώη Δικηγόροι: Ο κ. Παν.Παπανικολάου Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, του α.ν.539/45, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1346/83 και στη συνέχεια από την παρ. 1 του ν.3302/2004, του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου α.ν., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν.4504/1966, του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β' του αυτού νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57 και του άρθρου 8 της από 26.1.77 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, που μετά την κύρωσή της με το άρθρο 7 του ν.549/77, έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18.5.98 ΕΓΣΣΕ και 6 της από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχόλησης στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της ΕΓΣΣΕ 2002-2003 - Πράξη Κατάθεσης Υπουργού Εργασίας 19/29.4.2002) αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ' αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από 1.1.1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία δώδεκα (12) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δεκατεσσάρων (14) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν ο εργαζόμενος εργάζεται εξαήμερο ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών, αν εργάζεται πενθήμερο. Με το άρθρο 6 της από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Με το άρθρο 3 της από 2.4.2008 ΕΓΣΣΕ (πράξη Κατάθεσης Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 13/18.4.2008) που φέρει τον τίτλο "Προσαύξηση της Κανονικής άδειας μετά 25ετή εργασία" ορίζεται ότι "Υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες (τριες), που συμπληρώνουν υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι πέντε (25) εργασίμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (ΑΠ 1117/2017). Από 1.1.2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά τριάντα μία (31) ημέρες και είκοσι έξι (26) ημέρες αντίστοιχα". Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ' αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας (αρθρ. 1 β ν.3302/2004). Σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται να χορηγήσει στον μισθωτό τη νόμιμη άδεια που δικαιούται, υποχρεούται, όταν λήξει το ημερολογιακό έτος μέσα στο οποίο όφειλε να χορηγήσει την άδεια, να του καταβάλει τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας του, αυξημένες κατά 100 %, δηλαδή στο διπλάσιο (άρθρο 3 Ν.Δ. 3755/57) (ΑΠ 1189/2013, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 192/2011, ΑΠ 437/2010). Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής), η οποία απαιτείται μόνο για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, για την οποία απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε (ΑΠ 1050/2018, ΑΠ 902/2011, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 437/2010). Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν.4504/1966, θεσπίστηκε και ένα πρόσθετο ποσό, το "επίδομα άδειας", το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών άδειας, με τον περιορισμό ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15θημέρου για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά ή κατ' άλλον τρόπο, και καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές άδειας (ΑΠ 122/2017, ΑΠ 519/2017, ΑΠ 792/2017, ΑΠ 522/2015).(...) Με τις κρίσεις του, όμως αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όσον αφορά το ζήτημα των δικαιούμενων κατ' έτος ημερών ετήσιας άδειας και των αντίστοιχων δικαιούμενων αποδοχών αδείας, δηλαδή για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν έχει νόμιμη βάση, γιατί εκθέτει κατά τρόπο αόριστο, ελλιπή και αντιφατικό τα πραγματικά περιστατικά που έπρεπε κατά νόμο να εκτεθούν ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί εάν εφαρμόσθηκαν σωστά οι προαναφερόμενες διατάξεις. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τον δικαιούμενο κατ' έτος αριθμό ημερών αδείας, το χρόνο χορήγησης της κατά τα άνω αδείας, ώστε να κριθεί αν οι ημέρες άδειας συνέπιπταν με αργίες και Σαββατοκύριακα, καθώς και τα ποσά που ο ενάγων δικαιούταν για αποδοχές αδείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και αυτά που του κατεβλήθησαν, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί εάν όντως οι αναιρεσίβλητες έχουν εξοφλήσει πλήρως την οφειλή τους αυτή, τούτο δε σε συνδυασμό με τις αντιφατικές ως προς το ανωτέρω αίτημα του ενάγοντος παραδοχές της, ότι ο τελευταίος εργαζόταν συνεχώς καθ' όλο το επίδικο διάστημα από Δευτέρα έως και Παρασκευή επί 38 ώρες την εβδομάδα και όλους τους μήνες των επίδικων ετών από την πρόσληψή του, τον Ιούνιο του έτους 2006, μέχρι τις 6.4.2010, κατά τον καθορισμό της δικαιούμενης διαφοράς νόμιμων και καταβαλλόμενων αποδοχών του, επιδικάζοντάς του για το διάστημα αυτό το ποσό των 11.043,86 ευρώ. Κατόπιν αυτών ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης και ως προς τα δύο σκέλη του είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο ενάγων - αναιρεσείων, δεν δικαιούται επίδομα αδείας του έτους 2006, λόγω μη συμπλήρωσης ενός έτους εργασίας στις εναγόμενες, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ως άνω, περί επιδόματος αδείας, διατάξεις του νόμου, δεδομένου ότι, αφού αυτός εργάστηκε από 21.6.2006 έως 31.12.2006, δικαιούται το αναλογούν επίδομα αδείας του έτους 2006 (ΑΠ 1420/2015). Επομένως, ο από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος.