Καταγγελία συμβάσεως εργασίας - Η απόδειξη εγχειρίσεως του εγγράφου Η απόδειξη της εγχειρίσεως του εγγράφου της καταγγελίας μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο και δεν απαιτείται το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειρισθεί σ' αυτόν ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου. ΑΠ 366/2021 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Η κ. Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου Δικηγόρος: Ο κ. Νικ. - Στέργιος Σακκαλής (...) Η εν λόγω καταγγελία δεν είναι ανυπόστατος, ως η ενάγουσα - εφεσίβλητος αβασίμως διατείνεται δια του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως, καθόσον δεν απαιτείτο προηγουμένη σχετική απόφαση του Φορέως Διοικήσεως του εναγομένου. Τούτο διότι, την εξουσία καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού του, την είχε εκχωρήσει στον R. M., κατά τα ανωτέρω. Το ότι μάλιστα δεν απαιτείτο προηγουμένη απόφαση ενισχύεται και από το ότι, η παρ. 5 του ως άνω εγγράφου εκχωρήσεως, δια της οποίας συγκεκριμένα εκχωρείται στον ανωτέρω η εξουσία προσλήψεως και απολύσεως του προσωπικού, ολοκληρώνεται με την φράση "...με μόνη την υπογραφή του". Εξ άλλου, η επίδικος καταγγελία δεν είναι ανυπόστατος, διότι το σχετικό έγγραφο υπογράφεται υπό του έχοντος προς τούτο δικαίωμα R. M. και όχι υπό του δικηγόρου του εναγομένου Κ.Κ., ο οποίος υπογράφει μόνο την ανωτέρω εξώδικο δήλωση προφανέστατα κατόπιν σχετικής εντολής του ως άνω, ο οποίος διαθέτει εξουσία προσλήψεως και απολύσεως, εκτός του λοιπού προσωπικού, και των δικηγόρων του εναγομένου. Η αμφισβήτηση, υπό της εναγούσης - εκκαλούσης, της εκχωρήσεως εξουσιών στον ανωτέρω, δεν διαθέτει νομικό και ουσιαστικό έρεισμα. Τούτο διότι, όταν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, ως εν προκειμένω, αδιαφόρως αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, το παραγόμενο από τη μη αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκειμένου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, του επικαλούμενου την πλαστότητα βαρυνομένου με την απόδειξη της [άρθρο 463 ΚΠολΔ, ΑΠ 1254/2010, ΝΟΜΟΣ]. (...) Στην προκειμένη περίπτωση, με τον από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της νόμιμα προσκομισθείσας και επικληθείσας 7281/3.9.2004 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ε. Χ. από την οποία προκύπτει η επίδοση σε αυτήν μόνο ενός εγγράφου δηλαδή της από 1.9.2004 εξώδικης πρόσκλησης - δήλωσης και προσφοράς νόμιμης αποζημίωσης και όχι του ετέρου εγγράφου δηλαδή της εγγράφου καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας της, υπογεγραμμένης από τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Ρ. Μ., δεχόμενο πραγματικά γεγονότα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, το περιεχόμενο του οποίου αναφέρει στην αίτηση αναίρεσης, ως προς την επίδοση σε αυτήν και της έγγραφης καταγγελίας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, πρωτίστως διότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί κοινοποίησης στην αναιρεσείουσα ενάγουσα στις 3.9.2004 της από 1-9-2004 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην 7281/3.9.2004 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ε. Χ., αλλά στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού, εφόσον η απόδειξη της εγχειρίσεως του εγγράφου της καταγγελίας μπορεί να γίνει με οπουδήποτε αποδεικτικό μέσο και δεν απαιτείται το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό με δικαστικό επιμελητή αλλά αρκεί να εγχειριστεί σ' αυτόν ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του (ΑΠ 1305/2008). Επιπλέον από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠΟΛΔ επισκόπηση της αγωγής προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι η ενάγουσα αναιρεσείουσα εκθέτει σε αυτή (αγωγή) ότι στις 3.9.2004 της κοινοποιήθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη με δικαστικό επιμελητή η από 1-9-2004 έγγραφη καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας της. Κατά τα λοιπά ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι οι αιτιάσεις αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγουν του αναιρετικού ελέγχου (Ολομ. ΑΠ 2/2008).