Άρθρο 19
Ρυθμίσεις ΟΓΑ
1. Από 1.1.2011 η εισφορά του ασφαλισμένου για τον κλάδο Υγείας του ΟΓΑ ορίζεται σε ποσοστό 2,5% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν καταταγεί οι ασφαλισμένοι. Από την ίδια ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111 Α’).
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 67 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’), όπως έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν σήμερα αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ”.
3. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 8α του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’), αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του ΟΓΑ (ν. 4169/1961 ΦΕΚ 81 Α’), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α’), ορίζεται από 1ης Οκτωβρίου 2009 σε τριάντα (30) ευρώ.
4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4α του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση του Κλάδου υποχρεούνται να προσκομίζουν βεβαίωση του ΟΓΑ περί εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους από ασφαλιστικές εισφορές προς τον Κλάδο, προκειμένου να τύχουν αποζημιώσεως γεωργικής παραγωγής από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) ή δανειοδοτήσεως από τραπεζικά ιδρύματα ή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται στον Κλάδο.”
5. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4γ του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Στις περιπτώσεις αποζημίωσης ή δανειοδότησης ή επιχορήγησης ή επιδότησης της παραγράφου 2 είναι δυνατή η μη προσκόμιση βεβαίωσης εξοφλήσεως των οφειλών του Κλάδου, εφόσον από τα αντίστοιχα ποσά παρακρατείται το σύνολο των οφειλών αυτών και αποδίδεται στον ΟΓΑ.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Άρθρο 20
Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολούμενων
1. Στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού υπάγονται υποχρεωτικά: α) Το κατ’ οίκον απασχολούμενο προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, αμειβόμενο με την ώρα ή την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα, είτε προς έναν είτε προς περισσότερους του ενός εργοδότες, για την ίδια μισθολογική περίοδο, που καλύπτεται από την ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ενδεικτικά υπάγονται οι εξής εργασίες ή υπηρεσίες: Οι υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (οικιακή καθαριότητα, γενικό νοικοκυριό), οι κηπουρικές εργασίες, οι μεμονωμένες μικροεπισκευαστικές εργασίες που δεν συνιστούν οικοδομικές εργασίες, η παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, η φύλαξη και μεταφορά παιδιών νηπίων και βρεφών, η υποστήριξη με τη παροχή κάθε μορφής βοήθειας και φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα, καθώς και σε άτομα με ειδικές ανάγκες συμπεριλαμβανομένης και της διευκόλυνσης για συμμετοχή σε πολιτιστικές, θρησκευτικές, ψυχαγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες ή και σε συμμετέχοντες σε προγράμματα αποκατάστασης ατόμων σε ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρία, που χαρακτηρίζονται από νοητική στέρηση (Σ.Υ.Δ.), οι αισθητικές φροντίδες (κομμωτική, περιποίηση προσώπου και σώματος), η περιποίηση ή νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων ή κατάκοιτων ατόμων και η βοήθεια σε άτομα με προβλήματα κινητικότητας (φυσικοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, συνοδεία εκτός οικίας). β) Οι απασχολούμενοι ως εργάτες γης σε εργασίες καλυπτόμενες από την ασφάλιση του ΟΓΑ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α’).
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, επιλύεται κάθε ζήτημα περί υπαγωγής ή εξαίρεσης συγκεκριμένης μορφής απασχόλησης ή παροχής υπηρεσιών στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
3. Για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων από κάθε φυσικό πρόσωπο που δέχεται ή χρησιμοποιεί τις εργασίες ή υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν, τηρείται υποχρεωτικά η εξής διαδικασία: Από τους κατά περίπτωση αρμόδιους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκδίδεται ειδικό εργόσημο, υπό τύπο πολύπτυχης επιταγής, συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία περιλαμβάνεται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου και το ποσό της εισφοράς υπέρ του οικείου Φ.Κ.Α. Τα εργόσημα δύναται να διατίθενται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα των Φ.Κ.Α., από τις συνεργαζόμενες με τους Φ.Κ.Α. τράπεζες και υποκαταστήματα αυτών, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με καταβολή του οικείου ποσού. Τα εργόσημα μεταβιβάζονται ονομαστικώς από τον εργοδότη στους εργαζόμενους της παραγράφου 1 ως καταβολή για την αμοιβή της παρασχεθείσας εργασίας και στη συνέχεια εξοφλούνται από τους προαναφερόμενους φορείς διαθέσεως με καταβολή του αντίστοιχου ποσού, αφού προηγουμένως έχουν παρακρατηθεί οι αναλογούσες εισφορές. Οι παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές και το καθαρό ποσό αναγράφονται στην πολύπτυχη επιταγή εκ των οποίων το ένα τμήμα φυλάσσεται από τον φορέα που εξοφλεί, το άλλο φυλάσσεται από τον εργοδότη. Στο τέλος κάθε έτους ο Φ.Κ.Α. στέλνει ετήσια συγκεντρωτική κατάσταση σε εργοδότη και εργαζόμενο.
4. Ο τύπος του εργοσήμου, τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία εργοδότη και εργαζόμενου, το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή, οι ασφαλιστικές εισφορές, τα τεχνικά χαρακτηριστικά διασφάλισης της γνησιότητας του εργοσήμου, της διαδικασίας που θα τηρηθεί για την είσπραξη και απόδοση των εισφορών στους οικείους Φ.Κ.Α., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ή στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων Διοικητικών Συμβουλίων των φορέων.
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) όπως ισχύει, μετά την τροποποίηση από το άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α’) προστίθεται περίπτωση υπό στοιχείο ια’ ως εξής:
“ια. Οι ετήσιες καταβληθείσες εισφορές εκπίπτουν κατά τα 2/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργοδότη και κατά το 1/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργαζομένου. Ως δικαιολογητικό για την εφαρμογή του παρόντος συνυποβάλλεται με την φορολογική δήλωση η ετήσια απολογιστική κατάσταση του Φ.Κ.Α. που έχει σταλεί στον εργοδότη.”
Άρθρο 21
Ασφάλιση σε ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΕΤΕΑΜ, ΟΕΚ
1. Οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου υπολογίζονται σε ποσοστό 20% και εμπεριέχονται στην αναγραφόμενη τιμή του εργοσήμου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από εισήγηση των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων και μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Οι ανωτέρω εργαζόμενοι ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τους Κλάδους Σύνταξης και Ασθένειας, καθώς και στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και στον Ο.Ε.Κ. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου για τους οποίους έχουν καταβληθεί εισφορές με το εργόσημο, δικαιώνονται διπλάσιες ημέρες ασφάλισης από όσες προκύπτουν από τη διαίρεση του ποσού των εισφορών με το ανά ημέρα ή μήνα εργασίας ποσό εισφοράς που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και δεν μπορούν να υπερβούν τις 30 ημέρες ασφάλισης ανά μήνα ή τις 360 ημέρες ασφάλισης κατά έτος.
3. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου σε περίπτωση που ασφαλίζονται με αμοιβή που υπολείπεται κατά μήνα του 25πλασίου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθένειας σε είδος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 150 ημέρες εργασίας, είτε κατά το προηγούμενο της ημέρας της ασθένειας ή της πιθανής ημέρας τοκετού ημερολογιακό έτος, είτε κατά το τελευταίο πριν την εν λόγω αναγγελία 15μηνο, μη συνυπολογιζόμενων των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο.
4. Κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση α’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου στον Κανονισμό του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του Ε.Τ.Ε.Α.Μ και του ΟΕΚ ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων.
5. Το άρθρο 26 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α’) παύει να ισχύει σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα έναρξης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’) δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαγόμενους στο ανωτέρω καθεστώς.
Άρθρο 22
Ασφάλιση στον ΟΓΑ
1. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση β’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΓΑ ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος.
2. Οι παρακρατούμενες εισφορές ορίζονται σε ποσοστό 10% επί της αξίας των καταβαλλομένων αμοιβών και καλύπτουν τη σύνταξη, την ασθένεια και τον Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας (ΛΑΕ). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του ΟΓΑ, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΓΑ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
3. Οι ημέρες εργασίας των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση β’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται ανά έτος με βάση τις αμοιβές τους και προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των καταβληθεισών εντός του έτους αμοιβών δια του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. θεωρούνται δε ως πραγματοποιηθείσες κατά το μήνα εξόφλησης των εργοσήμων. Προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να τύχουν των παροχών ασθενείας και ΛΑΕ του ΟΓΑ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει 150 τουλάχιστον ημέρες εργασίας το τρέχον ημερολογιακό έτος ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο.
4. Ημέρες εργασίας άνω των 300 κατά έτος, που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα διάταξη, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν μεταφέρονται σε άλλο έτος.
5. Τα ανωτέρω πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει 150 ημέρες εργασίας και άνω κατ’ έτος, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ για ολόκληρο το έτος. Για τους εργαζόμενους που έχουν πραγματοποιήσει ημέρες εργασίας λιγότερες των 150 κατ’ έτος, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες, όπως αυτοί προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των ημερών εργασίας δια του 25. Υπόλοιπο ημερών εργασίας άνω των 12, ανά έτος, λογίζεται ως μήνας. Τα πρόσωπα αυτά κατατάσσονται για κάθε έτος απασχόλησής τους στην μεγαλύτερη δυνατή ασφαλιστική κατηγορία της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’), της οποίας οι αναλογούσες εισφορές καλύπτονται από το σύνολο των καταβληθεισών εντός του έτους εισφορών.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α’) δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση β’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου.
7. Η έναρξη πληρωμής των ανωτέρω προσώπων με εργόσημο, καθώς και κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των ανωτέρω προσώπων στον Κανονισμό του ΟΓΑ, ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ.
Άρθρο 23
Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων σε επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος ακροάματος
Η διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και στους περιστασιακά απασχολουμένους στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος-ακροάματος. Οι παρακρατούμενες, στην περίπτωση αυτή, εισφορές εργοδότη και εργαζομένου, είναι εκείνες που αναλογούν κάθε φορά στην αμοιβή του προσωπικού αυτού, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις ή τις γενικές ή τις ειδικές ή τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι ασφαλιστικές διατάξεις που ισχύουν για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού διατηρούν την ισχύ τους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθορίζονται οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στην ρύθμιση αυτή.
Άρθρο 24
Κυρώσεις
Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και η μη πληρωμή με εργόσημο συνεπάγεται πρόστιμο ίσο με το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και επιβάλλεται από τον αντίστοιχο Φ.Κ.Α.
Οι διαδικασίες, που αφορούν τον έλεγχο από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και τους αρμόδιους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κατά περίπτωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΙΝΗΤΡΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 25
Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών
1. H παράγραφος 1 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το ποσό της σύνταξης, όσων συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον συμπληρώνουν άνω των 10.500 ημερών ασφάλισης και το 60ό έτος της ηλικίας τους, προσαυξάνεται για κάθε 300 ημέρες ασφάλισης, άνω των 10.500 και μέχρι 900 κατ’ ανώτατο όριο, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο γινόμενο του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης κατάταξης, επί το ποσοστό που προκύπτει από τη διαφορά του ποσοστού του πίνακα β’ του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), όπως ισχύει, της ίδιας κλάσης και του ποσοστού 3,5%.
Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος δικαιούται και την πριμοδότηση που προβλέπεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 32 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’), για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του ανωτέρω πίνακα β’ της κλάσης κατάταξης και του 3,5%, δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό πριμοδότησης της ανωτέρω διάταξης.”
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 51 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’), τροποποιείται ως εξής:
“2. Το ποσό της σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 2,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους έως και του 37ου και κατά 3,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 37ου έτους μέχρι και του 40ού. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται και πέραν 80% των συνταξίμων αποδοχών της προηγούμενης παραγράφου. Από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εξαιρείται το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για το οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της νομοθεσίας του.”
3. Οι προσαυξήσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και η προσαύξηση που προβλέπεται από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2α του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α’), δεν ισχύουν για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 και εφεξής.
Άρθρο 26
Προγράμματα εθελουσίας εξόδου
1. Ο πλασματικός χρόνος που προβλέπεται σε προγράμματα επιχειρήσεων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’), για εθελούσια αποχώρηση του προσωπικού τους, τα οποία καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δεν αναγνωρίζεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης.
2. Η εκ μέρους του εργοδότη παροχή οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως σε εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση, γνωστοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτής της παροχής στην αρμόδια ΔΥΟ του εργαζόμενου. Στην περίπτωση αυτή το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στο άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α’).
3. Τροποποίηση του άρθρου αυτού προϋποθέτει προηγούμενη εκπόνηση σχετικής αναλογιστικής μελέτης από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης της Βουλής, στο βαθμό που ο Κανονισμός της Βουλής της απονέμει την αρμοδιότητα αυτή και γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 27
Εντάξεις στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
1. Από 1.1.2013 ο κλάδος κύριας σύνταξης Ναυτικών του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) εντάσσεται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Για την ένταξή του συντάσσεται, έως 31.7.2011, ειδική οικονομική μελέτη που καταρτίζεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή (Ε.Α.Α.). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης των ήδη ασφαλισμένων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, καθώς και θέματα κάλυψης των ελλειμμάτων. Από της εντάξεως, οι νέοι εργαζόμενοι ασφαλίζονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. Με ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα περιουσίας, καθώς και η κατανομή μεταξύ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΝΑΤ του συνόλου των οργανικών θέσεων και του υπηρετούντος με οποιαδήποτε σχέση εργασίας προσωπικού.
2. Οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι, λειτουργοί και στρατιωτικοί, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, και οι ιερείς και υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Οι ανωτέρω ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς, στους οποίους υπάγονται όσοι προσλαμβάνονται στις ανωτέρω υπηρεσίες και ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την 1.1.1993. Σε περίπτωση που για τα ανωτέρω πρόσωπα προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις των τομέων αυτού. Ειδικά για όσους από τους ανωτέρω έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.
Άρθρο 28
Οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια του Κλάδου Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
………………………………………….
Άρθρο 29
Διάκριση των Κεντρικών Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
………………………………………….
Άρθρο 30
Οργανωτική διάρθρωση των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας
………………………………………….
Άρθρο 31
Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας
………………………………………….
Άρθρο 32
Σύμπραξη Φ.Κ.Α. για παροχές υγείας
………………………………………….
Άρθρο 33
Μικτά κλιμάκια για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής
………………………………………….
Άρθρο 34
Σύσταση Κέντρου Πληροφόρησης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.)
………………………………………….
Άρθρο 35
Ενιαίο σύστημα ελέγχου συντάξεων
………………………………………….
Άρθρο 36
Παρακολούθηση αναγκαστικής είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Άρθρο 37
Χρηματοδότηση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
………………………………………….
Άρθρο 38
Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α’).
Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α.
2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, ΝΑΤ και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής:
α. Για συντάξεις από 1.400,01 e έως 1.700,00 e, ποσοστό 3%
β. Για συντάξεις από 1.700,01 e έως 2.000,00 e, ποσοστό 4%
γ. Για συντάξεις από 2.000,01 e έως 2.300,00 e, ποσοστό 5%
δ. Για συντάξεις από 2.300,01 e έως 2.600,00 e, ποσοστό 6%
ε. Για συντάξεις από 2.600,01 e έως 2.900,00 e, ποσοστό 7%
στ. Για συντάξεις από 2.900,01 e έως 3.200,00 e, ποσοστό 8%
ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 e έως 3.500,00 e, ποσοστό 9%
η. Για συντάξεις από 3.500,01 e και άνω, ποσοστό 10%
3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 e).
β. Στο ποσό της σύνταξης συμπεριλαμβάνεται η ειδική προσαύξηση που καταβάλλεται από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, καθώς και η χορηγούμενη προσαύξηση από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ) στους μονοσυνταξιούχους του Τομέα.
γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α’), όπως ισχύει.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων της μίας κύριας σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Το Κέντρο Ελέγχου της Η.Δ.ΙΚΑ Α.Ε. ενημερώνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο για το ποσό της παρακράτησης. Η παρακράτηση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου 2 λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα.
4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του ΝΑΤ και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα.
5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.
Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης.
7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών.
Άρθρο 39
Λογιστικός διαχωρισμός προνοιακών – ασφαλιστικών παροχών
………………………………………….
Άρθρο 40
Συναλλαγές μέσω τραπεζικού συστήματος
1. Από 1.1.2011 η καταβολή των συντάξεων του συνόλου των παροχών, των αποδοχών των υπαλλήλων και των λοιπών πληρωμών των Ασφαλιστικών Φορέων διενεργείται υποχρεωτικά με πίστωση λογαριασμών πληρωμών τράπεζας ή ΕΛ.ΤΑ., με δικαίωμα επιλογής από τον δικαιούχο. Επίσης, από 1.1.2011 η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών διενεργείται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικού συστήματος ή ΕΛ.ΤΑ.
2. Από 1.7.2011 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται από τους εργοδότες ταυτόχρονα και συνολικά με τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών σε τράπεζα και μεταφέρονται και αποδίδονται από αυτή στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο, αντίστοιχα. Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεη επιχείρηση υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Οι συμβαλλόμενες τράπεζες δεν θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται μόνο για τυχόν λάθη από δική τους υπαιτιότητα.
Η όλη διαδικασία, τα χρονικά πλαίσια, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 41
Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
………………………………………….
Άρθρο 42
Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας
………………………………………….
Άρθρο 43
Οικοδομοτεχνικά έργα
Τα εδάφια β’, γ’ και δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’) που είχαν προστεθεί με το άρθρο 23 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:
“…Για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες οι εισφορές που καταβάλλονται κατ’ ελάχιστον, υπολογίζονται με βάση τις ημέρες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, όπως οι ημέρες αυτές προσδιορίζονται από τον Κανονισμό που προβλέπει η περίοδος α’ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 21 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’).
Κατά την εκκαθάριση του λογαριασμού εισφορών ιδιωτικών οικοδομικών έργων, που διενεργείται σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις, εφόσον δεν προκύψει λόγος μείωσης των ημερών εργασίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω, τότε αυτές λογίζονται ότι έχουν σε κάθε περίπτωση πραγματοποιηθεί, έστω και εάν δεν συναρτώνται με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων και οι εισφορές που αναλογούν σε αυτές καθίστανται απαιτητές και καταλογίζονται από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
Η διαφορά μεταξύ των δηλωθεισών από τον υπόχρεο εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών και αυτών που καταλογίσθηκαν σε βάρος τούτου ως κατ’ ελάχιστον οφειλόμενες, σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμψηφίζεται με εισφορές για ασφαλιστική τακτοποίηση συγκεκριμένου προσώπου, εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι αυτό απασχολήθηκε στις εργασίες για τις οποίες εχώρησε ο κατά τα άνω καταλογισμός ελαχίστων εισφορών, χωρίς να έχει ασφαλισθεί στον υπόχρεο εργοδότη.
Για κάθε υπολογισμό ελαχίστων καταβλητέων εισφορών που έγινε από 1.1.1993 όπως για οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες που εκτελέστηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία έως και την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν δηλώθηκε απασχόληση ισχύουν οι παρούσες διατάξεις.”
Άρθρο 44
Οικονομικά και οργανωτικά θέματα
………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 45
Επενδύσεις διαθεσίμων σε κινητές αξίες που διενεργούνται χωρίς όρια
………………………………………….
Άρθρο 46
Επενδύσεις διαθεσίμων σε περιουσιακά στοιχεία που διενεργούνται με προϋποθέσεις και όρια
………………………………………….
Άρθρο 47
Διαδικασία διενέργειας επενδύσεων σε κινητές αξίες
………………………………………….
Άρθρο 48
Διαδικασίες διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητα
………………………………………….
Άρθρο 49
Ανάθεση έργων και εργασιών αξιοποίησης ακινήτων
………………………………………….
Άρθρο 50
Τήρηση στοιχείων επενδύσεων
………………………………………….
Άρθρο 51
Α.Ε.Δ.Α.Κ. Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
………………………………………….
Άρθρο 52
Διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων
………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ
Άρθρο 53
Ρύθμιση οφειλόμενων εισφορών
Με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων όλων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης παρέχεται η ευχέρεια εξόφλησης σε δόσεις των καθυστερούμενων ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών μετά των πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Στις οφειλόμενες εισφορές συμπεριλαμβάνονται και οι εισφορές που εισπράττονται από ασφαλιστικούς φορείς για λογαριασμό τρίτων φορέων κοινωνικής πολιτικής ως και το αγγελιόσημο.
Άρθρο 54
Αρμόδια όργανα – Αρμοδιότητες
1. Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι:
α) Για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.: Ο διευθυντής των οικείων περιφερειακών ή τοπικών υποκαταστημάτων ή οι διευθυντές των οικείων ταμείων προκειμένου για περιφερειακά ή τοπικά υποκαταστήματα στην περιοχή των οποίων λειτουργούν ταμεία είσπραξης εσόδων Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και εφόσον το ποσό της οφειλόμενης κύριας εισφοράς, των πρόσθετων τελών, προστίμων και λοιπών προσαυξήσεων δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
β) Για τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς: Ο αρμόδιος διευθυντής του οικείου φορέα ή οι διευθυντές ή προϊστάμενοι των περιφερειακών ή λοιπών τοπικών μονάδων εφόσον το ποσό οφειλής από κύριες εισφορές, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα και λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ και ειδικότερα για τις οφειλές των επιχειρήσεων προς τον Ο.Γ.Α. το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
γ) Για όλους τους ασφαλιστικούς φορείς και εφόσον το προς ρύθμιση ποσό συνολικής οφειλής υπερβαίνει τα ως άνω όρια: η Ειδική Επιτροπή Εσόδων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Έως την έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής αυτής τα αιτήματα των οφειλετών αρμοδιότητάς της εξετάζονται από τα όργανα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου αυτής.
2. Τα πιο πάνω όργανα κρίνουν, για κάθε περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος νόμου και αποφασίζουν για τον καθορισμό της τμηματικής εξόφλησης των καθυστερούμενων εισφορών μετά των αναλογούντων πρόσθετων τελών, προστίμων και λοιπών προσαυξήσεων, εκτός από τις περιπτώσεις θεομηνιών, οπότε η ρύθμιση των οφειλών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α’).
3. Στα πιο πάνω όργανα ανήκει και η αρμοδιότητα:
α) της αναστολής επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των οφειλετών του ασφαλιστικού φορέα και των περιουσιακών στοιχείων αυτών,
β) της επιβολής ποσοστού παρακράτησης στα χορηγούμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, αποδεικτικά ασφαλιστικής ενημερότητας, και
γ) της λήψης κάθε νόμιμου μέτρου προς είσπραξη και εξασφάλιση των απαιτήσεων των ασφαλιστικών φορέων.
Άρθρο 55
Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων
1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συστήνεται Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων, η οποία απαρτίζεται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αναπληρωτή του τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους που υπηρετεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
β) τον Διοικητή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., με αναπληρωτή του έναν Υποδιοικητή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.,
γ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης της Γ.Γ.Κ.Α. του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναπληρούμενο από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Κύριας Ασφάλισης Μισθωτών της Γ.Γ.Κ.Α.,
δ) έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τη Γ.Σ.Ε.Ε.,
ε) έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών, με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) και την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), που θα συμμετέχει από κάθε οργάνωση.
Ως εκπρόσωπος των εργοδοτών συμμετέχει κάθε φορά, ανάλογα με το είδος της επιχείρησης, ο εκπρόσωπος της αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης. Χρέη εισηγητού της Επιτροπής εκτελεί ο Προϊστάμενος του τμήματος αναγκαστικών μέτρων ή εσόδων της αντίστοιχης Διεύθυνσης Εσόδων του Ασφαλιστικού Φορέα στον οποίο υπάγεται ο αιτών τη ρύθμιση των εισφορών οφειλέτης, χρέη δε γραμματέα ένας υπάλληλος της Γ.Γ.Κ.Α. Η θητεία της Επιτροπής ορίζεται σε ενάμιση (1,5) έτος.
2. Σκοπός της Επιτροπής είναι η ρύθμιση των οφειλών της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου. Η Επιτροπή, μετά από αίτημα του οφειλέτη και ανεξαρτήτως ποσού οφειλής, εφόσον αυτός είναι συνεπής στους όρους της ρύθμισης και δεν οφείλει τρέχουσες εισφορές, μπορεί επιπλέον να αποφασίζει αιτιολογημένα για:
– τη χορήγηση βεβαιώσεων ασφαλιστικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, εκτιμώντας ελεύθερα το ύψος του παρακρατούμενου ποσού, χωρίς περιορισμό, με εξαίρεση τους εργοδότες του άρθρου 8 παρ. 5 εδάφιο ε’, του α.ν. 1846/1951 και
– την επαναφορά στη ρύθμιση, σε περίπτωση μη τήρησης των όρων της απόφασης για λόγους ανωτέρας βίας.
Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης της Επιτροπής είναι ιδίως το μέγεθος του κινδύνου για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο αριθμός των απασχολουμένων και η συνέπεια που έχει επιδείξει ο οφειλέτης στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του μέχρι την υποβολή της αίτησης.
3. Ο Πρόεδρος, τα μέλη, ο γραμματέας της Επιτροπής και οι αντίστοιχοι αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 56
Υποβολή αίτησης – Λοιπά δικαιολογητικά
1. Για τη λήψη απόφασης επί των οριζομένων στα άρθρα 54 έως και 56 του παρόντος νόμου υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο προς ρύθμιση όργανο του άρθρου 54, το οποίο αφού λάβει υπόψη του το σύνολο της απαιτητής οφειλής κρίνει επί του αιτήματος ή διαβιβάζει την αίτηση στην Ειδική Επιτροπή Εσόδων.
2. Για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης Μισθωτών, σε περίπτωση που η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο αναπτύσσει δραστηριότητα με την ίδια επωνυμία και νομική μορφή σε περιοχές διαφόρων υποκαταστημάτων ασφαλιστικών οργανισμών, υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στα οικεία υποκαταστήματα, κρίνεται όμως το αίτημα ρύθμισης για το σύνολο των επί μέρους οφειλών από τον αρμόδιο διευθυντή της έδρας της επιχείρησης ή της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων αναλόγως του ύψους της οφειλής.
3. Η αίτηση για ρύθμιση οφειλής εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο εφόσον έχει καταβληθεί παράβολο υπέρ του ασφαλιστικού φορέα και έχει επισυναφθεί γραμμάτιο είσπραξης. Το ποσό του παραβόλου που πρέπει να καταβληθεί είναι ίσο:
α) Με πενήντα (50) ευρώ για οφειλή μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ
β) Με εκατό (100) ευρώ για οφειλές από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) ευρώ μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ
γ) Με εκατόν πενήντα (150) ευρώ για οφειλή από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ
δ) Με διακόσια (200) ευρώ για οφειλή από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα (150.001) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ
ε) Με διακόσια πενήντα (250) ευρώ για οφειλή από διακόσιες χιλιάδες ένα (200.001) ευρώ μέχρι διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ
στ) Με τριακόσια (300) ευρώ για οφειλή από διακόσιες πενήντα χιλιάδες ένα (250.001) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ
ζ) Με τετρακόσια (400) ευρώ για οφειλή από τριακόσιες χιλιάδες ένα (300.001) ευρώ και άνω
η) Με είκοσι (20) ευρώ για αυτοαπασχολούμενους του Ο.Γ.Α.
4. Οι αιτήσεις διαβιβάζονται στα αρμόδια όργανα και συνοδεύονται:
α) Από πληροφοριακό δελτίο περί του ποσού της οφειλής, των ληφθέντων αναγκαστικών και άλλων μέτρων και κάθε άλλου στοιχείου απαραίτητου για τη μόρφωση γνώμης. Επί επιχειρήσεων, τις κατά καιρούς προηγούμενες ρυθμίσεις και την τήρησή τους ή μη, την απόδοσή τους, την απρόσκοπτη αναγγελία ασφάλισης του προσωπικού, την ύπαρξη καταγγελιών ή ευρημάτων ελέγχου περί ανασφάλιστου προσωπικού.
β) Την εισήγηση του Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή τμήματος της αρμόδιας υπηρεσίας για το υποβληθέν αίτημα.
γ) Οικονομικά στοιχεία προσκομισθέντα από την επιχείρηση, όπως Ισοζύγιο Αναλυτικού Καθολικού τελευταίου μήνα, Ισολογισμό τελευταίου χρόνου, αντίγραφο φορολογικών δηλώσεων και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο διευκολύνει τη μόρφωση γνώμης των οργάνων.
Άρθρο 57
Τμηματική εξόφληση της οφειλής
1. Ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται σε τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών. Το οφειλόμενο ποσό συμπεριλαμβάνει κύριες οφειλές, προσαυξήσεις, πρόσθετα τέλη, πρόστιμα και λοιπά έξοδα αναγκαστικών μέτρων.
2. Η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ και η διμηνιαία των τετρακοσίων (400) ευρώ και προκειμένου για οφειλέτες του Ο.Γ.Α. και του Ο.Α.Ε.Ε. η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των εκατό (100) ευρώ και η διμηνιαία των διακοσίων (200) ευρώ. Στην περίπτωση του Ο.Α.Ε.Ε. η προβλεπόμενη δόση καταβάλλεται μαζί με την τρέχουσα εισφορά.
3. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες ή για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α. έξι (6) μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 36μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο. Στη διάταξη αυτή υπάγονται και όσοι οφειλέτες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α’) και τηρούν τους όρους αυτής. Σε περίπτωση μηχανογραφικής εφαρμογής συστημάτων υπολογισμού των εισφορών σε διμηνιαία βάση ή εξαμηνιαία για τον Ο.Γ.Α. η καταβολή γίνεται σε ισόποσες δεκαοκτώ (18) διμηνιαίες δόσεις ή για τον Ο.Γ.Α. έξι (6) εξαμηνιαίες.
4. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, οι οφειλές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων ρυθμίζονται σε σαράντα οκτώ δόσεις. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 48μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο. Στη διάταξη αυτή υπάγονται και όσοι οφειλέτες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α’) και τηρούν τους όρους αυτής. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών.
5. Οι οφειλές που βεβαιώνονται ή προκύπτουν μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση και ανάγονται σε μισθολογικές περιόδους απασχόλησης μέχρι και τον τελευταίο μήνα υπαγωγής των οφειλών στη ρύθμιση δεν θεωρούνται τρέχουσες. Οι οφειλές αυτές, αν δεν εξοφληθούν εφάπαξ, εντάσσονται αυτεπαγγέλτως στην υφιστάμενη ρύθμιση, με ανακαθορισμό του ποσού των υπολειπόμενων δόσεων.
6. Αν διαγραφεί μέρος της οφειλής, οι δόσεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από το αρμόδιο όργανο.
7. Εάν ο οφειλέτης απωλέσει ολοκληρωτικά το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης εισφορών σε δόσεις, δύναται να υποβάλει νέα αίτηση για ρύθμιση, μετά από ένα (1) έτος από την έκδοση της προηγούμενης απόφασης ρύθμισης. Το δωδεκάμηνο αρχίζει από το μήνα καταβολής της πρώτης δόσης.
Το αρμόδιο όργανο δύναται να ρυθμίσει εκ νέου τις οφειλές σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να εκδοθεί νέα απόφαση ρύθμισης πριν την παρέλευση του δωδεκαμήνου, εάν ο οφειλέτης καταβάλει το ποσό των τριών (3) δόσεων, η μία από τις οποίες συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και οι υπόλοιπες με τις τελευταίες δόσεις.
8. α) Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών παρέχεται έκπτωση 40% επί των πρόσθετων τελών.
β) Σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης παρέχεται έκπτωση 20% επί των πρόσθετων τελών. Το ποσό μείωσης των πρόσθετων τελών στην περίπτωση τμηματικής καταβολής επιμερίζεται ισόποσα σε όλες τις δόσεις. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω και εφόσον υποβληθεί μέχρι 15 Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους αίτηση εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών, παρέχεται έκπτωση 80% επί των πρόσθετων τελών σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης και 60% σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης αυτών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί οφειλετών, οι οποίοι έχουν ήδη υποβάλλει αίτηση ή έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση τμηματικής εξόφλησης οφειλετών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α’) και τηρούν τους όρους αυτής.
9. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων, καθώς και η μη καταβολή των τρεχουσών εισφορών συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης των οφειλόμενων εισφορών και καθιστά άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.
10. Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτημα τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων εισφορών από:
α. Επιχείρηση που βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, της οποίας η κύρια οφειλή έχει επιβαρυνθεί με το ανώτατο ποσοστό προσαυξήσεων και δεν έχουν αποδώσει όλα τα αναγκαστικά και άλλα μέτρα είσπραξης που ισχύουν, είναι δυνατόν, τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε εξήντα (60) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση προκαταβολής ποσού ίσου με το 2% της συνολικής οφειλής.
β. Εποχική επιχείρηση, είναι δυνατόν τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα, με τη δυνατότητα αυξημένου ποσού μηνιαίας δόσης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής και μειωμένου ποσού μηνιαίας δόσης κατά 30%, όταν αυτή δεν λειτουργεί.
11. Στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού από τον ασφαλιστικό φορέα πριν την παρέλευση ενός (1) έτους από την έκδοση της απόφασης ρύθμισης, είναι δυνατή η αναστολή αυτού μόνο εφόσον καταβληθεί το 1/5 της συνολικής οφειλής, πλέον των εξόδων εκτέλεσής του και ρυθμιστεί το υπόλοιπο της οφειλής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
12. Εφόσον δεν τηρηθούν οι όροι αυτής της ρύθμισης και με τη λήψη των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης δεν έχει εξοφληθεί η οφειλή, τότε επισπεύδεται η διαδικασία για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Η παραπάνω διαδικασία αναστέλλεται με την καταβολή του 30% της οφειλής και τη ρύθμιση του υπολοίπου σε δόσεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
13. Στη ρύθμιση αυτή παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής και όσων έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις νόμων για το μέρος της οφειλής που δεν έχει εισπραχθεί.
Άρθρο 58
Χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας
1. Στους οφειλέτες που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής, χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας ενός (1) μηνός υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος.
2. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ρύθμισης αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων η επιβολή ποσοστού παρακράτησης για τη χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, για την είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα, με ελάχιστο ποσοστό 2%. Μετά τρεις (3) μήνες από την έκδοση της απόφασης, το όργανο που την εξέδωσε μπορεί να αποφασίσει τη μείωση του ανωτέρω ποσοστού παρακράτησης μέχρι του 2%, εφόσον τα μηνιαία ποσά από παρακρατήσεις είναι μεγαλύτερα του 50% της μηνιαίας δόσης.
3. Για την εντός του μήνα της ρύθμισης είσπραξη όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμίδας, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία, καθώς και από αυτούς που ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των πιο πάνω, εφόσον το ποσό της εκκαθαρισμένης απαίτησης υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, χορηγείται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας με παρακράτηση του διπλάσιου ποσού δόσης, που μπορεί να συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και το υπόλοιπο ποσό με τις τελευταίες κατά σειρά δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
4. Σε περίπτωση είσπραξης χρημάτων από τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα χορηγείται βεβαίωση οφειλής με παρακράτηση εκτός του οριζόμενου στην απόφαση ρύθμισης ποσοστού παρακράτησης και του ποσού της οφειλόμενης τρέχουσας δόσης, όπως αυτή ορίζεται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου.
5. Σε περίπτωση μη είσπραξης των ποσών των παραγράφων 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου, ο οφειλέτης δεν θεωρείται ενήμερος για τη ρύθμιση.
6. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον ο οφειλέτης είναι ενήμερος με τους όρους αυτής, του χορηγείται ασφαλιστική ενημερότητα με παρακράτηση του διπλάσιου ποσού δόσης, που συμψηφίζεται με τις τελευταίες δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
7. Προκειμένου για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5ε
του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’).
Άρθρο 59
Δικαιώματα Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης παρά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη χορηγηθείσα διευκόλυνση τμηματικής καταβολής διατηρούν το δικαίωμα: α) να δίνουν εντολές παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, β) να προβαίνουν σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του οικείου ασφαλιστικού φορέα και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του.
Άρθρο 60
Λοιπές διατάξεις
1. Με την απόφαση παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α’), που αναλογικά εφαρμόζεται στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ. κατά τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α’), καθώς και στο άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α’) προκειμένου για τους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α’), περί διαγραφής οφειλομένων προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εισφορών εφαρμόζονται και στους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 61
Έναρξη καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη
1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό δεν είναι μεγαλύτερο των είκοσι (20) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής προσαυξημένα με τα πρόσθετα τέλη συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από σαράντα (40). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τον πρώτο μήνα που απονεμήθηκε η σύνταξη.
Άρθρο 62
Εξουσιοδότηση για έκδοση υπουργικών αποφάσεων
………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 63
Ασφαλιστική τακτοποίηση προσωπικού Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
………………………………………….
Άρθρο 64
Ασφάλιση του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος
1. Από την 1.1.2011 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β’, απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό Μετοχικού Ταμείου ΤτΕ.
Από την ίδια ως άνω ημερομηνία παύει η ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και καταργείται το “Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος”. Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τόσο του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ βάσει των άρθρων 1 και 2 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α’), όσο και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος, περιέρχεται αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, τέλους ή δικαιώματος τρίτων. Η οικονομική επιβάρυνση του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η οποία προκύπτει από την ένταξη σε αυτόν του ΤΣΠ-ΤΕ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2010 αφαιρείται από το μεταφερόμενο ενεργητικό υπέρ του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το ύψος της οικονομικής επιβάρυνσης καθορίζεται με οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα 1.1.2011 έως 28.2.2011.
Οι έως την 31.12.2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεών τους.
Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το είδος και το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις γενικές διατάξεις νόμων, τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του “Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος” και τις γενικές διατάξεις νόμων.
Οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Οι καταστατικές αυτές διατάξεις, προσαρμοσμένες ως ανωτέρω, τροποποιούνται:
α) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου για θέματα του Καταστατικού του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος,
β) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για καταστατικές διατάξεις του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ.
Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης.
Χρόνος απασχόλησης στη ΤτΕ για τον οποίο χώρησε ασφάλιση στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 μέχρι την 31.12.2010 καθώς και χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπου από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις νόμων ρυθμίζεται ζήτημα που αφορά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή εν γένει των πρώην Ειδικών Ταμείων, η ρύθμιση αφορά και τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Στην Τράπεζα της Ελλάδος συστήνεται “Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος”, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από:
α) τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συμβούλιο αυτό,
β) έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών που ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και τον Υπουργό Οικονομικών αντίστοιχα,
γ) έναν (1) ανώτερο υπάλληλο της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος,
δ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, μέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και
ε) έναν εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου ως Κυβερνητικός Επίτροπος υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή Τμήματος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος καλείται πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρμοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόμων και για θέματα του κλάδου κύριας σύνταξης.
Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης θεωρούνται ότι έγιναν νόμιμα και σε περίπτωση απουσίας του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν.
Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με πράξη του Προέδρου.
Ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφάλισης επιλαμβάνεται της τήρησης των πρακτικών, τα οποία τηρούνται σε αριθμημένα φύλλα βιβλιοδετημένα στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, τηρεί ευρετήριο όλων των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης, συντάσσει και αποστέλλει με εντολή του Προέδρου τις προσκλήσεις στα μέλη αυτού και επιμελείται της κοινοποίησης των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης στον Πρόεδρο και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος για την εκτέλεση αυτών.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος εκλέγει στην πρώτη συνεδρίαση με μυστική ψηφοφορία των παρόντων μελών τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Ο Αντιπρόεδρος διατηρεί το αξίωμά του εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του μέλους. Σε περίπτωση έκπτωσης, θανάτου ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρησης από το Συμβούλιο Ασφάλισης, ενεργείται νέα εκλογή για το υπόλοιπο της θητείας του εκπεσόντος, αποβιώσαντος ή αποχωρήσαντος Αντιπροέδρου.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος δεν εκτελούνται πριν από την επικύρωσή τους από αυτό. Σε κάθε συνεδρίαση επικυρώνονται τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Συμβούλιο αποφασίζει την επικύρωσή τους αμέσως.
Για τη λειτουργία του Συμβουλίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος συγκαλείται και συνεδριάζει στην έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
3. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
α) Καθορίζει την πολιτική δράσης του και αποφασίζει για όλα τα ζητήματα διοίκησης, οργάνωσης και διαχείρισης προς εκπλήρωση των σκοπών του, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
β) Εισηγείται προς το εποπτεύον Υπουργείο νομοθετικά μέτρα για τη βελτίωση ή τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων.
γ) Εγκρίνει τον προϋπολογισμό, απολογισμό και ισολογισμό εκάστου οικονομικού έτους, καθώς και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις του προϋπολογισμού κατά την εκτέλεσή του.
δ) Διαχειρίζεται την περιουσία του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
ε) Αποφασίζει για την επενδυτική πολιτική και την εν γένει αξιοποίηση των κεφαλαίων, της κινητής και ακίνητης περιουσίας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από την εκάστοτε νομοθεσία.
στ) Μεριμνά για την είσπραξη των πόρων και αποφασίζει με βάση τις ισχύουσες διατάξεις για τις πάσης φύσεως παροχές.
ζ) Αποφασίζει για την εκτέλεση έργων, την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών από τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ομάδες εργασίας, εξουσιοδοτώντας τον Πρόεδρο για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
η) Αποφασίζει επί παντός θέματος σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη οποιασδήποτε αξιώσεως υπέρ ή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας.
θ) Αποφασίζει για τη συμμετοχή του προσωπικού σε προγράμματα εκπαίδευσης, ενημέρωσης ή επιμόρφωσης.
ι) Αποφασίζει τη σύσταση πάγιας προκαταβολής για μικροδαπάνες, το ύψος αυτής, τις πιστώσεις, εις βάρος των οποίων επιτρέπεται η πληρωμή δαπανών από αυτή ως και τον ορισμό του υπολόγου διαχειριστή της.
ια) Εγκρίνει κάθε είδους δαπάνη για τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση έργων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις των υποβαλλόμενων προσφορών. Δύναται, επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφάλισης τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση εργασιών μέχρι του ποσού που προβλέπεται για τους πρόχειρους διαγωνισμούς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ιβ) Αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την εκτέλεση συμβάσεων προμηθειών και μισθώσεων ή την παράταση της ισχύος αυτών, τη χορήγηση προκαταβολών σε προμηθευτές, εφόσον προβλέπεται από τη σύμβαση, την κήρυξη προμηθευτών έκπτωτων και την κατάπτωση ή μη συμβατικών ρητρών, ως και την καταγγελία των σχετικών συμβάσεων.
ιγ) Αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που τυχόν ανακύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 65
Υπαγωγή εργαζομένων Γενικής Τράπεζας και Τομέα “ΤΕΑΜ-Ν.Π.Δ.Δ.” στο ΕΤΕΑΜ
1. α) Με την επιφύλαξη της περιπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του ν. 3371/2005, οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι επικουρικής σύνταξης του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά, από την πρώτη του μεθεπομένου μήνα από το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Το χορηγούμενο σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Καταστατικού του ΤΑΠΓΤΕ εφάπαξ βοήθημα, διατηρείται και καταβάλλεται από το ΤΑΠΓΤΕ, το οποίο για το σκοπό αυτόν δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του.
β) Εξαιρούνται από την υποχρεωτική υπαγωγή στο ΕΤΕΑΜ οι έμμισθοι δικηγόροι και μηχανικοί που υπηρετούν στη Γενική Τράπεζα, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους έχουν ασφαλισθεί στους οικείους φορείς επικουρικής ασφάλισης, στους οποίους συνεχίζουν να ασφαλίζονται. Τα πρόσωπα αυτά με βάση το χρόνο ασφάλισής τους στο ΤΑΠΓΤΕ, δύνανται, εφόσον πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, να ασφαλισθούν προαιρετικά στο ΕΤΕΑΜ, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις ισχύουσες προϋποθέσεις του.
γ) Από της υπαγωγής των ανωτέρω προσώπων στο ΕΤΕΑΜ, η ασφαλιστική σχέση αυτών διέπεται από το σύνολο της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στο ΤΑΠΓΤΕ, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που έχει αναγνωρισθεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού του, θεωρείται χρόνος ασφάλισης του ΕΤΕΑΜ.
δ) Αναγνωρίσεις χρόνων σύμφωνα με το άρθρο 18 του Καταστατικού του ΤΑΠΓΤΕ, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στο ΕΤΕΑΜ μέχρι την ολοκλήρωσή τους.
ε) Από την υπαγωγή στο ΕΤΕΑΜ, οι καταβαλλόμενες συντάξεις του ΤΑΠΓΤΕ επανυπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το ΕΤΕΑΜ. Για τον επανυπολογισμό οι συνταξιούχοι κατατάσσονται στην ασφαλιστική κλάση, που προκύπτει από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξής τους και του συνόλου του χρόνου ασφάλισής τους στο ΤΑΠΓΤΕ, αφαιρουμένων των πάσης φύσεως επιδομάτων. Το ποσό της προκύπτουσας σύνταξης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποτελεί εφεξής την καταβαλλόμενη σύνταξη του ΕΤΕΑΜ, η οποία διέπεται από τη νομοθεσία αυτού, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α). Το ΕΤΕΑΜ βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεων στους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίες αυξάνονται σύμφωνα με τις αυξήσεις των συντάξεων του ΕΤΕΑΜ.
στ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, δύναται να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια που δεν καλύπτεται από τις ανωτέρω διατάξεις.
2. α) Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΤΕΑΜ-Ν.Π.Δ.Δ.) του ΤΕΑΔΥ εντάσσεται στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), από την 1η του επόμενου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
β) Οι ασφαλισμένοι του εντασσόμενου Τομέα καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ και διέπονται, από την ένταξη και μετά, από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου αυτού, καθώς και τις διατάξεις της γενικότερης νομοθεσίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. Οι ασφαλισμένοι του τομέα δικαιούνται σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ ακόμη και αν συνταξιοδοτηθούν από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου.
γ) Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στον ανωτέρω Τομέα, καθώς και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και της γενικότερης νομοθεσίας, λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ.
δ) Οι συνταξιούχοι του εντασσόμενου Τομέα μέχρι την ημερομηνία της ένταξης, καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑΜ, το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους και διέπονται από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας του.
ε) Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στον Τομέα “ΤΕΑΜ-Ν.Π.Δ.Δ.” μέχρι την ημερομηνία της ένταξής του στο ΕΤΕΑΜ και εκκρεμούν, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας, μέχρι την ημερομηνία αυτή, νομοθεσίας του.
στ) Οι πόροι που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία υπέρ του εντασσόμενου Τομέα, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού που προέρχεται από αυτό καθώς και η κινητή περιουσία του, περιέρχονται από την ημερομηνία της ένταξής του στο ΕΤΕΑΜ, ως καθολικού διαδόχου αυτού.
ζ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια που προκύπτει κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
η) Οικονομικά ζητήματα μεταξύ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του Τομέα “ΤΕΑΜ-Ν.Π.Δ.Δ.” του ΤΕΑΔΥ, τα οποία αφορούν χρονικές περιόδους πριν την ένταξή του στο ΕΤΕΑΜ, διευθετούνται μεταξύ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ.
θ) Εκκρεμείς δίκες με διάδικο τον εντασσόμενο Τομέα του ΤΕΑΔΥ συνεχίζονται υπέρ ή κατά του ΕΤΕΑΜ, χωρίς διακοπή.
Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 και η παράγραφος 4 του άρθρου 84 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α), του νόμου αυτού καταργούνται.
Άρθρο 66
Ρυθμίσεις προσωπικού ΟΤΑ
1. Το μόνιμο προσωπικό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) που απασχολείται στις αναφερόμενες στο άρθρο 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78 Α’) εργασίες, το οποίο ασφαλίζεται για επικουρική σύνταξη στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων “ΤΑΔΚΥ” του ΤΕΑΔΥ υπόκειται, από το διορισμό ή τη μονιμοποίησή του στις ειδικότητες αυτές, στην καταβολή πρόσθετης ειδικής εισφοράς ποσοστού 2%, επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 0,75% στον εργοδότη και 1,25% στον ασφαλισμένο επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές για κύρια σύνταξη (βασικός μισθός και επίδομα ειδικής απασχόλησης).
Το προσωπικό που έχει προσληφθεί ή διορισθεί ή μονιμοποιηθεί στις ανωτέρω ειδικότητες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού αναδρομικά, ύστερα από αίτησή του, καταβάλλοντας την ανωτέρω πρόσθετη ειδική εισφορά επιμεριζόμενη κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.
2. Το ανωτέρω προσωπικό, που συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με τις διατάξεις περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων και συνταξιοδοτείται για κύρια σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78 Α’), δικαιούται επικουρική σύνταξη από τον Τομέα “ΤΑΔΚΥ” του ΤΕΑΔΥ, εφόσον έχει συμπληρώσει τις ίδιες προυποθέσεις που απαιτούνται κάθε φορά από το Δημόσιο. Ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης συμπληρώνεται και με χρόνο ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε σε άλλο επικουρικό φορέα σε καθεστώς ΒΑΕ, σύμφωνα με τις περί διαδοχικής ασφάλισης διατάξεις.
Η συνταξιοδότηση πραγματοποιείται μετά από αναγνώριση και εξαγορά του ελάχιστου αριθμού ετών ασφάλισης στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα που απαιτούνται κάθε φορά από το Δημόσιο για τη συνταξιοδότηση με τις προϋποθέσεις αυτές. Η αναγνώριση και εξαγορά πραγματοποιείται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο του ποσοστού εισφοράς 2% επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές για την κύρια σύνταξη. Η εξόφληση του προκύπτοντος ποσού πραγματοποιείται, είτε εφάπαξ με έκπτωση 15%, είτε σε εξήντα (60) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης καταβάλλεται το 1/3 του ποσού εφάπαξ και το υπόλοιπο εξοφλείται σε σαράντα (40) μηνιαίες δόσεις, το οποίο παρακρατείται κατά μήνα από τη σύνταξη του συνταξιούχου.
3. Δικαίωμα συνταξιοδότησης από τον Τομέα “ΤΑΔΚΥ” του ΤΕΑΔΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, έχουν και τα πρόσωπα τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΤΕΑΔΥ, οικονομική μελέτη και γνώμη του ΣΚΑ, ρυθμίζεται κάθε θέμα που κρίνεται απαραίτητο για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 67
Αναπροσαρμογή Επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας
Στο τέλος της παραγράφου 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α’) προστίθεται διάταξη ως εξής:
“Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.”
Άρθρο 68
Συμβάσεις εργολαβίας εταιρειών παροχής υπηρεσιών
1. Όταν το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ), οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), οι φορείς και οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις, αναθέτουν ή προκηρύσσουν διαγωνισμό για παροχή υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης, οφείλουν να ζητούν από τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης (εργολάβοι) να αναφέρουν στην προσφορά τους, εκτός των άλλων, τα εξής:
α) Τον αριθμό των εργαζομένων.
β) Τις ημέρες και τις ώρες εργασίας.
γ) Τη συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι.
δ) Το ύψος του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως νόμιμες αποδοχές αυτών των εργαζομένων.
ε) Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά.
στ) Τα τετραγωνικά μέτρα καθαρισμού ανά άτομο, όταν πρόκειται για καθαρισμό χώρων.
Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης (εργολάβοι) πρέπει, με ποινή αποκλεισμού, να εξειδικεύουν σε χωριστό κεφάλαιο της προσφοράς τους τα ως άνω στοιχεία. Στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο ποσοστό διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών τους, των αναλώσιμων, του εργολαβικού τους κέρδους και των νόμιμων υπέρ Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων. Επιπροσθέτως, οφείλουν να επισυνάπτουν στην προσφορά αντίγραφο της συλλογικής σύμβασης εργασίας στην οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι.
2. Στη σύμβαση που συνάπτουν οι υπηρεσίες, οι φορείς και οι οργανισμοί της παραγράφου 1 με τους εργολάβους, περιλαμβάνονται τα στοιχεία α’ έως στ’ της προηγουμένης παραγράφου καθώς και ειδικός όρος για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου. Όταν δεν αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και όροι, η σύμβαση ακυρώνεται και απορρίπτεται η δαπάνη πληρωμής.
3. Εργολάβος που αναθέτει την εκτέλεση του έργου ή μέρος του έργου σε υπεργολάβο, υποχρεούται άμεσα να ενημερώνει εγγράφως τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Ο εργολάβος και ο υπεργολάβος ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, έναντι των εργαζομένων για την καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών.
4. Όταν οι υπηρεσίες ή οι επιτροπές παρακολούθησης καλής εκτέλεσης του έργου του αποδέκτη των υπηρεσιών, διαπιστώνουν παραβάσεις των όρων του παρόντος άρθρου κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, η σύμβαση καταγγέλλεται. Όταν οι παραβάσεις διαπιστώνονται κατά την παραλαβή του έργου, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση δεν ικανοποιούνται, καταβάλλονται, όμως, από τον αποδέκτη των υπηρεσιών οι αποδοχές στους εργαζόμενους και αποδίδονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές.
5. Στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που απασχολούν πάνω από πενήντα (50) άτομα και υποχρεούνται από την κείμενη νομοθεσία, τον οργανισμό ή τον κανονισμό τους να προβαίνουν σε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος με διακήρυξη, εφαρμόζονται οι προηγούμενες παράγραφοι. Όταν δεν έχουν τέτοια υποχρέωση και συνάπτουν σύμβαση εργολαβίας του περιεχομένου της παραγράφου 1, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
6. Όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ διαπιστώνουν παραβάσεις που αφορούν την αδήλωτη εργασία, την παράνομη απασχόληση αλλοδαπών ή παραβάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενημερώνουν εγγράφως τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Επίσης, τον ενημερώνουν εγγράφως για τις πράξεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις ανωτέρω διαπιστωθείσες παραβάσεις. Για τους φορείς της παραγράφου 1, η επιβολή δεύτερης κύρωσης στον εργολάβο από τα ίδια όργανα θεωρείται υποτροπή και οδηγεί υποχρεωτικά: α) στην καταγγελία της σύμβασης και β) επιφέρει, από τον χρόνο επιβολής της δεύτερης κύρωσης, τον αποκλεισμό του εν λόγω εργολάβου από δημόσιους διαγωνισμούς για τρία (3) χρόνια.
7. Ο εργολάβος υποχρεούται να εφοδιάζει τους εργαζόμενους με αντίγραφο της κατάστασης προσωπικού ή απόσπασμα αυτής όταν απασχολούνται εκτός της έδρας της επιχείρησης.
Άρθρο 69
Παροχές ασθένειας ανέργων ελευθέρων επαγγελματιών και εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού
1. Στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) συστήνεται λογαριασμός με τίτλο “Ειδικός Λογαριασμός Επαγγελματιών (Ε.Λ.Ε.)” με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Σκοπός του λογαριασμού αυτού είναι η κάλυψη δαπανών για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη των ελεύθερων επαγγελματιών, μετά τη διακοπή του επαγγέλματός τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α’). Πόροι του λογαριασμού είναι το 60% της μηνιαίας ατομικής εισφοράς των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, οι τόκοι των κεφαλαίων του λογαριασμού και κάθε παροχή από χαριστική αιτία.
2. Στον Οργανισμό Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.) συστήνεται λογαριασμός με τίτλο “Ειδικός Λογαριασμός Επαγγελματικής Εστίας (Ε.Λ.Ε.Ε.)” με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Πόροι του λογαριασμού είναι το 40% της μηνιαίας ατομικής εισφοράς των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, μέρος της εισφοράς συνταξιούχων της παραγράφου 6 του παρόντος, οι τόκοι των κεφαλαίων του λογαριασμού και κάθε παροχή από χαριστική αιτία. Ο σκοπός του λογαριασμού αυτού είναι η οργάνωση και η εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού, διακοπών και εκδρομών. Δικαιούχοι των παροχών του λογαριασμού είναι οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), οι οποίοι είναι ταμειακά ενήμεροι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για συμμετοχή στις παροχές, οι συνταξιούχοι του οργανισμού, καθώς και τα μέλη οικογενείας ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Ε.Ε. καθορίζεται για κάθε έτος ο αριθμός των δικαιούχων που εντάσσονται στα προγράμματα και στις παροχές, οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια επιλογής τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση των σκοπών της παρούσας παραγράφου.
3. Για την κάλυψη των παραπάνω παροχών, θεσπίζεται ατομική μηνιαία εισφορά ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ ύψους πέντε (5) ευρώ, η οποία συνεισπράττεται με τις τακτικές εισφορές του Οργανισμού, κατανέμεται σε ποσοστό 60% υπέρ του Ε.Λ.Ε. και 40% υπέρ του Ε.Λ.Ε.Ε. και αποδίδεται σε αυτούς μετά από απόφαση του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ ανά τετράμηνο με την ολοκλήρωση της είσπραξης της εισφοράς κάθε δεύτερου διμήνου του οργανισμού αυτού.
4. Τα της λογιστικής οργάνωσης, διαχείρισης, κατάρτισης ισοζυγίων, προϋπολογισμών, ισολογισμών, απολογισμών, διενέργειας προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών αναγκαίων για τη λειτουργία των λογαριασμών των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τον Ο.Α.Ε.Δ. και τον Ο.Ε.Ε. αντίστοιχα.
5. Θεσπίζεται μηνιαία εισφορά ένα (1) ευρώ, η οποία παρακρατείται από τις καταβαλλόμενες από τον ΟΑΕΕ συντάξεις δώδεκα (12) μηνών και αποδίδεται στον Ειδικό Λογαριασμό Επαγγελματικής Εστίας (Ε.Λ.Ε.Ε.), με σκοπό τη συμμετοχή των συνταξιούχων του Οργανισμού στα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση της Ομοσπονδίας και των Σωματείων Συνταξιούχων του ΟΑΕΕ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο τρόπος διάθεσης της εισφοράς αυτής, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 70
Μεικτά κλιμάκια ελέγχου χημικών του Γενικού Χημείου του Κράτους και των Τεχνικών Υγειονομικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ
………………………………………….
Άρθρο 71
Ρυθμίσεις για το προσωπικό της εταιρείας Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε.
………………………………………….
Άρθρο 72
Αμοιβή εμπειρογνωμόνων και αξιολογητών που συμμετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας των διαγωνισμών του ΕΣΠΑ
………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 73
Μεσολάβηση – Διαιτησία
1. Αν οι διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων με σκοπό την επίλυση συλλογικών διαφορών συμφερόντων αποτύχουν, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν τις υπηρεσίες μεσολάβησης ή να προσφύγουν στη διαιτησία.
2. Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας” (ΟΜΕΔ), που έχει συσταθεί με το άρθρο 17 του ν. 1876/ 1990 (ΦΕΚ 27 Α’), εξακολουθεί να λειτουργεί, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και γνώμη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, ειδικότερα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν: α) τον τρόπο επίλυσης των συλλογικών διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, με βάση τις αρχές της ορθής κρίσης, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, β) τη δυνατότητα, τον τρόπο και τις περιπτώσεις προσφυγής των ενδιαφερόμενων μερών στη μεσολάβηση και τη διαιτησία, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μερών, γ) τον καθορισμό ξεχωριστών σωμάτων μεσολαβητών και διαιτητών με την ομόφωνη γνώμη των προέδρων της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ ή τους από αυτούς οριζομένων, νομίμων αντικαταστατών τους, δ)τον καθορισμό των προσόντων των μεσολαβητών και των διαιτητών, τον τρόπο διορισμού τους και της τυχόν ανανέωσης της θητείας τους, ε) τον τρόπο επιλογής των διαιτητών σε περίπτωση συμφωνίας ή ασυμφωνίας των ενδιαφερόμενων μερών, στ) τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκδιδόμενη διαιτητική απόφαση θα προσβάλλεται ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων, ζ) το σκοπό, την οργάνωση, τη διοίκηση, τη λειτουργία, τη διαχείριση και την περιουσία του ΟΜΕΔ, κάθε ζήτημα σχετικό με τη λειτουργία του, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα.
4. Έως την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, και το αργότερο έως την 31.12.2010, εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρα 14, 15, 16 και 17 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α’) και τα οποία ακολούθως καταργούνται.
Άρθρο 74
Ρύθμιση θεμάτων εργασιακών σχέσεων
1. Τα όρια, των εδαφίων α’ και β’ της παραγράφου 2 του ν. 1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α’), πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται ως εξής:
α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
2. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη, ως εξής:
α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) μήνες έως δύο (2) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) χρόνια συμπληρωμένα έως πέντε (5) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) χρόνια συμπληρωμένα έως δέκα (10) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) χρόνια συμπληρωμένα έως δεκαπέντε (15) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
ε) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δεκαπέντε (15) χρόνια συμπληρωμένα έως είκοσι (20), απαιτείται προειδοποίηση πέντε (5) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
στ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από είκοσι (20) χρόνια συμπληρωμένα και άνω, απαιτείται προειδοποίηση έξι (6) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α’) και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α’).
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση, που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 για τα χρόνια εργασίας που έχει συμπληρώσει ο απολυόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης.
3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
4. Εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης, η οποία ασκείται εντός διμήνου από την καταγγελία, στην οποία υποχρεούται ο εργοδότης που τους απέλυσε να συμμετέχει με:
α) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυταφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
β) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυταφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
5. Με σκοπό την κάλυψη του λοιπού κόστους αυτασφάλισης των ασφαλισμένων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει και να υλοποιεί ειδικά προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης, με τα οποία θα προβλέπεται:
α. Η ανάληψη του υπολειπόμενου κόστους αυτασφάλισης, για όσο χρόνο υφίσταται υποχρέωση καταβολής από τον εργοδότη και για ποσοστό 50% ή 20% του κόστους αυτασφάλισης.
β. Η ένταξη του συνόλου αυτής της κατηγορίας των απολυομένων στα προγράμματα εργασίας των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55 έως 64 ετών για εργασία στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’) κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α’).
Η δαπάνη για τα ανωτέρω προγράμματα βαρύνει τον κλάδο ΛΑΕΚ.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, που εγκρίνεται από το Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα επιμήκυνσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις του χρόνου της τριετούς κάλυψης των δαπανών αυτασφάλισης με πόρους του ΛΑΕΚ, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
6. Με σκοπό τη διατήρηση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει προγράμματα σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α’) και των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α’ και β’ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο.
8. Οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών και τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αυτοδικαίως εντάσσονται σε πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ως άνω νεοπροσλαμβανόμενους και αφορούν σε όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ ή άλλων επικουρικών ταμείων, καθώς και στις ασφαλιστικές εισφορές που το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισπράττει ή συνεισπράττει υπέρ Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό τον όρο ότι οι εργοδότες θα καταβάλλουν στους νεοπροσλαμβανόμενους, ως μέρος των καθαρών αποδοχών τους, ποσό αντίστοιχο με εκείνο που ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει να καταβάλει στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς, προκειμένου να καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους νεοπροσλαμβανόμενους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
9. Μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός (1) έτους, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων. Οι εν λόγω μαθητευόμενοι λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) και ασφαλίζονται στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας σε είδος και ένα τοις εκατό (1%) κατά του κινδύνου ατυχήματος. Για τους έχοντες συμπληρώσει το 16ο έτος ηλικίας η μαθητεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες την ημέρα και τις σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και όσοι φοιτούν σε γυμνάσια, λύκεια κάθε τύπου ή τεχνικές επαγγελματικές σχολές δημόσιες ή ιδιωτικές αναγνωρισμένες από το κράτος, δεν μπορεί να μαθητεύουν περισσότερο από έξι (6) ώρες την ημέρα και τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα. Απαγορεύεται η μαθητεία να πραγματοποιείται από την 22α ώρα μ.μ. έως και την 6η π.μ. της επόμενης ημέρας. Τα άτομα αυτά, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
10. Οι παράγραφοι 1, 3 και 5 του άρθρου 1 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).”
“3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).”
“5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%).”
11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α’), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 264/1973 (ΦΕΚ 324 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται κάθε φορά μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, καθώς και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. επιπλέον των για κάθε κατηγορία επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις:
α) επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβαλλόμενη ως μη επιδεχόμενη αναβολή,
β) εξαιρετικά επείγουσας εξυπηρέτησης των Ενόπλων Δυνάμεων, του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.
Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση το ωρομίσθιο των μισθωτών καταβάλλεται αυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).”
Άρθρο 75
Καταργούμενες διατάξεις
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του α.ν. 1846/1951 καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 και των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 143 του ν. 3655/2008 καταργούνται από 1.1.2011.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 49-55 και 61 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’) και του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 6 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α’) καταργούνται και η παράγραφος 9 αναριθμείται σε 8.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 12, 18 και 20 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α’) καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
6. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α’ και του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3, των παραγράφων 4, 5 και της περίπτωσης α’ της παραγράφου 7 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 καταργούνται.
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 1 και του β’ εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’) καταργούνται.
8. Κάθε διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται.
Άρθρο 76
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.