Προσβολή προσωπικότητας και αξίωση ηθικής βλάβης λόγω καταχρηστικής άσκησης διευθυντικού δικαιώματος Αν η βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση, το ύψος της οποίας καθορίζει το δικαστήριο. ΑΠ 824/2020 Πρόεδρος: Η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Εισηγητής: Η κ. Αρετή Παπαδιά Δικηγόροι: Ο κ. Θεμιστοκλής Μερσίνης - Η κ. Παρασκευή Πολιτάκη [...] 2. Κατά το άρθρο 7 εδάφ. α' του ν. 2112/1920, "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αποτελεί και η εκ μέρους του ανάθεση στο μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης απ' αυτή που ήδη κατείχε, χωρίς να δικαιολογείται από υπηρεσιακές ανάγκες, κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες. Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ, 2 παρ. 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει, ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος ν' αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση, το ύψος (ποσό) της οποίας καθορίζει το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, δηλαδή των συνδεομένων με την προσβολή αυτή και τους διαδίκους συνθηκών και ιδιοτήτων, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με το είδος της προσβολής που αποτελεί τη βάση της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 Α.Κ. και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή επ'ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Κατάχρηση δε της υπηρεσίας του προστηθέντος υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του που διέπουν τη μεταξύ αυτού και του προστήσαντος σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 93/2019, ΑΠ 355/2013, ΑΠ 351/2013). Τέλος, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 300, 334 και 922 του ΑΚ, η ευθύνη του προστήσαντος αίρεται, αν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας και ο εντεύθεν ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση (ΑΠ 93/2019, ΑΠ 355/2013, ΑΠ 351/2013). Περαιτέρω, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται εάν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2014, 2/2013). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή από τα εκτιθέμενα δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματική ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π. 15/2006, 1/1999, 28/1997). 3. Στην προκείμενη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς επισκοπούμενη, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι η ενάγουσα Α. συζ. ... (ήδη αποβιώσασα και τη δίκη συνεχίζουν κατά τα προεκτεθέντα, οι κληρονόμοι της) προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη αναιρεσείουσα, τραπεζική εταιρεία την 29.11.1984,ως υπάλληλος, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Ότι αυτή κατείχε πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με πολύ καλή γνώση της Γαλλικής γλώσσας και καλή γνώση της Αγγλικής. Ότι από την αρχή της πρόσληψής της υπηρέτησε στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Δράμα, από 12.11.2001 απασχολήθηκε στην υπηρεσία του Λογιστηρίου και της Γραμματείας, μετέπειτα (από 1.8.2009 έως 19.7.2007) εργάστηκε ως Προϊσταμένη αυτής της υπηρεσίας, συμμετείχε στην Υποεπιτροπή Βιοτεχνικών Πιστώσεων και διετέλεσε ελεγκτής Ελέγχου Πίστεως, ενώ από τη 1.4.2003 προήχθη σε Τμηματάρχη. Ότι το έτος 2007, στα πλαίσια αναδιάρθρωσης της Τράπεζας καταργήθηκαν ορισμένα υποκαταστήματα καθώς και το προαναφερόμενο υποκατάστημα, το οποίο μετατράπηκε σε θυρίδα. Ότι στα πλαίσια αυτά η θέση του Διευθυντή μετατράπηκε σε θέση Προϊσταμένου θυρίδας και τοποθετήθηκε ως αναπληρώτρια της θέσης αυτής η Ω. Ότι περί τα τέλη του έτους 2007, η ενάγουσα διαγνώσθηκε με κακοήθη όγκο μαστού, υποβλήθηκε σε ριζική μαστεκτομή και έμεινε εκτός υπηρεσίας έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008 ακολουθώντας μετεγχειρητική χημειοθεραπεία . Ότι εξαιτίας της ανωτέρω τοποθέτησης και των αιτιάσεων περί αυτής της ενάγουσας εντάθηκαν οι σχέσεις των δύο στελεχών της Τράπεζας, με αποτέλεσμα η ανωτέρω αναπληρώτρια Προϊσταμένη να αφαιρέσει τα περισσότερα από τα καθήκοντα της ενάγουσας και να της αναθέσει την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. Ότι η ανωτέρω υπηρεσιακή υποβάθμιση "εν τοις πράγμασι" της ενάγουσας, ενώ είχε προσόντα ικανής και εξελίξιμης υπαλλήλου, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά της και έγινε γνωστή στον επαγγελματικό της χώρο με αποτέλεσμα να της προκαλέσει έντονο ψυχικό άλγος. Ότι η προστηθείσα από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, αναπληρώτρια προϊσταμένη της θυρίδας Δράμας με την συμπεριφορά της προξένησε παράνομα και υπαίτια στην αρχική ενάγουσα ηθική βλάβη και, ως εκ τούτου, πρέπει για αποκατάσταση αυτής, ως χρηματική ικανοποίηση, να της επιδικασθεί το ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο ενόψει του βαθμού της υπαιτιότητας της προστηθείσας υπαλλήλου, του βαθμού προσβολής της προσωπικότητας της Ε. Π. και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση της εναγόμενης ως ουσία αβάσιμη, επικυρώνοντας έτσι την εκεί εκκαλουμένη 1840/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε κρίνει ομοίως, δεχόμενη ότι η αγωγή είναι νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσίαν κατά το μέρος που επιδίωκε να αναγνωρισθεί ότι η αφαίρεση των αρμοδιοτήτων της ενάγουσας και η εν τοις πράγμασι υπηρεσιακή της αχρήστευση από την προστηθείσα της εναγομένης συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της και προσέβαλε την προσωπικότητά της. 4. Με τις ανωτέρω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας ορθώς ερμήνευσε και προσηκόντως εφάρμοσε τις ανωτέρω με αρ. 2 αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Τούτο διότι δεχόμενο, κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές, ότι η προϊσταμένη αναπληρώτρια της θυρίδας Δράμας, προστηθείσα της εναγομένης εργοδότριας τραπεζικής εταιρείας, στα πλαίσια των καθηκόντων της κατανομής των αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων με την ανωτέρω ιδιότητά της αφαίρεσε από την ενάγουσα τα περισσότερα καθήκοντά της περιορίζοντας την μόνο σε διεκπεραίωση της αλληλογραφίας της θυρίδας και προέβη στην εν τοις πράγμασι υποβάθμιση αυτής ως υπαλλήλου ενόψει των κατά τις παραδοχές προσόντων της, αρμοδιοτήτων που μέχρι τότε αυτή ασκούσε και λοιπών περιστάσεων, τα ανωτέρω συνιστούν βλαπτική μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, ορθώς ερμήνευσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και με επαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται οι από τους αρ.19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, ενιαίως κρινόμενοι, είναι αβάσιμοι. Ακόμη, οι στον τρίτο λόγο διαλαμβανόμενες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι η ίδια δεν ευθύνεται διότι 1) η προστηθείσα αυτής προϊσταμένη αναπληρώτρια ενήργησε από προσωπική εμπάθεια κατά της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και 2) η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων γνώριζε ή ώφειλε να γνωρίζει ότι η προϊσταμένη της ενεργούσε κατά κατάχρηση της υπηρεσίας της, είναι απαράδεκτες, προεχόντως ως στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε παραδοχές σχετικά με τα ζητήματα αυτά, για τα οποία άλλωστε δεν γίνεται επίκληση ότι είχαν προταθεί από την εναγομένη - αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, υπό την επίκληση ότι η τοποθέτηση της υπαλλήλου Ω. στη θέση της αναπληρώτριας προϊσταμένης θυρίδας αντί της αρχικής ενάγουσας, δικαιοπαρόχου των εδώ συνεχιζόντων τη δίκη, έγινε κατ' ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος και δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή κατά καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματός της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και είναι απαράδεκτος, καθόσον, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας λόγω της αφαίρεσης των αρμοδιοτήτων της αρχικής ενάγουσας, την ανάθεση διεκπεραίωσης της αλληλογραφίας και την εν τοις πράγμασι υποβάθμιση αυτής από την προστηθείσα της εργοδότριας αναπληρώτρια προϊσταμένη σε σχέση με τα προσόντα και τα μέχρι τότε καθήκοντα και όχι λόγω επιλογής και τοποθέτησης στη θέση της προϊσταμένης της θυρίδας της ανωτέρω υπαλλήλου Ω. αντί της ενάγουσας. 5. Από τα άρθρα 335 και 559 αρ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η μη λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας αποδεικτικών μέσων, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, όταν ο ισχυρισμός ή τα πραγματικά γεγονότα, για την απόδειξη των οποίων έγινε η επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών αυτών μέσων, δεν έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το επικληθέν και προσκομισθέν έγγραφο, ήτοι τον επίσημο πίνακα αξιολόγησης των υποψηφίων από τον οποίο αποδεικνύεται η υπεροχή της ανωτέρω υπαλλήλου της έναντι της αρχικής ενάγουσας και η υστέρηση της τελευταίας, που δικαιολογεί την κατά την ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος τοποθέτηση της Ω. στη θέση της προϊσταμένης θυρίδας αντί της ενάγουσας και δεν έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματοις ούτε προσέβαλε την προσωπικότητα της αρχικής ενάγουσας. Το επικαλούμενο όμως έγγραφο για την απόδειξη των ανωτέρω περιστατικών δεν έχει επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού η υποχρέωση της αναιρεσείουσας για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως στηρίζεται πλήρως στην παραδοχή ότι η αφαίρεση των καθηκόντων της αρχικής ενάγουσας και η εν τοις πράγμασι υποβάθμιση της ως υπαλλήλου προσέβαλε την προσωπικότητά της, προκάλεσε σ' αυτήν άλγος και ψυχική ταλαιπωρία λόγω της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, ως καθολικών διαδόχων της ενάγουσας Α., που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (Κ.Πολ.Δ. 176, 183 και 191 παρ. 2).