Διευθέτηση χρόνου εργασίας – Ευελιξία και παραδείγματα Παναγιώτη Μάμμου Επιτ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας και Διαιτητού ΟΜΕΔ Πρόλογος και Διατάξεις Η χρήση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας είναι αποδεκτά από όλες τις χώρες της Ε.Ε. αλλά και χωρίς (ελάχιστες) του τρίτου κόσμου. Κάθε μεταβολή στις εργασιακές σχέσεις για να μην οδηγηθούμε σε συμβάσεις εργασίας μηδενικής ή αρνητικής αξίας σαφώς χρειάζεται εμπεριστατωμένη μελέτη και μεθοδική ανάλυση και ανάπτυξη σε αποτελέσματα στο παρόν και στο μέλλον. Δυστυχώς ο θεσμός της διευθέτησης του χρόνου εργασίας παρά την πρόβλεψη εδώ και 31 χρόνια δεν έτυχε εφαρμογής λόγω ίσως κατεστημένων αντιλήψεων, συνδικαλιστικών θέσεων και αντιπολιτευτικών πολιτικών. Δεν είναι αδόκιμη η θέση χωρών της Ε.Ε. για την ευελιξία της εργασίας δεδομένου ότι διακυμάνσεις στη ζήτηση του χρόνου εργασίας είναι απολύτως αναγκαία όπως και στην ατομική και οικογενειακή δραστηριότητα, σε αρκετές φάσεις του εργασιακού βίου. Άρα ουσιαστικά καμία οργάνωση ή καμία πολιτεία δεν αντιστρατεύεται μεταβολές που συνιστούν στην επιβίωση επιχειρήσεων ή τη διατήρηση θέσεων εργασίας. 1. Διατάξεις - Ιστορικό - Με το άρθρο 41 του ν. 1892/90 (ΦΕΚ/Α/101) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2639/98 (ΦΕΚ/Α/205) - Με το άρθρο 2 του ν. 3385/2005 - Με το άρθρο 7 του ν. 3846/10 - Με το άρθρο 42 του ν. 3986/11 Διατηρήθηκαν οι λειτουργικές και εφαρμοστικές διατάξεις των άνω άρθρων και ειδικότερα οι προβλέψεις για αύξηση των ωρών εργασίας ημερησίως σε 10 ώρες και σε ένα άλλο χρονικό διάστημα η μείωση των ωρών εργασίας σε 6 ή ακόμα λιγότερες ώρες αν το νόμιμο ή συμβατικό ωράριο κλάδων ή επιχειρήσεων υπολείπεται των 40 ωρών εβδομαδιαίως (π.χ. Τραπεζοϋπαλλήλων, υγειονομικών κλπ.). Ο χρόνος εφαρμογής της διευθέτησης ανέρχεται σε 1 (ένα) έτος με σημείο αναφοράς την ημερομηνία έναρξής της. Δύο μορφές διευθέτησης πραγματοποιούνται μέσα σε ένα εξάμηνο από την έναρξη της μέχρι τη λήξη του έτους εφαρμογής της και σε ολόκληρο το έτος διευθέτησης με τον όρο ότι κατανέμονται 256 ώρες σε 32 εβδομάδες εργασίας και αντιστρόφως επιστρέφονται στους εργαζόμενους σε 16 εβδομάδες που υπολείπονται από το σύνολο των 48 εβδομάδων εργασίας ετησίως. (Παραδείγματα κατωτέρω). 2. Διαδικασίες εφαρμογής Στις παραπάνω διατάξεις εκτός του ν. 3385/2005 και του ψηφισθέντος νόμου Ν.4808/2021 οι συμφωνίες εφαρμογής της διευθέτησης εργασίας είχαν προβάδισμα το συλλογικό εργατικό δίκαιο είτε με την υπογραφή επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων είτε με ενώσεις προσώπων κατά τους ορισμούς του ν. 3286/2011 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 1264/82. Είναι γεγονός ότι οι διατάξεις που προβλέπουν τη σύσταση επιχειρησιακής συνδικαλιστικής οργάνωσης ή την ύπαρξη συμβουλίου εργαζομένων ή της ένωσης προσώπων ή προσέτι την διενέργεια ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων του εργοδότη με την τοπική κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση προϋποθέτει χρόνο, αντιδικίες ή ακόμα και προβολή υπερπροστασίας των εκπροσωπούμενων εργαζομένων γι' αυτό εξάλλου δεν λειτούργησε ο θεσμός ούτε σε ατομικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο. Πάντως σύμφωνα με τον προρρηθέν νόμο υπήρξαν κάπως θετικές εξελίξεις για ορισμένες άλλες μορφές διευθέτησης του χρόνου εργασίας τόσο από επιχειρήσεις όσο και από κλάδους λόγω εντόνου οικονομικής και εργασιακής δραστηριότητος κατά διαστήματα εντός του έτους (ξενοδοχεία, καπνοβιομηχανίες, επιχειρήσεις συνεχούς πυράς κλπ.). Με την σαφή υποχρέωση της τήρησης του εκάστοτε συμβατικού ωραρίου των 40 ωρών ή μικρότερων και την τήρηση κατά μέσο όρο του 8ώρου κατά την λειτουργία των διατάξεων του νόμου και των συμφωνιών θα μπορέσει να υπάρξει αναγκαία ευελιξία στην εργασία, και για τις δυσκολίες ή ανάγκες που έχει η παραγωγή αλλά και για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας με προοπτική αυξήσεώς τους και μελλοντικής υλικής αποζημίωσης του εργατικού δυναμικού. Η ευρύτητα του θεσμού στις χώρες της Ε.Ε. σύμφωνα με την οδηγία 2019/1158 όπου καθορίζονται και συστάσεις των εργαζομένων να αποδεχθούν τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας φρονούμε ότι θα τύχει εφαρμογής η διευθέτηση με όρους όμως και προϋποθέσεις αυστηρού ελέγχου της τήρησής της από την προϊούσα ανεξάρτητη αρχή του Σ.Ε.Π.Ε. η οποία όπως είναι φυσικό θα αποδίδει λογαριασμό στο Υπ. Εργασίας, στις αρχές της Ε.Ε., στους συνδικαλιστικούς φορείς αλλά και μεμονωμένα στους εργαζόμενους. Επίσης φρονούμε ότι μία κάποια οικονομική ενίσχυση των συμμετεχόντων στη λειτουργία της διευθέτησης εργασίας θα αποτελούσε ιδιαίτερο κίνητρο εφαρμογής της και επ' αυτού θα αναφερθούμε με τα παραδείγματα ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από την όλη διαδικασία. 3. Μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα Α. Συμφωνία για 6μηνη διευθέτηση χρόνου εργασίας (με ελάχιστο ισομερές κόστος) 3 μήνες αυξανόμενο το ωράριο σε 10 ώρες εβδομαδιαίως και 3 μήνες μειωμένο το ωράριο σε 6 ώρες εβδομαδιαίως με μισθό 1.000 € μηνιαίως. 1.000 Χ 0,006 = 6 € ωρομίσθιο Με 10ωρη εργασία 3 μήνες Χ 20,5 = 75 ημ. εργασίας 7,5 ώρες υπερεργασίας Χ 1,20 Χ 6 € ωρ. = 540 € επιπλέον 7,5 ώρες υπερωρίας Χ 1,40 Χ 6 € ωρ. = 630 € επιπλέον 1.170 + 3.000 κανονική αμοιβή = 4.170 € Με 6ωρη εργασία 75 ημέρες Χ 6 ώρες Χ 6 € ωρομίσθιο =2.700 € Άρα θα έπρεπε να λάβει ο εργαζόμενος 4.170+2.700 =6.870 € Ο εργοδότης πληρώνει (χωρίς προσαυξήσεις) 6 μήνες Χ 1.000 € μηνιαίως = 6.000 € Συνεπώς ο εργαζόμενος χάνει όλο το εξάμηνο χρηματικά το ποσό των 870 € και αναλογικά. 870 € / 687 € = διαφορά 12,6% ≈ Συνεπώς ως κίνητρο θα μπορούσε να μεριμνήσει η επιχείρηση να καλύψει τουλάχιστον ένα μέρος της απώλειας των εργαζομένων έτσι ώστε να ικανοποιηθούν και να ανταποκριθούν πλήρως στη διευθέτηση. Πιστεύω ότι η πρόσθετη άδεια ή επιπλέον ημέρες repo θα μπορούσαν μερικώς να προσελκύσουν το εργατικό δυναμικό σε συμφωνίες όσο και αν εγείρεται αξίωση για τη λειτουργία, την εξυγίανση ή την επιβίωση των επιχειρήσεων. Β. Για ετήσια διευθέτηση εργασίας Αν ο εργαζόμενος εργασθεί 32 εβδομάδες στο εργασιακό έτος επί 10 ώρες επιπλέον ο συνολικός επιπλέον χρόνος είναι 320 ώρες (160 ώρες υπερεργασίας + 160 ώρες υπερωρίας). Συνεπώς πρέπει οι 320 ώρες να επιστραφούν στον εργαζόμενο μέσα σε 16 εβδομάδες που υπολείπονται για να λήξει το έτος (εργασιακά). - Κόστος που θα έπρεπε να λάβει ο εργαζόμενος. Κανονική αμοιβή 32 Χ 40 ώρες Χ 6 € ωρομ. = 7.680 € 160 υπερεργασίας Χ 1,20 Χ 6 € ωρομ. = 1.152 € 160 υπερεργασίας Χ 1,40 Χ 6 € ωρομ. = 1.344 € 7.680 + 1.152 + 1.344 = 10.176 € Επιπλέον αμοιβή για τον αυξημένο χρόνο επιστρέφονται οι 320 ώρες στον εργαζόμενο. Τις 16 υπόλοιπες εβδομάδες 320:16=20 ώρες μειωμένο ωράριο εβδομαδιαίως. 20 Χ 16 εβδ. = 320 ώρες Χ 6 = 1.920 € θα έπρεπε να λάβει ο εργαζόμενος κατά τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου σε 20 ώρες. Άρα συνολικά για όλο το έτος θα έπρεπε να λάβει 10.176+1.920 = 12.096 € Ο εργοδότης πληρώνει για 48 εργάσιμες εβδομάδες 48Χ40 ώρες = 1.920 ώρες κανονικής εργασίας Χ 6 € = 11.520 € συνεπώς η διαφορά είναι 12.096-11.520 = 576 υπέρ του εργοδότη. Αν υπολογιστεί η αμοιβή για το χρόνο αδείας και του επιδόματος αδείας ή δώρων η μέση διαφορά λειτουργεί υπέρ του εργαζόμενου. Ο υπολογισμός γίνεται σε ετήσια βάση με βάσει το ωρομίσθιο του εργασιακού χρόνου (των 48 εργασίμων εβδομάδων). Επίλογος Επαναλαμβάνουμε ότι οι ατομικές συμφωνίες πρέπει να έχουν ως κριτήριο τόσο το συμφέρον των δύο μερών (εργαζομένου - εργοδότη) όσο και της οικονομίας γενικότερα. Επειδή συνήθως οι διακυμάνσεις εργασίας αφορούν 4 ή 5 ή 6 μήνες ετησίως προκρίνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας για ένα εξάμηνο με ετήσια αναφορά, έτσι ώστε να μην φανούν επαχθείς προσωπικά, οικογενειακά ακόμα και ψυχολογικά, οι μακροχρόνιες ετήσιες συμφωνίες. Εκτιμώντας οι επιχειρήσεις τις ανάγκες τους, την προσφορά των εργαζομένων και την επιτεινόμενη κρίση καλό είναι να αξιολογήσουν κοστολογικά την αμοιβή εργασίας και να προβούν σε κινήσεις όπως ήδη κάνουν μεγάλες επιχειρήσεις π.χ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ, ΚΑΡΕΛΙΑΣ, ΡΑΙΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ κλπ. για την εφαρμογή τέτοιων συμφωνιών και τον εκσυγχρονισμό τους με γνώμωνα την πολιτική των αντιπάλων, την παραγωγή και παραγωγικότητα της εργασίας. Να μην σκεφθούν μόνο το ίδιο συμφέρον γιατί τελικά θα υποστούν ζημιές. Το Υπ. Εργασίας που θέλει μεταβολές στο εργασιακό περιβάλλον και ανεπτυγμένη κοινωνία ας θέσει κάποιες προϋποθέσεις ως βάση για την καλή πορεία του θεσμού και ακόμα να προλάβει εντάσεις και διενέξεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Δεν είναι εύκολη η νομοθέτηση στην μεταβιομηχανική περίοδο και στην περίοδο της τεχνικής νοημοσύνης.