Διευκρινίσεις αναφορικά με το είδος της εργασιακής σχέσης και την ασφάλιση των διανομέων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις ψηφιακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και αμείβονται με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών (πρώην τίτλος κτήσης). Εγκ. Υπ. Εργασίας 45628/414/4.11.2020 H ανάδυση του φαινομένου της "gig economy" τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταξύ χρηστών - πελατών και χιλιάδων παρόχων - επιχειρήσεων, ιδίως στον χώρο της εστίασης. Στο πλαίσιο της άσκησης της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, απασχολούνται φυσικά πρόσωπα ως διανομείς προϊόντων με δίκυκλα κυρίως οχήματα, για λογαριασμό της εταιρείας παροχής υπηρεσιών μέσω πλατφόρμας. Οι εν λόγω διανομείς απασχολούνται με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αορίστου ή ορισμένου χρόνου και αμείβονται με Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών (πρώην τίτλος κτήσης). Επίσης, τους δίνεται η δυνατότητα επιλογής είτε προκαθορισμένου-εβδομαδιαίου προγράμματος είτε ελεύθερης επιλογής ωραρίου για την εκτέλεση παραγγελιών, μέσω φορητής συσκευής τηλεφώνου. Για τον λόγο αυτό, οι απασχολούμενοι συνδέονται μετά από σχετική εκπαίδευση και διαπίστευσή τους, με προσωπικό κωδικό πρόσβασης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να επιλέγουν την κάθε παραγγελία, και στην εταιρεία να παρακολουθεί την εκτέλεση και ολοκλήρωσή της. Αναφορικά με ερωτήματα που έχουν περιέλθει στην Υπηρεσία μας για την αμοιβή των διανομέων με Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών (πρώην τίτλος κτήσης), από επιχειρήσεις που παρέχουν διαδικτυακές υπηρεσίες μέσω ηλεκτρονικής παραγγελίας και παράδοσης προϊόντων, καθώς και για το είδος της εργασιακής σχέσης των εν λόγω απασχολούμενων, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Α) Είδος εργασιακής σχέσης των διανομέων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις ψηφιακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και αμείβονται με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών (πρώην τίτλος κτήσης) 1. Σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, επί της οποίας και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υφίσταται όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (εργοδότη - μισθωτού), υποχρεούται ο μισθωτός να παρέχει την εργασία του αυτοπροσώπως στον εργοδότη για ορισμένο ή αόριστο χρόνο έναντι καταβολής μισθού, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού - προσδιορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς περαιτέρω ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου δι' αυτής αποτελέσματος, υποκείμενος κατά την εκτέλεσή της σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη. Η εν λόγω εξάρτηση, εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει τον τόπο-χρόνο-τρόπο, το αντικείμενο και την έκταση παροχής της εργασίας - μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια - κατά τρόπο δεσμευτικό για τον μισθωτό, δίνοντας του τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό εντολές και οδηγίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί και να εκτελεί, ως και το δικαίωμα του να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση συμμόρφωσης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, κύριος σκοπός της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι η παροχή εργασίας αυτή καθ' αυτή και σε αυτή καθ' αυτή αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι (ΑΠ 45/2010, 1365/1990). Η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα της ακόμα και όταν ο μισθωτός κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας στον ίδιο εργασίας αναπτύσσει μεν πρωτοβουλίες ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, οι οποίες πολλές φορές θεωρούνται αυτονόητες λόγω των γνώσεων του και ενδείκνυνται από την φύση της εργασίας και την ιδιότητα του μισθωτού, και οι οποίες ενίοτε δεν μπορούν να ελεγχθούν από τον εργοδότη, υποχρεούται όμως να ακολουθεί τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη, ως προς το χρόνο και τον τόπο παροχής αυτής. Ομοίως, δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης παροχής εργασίας ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η δυνητική παροχή εργασίας μέσα στους χώρους της επαγγελματικής εγκατάστασης του εργοδότη (γραφείο, κατάστημα, εργοστάσιο) ή εκτός αυτών (Εφ.Θεσ/κης 1093/94, ΑΠ 868/89). Επίσης, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και από ανεξάρτητο επαγγελματία, αφού δεν απαιτείται να παρέχεται αυτή κατά κύριο επάγγελμα (ΑΠ 460/86). Δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης παροχής εργασίας ως εξαρτημένης το γεγονός της κατάταξης των αμοιβών του εργαζόμενου στη φορολογική τάξη των εισοδημάτων εξ ελευθέριων επαγγελμάτων αφού σκοπός των σχετικών διατάξεων είναι απλώς η συστηματοποίηση της φορολογικής μεταχείρισης συγκεκριμένης φορολογητέας ύλης και όχι ο αναγκαστικός προκαθορισμός της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών (Εφ. Αθ. 6368/89), ούτε και το γεγονός ότι ο μισθωτός για την πληρωμή του μισθού του εκδίδει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Μ.Π.Αθ. 113/2012, 1835/2010, ΑΠ 1808/2011). 2. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2639/1998 (Α' 205), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010 (Α' 66), ορίζεται ότι: "1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες". Η ως άνω διάταξη εισάγει τεκμήριο υπέρ της μισθωτής εργασίας. Δεν μετατρέπει τις συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, το βάρος όμως της απόδειξης ότι δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, φέρει πλέον ο εργοδότης, εφόσον αμφισβητήσει το ανωτέρω τεκμήριο. 3. Μέχρι σήμερα, σε εθνικό επίπεδο, δεν υπάρχουν νομολογιακά δεδομένα αναφορικά με την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών από διανομείς προϊόντων, καθώς συνιστά μία νέα μορφή εργασίας, απότοκη των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, η οποία δεν προστατεύεται από το Εργατικό Δίκαιο ευθέως. Αντιθέτως, η νομολογία έχει κρίνει την ιδιότητα των διανομέων πακέτου τροφίμων ως εργατοτεχνιτών, στο πλαίσιο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (Μ.Π.Θεσ/κης 5064/2011). Το καθοριστικό στοιχείο που διακρίνει την εξαρτημένη από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο (ΑΠ 312/2011, 466/2010). 4. Παράλληλα, λόγω της κρισιμότητας του θέματος, σημειώνεται ότι η εργασία μέσω ψηφιακών πλατφορμών ή εφαρμογών έχει απασχολήσει ήδη τα δικαστήρια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, τα οποία έκριναν το καθεστώς απασχόλησης των διανομέων και πιο συγκεκριμένα εάν πρόκειται για μισθωτούς ή για αυτοαπασχολούμενους, καταλήγοντας όμως κατά περίπτωση σε διαφορετικά συμπεράσματα. Εν τέλει, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔικΕΕ) κλήθηκε να επιληφθεί επί του θέματος, κατόπιν αποστολής μιας σειράς προδικαστικών ερωτημάτων από Εργατοδικείο της Αγγλίας τον Σεπτέμβριο του 2019. Η απάντηση που εξέδωσε τελικά στις 22.4.2020 και μάλιστα υπό τη μορφή Διάταξης και όχι απλά Απόφασης, κατέληξε στα εξής: "Η Οδηγία 2003/88/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί πως αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως εργαζόμενου ενός προσώπου που απασχολείται από τον φερόμενο "εργοδότη" του δυνάμει σύμβασης παροχής υπηρεσιών, η οποία ορίζει ότι παρέχει τις υπηρεσίες του ως αυτοαπασχολούμενος-ανεξάρτητος εργολάβος, εφόσον το πρόσωπο αυτό διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια: - να χρησιμοποιεί υπεργολάβους ή να υποκαθίσταται από τρίτους για την παροχή των υπηρεσιών που έχει αναλάβει να προσφέρει - να αποδέχεται ή να αρνείται τις διάφορες εργασίες που του προσφέρονται από τον φερόμενο "εργοδότη" του ή να θέτει ο ίδιος μονομερώς τον ανώτατο αριθμό των εργασιών που θα αναλάβει - να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε τρίτον, συμπεριλαμβανομένων άμεσων ανταγωνιστών του φερόμενου "εργοδότη" του, και - να ορίζει μονομερώς τον χρόνο "εργασίας" του εντός ορισμένων παραμέτρων, προσαρμόζοντας τον με βάση τις προσωπικές του ανάγκες και όχι με βάση τα συμφέροντα του φερόμενου "εργοδότη" του, υπό την προϋπόθεση ότι πρώτον, η ανεξαρτησία που του αναγνωρίζεται δεν είναι πλασματική και δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί η ύπαρξη μιας σχέσης εξάρτησης μεταξύ αυτού του προσώπου και του φερόμενου ως "εργοδότη" του. Ωστόσο, εναπόκειται τελικά στο εθνικό δικαστήριο να χαρακτηρίσει το καθεστώς απασχόλησης του εν λόγω προσώπου υπό την Οδηγία 2003/88/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο και την οικονομική δραστηριότητα που εκτελεί" και να κρίνει τόσο επί του πλασματικού η μη χαρακτήρα των ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον συγκεκριμένο οδηγό όσο και της δυνατότητας η μη του χαρακτηρισμού του ως "ψευδώς αυτοαπασχολούμενου". Περαιτέρω, ως στοιχεία που σταθμίζονται μπορούν να θεωρηθούν η υποχρέωση του εργαζόμενου ή του οχήματος που χρησιμοποιεί να φέρουν τα διακριτικά ή το εμπορικό σήμα της εταιρείας, καθώς και το γεγονός της αποκλειστικής πρόσβασης και χρήσης από τον εργαζόμενο της πλατφόρμας μέσω κινητής συσκευής, από την οποία ελέγχεται η παροχή της υπηρεσίας του, όπως και της δυνατότητας ή μη εκχώρησης της συγκεκριμένης πρόσβασης σε τρίτους. Β) Νομικό πλαίσιο ασφάλισης των διανομέων που απασχολούνται μέσω πλατφόρμας 1. Σύμφωνα με το αρ. 2 του ν. 1846/1951 στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ (πρ. ΙΚΑ) υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι παρέχοντες κατά κύριο ή συγκύριο επάγγελμα την προσωπική τους εργασία με σύμβαση εργασίας σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, κλπ, με συνθήκες, οι οποίες, από άποψη τρόπου, χρόνου και τόπου απασχόλησης, είναι παρόμοιες με αυτές που συναντώνται στις περιπτώσεις εξαρτημένης εργασίας. Εάν ενόψει των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, τυγχάνει εφαρμογής το από την παραπάνω διάταξη προβλεπόμενο μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ (πρ. ΙΚΑ). Προς ανατροπή του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελευθέρων ενεργειών του παρέχοντος αυτή, κατά τη σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης και, τελικά, του Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ 2265/1994, 1458/1991 κ.ά.). 2. Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο για το Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών (ΠΠΥ) (ή τίτλος κτήσης ή απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης) στο Δίκαιο της Ασφάλισης, ισχύουν τα εξής: Με τις παρ. 1 και 2 του αρ.55 του ν.4509/2017 (Α',201), όπως τροποποιήθηκε με το αρ.21 του ν.4578/2018, τα πρόσωπα που αμείβονται με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (ΠΠΥ) καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ e-ΕΦΚΑ/π. ΟΑΕΕ για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη. Οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εκδότη του παραστατικού κατά την έκδοσή του και αποδίδονται στον e-ΕΦΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου της έκδοσης παραστατικού μήνα. Στην εισηγητική έκθεση του ανωτέρω άρθρου διευκρινίζεται ότι "η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά στις περιπτώσεις έκδοσης παραστατικού, για το οποίο έχουν τηρηθεί όλα τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν αφορά περιπτώσεις προσώπων για τα οποία με βάση τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται η παροχή εξαρτημένης εργασίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η αμοιβή έχει καταβληθεί με τίτλο κτήσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώην ΙΚΑ ΕΤΑΜ περί μισθωτής εργασίας". 3. Σύμφωνα δε με το νομοθετικό πλαίσιο για το Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών (ΠΠΥ) στο Φορολογικό Δίκαιο, ισχύουν τα εξής: Το ΠΠΥ αποτελεί ειδικό παραστατικό του ν.4308/14 (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα- ΕΛΠ). Το ΠΠΥ εκδίδει οντότητα υπόχρεη απεικόνισης συναλλαγών της με βάση τα ΕΛΠ, όταν συναλλάσσεται με μη υπόχρεα πρόσωπα με βάση τα ΕΛΠ. Σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4308/14 μη υπόχρεα πρόσωπα για τήρηση των ΕΛΠ μεταξύ άλλων είναι: α) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ του ν.2859/00 β) τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν μπορούν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 ευρώ ετησίως (θέτοντας επ' αυτού, προσδιορισμένο ανώτατο επίπεδο απολαβών) γ) οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που είναι συγγραφείς ή εισηγητές εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκούν άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Επισημαίνουμε ότι, ως ευκαιριακή και παρεπόμενη δραστηριότητα σύμφωνα με την ΠΟΛ 1003/2015 (σημείο 39) επεξηγείται ότι "χαρακτηρίζεται η δραστηριότητα που δεν ασκείται κατά σύστημα και αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά. Τέτοια πραγματικά περιστατικά αποτελούν ιδίως η συνέχεια ή μη της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, η ύπαρξη ιδιαίτερης επαγγελματικής εγκατάστασης, η ύπαρξη ιδιαίτερου εξοπλισμού και μηχανικών μέσων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ή την παραγωγή των αγαθών ή απόκτηση αγαθών με σκοπό την μεταπώληση, και γενικότερα το εάν η παροχή των υπηρεσιών αυτών ή των αγαθών, έχει τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης επιχείρησης". Πλέον, σας γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με το φορολογικό δίκαιο (αρ.21 του ν.4172/2013) προκειμένου να μην θεωρηθεί η πράξη ως "επιχειρηματική συναλλαγή", θα πρέπει να εκδίδονται για το μη υπόχρεο πρόσωπο μέχρι δύο παραστατικά ανά εξάμηνο (και τρία κατ' έτος). Γ) Συμπέρασμα Βάσει των ανωτέρω διαλαμβανόμενων, το είδος της απασχόλησης των διανομέων προϊόντων (εστίασης) μέσω πλατφόρμας, ανάλογα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά της κατά περίπτωση παρεχόμενης εργασίας ή υπηρεσίας, μπορεί να προσιδιάζει είτε στη φύση και τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης σχέσης εργασίας, οπότε τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στο ασφαλιστικό καθεστώς του e-ΕΦΚΑ/π. ΙΚΑ, είτε στη φύση και τα χαρακτηριστικά της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ως ελευθέριου επαγγέλματος, οπότε τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στο ασφαλιστικό καθεστώς του e-ΕΦΚΑ/π. ΟΑΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, στο υπό εξέταση θέμα, λαμβάνοντας υπόψη και την απάντηση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το είδος της σύμβασης εργασίας όσων απασχολούνται στη διανομή προϊόντων (εστίασης), προσιδιάζει στη φύση και τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης σχέσης εργασίας και πάντως δεν είναι συμβατή με την αμοιβή των εν λόγω εργαζόμενων με Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών (πρώην τίτλος κτήσης), το οποίο ενδείκνυται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εντελώς ευκαιριακού και περιστασιακού χαρακτήρα. Τονίζεται ότι σε κάθε περίπτωση οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι αρμόδιοι να ελέγξουν τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περιπτώσεως ξεχωριστά και βάσει αυτών να κρίνουν τον προσήκοντα τρόπο αμοιβής και ασφάλισης.