Τεκούσα μητέρα με σύμβαση ορισμένου χρόνου και προστασία από απόλυση Η εξ αρχής αναφορά του νομοθέτη σε "σχέση" εργασίας υπήρξε συνειδητή και εξέφραζε τη βούλησή του για προστασία της μητρότητας, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης με την οποία η έγκυος ή γαλοχούσα μητέρα παρέχει την εργασία της. Η προστασία αυτή από την απόλυση ισχύει για τη γυναίκα που εργάζεται τόσο με σύμβαση ή σχέση αορίστου όσο και ορισμένου χρόνου. Στη δεύτερη περίπτωση όμως η προστασία δεν μπορεί να παραταθεί πέραν από τη συμβατική διάρκεια του προκαθορισμένου χρόνου παροχής της εργασίας. ΑΠ 107/2019 Πρόεδρος: Ο κ. Χριστόφορος Κοσμίδης Εισηγητής: Η κ. Μαρία Νικολακέα Δικηγόροι: Οι κ.κ. Ηλίας Μικρουλέας - Δημ. Λυκοπάτης 1. Από τηv παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προς καθορισμό του εύρους της αναιρετικής δίκης, σε συνδυασμό με τους λόγους αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 23-12-2010 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εκθέτει ότι απασχολήθηκε την υπηρεσία του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ από 1-10-2005 έως 30-9-2010, με διαδοχικές, έγγραφες συμβάσεις συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας που χαρακτηρίσθηκαν από τα μέρη ως «συμβάσεις μίσθωσης έργου». Ότι αντικείμενο του «έργου» της ενάγουσας ήταν ο σχεδιασμός και η συντήρηση ιστοσελίδων για τη λειτουργία προγράμματος διδασκαλίας εξ αποστάσεως (e-learning), αντί αμοιβής που καθοριζόταν μεν συνολικά για κάθε σύμβαση, αλλά καταβαλλόταν με μηνιαίο, ισόποσο επιμερισμό κατά τη διάρκειά της. Ότι, στην πραγματικότητα, η ενάγουσα πρόσφερε εξαρτημένη εργασία. Ότι η εργασία αυτή ενέπιπτε στις πάγιες και διαρκείς ανάγκες της παιδαγωγικής δραστηριότητας του εναγομένου, με αποτέλεσμα ο καθορισμός περιορισμένης διάρκειας στις επί μέρους συμβάσεις να είναι αντικειμενικά αδικαιολόγητος. Ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας σύμβασης, την 19-6-2010, η ενάγουσα απέκτησε τέκνο. Ότι το εναγόμενο, επικαλούμενο το γεγονός ότι η χρονική διάρκεια της τελευταίας σύμβασης συμπληρώθηκε την 30-9-2010, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της από 1-10-2010. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί Α) Να αναγνωρισθεί ότι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις έργου που τη συνέδεαν με το εναγόμενο συνιστούσαν στην πραγματικότητα μία, ενιαία σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Β) Να αναγνωρισθεί ότι η εκ μέρους του εναγομένου διακοπή της απασχόλησής της μετά την 30-9-2010 συνιστά καταγγελία τη συμβάσεως εργασίας η οποία είναι άκυρη, διότι έγινε α) χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου και ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης ή β) με υπέρβαση των ορίων της ΑΚ 281 κατά την ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος, καθ' όσον η ενάγουσα απολύθηκε λόγω της απόκτησης τέκνου, ενώ άλλοι δύο, και ονομαζόμενοι, συνάδελφοί της, που δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, διατηρήθηκαν στην υπηρεσία ή γ) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/84, που απαγορεύει την απόλυση γυναικών κατά τη διάρκεια της κύησης και ένα έτos μετά τη γέννηση του τέκνου. Γ) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας από 1-10-2010 μέχρι 30-1-2013, συνολικού ποσού 33.340,89 ευρώ. Δ) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την απασχολεί πραγματικά, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε μέρα μη συμμόρφωσής του. Ε) Τέλος και επικουρικά, εφ' όσον κριθεί ότι η παύση της απασχόλησή της ενάγουσας είναι έγκυρη, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σ' αυτήν, κατ' άρθρο 7 παρ. 2 του ΠΔ 164/04, τη νόμιμη αποζημίωση, ποσού 3.536,16 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 3744/14 απόφασή του, απέρριψε την έως άνω αγωγής της ως μη νόμιμη, στο σύνολό της. Η ενάγουσα άσκησε την από 9-9-2015 έφεση. Το εναγόμενο, με τις προτάσεις που κατέθεσε στο εφετείο την 12-12-2016, άσκησε αντέφεση. Κατόπιν, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη 644/17 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν, η αντέφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επί της εφέσεως, το Εφετείο έκρινε ότι η απόρριψη της ως άνω, υπό στοιχείο (Β.α) βάσεως της αγωγής είχε γίνει ορθώς εκ μέρους του Πρωτοδικείου διότι, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, οι διαδοχικές συμβάσεις έργου της ενάγουσας, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι συνιστούσαν διαδοχή συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν ήταν δυνατόν ούτε να μετατραπούν ούτε να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατά το υπό στοιχείο (Α) αίτημα, διότι ενώ είχαν καταρτισθεί μετά την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, δεν μπορούσαν ούτε κατ' εξαίρεση να υπαχθούν στις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/04. Περαιτέρω, όμως, το Εφετείο έκρινε ότι οι υπό στοιχείο (Β.β) και (Β.γ) επικουρικές βάσεις της αγωγής ήσαν επαρκώς ορισμένες και νόμιμες. Κατόπιν αυτού, κατά [μερική] αποδοχή της έφεσης, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση και δίκασε εκ νέου κατ' ουσίαν την αγωγή ως προς τις εν λόγω βάσεις. Κατά την έρευνα αυτή, δέχθηκε ότι η ενάγουσα παρείχε, αληθώς, εξαρτημένη εργασία, ότι λόγω ακυρότητας των διαδοχικών συμβάσεων συνδεόταν με το εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας και ότι η παύση της απασχόλησής της μετά τη λήξη της διάρκειας της τελευταίας σύμβασης (30-9-2010) συνιστούσε καταγγελία, αλλά ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν είχε παρέλθει έτος από την ημέρα κατά την οποία η ενάγουσα είχε αποκτήσει το τέκνο της, με συνέπεια για το κύρος της καταγγελίας αυτής να απαιτείται σπουδαίος λόγος, τον οποίο το εναγόμενο ουδόλως είχε επικαλεσθεί. Εν τέλει, αφού απέρριψε κατ' ουσίαν την υπό στοιχείο (Β.β) βάση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την υπό στοιχείο (Β.γ) βάση και το υπό στοιχείο (Γ) αίτημα και επιδίκασε στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας μόνο για το χρονικό διάστημα από 1-11-2010 [αν και η μη αποδοχή της εργασίας της είχε εκδηλωθεί από 1-10-2010] έως 19-6-2011 [συμπλήρωση έτους από τον τοκετό], συνολικού ποσού 5.838,08 ευρώ. Ως εκ τούτου, το υπό στοιχείο (Δ) αίτημα απορρίφθηκε σιωπηρά, ενώ για το επικουρικό αίτημα υπό στοιχείο (Ε), το Εφετείο δεν αποφάνθηκε. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1483/84, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 3996/11, «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όοο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο διάστημα, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία». Υπό την ισχύ της διάταξης αυτής είχε προκύψει αμφισβήτηση ως προς το αν η αω άνω προστασία δίδεται μόνο σε γυναίκες που παρέχουν εξαρτημένη εργασία σε εκπλήρωση έγκυρης σύμβασης ή το αν αυτή επεκτείνεται και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εργασία παρέχεται με απλή σχέση εργασίας, όταν η σύμβαση είναι άκυρη. Μετά την αντικατάσταση της διάταξης και προς άρση της αμφισβήτησης ορίζεται ρητώς, πλέον, ότι η απαγόρευση και η εξ αυτής ακυρότητα αναφέρεται στην καταγγελία της «σύμβασης ή σχέσης εργασίας» και παρατείνεται για χρονικό διάστημα «δεκαοκτώ (18) μηνών» μετά τον τοκετό. Εξ αυτού συνάγεται ότι η εξ αρχής αναφορά του νομοθέτη σε «σχέση» εργασίας υπήρξε συνειδητή και εξέφραζε τη βούλησή του για προστασία της μητρότητος ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης με την οποία η έγκυος ή η γαλουχούσα μητέρα παρέχει την εργασία της (έτσι ΑΠ 433/12, ΑΠ 1682/10, ΑΠ 892/03, άλλως ΑΠ 1624/06). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/84 συνάγεται ότι η προστασία αυτή ισχύει για τη γυναίκα που εργάζεται τόσο με σύμβαση ή σχέση αορίστου όσο και ορισμένου χρόνου. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, η προστασία δεν μπορεί να παραταθεί πέραν από τη συμβατική διάρκεια του προκαθορισμένου χρόνου παροχής της εργασίας. Η εργαζόμενη δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω προστασία αν έχει σύμβαση ή σχέση ορισμένης διάρκειας, που λήγει μέσα στο χρονικό διάστημα της κύησης ή της νομοθετικά αναγνωριζόμενα γαλουχίας. Και τούτο, διότι η τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα επέβαλλε την αναγκαστική παράταση της σύμβασής εργασίας ορισμένου χρόνου, κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρητή πρόβλεψη του νόμου, αφού θα επέφερε σιωπηρή τροποποίηση της βούλησης των μερών ως προς τη διάρκεια της σύμβασης ή της σχέσης που τους συνδέει (ΑΠ 1341/05). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τις ουσιαστικές παραδοχές ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη προσέφερε εξαρτημένη εργασία, ότι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις έργου που είχαν καταρτισθεί από 1-10-2005 και μετέπειτα και τη συνέδεαν με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ήσαν, αληθώς, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ότι οι συμβάσεις αυτές αφ' ενός ήσαν άκυρες ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, διότι απέβλεπαν στην ικανοποίηση παγίων και διαρκών αναγκών της υπηρεσίας του εναγόμενου (άρθρο 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, άρθρα 14 και 21 του Ν. 2190/94) και αφ' ετέρου δεν μπορούσαν ούτε κατ' εξαίρεση να μετατραπούν σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, διότι είχαν καταρτισθεί μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του ΠΔ 164/04, ότι η τελευταία σύμβαση είχε διάρκεια μέχρι την 30-9-2010 και ότι η ενάγουσα είχε αποκτήσει τέκνο την 19-6-2010, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών θα έπρεπε να κρίνει ότι η εκ του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/84 απαγόρευση καταγγελία της σχέσης εργασίας εκτεινόταν μόνο μέχρι την 30-9-2010. Με το να κρίνει, λοιπόν, ότι η σχέση αυτή δεν μπορούσε να καταγγελθεί μέχρι την πάροδο έτους από τον τοκετό της ενάγουσας και να επιδικάσει αποδοχές υπερημερία μέχρι την 19-6-2011, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ως άνω διάταξη. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο, κατά παραδοχή της υπό στοιχείο (Β.γ) βάσεως της ένδικης αγωγής, έγινε εν μέρει δεκτό το υπό στοιχείο (Γ) αίτημα αυτής και επιδικάσθηκαν αποδοχές υπερημερίας. Η έρευνα του δεύτερου λόγου αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Μετά την αναίρεση, η υπό στοιχείο (Β.γ) βάση της αγωγής ελέγχεται ως μη νόμιμη και το υπό στοιχείο (Γ) αίτημα αυτής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, διότι ως προς αυτά η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διερεύνηση (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 εδ. β' και γ' του ΠΔ 164/04: «Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, στον δημόσιο τομέα, παρά την ύπαρξη και εκτέλεση αλλεπάλληλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου που υπήρξαν άκυρες, ο εργαζόμενος, κατά τη λήξη της σχέσεως εργασία, έχει δικαίωμα να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση, όπως εάν παρείχε εργασία με σύμβαση αορίστου χρόνου. Συνεπώς, η τελευταία, υπό στοιχείο (Ε) επικουρική βάση της αγωγής κατά την ως άνω ταξινόμηση (βλ. αρ. 1) είναι νόμιμη και, μετά την κρίση ότι η σχέση εργασία έληξε την 30-9-2010, θα πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, για να ερευνηθεί η ως άνω επικουρική βάση. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης λόγω των δυσχερειών που υπήρξαν ως προς την ορθή ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων (ΚΠολΔ 179).»