Σύμβαση ορισμένου χρόνου - Σπουδαίος λόγος και λύση συμβάσεως Σπουδαίο λόγο αποτελεί κυρίως η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου ή και άλλα περιστατικά που, κατ' αντικειμενική κρίση, καθιστούν μη ανεκτή για τον εργοδότη την παραπέρα συνέχιση της σύμβασης. Η για σπουδαίο λόγο καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης πριν τη λήξη του χρόνου, για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς δεν έχουν επ' αυτής εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 2112/20 και 3198/55 σύμφωνα με τις οποίες για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου απαιτείται καταβολή αποζημίωσης. ΑΠ 864/2018 Πρόεδρος: Ο κ. Χριστ. Κοσμίδης Εισηγητής: Η κ. Σοφ. Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Η κ. Αφροδίτη Μακεδόνα - Η κ. Ιωάννα Μανιάτη 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649 και 672 ΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου ορίου ηλικίας, χωρίς να αναγνωρίζεται στον εργοδότη το δικαίωμα της ελεύθερης καταγγελίας της σύμβασης (ΟλΑΠ 6/89). Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί από τον εργοδότη οποτεδήποτε, χωρίς την τήρηση προθεσμίας, εφ' όσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (ΑΚ 672). Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί, κυρίως, η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου ή και άλλα περιστατικά που, κατ' αντικειμενική κρίση, καθιστούν σε συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον εργοδότη την παραπέρα συνέχιση της σύμβασης. Για την εκτίμηση της συνδρομής τέτοιων περιστατικών, λαμβάνονται υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά και οι ιδιαίτερες περιστάσεις που συνοδεύουν τα εν λόγω περιστατικά (ΟλΑΠ 10/95). Η για σπουδαίο λόγο καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης πριν τη λήξη του χρόνου, για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και, συνεπώς, δεν έχουν επ' αυτής εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/20 και 2 και 5 του ν. 3198/55, σύμφωνα με τις οποίες για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου απαιτείται η προηγούμενη καταβολή της προβλεπόμενης από αυτές αποζημίωσης (ΑΠ 1407/05). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ισχύοντος από 12-3-2001 νέου κανονισμού εργασίας προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 1876/90, με την από 9-3-2001 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), που συνάφθηκε μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της τράπεζας και της συνδικαλιστικής οργάνωσης του προσωπικού αυτής, κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με αριθμό ...3-2001 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρα 2 παρ. 6, 7 παρ.1 και 8 παρ. 3 του Ν. 1876/90), η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό της τράπεζας λύεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, με έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου που επιφέρει τη λύση χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της τράπεζας ή με καταγγελία από την τράπεζα για σπουδαίο λόγο ή με την επιβολή της κατά το άρθρο 29 του κανονισμού ποινής της οριστικής παύσης ή, σε κάθε περίπτωση, αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του υπαλλήλου. Εξάλλου, οι όροι του εφαρμοζόμενου με ισχύ νόμου κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του μισθωτού και, συνεπώς, η διεπόμενη από τέτοιο κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του κανονισμού (ΟλΑΠ 42/02, ΑΠ 129/08). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της ως άνω τράπεζας είναι ορισμένου χρόνου και η καταγγελία αυτών με την επίκληση σπουδαίου λόγου δεν τις καθιστά ούτε τις μετατρέπει σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Γι' αυτό και για το κύρος της καταγγελίας αυτής δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Ακόμη, στα άρθρα 28 και 29 του ίδιου κανονισμού, προβλέπονται τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, αλλά η τράπεζα δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της έκτακτης καταγγελίας, την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος όταν η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης. Παρά ταύτα, και στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος της έκτακτης καταγγελίας, κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας, ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Ως εκ τούτου, ερευνάται εάν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, η επιλογή της καταγγελίας, που έχει ως συνέπεια για τον εργαζόμενο την απώλεια της θέσης εργασίας, αντί της επιβολής άλλης, ηπιότερης πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται μέσα στα όρια της ορθής εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η διενέργεια της καταγγελίας έρχεται σε αντίθεση προς την καλή πίστη, οπότε, εφόσον η αντίθεση αυτή είναι προφανής, καθίσταται απαγορευμένη (ΑΠ 555/07, ΑΠ 255/06). 2. (...) Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), την 30-9-1994, προσλήφθηκε ως φύλακας από την εναγομένη τράπεζα (ήδη αναιρεσίβλητη), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου λογιζόμενη ως ορισμένου χρόνου, λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 33 του κανονισμού της τράπεζας αυτοδίκαιης εξόδου του προσωπικού της με τη συμπλήρωση του 62ου έτους ηλικίας, και στη συνέχεια εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της ως υπάλληλος (από προφανή παραδρομή αναφέρεται και πάλι "ως φύλακας"). Ότι από την ημέρα της πρόσληψής του τοποθετήθηκε στο κατάστημα Δερβενίου Κορινθίας, όπου παρέμεινε μέχρι την 26-2-2006. Ότι την 27-2-2006 μετατέθηκε στο κατάστημα Βραχατίου Κορινθίας, όπου παρέμεινε μέχρι την 19-7-2009 και εργάσθηκε ως υπάλληλος αρμόδιος για τα στεγαστικά δάνεια. Ότι στη συνέχεια, από 20-7-2009 μετατέθηκε στο κατάστημα Α. Π. Κορινθίας, στο οποίο παρέμεινε μέχρι την 26-10-2010, οπότε η εναγομένη, με το από 22-10-2010 έγγραφό της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα την 26-10-2010, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του για σπουδαίο λόγο, καλώντας τον συγχρόνως να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του. Ότι στην απόφαση αυτή κατέληξε διότι, κατά τη διενεργηθείσα επιθεώρηση του έτους 2010 στο υποκατάστημα Βραχατίου, διαπιστώθηκε συστηματική εκ μέρους του ενάγοντος παραβίαση των εγκυκλίων, που εξέδιδε η εναγομένη σχετικά με τη διαδικασία είσπραξης από την τράπεζα των καταβαλλόμενων από τους δανειολήπτες δαπανών κατά την έκδοση δικαστικής απόφασης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί των υπεγγύων ακινήτων, καθώς και καταβολής από την τράπεζα στους συνεργαζόμενους με αυτή δικηγόρους των σχετικών αμοιβών και εξόδων. Ότι ειδικότερα, με τις ...-3-1994, ...1-1998, .../20-8-1999, ...-6-2005 και ...2-2014 εγκυκλίους της εναγομένης, ορίσθηκε ότι απαραίτητος όρος για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων, μεταξύ των άλλων, είναι η προκαταβολή από τους δανειολήπτες των εξόδων για την επεξεργασία του φακέλου, τον τεχνικό και νομικό έλεγχο του χρηματοδοτούμενου ακινήτου, καθώς και τη δικαστική δαπάνη της τράπεζας για την έκδοση δικαστικής απόφασης περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Ότι με τις εγκυκλίους αυτές ορίσθηκε η αμοιβή για κάθε μία από τις ανωτέρω ενέργειες, έτσι ώστε ο εκάστοτε δανειολήπτης να ενημερώνεται περί του ύψους των δαπανών, μέρος των οποίων καταβάλλεται με την υποβολή της αίτησης, ενώ το υπόλοιπο μετά την έγκριση του δανείου και πριν τη χορήγησή του. Ότι μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και της σχετικής περίληψης, ο δανειολήπτης, παραλαμβάνοντας τα σχετικά έγγραφα, επιμελείται ο ίδιος τη μεταγραφή στο οικείο υποθηκοφυλακείο και καταβάλλει τα αναλογούντα έξοδα. Ότι οι αμοιβές των συνεργαζόμενων δικηγόρων για υπηρεσίες σε χρηματοδοτήσεις καταβάλλονται υποχρεωτικά από το αρμόδιο κατάστημα της τράπεζας, εφόσον αυτοί προσκομίσουν στην τελευταία πίνακα εξόδων και εκδώσουν απόδειξη παροχής υπηρεσιών, ενώ οι αμοιβές των δικηγόρων αυτών έχουν καθορισθεί εκ των προτέρων με γενικές αποφάσεις της τράπεζας, χωρίς να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε οικονομική δοσοληψία μεταξύ δανειοληπτών και συνεργαζόμενων δικηγόρων. Ότι η τήρηση των όρων αυτών είχε ως σκοπό τη διασφάλιση της διαφάνειας και της ασφάλειας των τραπεζικών συναλλαγών. (...) Ότι υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο που χειρίστηκε τα ανωτέρω στεγαστικά δάνεια, μολονότι ήταν έμπειρος υπάλληλος και γνώστης των εγκυκλίων της εναγομένης, καθώς και των τραπεζικών διαδικασιών που είχαν τεθεί για την ασφάλεια των συναλλαγών και των συμφερόντων αυτής, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, παρέκαμπτε την ως άνω συνήθη και νόμιμη διαδικασία και ακολουθούσε αδιαφανείς μεθόδους σχετικά με την καταβολή των εξόδων από τους δανειολήπτες, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα παραστατικά στο κατάστημα της εναγομένης, ενώ επέτρεπε και ανεχόταν να συναλλάσσονται οι δικηγόροι με τους δανειολήπτες. Ότι κατόπιν αυτών η εναγομένη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, χωρίς προηγουμένως να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη σε βάρος του, πράγμα που δεν ήταν απαραίτητο κατά τον Κανονισμό της και δεν θα ήταν εξ ίσου λυσιτελές με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. 4. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπαγορεύθηκε από σπουδαίο λόγο, διότι δεν μπορούσε βασίμως να αξιωθεί από την εναγομένη τράπεζα η διατήρηση του ενάγοντος στην υπηρεσία της με την εναντίον του λήψη ηπιότερου της απόλυσής του μέτρου (πειθαρχικής ποινής), η δε καταγγελία, ενόψει του ότι αποτελούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση το μόνο πρόσφορο και αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της μέτρο, δεν υπερέβη, και μάλιστα προφανώς, τα τιθέμενα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αντικειμενικά όρια (της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος) και δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Ακολούθως το Μονομελές Εφετείο, κατά παραδοχή της έφεσης της εναγομένης, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη 139/14 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή [πιο συγκεκριμένα είχε αναγνωρίσει την ακυρότητα της καταγγελίας, είχε επιδικάσει αποδοχές υπερημερίας (καταψηφιστικά) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (αναγνωριστικά) και είχε υποχρεώσει την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος] και, αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ.1 του Συντάγματος, διότι αιτιολόγησε με σαφήνεια και πληρότητα την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς και επαρκείς παραδοχές, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου του ενάγοντος ήταν έγκυρη, διότι υπαγορεύθηκε από τον προαναφερόμενο σπουδαίο λόγο, η άσκησή της δεν υπερέβη προφανώς τα προβλεπόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια και ήταν το μόνο πρόσφορο, αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της εναγομένης, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης, με τον ισχυρισμό ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, είναι αβάσιμος. 5. Περαιτέρω, το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο ότι η σύμβαση εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων την 30-9-1994, διεπόταν από τον προαναφερθέντα κανονισμό του προσωπικού της εναγομένης και είχε το χαρακτήρα της σύμβασης ορισμένου χρόνου και ότι για το κύρος της καταγγελίας, στην οποία προέβη η τελευταία την 26-10-2010 με την επίκληση συνδρομής σπουδαίου λόγου, δεν απαιτείτο η προηγούμενη καταβολή της αποζημίωσης των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/20 και 2 και 5 του Ν. 3198/55, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθώς και αυτές του άρθρου 33 του κανονισμού εργασίας του προσωπικού της εναγομένης.