Οι συλλογικές διαφορές και οι σχέσεις εργασίας υπό το νεοεισαχθέν καθεστώς του Ν. 4635/2019 (ΦΕΚ 167/Α/2019) Απ. Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Πρόλογος - Οι εργασιακές σχέσεις κατά την "μνημονιακή περίοδο" - Το νέο διαμορφωθέν δίκαιο των συλλογικών σχέσεων - Εξαιρέσεις κατηγοριών εργαζομένων και επιχειρήσεων από την εφαρμογή των όρων της ΣΣΕ - Αρμόδιοι φορείς του "συλλογικώς συμβάλλεσθαι" - Προσθήκη νέων φορέων στη σύναψη των κλαδικών ΣΣΕ των τραπεζών - Η έννοια του κατωτάτου μισθού ασφαλείας - Ανεπίτρεπτη η δυσμενέστερη ρύθμιση αμοιβής - Συνταξιοδοτικά ζητήματα και το ανεπίτρεπτο της ρυθμίσεώς τους με ΣΣΕ - Μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων - Συρροή συλλογικών ρυθμίσεων - Η αρχή της ευνοϊκότερης ρυθμίσεως και οι προϋποθέσεις αυτής - "Επέκταση" των ΣΣΕ στους "τρίτους" - Προϋποθέσεις, διαδικασία και επιπτώσεις - Η έννοια του "αθέμιτου" ανταγωνισμού - "Προσχώρηση" τρίτων σε ΣΣΕ - Δυνατότης εξαιρέσεων εργαζομένων και επιχειρήσεων από τους όρους της επεκτατικής ρυθμίσεως και της συρρέουσας ευνοϊκότερης ΣΣΕ - Επίλυση των συλλογικών διαφορών με διαιτησία - Προϋποθέσεις προσφυγής στην διαιτησία - Πρώτος βαθμός διαιτησίας - Περιορισμοί στην "μονομερή" προσφυγή διαιτησίας - Διεξαγωγή της διαιτησίας - Αρμοδιότητες των μεσολαβητών και των διαιτητών - Απαραίτητη η επαρκής αιτιολόγηση των διαιτητικών αποφάσεων - Δεύτερος βαθμός διαιτησίας - Διαδικασία - Σύνθεση - Παρατηρήσεις και Συμπέρασμα επί του περιεχομένου του νέου νομοθετήματος. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Πρόλογος Οι εργασιακές σχέσεις κατά την "μνημονιακή" περίοδο Η σχετικά μακρά μνημονιακή περίοδος άφησε πολλές και ανοικτές πληγές στην κοινωνική και οικονομική διαβίωση των Ελλήνων πολιτών αρκετές μάλιστα των οποίων ανεπανόρθωτες. Συνέπεια της δυσμενούς αυτής καταστάσεως υπήρξε και η προσβολή των εργασιακών σχέσεων η οποία επέφερε την κατάρρευση του εργατικού δικαίου με την εισχώρηση νέων νομικών σχημάτων και μορφωμάτων που λειτούργησαν μονομερώς σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Η κατάρρευση των βασικών αρχών στο σύμπλεγμα των εννόμων εργασιακών σχέσεων εστιάσθηκε στην ανατροπή του δικαίου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαιτησίας, αφού ο τομέας αυτός αποτελεί το πιο ευαίσθητο σημείο του δικαίου της εργασίας. Μικρή απόδειξη των παραπάνω απόψεων μας αποτελεί η πληθώρα των σχετικών νομοθετημάτων, που επακολούθησαν, οι διατάξεις των οποίων - υπό το πρόσχημα της μειώσεως του δημοσίου χρέους και της ανταγωνιστικότητος - επιδόθηκαν στην ρύθμιση και την σύσταση μηχανισμών και συστημάτων που αλλοίωσαν την εικόνα και τον ιστό της νομικής και οικονομικής θέσεως των εργαζομένων. Όσο και αν είναι δυσάρεστη η ανάμνηση της μνημονιακής περιόδου, εν τούτοις είναι ανάγκη να υπενθυμισθούν εν συντομία τα σχετικά νομοθετήματα και οι οικείες διοικητικές αποφάσεις εκείνης της εποχής, που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν την γενεσιουργό αιτία ενός "ερμαφρόδιτου" συστήματος των συλλογικών εργασιακών σχέσεων που καταγράφεται στα σχετικά αναγνώσματα και πονήματα ως "Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο". Κατ' αρχήν το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου των ΣΣΕ και της διαιτησίας, εκφράσθηκε με τον Ν. 3845/2010 και συνεχίσθηκε με τον Ν. 3871/2010 με τον οποίο ορίσθηκε ότι είναι ανίσχυρες οι διαιτητικές αποφάσεις που προβλέπουν αυξήσεις των αποδοχών των εργαζομένων. Το επακολουθήσαν νομοθέτημα 3899/2010, με πρόσχημα την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, ώστε να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, έπλασε τον μύθο υπεροχής της "ειδικής" επιχειρησιακής ΣΣΕ έναντι των λοιπών ρυθμίσεων έστω και αν το περιεχόμενο αυτής είναι δυσμενέστερο έναντι των άλλων. Με τις διατάξεις του ίδιου ως άνω νομοθετήματος κατέστη πολυπληθέστερη η σύνθεση του σώματος των "μεσολαβητών" και των "διαιτητών" και συγχρόνως περιορίσθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία. Ο Ν. 3996/2011 ερύθμισε τα ζητήματα του συστήματος "διευθετήσεως του χρόνου εργασίας" και καθόρισε τους αρμόδιους φορείς συνάψεως τέτοιων συμφωνιών, μεταξύ των οποίων φορέων, συμπεριέλαβε και τις "Ενώσεις Προσώπων" του Ν. 1264/82, των οποίων μάλιστα η αρμοδιότητα συμμετοχής τους επεκτάθηκε στην συνέχεια και στην σύναψη των επιχειρησιακών ΣΣΕ του Ν. 1876/90. Το ίδιο έτος 2011, ο Ν. 4024 με στόχο την μείωση του "μισθολογικού κόστους" των επιχειρήσεων, επανέλαβε περισσότερο πανηγυρικά, την υπεροχή της "επιχειρησιακής" ΣΣΕ του Ν. 1876/90, έναντι των λοιπών κατηγοριών ΣΣΕ και μάλιστα έστω και αν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει δυσμενέστερους όρους αμοιβής. Για την ολοκληρωτική επίτευξη του παραπάνω στόχου καταργήθηκαν οι μακροχρόνιοι θεσμοί της "Συρροής" των ΣΣΕ και της κηρύξεως αυτών ως "υποχρεωτικών". Απώτερος στόχος του τότε νομοθέτου υπήρξε ο εξαναγκασμός οδεύσεως των εργαζομένων στην σύναψη των "ατομικών" συμβάσεων εργασίας με την στέρηση των "κανονιστικών" όρων της ΣΣΕ. Υπό το βάρος των αξιώσεων των δανειστών - κοινωνικών εταίρων να εισαχθούν στο δίκαιό μας "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" εκδόθηκε η υπ' αριθ. 6/28.12.2012 Πράξη Υπ. Συμβουλίου, ενσωματωθείσα στον Ν. 4046/2012 ως "εφαρμοστέος νόμος" με τον οποίο καθιερώθηκε σύστημα μειώσεως των αποδοχών των εργαζομένων μονομερώς είτε με συμφωνία των μερών με παράλληλο πάγωμα των επιδομάτων προϋπηρεσίας και την κατάργηση του επιδόματος "γάμου". Με την ίδια ως άνω Π.Υ.Σ. συντμήθηκε και ο χρόνος επιβιώσεως των "κανονιστικών" όρων των ΣΣΕ από 6 σε 3 μήνες, μετά την λήξη του οποίου και κατά την ανάπτυξη της "μετενέργειας" παρέχεται ευχέρεια καθορισμού αμοιβών στα όρια της εθνικής γενικής ΣΣΕ. Ο Ν. 4331/2015 αποκατέστησε την "μετενέργεια" στην ορθή της θέση όπως είχε ορισθεί με τον Ν. 1876/90, δηλαδή σε 6 μήνες, πλην όμως με το πρόσχημα την ανάγκη εφαρμογής της δημοσιονομικής ευταξίας της οικονομίας της χώρας, ο αμέσως επόμενος Ν. 4336/2015 επανέφερε την μνημονιακή επιταγή της προαναφερθείσης ΠΥΣ με την οποία ο χρόνος επιβιώσεως των "κανονιστικών" όρων της ληξάσης ΣΣΕ συρρικνώθηκε εκ νέου στους 3 μήνες μετά την λήξη των οποίων οι όροι της ΣΣΕ μετατρέπονται σε κανόνες "ενδοτικού" δικαίου γεγονός που σημαίνει ότι οι όροι της ΣΣΕ παύουν να έχουν αναγκαστική ισχύ. Σταθμό στο ιστορικό της μνημονιακής περιόδου, αποτέλεσε ο Ν. 4093/2012 με τον οποίο μεταβλήθηκε η διαδικασία καθορισμού του ελάχιστου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου από τους θεσμικούς φορείς των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών και η εξουσία αυτή περιήλθε στον κρατικό νομοθέτη. Έκτοτε όταν στα σχετικά κείμενα αναφέρεται "κατώτατος εθνικός μισθός ή ημερομίσθιο", αυτό αυτοδικαίως παραπέμπει στον "νομοθετημένο" μισθό ως ελάχιστο όριο προστασίας, η σμίκρυνση (μείωση) του οποίου είναι ανεπίτρεπτη τόσο με ΣΣΕ όσο και με ατομική συμφωνία. Υπόψει ότι η αποθεσμοποίηση της εθνικής γενικής ΣΣΕ, για την οποία θα αναφερθούμε διεξοδικά στην συνέχεια της παρούσης μελέτης μας, συνεχίζει και υπό το νέο δίκαιο να δίνει την εικόνα μιας απορρύθμισης των ΣΣΕ και της διαιτησίας. Σε ότι αφορά τα ζητήματα της "συρροής" των ΣΣΕ και της "επεκτάσεως" αυτών στους τρίτους, την ρύθμιση των οποίων προέβλεψε ο Ν. 1876/90 με τα άρθρα 10 και 11, ανέτρεψε ο Ν. 4024/2011 με το άρθρο 37 με την επίκληση της αναγκαίας εφαρμογής του "μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής". Την συνέχιση αυτής της μνημονιακής πολιτικής για τα παραπάνω θέματα επέβαλε και ο μεταγενέστερος νομοθέτης των νόμων 4472/2017 και 4475/2017. Η επαναφορά των παραπάνω μηχανισμών (θεσμών) στην αρχική τους θέση επήλθε αυτοδικαίως με την λήξη του μνημονιακού προγράμματος της "δημοσιονομικής - οικονομικής προσαρμογής" της χώρας η οποία ολοκληρώθηκε την 20.8.2018. Τέλος, με τον Ν. 4303/2014 και τον Ν. 4529/2018 επαναρυθμίσθηκαν "επιδερμικά" οι διαδικασίες της μεσολαβήσεως και της διαιτησίας, με τις οποίες επιμηκύνθηκε ο χρόνος εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως, με την εισαγωγή στο συγκεκριμένο σύστημα ενός πολύπλοκου μηχανισμού τόσο στην σύνθεση και το έργο των μεσολαβητών και των οργάνων της διαιτησίας όσο κυρίως με την επαναφορά δευτέρου βαθμού διαιτησίας, η απόφαση της οποίας επιβαρύνθηκε και με τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας αυτής. Τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω σχετικά με τη διαδρομή του νομοθετικού έργου κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, σκοπό έχουν να αποτελέσουν "συγκριτικό" σημείο και στοιχείο, σε σχέση με το νεοεισαχθέν δίκαιο του Ν. 4635/2019 ώστε να κρίνει ο αναγνώστης αν πράγματι σήμερα απολαμβάνουμε την γνήσια ιδεολογία του δικαίου των εργασιακών σχέσεων ή καθεύδουμε ακόμη τον ύπνο του μύθου των προγραμμάτων δημοσιονομικής ευταξίας και αναπτύξεως της μνημονιακής περιόδου. Ενώπιον, λοιπόν, της δέσμης των προβλημάτων τόσο του πρόσφατου παρελθόντος όσο και της σημερινής μας εποχής επιχειρείται διά της παρούσης μελέτης μας, η προσέγγιση του νέου διαμορφωθέντος θεσμού των ΣΣΕ και της διαιτησίας και η ανάλυση των επιμέρους άρθρων. ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Το νέο διαμορφωθέν δίκαιο των συλλογικών διαφορών και των εργασιακών σχέσεων Οι νεοεισαχθείσες διατάξεις του Ν. 4635/2019 ρυθμίζουν θέματα που αφορούν: α) Τα είδη των ΣΣΕ και την αρμοδιότητα συνάψεώς τους (αρθρ. 53) - β) Το "Μητρώο" των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων (αρθρ. 54) - γ) Την "συρροή" των συλλογικών ρυθμίσεων (αρθρ. 55) - δ) Την επέκταση των συλλογικών ρυθμίσεων και την προσχώρηση σ' αυτές των "τρίτων" (αρθρ. 56) και ε) Την επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας με διαιτησία (αρθρ. 57). Εξετάζοντας το περιεχόμενο του νέου νομοθετήματος, παρατηρούμε, κατ' αρχήν, ότι πρόκειται περί μιας "συρραφής" των διατάξεων του βασικού, περί συλλογικών διαπραγματεύσεων, νόμου 1876/90 και των μεταγενεστέρων συναφών νομοθετημάτων, κατανεμημένων σε άρθρα, η ενότητα του περιεχομένου των οποίων διασπάται με προσθετικές διατάξεις διαφορετικού αντικειμένου και ενδιαφέροντος. Εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της ΣΣΕ Κύριο χαρακτηριστικό του προσφάτου νομοθετήματος είναι, όχι μόνο η διατήρηση του "κρατικού παρεμβατισμού" στην διαμόρφωση των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, αλλά και η επέκταση της παραπάνω εξουσίας που δίνει τη δυνατότητα και το δικαίωμα στον αρμόδιο Υπουργό της Εργασίας να εξαιρεί από την εφαρμογή των ΣΣΕ, συμφωνηθέντες όρους εργασίας, ή κατηγορίες εργαζομένων ή επιχειρήσεις "ειδικής κατηγορίας" ή και να εξειδικεύει με απόφασή του - μετά από γνώμη του ΑΣΕ - τα κριτήρια για επιχειρήσεις ή όρους ΣΣΕ που εξαιρούνται. Η αμφιλεγόμενη αυτή διάταξη που προστέθηκε στο διαμορφωθέν κείμενο του άρθρου 3 του Ν. 1876/90 που αφορά τα είδη των ΣΣΕ και την αρμοδιότητα συνάψεώς τους, εκτός του ότι είναι "νομοτεχνικά" άκομψη επιπλέον έρχεται σε καταφανή αντίθεση με την "συναλλακτική ελευθερία" των μερών να ρυθμίζουν τις μεταξύ των μελών τους εργασιακές και λοιπές σχέσεις και συνεπώς οι προαναφερθείσες "εξαιρέσεις" να αποτελούν "ξένο σώμα" στο δίκαιο των ΣΣΕ η αποστολή και ο ρόλος των οποίων εστιάζεται στην δημιουργία μιας "ενιαίας τάξεως" και ομοιομορφίας εντός του κύκλου των δεσμευομένων από την ΣΣΕ εργοδοτών και εργαζομένων. Ενδεχομένως, πρόθεση του νεοτέρου νομοθέτου ήταν η επιδίωξη επιβιώσεως ευπαθών επιχειρήσεων "ειδικής" κατηγορίας όπως είναι εκείνες της "κοινωνικής οικονομίας" ή τα νομικά πρόσωπα "μη κερδοσκοπικού" σκοπού προς δε και εταιρείες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ή τοιαύτες που τελούν υπό καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή εξωδικαστικού συμβιβασμού, ή εξυγιάνσεως κλπ. πλην όμως η προστασία των παραπάνω επιχειρήσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλους ισχύοντες μηχανισμούς του δικαίου και της νομοθεσίας, όχι όμως και με τον προσφάτως νομοθετηθέντα τρόπο. Αυτό και για τον πρόσθετο λόγο, ότι οι ως άνω εξαιρέσεις μπορεί να μεθοδευθούν και να επεκταθούν σε ευρύτερους τομείς της αγοράς με την άσκηση πιέσεως άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού. Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι ρήτρες ή οι όροι "εξαιρέσεων" ως οι προεκτεθείσες δεν μπορεί να ανήκουν στο "εκ του νόμου" αντικείμενο των ΣΣΕ, έστω και αν η θέσπιση αυτών μπορεί να επιχειρηθεί και από τα συμβαλλόμενα σε ΣΣΕ μέρη, διότι κάτι τέτοιο θα εσήμαινε την κατάλυση της συνταγματικής αρχής της "ίσης μεταχειρίσεως" ή της "ισότητος" σε βάρος των εξαιρουμένων μισθωτών που θα υφίσταντο την μείωση των αποδοχών τους ή άλλων θεσμικών όρων της ΣΣΕ, ήτοι ρύθμιση που θα εκλόνιζε και το κύρος των συνδικαλιστικών εργατικών φορέων. Αρμόδιοι φορείς του “συλλογικώς συμβάλλεσθαι” Άρθρο 53 Προσθήκη νέων φορέων στην σύναψη των κλαδικών ΣΣΕ των τραπεζών Όπως είναι γνωστό, οι διατάξεις των παραγράφων 3,4,5,6 και 7 του άρθρου 3 του βασικού Ν. 1876/90 εξειδικεύουν τις αρμόδιες αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων που δικαιούνται να συνάπτουν τις επί μέρους ΣΣΕ όλων των βαθμίδων. Ο κανών της αντιπροσωπευτικότητος των αρμοδίων φορέων εκφράζεται με τον χαρακτηρισμό αυτών ως των "πλέον αντιπροσωπευτικών" ήτοι ιδιότητα που προσδίδει σ' αυτές την αναγνώριση "υπεροχής" έναντι των λοιπών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο επαγγελματικό ή κλαδικό, ή επιχειρησιακό χώρο. Κριτήριο της παραπάνω αναγνωρισημότητος, της συνδικαλιστικής οργανώσεως ως της "πλέον αντιπροσωπευτικής" αποτελεί ο υπέρτερος αριθμός των εργαζομένων που ψήφισε στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοικήσεως (Ν. 1876/90 αρθρ. 6). Οι σχετικές περί της "ικανότητος" των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την σύναψη ΣΣΕ όλων των βαθμίδων, διατάξεις του Ν. 1876/90, εξακολουθούν να ισχύουν και υπό το νέο διαμορφωθέν καθεστώς. Άλλωστε οι προαναφερθείσες νεότερες διατάξεις αποτελούν επανάληψη των αντιστοίχων του άρθρου 6 του βασικού νόμου 1876/90, στις οποίες προστίθενται και οι νεότερες του άρθρου 54 του Ν. 4635/2019. Το νέο στοιχείο που εισάγεται με τον Ν. 4635/2019 αφορά την αρμοδιότητα των εργοδοτικών φορέων για την σύναψη των "κλαδικών" ΣΣΕ και ειδικότερα εκείνων που αφορούν τις τράπεζες. Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του διαμορφωθέντος άρθρου 3 του Ν. 1876/90 δικαίωμα συνάψεως ΣΣΕ των τραπεζών, αποδίδεται στους "μεμονωμένους" εργοδότες που εκπροσωπούνται με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους που καλύπτουν το 70% τουλάχιστον των εργαζομένων στον τραπεζικό κλάδο (εφόσον βέβαια δεν υπάρχει εργοδοτική οργάνωση) είτε στους εργοδότες των πέντε (5) μεγαλυτέρων τραπεζών με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σ' αυτές. Οι λοιποί εργοδότες δικαιούνται και αυτοί να μετέχουν όχι μόνο στις διαπραγματεύσεις αλλά και να υπογράφουν την ΣΣΕ. Όμως στην περίπτωση αυτή ανακύπτει το ερώτημα αν η συμμετοχή των "λοιπών μεμονωμένων εργοδοτών" στην όλη διαδικασία συνάψεως της ΣΣΕ, έχει το νόημα της απλής παρεμβάσεώς τους, ή της ευθέως δεσμεύσεώς τους από την ΣΣΕ, ώστε να τους δίνει κατ' επέκταση και το δικαίωμα καταγγελίας της ΣΣΕ την οποία συνυπέγραψαν. Η άποψή μας επί του θέματος αυτού, υποστηρίζει ότι η τυχόν καταγγελία της ΣΣΕ από την πλευρά των μεμονωμένων "λοιπών" εργοδοτών θα έχει ως συνέπεια την αποδέσμευση από την ρύθμιση μόνο των ανωτέρω τραπεζικών εργοδοτών. Ωστόσο με ιδιαιτερότητα επισημαίνεται ότι η παραπάνω αποδέσμευση από την ΣΣΕ των μεμονωμένων "λοιπών" εργοδοτών, δεν θα ισχύει και δεν θα βρίσκει έδαφος εφαρμογής αν η κλαδική ΣΣΕ των τραπεζών, έχει προηγουμένως κηρυχθεί ως "γενικώς υποχρεωτική" σύμφωνα με τις νεότερες διατάξεις του άρθρου 56 του Ν. 4635/2019 με τις οποίες διαμορφώθηκε το άρθρο 11 του βασικού νόμου 1876/90. Άλλωστε οι μεμονωμένοι "λοιποί" τραπεζικοί εργοδότες - εφόσον επιθυμούν την δέσμευσή τους από την "κλαδική" ΣΣΕ - μπορούν σύμφωνα με την προαναφερθείσα νέα διάταξη να προσχωρήσουν στην ήδη συναφθείσα ΣΣΕ. Η προσχώρηση γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο που συντάσσεται από τον "προσχωρούντα" μεμονωμένο εργοδότη ή τον κοινό εκπρόσωπο των τυχόν περισσοτέρων εξ αυτών και γνωστοποιείται στην οικεία συνδ. οργάνωση που συνήψε την ΣΣΕ. Σε κάθε περίπτωση το έγγραφο της προσχωρήσεως κατατίθεται στις κατά τόπους Υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας καταχωριζόμενο στο "ειδικό" βιβλίο των ΣΣΕ. Σε ό,τι αφορά τον τομέα των "επιχειρησιακών" ΣΣΕ προς δε και τους αρμόδιους συνδικαλιστικούς φορείς συνάψεως ΣΣΕ σε επίπεδο επιχειρήσεως το προσθετικό στοιχείο δυνατότητας καταρτίσεως των ανωτέρω ΣΣΕ εστιάζεται στην πρόσδοση εξουσίας στις "Ενώσεις Προσώπων" του Ν. 1164/82 να υπογράφουν ρυθμίσεις της ανωτέρω βαθμίδος, εφόσον βέβαια στην επιχείρηση δεν υφίσταται πρωτοβάθμια συνδ. οργάνωση. Η δυνατότητα συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ από την "Ένωση Προσώπων" τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτή συγκεντρώνει τα 3/5 των εργαζομένων στην επιχείρηση ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού εργαζομένων σ' αυτήν. Υπενθυμίζεται ότι την παραπάνω αρμοδιότητα στις "Ενώσεις Προσώπων" την καθιέρωσε ο Ν. 4024/2011 με το άρθρο 37. Σε κάθε περίπτωση το προβάδισμα συνάψεως της παραπάνω ΣΣΕ κατά σειρά προτεραιότητος το έχει η συνδ. οργάνωση και δη η "πλέον αντιπροσωπευτική" της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι οποιασδήποτε κατηγορίας, ή θέσεως, ή ειδικότητος. Η έννοια του κατωτάτου μισθού ασφαλείας Ανεπίτρεπτη η δυσμενέστερη ρύθμιση Με την διάταξη της παραγράφου 2 του διαμορφωθέντος άρθρου 3 του Ν. 1876/90 (άρθρο 53 του νέου νομοθετήματος) επαναλαμβάνεται ο κανόνας ότι οι, πάσης βαθμίδος ΣΣΕ δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους, έναντι των αντιστοίχων των εθνικών γενικών ρυθμίσεων. Υπενθυμίζεται ότι ως ελάχιστος κατώτατος μισθός ή ημερομίσθιο, ορίζεται ο εκάστοτε "νομοθετημένος" μισθός σύμφωνα με τον Ν. 4093/2012. Υπό το κράτος ισχύος του εν λόγω νομοθετήματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των νόμων 4172/2013 αρθρ. 103 και Ν. 4254/2014 ο ρόλος των εθνικών γενικών ρυθμίσεων περιορίσθηκε μόνο στον καθορισμό "θεσμικών" ζητημάτων. Η τυχόν ρύθμιση μισθολογικών όρων με ΣΣΕ την οποία υπογράφουν οι ευρύτεροι συνδικαλιστικοί φορείς (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕ, ΣΕΤΕ, ΕΣΣΕ και ΓΣΣΕ) καίτοι έχουν τη μορφή εθνικής γενικής ΣΣΕ, εντούτοις δεσμεύουν μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη. Σε κάθε περίπτωση οι παραπάνω ρυθμίσεις δεν μπορεί να υπερκεράσουν σε ισχύ τον "νομοθετημένο" μισθό η εφαρμογή του οποίου καταλαμβάνει και τους εργαζομένους που απασχολούνται στο ακραιφνές Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους ΟΤΑ με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο για τους παραπάνω μισθωτούς, βρίσκουν έδαφος εφαρμογής και οι "θεσμικές" διατάξεις των εθνικών γενικών ΣΣΕ. Συνταξιοδοτικά ζητήματα Περίεργη θα πρέπει να θεωρείται η σκέψη του νεοτέρου νομοθέτου να εντάξει στο διαμορφωθέν άρθρο 3, παρ. 3 του Ν.1876/90 και ζητήματα συνταξιοδοτικού ενδιαφέροντος, των οποίων η ρύθμιση με ΣΣΕ είναι ανεπίτρεπτη. Υπενθυμίζεται ότι, τα “συνταξιοδοτικά” θέματα και ειδικότερα το “ανεπίτρεπτο” ρυθμίσεως τους με ΣΣΕ, αποτέλεσε μέρος του “περιεχομένου” των ΣΣΕ του άρθρου 2, παρ.3 του Ν.1876/90, ενώ η νεοεισαχθείσα σχετική διάταξη, συνδέει τα θέματα αυτά με εκείνη που αφορά τα είδη των ΣΣΕ και τους αρμόδιους φορείς συνάψεως και συγκεκριμένα τις “ευρυτέρας εκπροσωπήσεως” οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων στις οποίες παρασχέθηκε η εξουσία να συνάπτουν τις εθνικές γενικές ΣΣΕ. Η εισαχθείσα σε, διαφορετικού περιεχομένου διάταξη “περί της εννοίας των συνταξιοδοτικών θεμάτων” η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως της με ΣΣΕ, αποτελεί επανάληψη του άρθρου 43, παρ. 3 του Ν. 1902/90 η οποία προσετέθη στο άρθρο 2 του Ν. 1876/90. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη ορίζεται ότι, “Στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων –που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής συμβάσεως εργασίας- περιλαμβάνεται και η μεταβολή αμέσως ή εμμέσως της σχέσης ασφαλίστρου εργαζομένου και εργοδότη η μεταβίβαση του βάρους εν λόγω ή εν μέρει τακτικών εισφορών ή εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσιών από τον ένα στον άλλο καθώς και η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές συντάξεων, ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη”. Εύλογα συνεπώς ανακύπτει το ερώτημα αν η παραπάνω διεύρυνση της εννοίας των “συνταξιοδοτικών” θεμάτων συνδέθηκε με τους προεκτεθέντες, πανελληνίας εκτάσεως συνδικαλιστικούς φορείς που συνάπτουν τις εθνικές γενικές ΣΣΕ με απώτερο ενδεχομένως σκοπό, να θεωρηθεί ως “θεσμικό” θέμα και όχι ως “μισθολογικό” και ως εκ τούτου να ξεφύγει από τα στενά όρια της απαγορευτικής ρυθμίσεως τους με εθνική γενική ΣΣΕ, παρ’ όλο που και ο νεότερος νομοθέτης επαναλαμβάνει ρητά και πανηγυρικά την απαγόρευση της ρυθμίσεως τους με ΣΣΕ. Εκτός αν πρόκειται περί μιας κακής διατυπώσεως του νεοτέρου κειμένου, η οποία όμως δεν παύει να δημιουργεί το παραπάνω ερώτημα. Μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων Άρθρο 54 Την ικανότητα για την σύναψη ΣΣΕ, ο νεότερος νομοθέτης την συνέδεσε με την υποχρέωση εγγραφής όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, προς δε και των "Ενώσεων Προσώπων" του Ν. 1264/82, στο "Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων" που τηρείται στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας. Ανάγκη προηγουμένως να υπενθυμισθεί και να διευκρινισθεί ότι υπό τον όρο "ικανότης" του "συλλογικώς συμβάλλεσθαι" νοείται η "ειδική" ικανότητα ορισμένων υποκειμένων του δικαίου προς καθορισμό γενικών όρων, συνθηκών και αμοιβών εργασίας κατά τρόπο που δεσμεύει άμεσα και αναγκαστικά ορισμένο κύκλο προσώπων των οποίων οι σχέσεις εργασίας εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος της συναπτομένης ΣΣΕ. Φορείς αυτής της ικανότητος σε περίπτωση υπάρξεως περισσοτέρων της μιας οργανώσεων, θεωρούνται εκείνες που χαρακτηρίζονται ως οι "πλέον αντιπροσωπευτικές". Κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητος τόσο κατά την διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 1876/90, όσο και κατά την νεότερη του άρθρου 54 του Ν. 4635/2019, είναι ο αριθμός των εργαζομένων που ψήφισε τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοικήσεως. Σε ό,τι αφορά την αμφισβήτηση της "αντιπροσωπευτικότητος" οι νεοεισαχθείσες διατάξεις επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο του άρθρου 6 του Ν. 1876/90. Δηλαδή προβλέπουν τη δυνατότητα προσφυγής κάθε συνδικαλιστικής οργανώσεως ενώπιον της "Επιτροπής" του άρθρου 15 του Ν. 1264/82, εντός 10 ημερών, η οποία οφείλει να αποφασίσει εντός προθεσμίας επίσης 10 ημερών. Αν δεν εκδοθεί η σχετική απόφαση της "Επιτροπής" τότε η υποχρέωση εκδόσεως αυτής βαρύνει τον πρόεδρο της Επιτροπής ο οποίος πρέπει να αποφανθεί μόνος του εντός 48 ωρών. Κατά της αποφάσεως δεν χωρεί άσκηση εφέσεως. Η προαναφερθείσα διαδικασία βρίσκει έδαφος εφαρμογής και στις εργοδοτικές οργανώσεις αν προκύψει ανάλογο ζήτημα. Ικανότητα συνάψεως ΣΣΕ προσδίδεται και στον κάθε εργοδότη για τους εργαζομένους που απασχολεί στην επιχείρησή του, ενώ για τους εργαζομένους σε δικηγορικά, ή συμβολαιογραφικά ή άλλα γραφεία αρμόδιοι φορείς ικανότητος είναι αφ' ενός η οικεία "πλέον αντιπροσωπευτική" οργάνωση των μισθωτών και αφ' ετέρου τα οικεία ΝΠΔΔ στα οποία υπάγονται οι εργοδότες των ως άνω γραφείων. Για την διασφάλιση της αναγνωρισημότητος της ικανότητος και δη της "πλέον αντιπροσωπευτικής" οργανώσεως, όχι μόνο στην σύναψη της ΣΣΕ, αλλά και σε άλλους τομείς εκπροσωπήσεως των οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, ο νεότερος νομοθέτης προέβη στην θεσμοποίηση ιδρύσεως και τηρήσεως του "Μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων". Έτσι, σύμφωνα με τις προστεθείσες στο άρθρο 6 του Ν. 1876/90 διατάξεις των παραγράφων 4 και 5, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων υποχρεούνται να καταγράφουν στα "Γενικά Μητρώα" αμφοτέρων των πλευρών (ΓΕ.ΜΗ.ΣΟΕ και ΓΕ.ΜΗ.ΟΕ) τα στοιχεία που αφορούν: α) Τα καταστατικά των οργανώσεών τους και τις τυχόν τροποποιήσεις αυτών προς δε και την τυχόν πράξη διαλύσεώς τους. β) Τον αριθμό των μελών των οργανώσεών τους που έλαβαν μέρος στις εκλογές για την ανάδειξη των διοικήσεών τους. γ) Την σύνθεση των οργάνων των διοικήσεών τους. δ) Την έδρα των οργανώσεων και τα στοιχεία επικοινωνίας. ε) Οι μεν εργοδοτικές οργανώσεις τον αριθμό εργαζομένων που απασχολεί κάθε μέλος της εργοδοτικής οργανώσεως, οι δε οργανώσεις των εργαζομένων, την οικονομική κατάσταση τους εφόσον υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδοτήσεως στην ίδια οργάνωση, ή στις συνδεδεμένες με αυτές οντότητες. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας ρυθμίζεται και κάθε άλλο θέμα που αφορά την δημοσιότητα στοιχείων την χορήγηση πληροφοριών, σε σχέση με τα στοιχεία του "Μητρώου" και με την τήρηση προστασίας των προσωπικών δεδομένων σε σχέση με την αντιπροσωπευτικότητα. Ιδιόρρυθμη μορφή κρατικής επεμβάσεως στα συνδικαλιστικά ζητήματα, αποτελεί ενδεχομένως η προστεθείσα στο άρθρο 6 του Ν. 1876/90 διάταξη της παραγράφου 5, σύμφωνα με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στις περιπτώσεις κηρύξεως απεργίας, η διεξαγωγή της διαδικασίας για την λήψη αποφάσεως να γίνεται με ηλεκτρονική ψήφο, τηρουμένων πάντως της διαφάνειας και της μυστικότητος, όπως ορίζουν τα σχετικά καταστατικά των επί μέρους οργανώσεων. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να λαμβάνονται και οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων προς δε και οι τοιαύτες των οργάνων της διοικήσεως της συνδ. οργανώσεως. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παραπάνω συστήματος θα προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Συρροή συλλογικών ρυθμίσεων Άρθρο 55 Κατ' αρχήν δεν θα ήταν περιττό να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη τους κανόνες που διέπουν το σύστημα της "συρροής" των ΣΣΕ. Πρόκειται περί της αρχής της "ευνοϊκότερης ρυθμίσεως" που διατρέχει όλη την ιεραρχία των πηγών που ρυθμίζουν την σχέση εργασίας, και η οποία λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα στις περιπτώσεις συγκρούσεως ρυθμίσεων, στο ίδιο αντικείμενο και επιτρέπει στην εκάστοτε ασθενέστερη πηγή δικαίου, να αποκλίνει, αν είναι πιο ευνοϊκή για τους εργαζομένους. Συνεπώς "συρροή" συντρέχει όταν η ατομική σχέση εργασίας εμπίπτει στο προσωπικό, επαγγελματικό, χρονικό και τοπικό πεδίο εφαρμογής περισσοτέρων από μία ΣΣΕ που ρυθμίζουν τα ίδια θέματα με διαφορετικό τρόπο με αποτέλεσμα κάθε μία από αυτές να διεκδικεί την εφαρμογή της επί της ατομικής σχέσεως. α) Προϋπόθεση για την ύπαρξη "συρροής" είναι να προκύπτει και να συντρέχει δεσμευτικότητα τόσο του εργοδότου όσο και του εργαζομένου από περισσότερες από μία ΣΣΕ και εφόσον βέβαια η σύγκρουση των ΣΣΕ είναι ουσιαστική. Συμβάσεις που αλληλοσυμπληρώνονται, δεν θεωρούνται ως "συρρέουσες" αλλά εφαρμόζονται όλες. β) Δεν συνιστά "συρροή" ή συνεύρεση αφ' ενός μιας εθνικής "ομοιοεπαγγελματικής" ΣΣΕ ή "κλαδικής" και αφ' ετέρου μιας "τοπικής" διότι δεν πρόκειται περί συγκρούσεως ρυθμίσεων της αυτής βαθμίδος ή του αυτού επιπέδου. Ήτοι λόγος για τον οποίο ο νεότερος νομοθέτης καθόρισε ότι, "εθνική", "κλαδική" ή "ομοιοεπαγγελματική" ΣΣΕ δεν υπερισχύει της αντίστοιχης "τοπικής" (προσθετική παράγραφος 3 στην αντίστοιχη 2 του άρθρου 10 του Ν. 1876/90). γ) Δεν συνιστά "συρροή" η συνεύρεση "κλαδικής" ΣΣΕ με "ομοιοεπαγγελματική" περί της ιδίας ειδικότητος μισθωτών διότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι διαφορετικής βαθμίδος και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της "ειδικότητος" ή της "ενότητος". Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, η εφαρμοστέα ΣΣΕ καθορίζεται από την προέχουσα δραστηριότητα του "κλάδου" και ειδικότερα της επιχειρήσεως η οποία προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της εκμεταλλεύσεως προς δε και τον οικονομικό και τον τεχνικό τομέα αυτής. Συνεπώς, τόσο ο νομοθέτης του Ν. 1876/90 όσο και ο νεότερος του Ν. 4635/2019, ορθώς αναγνώρισαν την υπεροχή της "κλαδικής" ή "επιχειρησιακής" ΣΣΕ έναντι της "ομοιοεπαγγελματικής". δ) Σε κάθε περίπτωση, δεν νοείται "συρροή" η σχέση και η σύγκρουση "εθνικής γενικής ΣΣΕ" και μιας άλλης διαφορετικής κατηγορίας. ε) Σημαντική είναι κυρίως η παρατήρηση ότι, τόσο ο προηγούμενος νομοθέτης όσο και ο νεότερος προσδιόρισαν τον τρόπο συγκρίσεως της ευνοϊκότερης ρυθμίσεως, διαχωρίζοντας το σύνολο των όρων αυτής σε ενότητες, αφ' ενός των αποδοχών και αφ' ετέρου των λοιπών θεμάτων που εμφανίζουν όμως μία εσωτερική συνάφεια. στ) Την προεκτεθείσα αρχή και την λογική της ευνοϊκότερης ρυθμίσεως στα ζητήματα της "συρροής" φαίνεται να διασπά η "αμφιλεγόμενη" νεοεισαχθείσα διάταξη του άρθρου 53 του Ν. 4635/2019 σύμφωνα με την οποία παρέχεται στον υπουργό της Εργασίας εξουσία ώστε να εξαιρεί και από τον θεσμό της "συρροής" την “πάσχουσα” επιχείρηση, ή ακόμη την "επιχειρησιακή" ΣΣΕ για τους λόγους που διεξοδικά αναπτύξαμε στο οικείο κεφάλαιο της μελέτης μας αποδίδοντας σ' αυτήν την υπεροχή ισχύος με δυσμενέστερους πλέον όρους έναντι της παραλλήλως συρρέουσας κλαδικής ΣΣΕ που περιέχει προφανώς ευνοϊκότερους όρους αμοιβής και εργασίας. Ήτοι στοιχείο που παραπέμπει στο δίκαιο της μνημονιακής περιόδου κατά την διάρκεια της οποίας αναγνωρίσθηκε πανηγυρικά - σύμφωνα με τα νομοθετήματα 3899/2010 και 4024/2011 - η υπεροχή της επιχειρησιακής ΣΣΕ, ως "ειδικότερης" έστω και αν περιέχει δυσμενεστέρους όρους έναντι της κλαδικής. Η δυνατότητα εφαρμογής της παραπάνω προσθετικής διατάξεως στο άρθρο 10 του Ν. 1876/90, ανατρέπει τον διατηρούμενο και από τον νέο νόμο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο "κλαδική" ή "επιχειρησιακή" ΣΣΕ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ". Επέκταση συλλογικών ρυθμίσεων Άρθρο 56 Οι διατάξεις του άρθρου 56 του Ν. 4635/2019 διαμορφώνουν συμπληρώνοντας ή αντικαθιστώντας, το περιεχόμενο του άρθρου 11 του Ν. 1876/90 που αφορά την "επέκταση" των ΣΣΕ στους "τρίτους" δηλαδή τους μη δεσμευόμενους από την συλλογική ρύθμιση εργοδότες και εργαζομένους. Όπως είναι γνωστό, ο σκοπός της σχετικής διατάξεως, τόσο στο προηγηθέν δίκαιο του Ν. 3239/55, άρθρ. 5, παρ. 2, όσο και στο επακολουθήσαν του Ν. 1876/90, αρθρ. 11, παρ. 2, προς δε και στο, προσφάτως εισαχθέν του Ν. 4635/2019 είναι διπλός. Αφ' ενός επιδιώκεται η εφαρμογή ίσων και ομοιομόρφων όρων εργασίας σε ολόκληρο τον επαγγελματικό τομέα που καλύπτει η οικεία ΣΣΕ, και αφετέρου η προστασία της συλλογικής ρυθμίσεως για την αντιμετώπιση περιπτώσεων "αθέμιτου ανταγωνισμού" εργοδοτών ή και εργαζομένων. Η δέσμευση από την κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ εκτείνεται επί εκείνων των εργοδοτών και των εργαζομένων οι οποίοι θα μπορούσαν από την αρχή να δεσμευθούν από αυτήν εάν ήταν μέλη των οργανώσεων που την υπέγραψαν. Δεν αρκεί η δέσμευση μόνο του ενός μέρους, αλλά απαιτείται η δέσμευση και των δύο πλευρών. Διευκρινίζεται ότι, με την κήρυξη υποχρεωτικής ΣΣΕ, δεν επεκτείνονται τα όρια ισχύος της, αλλά απλώς διευρύνεται ο κύκλος των δεσμευόμενων από την αρχή προσώπων. Γεγονός που σημαίνει ότι, το πεδίο ισχύος της κηρυχθείσης υποχρεωτικής ΣΣΕ παραμένει όπως ήταν πριν από την επέκταση της. Υπόψει ακόμη ότι στο πεδίο ισχύος της επεκτεινομένης ρυθμίσεως υπόκεινται όλες οι ΣΣΕ οιασδήποτε κατηγορίας ή βαθμίδος πλην βεβαίως της εθνικής γενικής ΣΣΕ της οποίας η ισχύς είναι καθολική. Έχει υποστηριχθεί και συνεχίζει να υποστηρίζεται ότι κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ, με κρατική επέμβαση (Υπουργική απόφαση) αντιστρατεύεται την συνταγματικώς προστατευομένη αρχή της "ελευθερίας των συμβάσεων" πλην όμως η καθιέρωση της επεκτάσεως της ΣΣΕ αποδείχθηκε ότι είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση ομοιομόρφων όρων εργασίας σε συγκεκριμένο επαγγελματικό ή κλαδικό τομέα. Οίκοθεν νοείται αλλά και επιβάλλεται ότι προϋπόθεση "κηρύξεως υποχρεωτικής" της ΣΣΕ αποτελεί πρωτίστως η ύπαρξη εγκύρου συμβάσεως και κατ' επέκταση η κάλυψη του 51% των εργαζομένων που απασχολούνται σε ήδη δεσμευομένους από την ΣΣΕ του κλάδου ή του επαγγέλματος εργοδότες. Η διαδικασία επεκτάσεως της ΣΣΕ στους "τρίτους" υπόκειται στην άσκηση των κατωτέρω ενεργειών: α) Την υποβολή αιτήσεως προς τον Υπουργό Εργασίας από οποιοδήποτε μέρος των ήδη συμβαλλομένων φορέων. β) Την τεκμηρίωση των στοιχείων και των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση που θα επιφέρει η ενδεχομένη επέκταση της ρυθμίσεως. Τα παραπάνω στοιχεία θα πρέπει να κοινοποιούνται και στο ΑΣΕ το οποίο οφείλει να εκφράσει τη γνώμη του προς τον Υπουργό Εργασίας. γ) Την εξέταση και την διαβεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας ότι πράγματι η ΣΣΕ της οποίας ζητείται η επέκταση, καλύπτει και δεσμεύει ήδη εργοδότες του "κλάδου" ή του "επαγγέλματος" που απασχολούν το 51% των εργαζομένων στις επιχειρήσεις τους. δ) Τις απόψεις και το πόρισμα των διαβουλεύσεων των ήδη δεσμευομένων από την ΣΣΕ μερών, σχετικά με τις επιπτώσεις που θα επιφέρει η επέκταση της ρυθμίσεως σε ζητήματα που αφορούν και επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την απασχόληση. Τα προαναφερθέντα στοιχεία θα πρέπει να αναπτυχθούν ενώπιον των μελών του ΑΣΕ. Αρνητικά αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση ότι και στα ζητήματα της "επεκτάσεως" της ΣΣΕ και της διαδικασίας που ακολουθείται, κάνει δυναμικά την παρουσία της η κρατική παρέμβαση δια του Υπουργού της Εργασίας στον οποίο παρέχεται εξουσία να εξαιρεί από τις επιπτώσεις της επεκτάσεως της ΣΣΕ, επιχειρήσεις ή κατηγορίες εργαζομένων (στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως) ή να προσδιορίζει και να εξειδικεύει τα κριτήρια των εξαιρέσεων. Όμως θετική είναι η παρατήρηση ότι με το εισαγόμενο νέο σύστημα, η δυνατότητα επεκτάσεως της ΣΣΕ, δεν εξαρτάται πλέον από την βούληση της οικείας εργοδοτικής οργανώσεως να αρνηθεί την επέκταση μη προσκομίζοντας το βιβλίο Μητρώου των μελών της προκειμένου να τεκμηριωθεί το 51% των εργαζομένων. Τα παραπάνω απαιτούμενα στοιχεία θα προκύπτουν πλέον αβίαστα από τα καθιερωθέντα "Γενικά Μητρώα Συνδ. Οργανώσεων των Εργοδοτών και των Εργαζομένων". Υπενθυμίζεται ότι, την εξάρτηση επεκτάσεως της ΣΣΕ από τη βούληση της εργοδοτικής πλευράς είχε επιβάλλει η υπ' αριθ. 32921/2175/13.6.2015 εγκύκλιος του Υπ. Εργασίας. Επίσης, σύμφωνα με την ως άνω εγκύκλιο δ/γή είχε περιορισθεί το δικαίωμα επεκτάσεως της ΣΣΕ για τις "ομοιοεπαγγελματικές" ρυθμίσεις ενώ ελεύθερο πεδίο επεκτάσεως αφήνονταν μόνο για τις "κλαδικές". Το πρόσθετο στοιχείο που εισάγεται με το νέο νομοθέτημα εστιάζεται στον χρόνο λήξεως της επεκτεινομένης στους "τρίτους" ΣΣΕ. Ο χρόνος (διάρκεια) αυτός συμπίπτει με την διάρκεια της "μετενέργειας" των ΣΣΕ ήτοι τους 3 μήνες μετά την πάροδο ισχύος της ΣΣΕ. Υπόψει πάντοτε ότι, η ισχύς της επεκτεινομένης ρυθμίσεως αρχίζει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ της επεκτατικής αποφάσεως του Υπ. Εργασίας και όχι από την ημερομηνία της συμφωνηθείσης ενάρξεως ισχύος της ΣΣΕ. Προσχώρηση "τρίτων" σε ΣΣΕ Άρθρο 56 Για την πληρέστερη έννοια της "προσχωρήσεως" τρίτων σε ΣΣΕ, ανάγκη να διευκρινισθεί ότι το δίκαιο μας προβλέπει δύο τρόπους προσχωρήσεως. Αφ' ενός την από "κοινού" προσχώρηση συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων σε ΣΣΕ από την οποία δεν έχουν δεσμευθεί και αφ' ετέρου την "μονομερή" προσχώρηση συνδικαλιστικής οργανώσεως των μισθωτών σε ΣΣΕ από την οποία ήδη έχει δεσμευθεί ο εργοδότης (Άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1876/90 τις διατάξεις του οποίου επανέλαβε και ο νεότερος νομοθέτης στο άρθρο 56 του Ν. 3645/2019). Ο πρώτος τρόπος προσχωρήσεως γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο αμφοτέρων των πλευρών που γνωστοποιείται στους φορείς που έχουν συνάψει την ΣΣΕ και το οποίο έγγραφο κατατίθεται στις κατά τόπους αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπ. Εργασίας, καταχωριζόμενο στο "ειδικό βιβλίο ΣΣΕ". Ο δεύτερος "μονομερής" τρόπος προσχωρήσεως σε ΣΣΕ από την οποία έχει δεσμευθεί ήδη ο εργοδότης γίνεται από την ενδιαφερομένη συνδ. οργάνωση των εργαζομένων. Η παραπάνω μονομερής προσχώρηση ακολουθεί την προεκτεθείσα διαδικασία γνωστοποιήσεως τόσο προς τον ήδη δεσμευθέντα εργοδότη όσο και στην ήδη δεσμευθείσα εργατική οργάνωση, ενώ παραλλήλως καταγράφεται και στο "ειδικό βιβλίο ΣΣΕ" προς δε καταχωρείται και στο οικείο "Μητρώο Συνδ. Οργανώσεων". Υπόψει ότι, η δέσμευση συνδ. οργανώσεως (προφανώς της "απλώς αντιπροσωπευτικής") μπορεί να γίνει από αυτή και με την συνυπογραφή της ΣΣΕ κατά την σύναψη της με την προϋπόθεση ότι η συνυπογράφουσα συνδ. οργάνωση ανήκει στον ίδιο "κλάδο" ή το "επάγγελμα" ή στην ίδια επιχείρηση. Εφόσον πρόκειται για προσχώρηση σε επιχειρησιακή ρύθμιση είναι ανεπίτρεπτη η συμμετοχή άλλου εργοδότου ή οργανώσεως άλλης επιχειρήσεως (αρθρ. 4 παρ. 5 του Ν. 1876/90 και αρθρ. 50 του Ν. 4635/2019). Τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω σχετικά με την "επέκταση" των ΣΣΕ, ή την "προσχώρηση" σ' αυτές, ισχύουν και για τους εργαζομένους στην γεωργία, την κτηνοτροφία και στους "κατ' οίκον εργαζομένους των οποίων οι εργασιακές σχέσεις διέπονται από ΣΣΕ των παραπάνω κλάδων". Επίλυση των συλλογικών διαφορών με διαιτησία Άρθρο 57 Οι διατάξεις του νέου νομοθετήματος του άρθρου 57 με τις οποίες αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 του Ν. 1876/90, περιορίζονται μόνο στην διαιτησία "πρώτου" βαθμού, ενώ ουδέν αναφέρεται σχετικά με τη διαιτησία "δευτέρου" βαθμού η οποία εισήχθη στο οικείο δίκαιο με τις διατάξεις των νομοθετημάτων 4303/2014 και 4529/2018, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια της παρούσης μελέτης μας. Τρόποι προσφυγής στην διαιτησία Οι νεότερες διατάξεις προβλέπουν και αυτές, όπως και οι προγενέστερες την δυνατότητα προσφυγής στην διαιτησία να γίνεται κατ' αρχήν σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων, αρκεί να συντρέχει συμφωνία των μερών περί αυτής. Κατά δεύτερο λόγο, παρέχεται δικαίωμα "μονομερούς" προσφυγής στην διαιτησία ως έσχατο και επικουρικό μέσο επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, πλην όμως υπό τους περιορισμούς που αναφέρονται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Προβάδισμα άνευ κωλυμάτων στην "μονομερή" προσφυγή, παρέχεται στις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρος ή κοινής ωφελείας των όποιων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, κατά την έννοια του άρθρου 19, παρ. 2 του Ν. 1264/82, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των νομοθετημάτων 1915/90, 3429/2005 και 4270/2014, δηλαδή σε περιπτώσεις απεργιών που κηρύσσονται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ και στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και των οποίων η λειτουργία είναι συνδεδεμένη με την προστασία του κοινωνικού συνόλου. β) Έμμεσο και εκ πλαγίου κώλυμα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία τίθεται στην περίπτωση που αποτύχουν μεν οι διαπραγματεύσεις, πλην όμως η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από το αν υφίσταται υπαρκτός λόγος γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεδεμένου με την λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο ανακύπτει το βασικό ερώτημα ποίο είναι το όργανο ή ο φορέας εκείνος που θα κρίνει αν συντρέχουν οι παραπάνω υπαρκτοί λόγοι. γ) Πρόσθετος περιορισμός προσφυγής στην διαιτησία είναι εκείνος κατά τον οποίο προσδιορίζεται η έννοια της "οριστικής" αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, δηλαδή να έχει λήξη η "κανονιστική" ισχύς της υπάρχουσας (ληξάσης ή καταγγελθείσης) ΣΣΕ σύμφωνα με την ΠΥΣ 6/2012, αρθρ. 4, παρ. 2, δηλαδή μετά το τρίμηνο παρατάσεως της ΣΣΕ και την έναρξη της "μετενέργειας" και επιπλέον να έχει εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο συνεννοήσεως και συνδικαλιστικής δράσεως. Λησμόνησε φαίνεται ο συντάκτης της συγκεκριμένης αυτής διατάξεως ότι στα πλαίσια της "συνδικαλιστικής δράσεως" συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα κηρύξεως της απεργίας, η οποία συνήθως λειτουργεί και έχει επιπτώσεις σε βάρος της κοινωνικής ειρήνης και της τάξεως στους χώρους εργασίας ή και σε ευρύτερους τομείς όταν μάλιστα η μη επιλυομένη διαφορά αφορά σημαντικούς τομείς της οικονομίας (τράπεζες, ηλεκτρισμός, συγκοινωνίες). Επισημαίνεται με ιδιαιτερότητα ότι τυχόν παράλειψη προσφυγής στην διαιτησία μετά την λήξη του τριμήνου κατά την διάρκεια του οποίου δεν υφίσταται η δύναμη των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ, και συνεπώς δημιουργείται "κενό δικαίου" συλλογικής ρυθμίσεως ή επαναρρύθμιση των όρων της ληξάσης ΣΣΕ, δυσχεραίνει την ανανέωση της, η οποία κινδυνεύει να διαμορφώνεται με απλούς ενδοτικούς κανόνες, στα πλαίσια ισχύος ατομικών συμβάσεων ή άλλων συμφωνιών που στερούνται του “κανονιστικού” χαρακτήρος, δηλαδή της αναγκαστικής ισχύος τους. δ) Εξίσου αμφιλεγόμενη θα πρέπει να θεωρείται και η προϋπόθεση εκείνη με την οποία επιβάλλεται για την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία· η υποχρέωση συμμετοχής του "προσφεύγοντος" μέρους, όχι μόνο στην διαδικασία της μεσολαβήσεως αλλά και την αποδοχή της προτάσεως του μεσολαβητικού οργάνου, η κρίση του οποίου ενδέχεται να είναι αντίθετη προς το "καλώς εννοούμενο συμφέρον της άλλης πλευράς". Υπενθυμίζεται ότι ο Ν. 4303/2014 δεν προέβλεπε την υποχρέωση αποδοχής της προτάσεως του μεσολαβητού. ε) Η υποχρέωση του "μονομερώς" προσφεύγοντος να αιτιολογήσει επαρκώς στην αίτηση προσφυγής, τους λόγους που δικαιολογούν την παραπάνω ενέργεια, προς δε και η υποχρέωση του "διαιτητού" ή της "τριμελούς" επιτροπής διαιτησίας να τεκμηριώσουν τους λόγους που οδήγησαν στην σχηματισθείσα κρίση, προκύπτει ευθέως και αβίαστα τόσο από τις γενικές αρχές του δικαίου όσο και από την πλούσια δικαστηριακή νομολογία (ΣΕ 1281/65, 1802/60, 1747/62, 40/63, 1951/64, 1048/65, 478/74, 1281/65 κλπ.). Υπόψει ότι σύμφωνα με τα, κατά καιρούς νομολογηθέντα, μια απλή διαβεβαίωση ότι, ελήφθησαν υπόψει από τον διαιτητή "οι οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των εν διενέξει μερών" εργοδοτών και εργαζομένων, δεν θεωρείται ως "επαρκής" αιτιολογία (ΣΕ 310/70) προς δε και εκείνη η κρίση κατά την οποία γίνεται επανάληψη των ορισμών του νόμου (ΣΕ 2230/61). Η έλλειψη, ή η παράλειψη των παραπάνω θεμελιωδών αρχών από τα κείμενα των διαιτητικών αποφάσεων καθιστούν αυτές "άκυρες". Άλλωστε η εγκυρότητα, το κύρος και η νομιμότητα αυτών ελέγχεται και από τα πολιτικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 16 στοιχ. 5 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία του άρθρου 663 του Κ.Πολ.Δικ. Η σχετική αγωγή κατά του κύρους και της νομιμότητος της διαιτ. αποφάσεως εγείρεται κατ' αρχήν από τα μέρη που συμμετείχαν στην επίλυση της διαφοράς, η δε εκδιδομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την διαιτ. απόφαση μέρη, εργοδότες και εργαζομένους. Διεξαγωγή της διαιτησίας "πρώτου" βαθμού Το άρθρο 16 του Ν. 1876/90 περί "Διαιτησίας" συμπληρώνεται με την διεξαγωγή της διαδικασίας της διαιτησίας όπως την διαμορφώνει το άρθρο 57 του νέου νομοθετήματος. Οι νεότερες αυτές διατάξεις επαναλαμβάνουν τα όσα καθόρισαν τα προηγηθέντα νομοθετήματα 4303/2014 και 4549/2018 ήτοι: 1. Η διαιτησία διεξάγεται από έναν διαιτητή, ή από "Τριμελή Επιτροπή" Διαιτησίας, εφόσον κάτι τέτοιο ζητηθεί από ένα εκ των διαδίκων μερών. Όταν πρόκειται για "μονομερή" προσφυγή, τότε αυτή διεξάγεται από την "τριμελή" Επιτροπή. 2. Ο ορισμός του διαιτητού, ή της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτητών εκ των οποίων ο ένας ορίζεται ως πρόεδρος, προς δε και οι αναπληρωτές των ανωτέρω επιλέγονται με συμφωνία των μερών από κατάλογο που τηρεί ο ΟΜΕΔ. Περίπτωση ασυμφωνίας αντιμετωπίζεται με κλήρωση. 3. Η επιλογή των ανωτέρω οργάνων πρέπει να γίνει εντός 48 ωρών από την προσφυγή στην διαιτησία ενώπιον του προέδρου του ΟΜΕΔ ο οποίος και καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο για την επιλογή ή την κλήρωση. 4. Ο διαιτητής ή η Τριμελής Επιτροπή υποχρεούνται να αναλάβουν τα καθήκοντα τους εντός 5 εργασίμων ημερών από τον ορισμό τους. 5. Τα παραπάνω διαιτητικά όργανα έχουν προικισθεί με τα ίδια δικαιώματα των μεσολαβητών. Δηλαδή μελετούν όλα τα στοιχεία και πορίσματα που συγκεντρώθηκαν κατά την μεσολάβηση, προς δε και τα τοιαύτα διαρκούσης της διεξαγωγής της διαιτησίας. Τα παραπάνω στοιχεία και πορίσματα αφορούν ζητήματα οικονομικά, χρηματοοικονομικά, ανταγωνιστικότητος, οικονομικής καταστάσεως των ασθενεστέρων επιχειρήσεων, τη μείωση του κόστους εργασίας, προς δε και την εξέλιξη της αγοραστικής δυνάμεως του μισθού. 6. Όπως προαναφέρθηκε, οι εκδιδόμενες διαιτητικές αποφάσεις πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες, οι όροι των οποίων όμως δεν επιτρέπεται να είναι αντίθετοι προς την κειμένη νομοθεσία, ή να τροποποιούν διατάξεις αυτής. Το προηγούμενο καθεστώς προέβλεπε το ανεπίτρεπτο παραπομπής της αποφάσεως σε όρους άλλων παραλλήλως εν ισχύι ΣΣΕ, ενδεχομένως ευνοϊκότερων. Το νεότερο νομοθέτημα ορίζει ότι, οι κανονιστικοί όροι άλλων ΣΣΕ εξακολουθούν να ισχύουν με την διαιτητική απόφαση. 7. Η έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών από την ανάληψη καθηκόντων του διαιτητού, εφόσον προηγήθηκε στάδιο μεσολαβήσεως, άλλως εντός 35 ημερών αν δεν προηγήθηκε διαδικασία μεσολαβήσεως. 8. Η απόφαση διαιτησίας η οποία έχει την νομική ισχύ της ΣΣΕ λαμβάνεται ομόφωνα, ή κατά πλειοψηφία και κοινοποιείται από τον ΟΜΕΔ στα ενδιαφερόμενα μέρη εντός 5 ημερών από την έκδοσή της. 9. Υπόψει τέλος ότι, διαρκούσης της προσφυγής στην διαιτησία αναστέλλεται η κήρυξη απεργίας για 10 ημέρες από την ημερομηνία προσφυγής. "Δεύτερος" βαθμός διαιτησίας Ο "δεύτερος" βαθμός διαιτησίας (ο οποίος κατά την άποψή μας θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο νέο νομοθέτημα) εισήχθη στο "συλλογικό" δίκαιο με τις διατάξεις του Ν. 4303/2014, με τον οποίο προσετέθησαν στο "περί διαιτησίας" άρθρο 16 του Ν. 1876/90, τα άρθρα 16Α και 16Β, τα οποία δεν έθιξε το άρθρο 57 του Ν. 4635/2019. Υπενθυμίζεται ότι με τις "προαναφερθείσες διατάξεις" του Ν. 4303/2014 παρασχέθηκε δυνατότητα προσβολής των διαιτ. αποφάσεων "πρώτου" βαθμού με την άσκηση εφέσεως εκ μέρους οιουδήποτε των εν διενέξει μερών εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Με την υποβολή της εφέσεως αναστέλλεται η εκτέλεση της "πρωτόδικης" αποφάσεως τα αποτελέσματα της οποίας αναστολής διαρκούν μέχρι την έκδοση της "δευτέρου" βαθμού αποφάσεως. Ανάγκη ακόμη να επισημανθεί ότι, η επίλυση των διαφορών επιβαρύνεται με πρόσθετες διαδικασίες αγωγών κατά του κύρους των εκδιδομένων διαιτ. αποφάσεων. Σε ό,τι αφορά την σύνθεση του "δευτεροβαθμίου" διαιτητικού οργάνου, αυτή είναι πενταμελής αποτελουμένη από δύο μέλη προερχόμενα από τον κατάλογο των διαιτητών του ΟΜΕΔ και από τρεις δικαστικούς Συμβούλους, επιλεγομένους από το ΣΕ, τον ΑΠ και το ΝΣΚ. Στην διαδικασία που ακολουθείται, εφαρμόζονται τα όσα εξετέθησαν για την έκδοση της πρώτου βαθμού αποφάσεως. Η δευτεροβάθμια απόφαση πρέπει να εκδοθεί -ομόφωνα ή με πλειοψηφία- εντός 20 ημερών από την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων των παραπάνω μελών, η οποία και κοινοποιείται στα διάδικα μέρη από τον ΟΜΕΔ εντός 5 ημερών. Όπως γίνεται αντιληπτό, η επιμήκυνση του χρόνου εκδόσεως της οριστικής διαιτ. αποφάσεως, οδηγούν σε μία παρατεταμένη διαμάχη των εργοδοτών και των εργαζομένων που κάθε άλλο παρά προωθούν και εθίζουν τις συγκρουόμενες πλευρές να καταλήγουν σε συναινετικές ρυθμίσεις. Συμπέρασμα 1. Το νέο νομοθέτημα είναι αυστηρό και φαίνεται ότι αποτελεί τη συνέχεια του επιβληθέντος μνημονιακού δικαίου επιλύσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας. 2. Εισάγει μηχανισμούς ενός έντονου ιδιόρρυθμου κρατικού παρεμβατισμού με την δυνατότητα και την παροχή εξουσίας στον αρμόδιο Υπουργό της Εργασίας να εξαιρεί με αποφάσεις του κατηγορίες εργαζομένων, ή επιχειρήσεων από ισχύουσες ΣΣΕ, ή από ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που υπερέχουν λόγω "συρροής" έναντι των λοιπών. Ήτοι επέμβαση που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με την "συλλογική αυτονομία" και την "συναλλακτική ελευθερία" των συμβαλλομένων μερών. 3. Δημιουργεί προσκόμματα στην άσκηση μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία, δίδοντας την εντύπωση ότι, η επίλυση των διαφορών που εγείρονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις διαφόρων βαθμίδων, είναι προτιμητέα να γίνεται με συμφωνία των μερών παρότι το Σ.Ε. με την υπ' αριθ. 2307/2014, εν ολομελεία απόφαση του έκρινε ότι, η κατάργηση της δυνατότητος μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία αντιβαίνει προς την Συνταγματική επιταγή του άρθρου 22 παρ. 2. 4. Μονομερής προσφυγή στην διαιτησία κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο νεοεισαχθέν δίκαιο και ιδίως η πρόθεση του νομοθέτου να εξειδικεύσει και να προσδιορίσει την έννοια της "οριστικής" αποτυχίας των διαπραγματεύσεων προκειμένου να ασκηθεί στην συνέχεια το δικαίωμα της προσφυγής, θα πρέπει να θεωρείται τουλάχιστον ατυχής. Αυτό διότι η διαπίστωση της "οριστικής αποτυχίας των διαπραγματεύσεων δεν προκύπτει μόνο από νομικούς προσδιορισμούς, αλλά κυρίως από πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις η συνδρομή των οποίων οδηγεί αναγκαστικά στην επίλυση της διαφοράς με διαιτησία, άνευ κωλυμάτων. Προσπάθεια "τετραγωνισμού" του δικαίου επιφέρει την "μετάλλαξη" της θεμελιώδους αρχής εξισορροπήσεως των συγκρουομένων συλλογικών συμφερόντων. 5. Θετική πάντως θα πρέπει να θεωρείται η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 4635/2019, σύμφωνα με την οποία ιδρύεται η υποχρέωση όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων προς δε και των "Ενώσεων Προσώπων" να τηρούν "Μητρώο" στο οποίο καταχωρούνται τα στοιχεία στα οποία εκτενώς αναφερθήκαμε στο οικείο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης. Κατά την άποψή μας η τήρηση του "Μητρώου" στο πληροφορικό σύστημα "Εργάνη" του Υπουργείου Εργασίας θα συμβάλλει, όχι μόνο στο "συμμάζεμα" των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων όλων των βαθμίδων και την διάρθρωση της συνθέσεως των μελών και των διοικήσεων τους στα πλαίσια των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στην υποβοήθηση εκείνων των μηχανισμών, δυνάμει των οποίων επιλύονται τα ζητήματα της αρμοδιότητος, και ικανότητος των αρμοδίων φορέων για την αναγνώριση της "αντιπροσωπευτικότητος" και δη της πλέον αντιπροσωπευτικής οργανώσεως, ή του απαιτούμενου ποσοστού εργαζομένων στα ζητήματα "επεκτάσεως" των ΣΣΕ ή και αλλού.