Μονομερής μείωση χρόνου εργασίας και βλαπτική μεταβολή Η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασής του δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα είτε ν' αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση, είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν' αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση, είτε ν' αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρησή τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν' απαιτήσει μισθούς υπερημερίας. - Βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας αποτελεί και η υποχρέωση του υπαλλήλου για παροχή εργασίας για λιγότερο χρόνο από εκείνο που συμφωνήθηκε με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών του. Α.Π. 201/2009 Πρόεδρος: ο κ. Η. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ Εισηγητής: ο κ. Ν. ΠΑΣΣΟΣ Δικηγόρος: η κ. ΘΕΟΔΩΡΑ ΕΥΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση με την 2051/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η 8650/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεση της ήδη αναιρεσείουσας), για έλλειψη νόμιμης βάσης, και δη λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, δηλαδή κατά παραδοχή λόγου από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια δε εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Εφόσον, όμως, η ως άνω προηγουμένη απόφαση αναιρέθηκε για τον λόγο αυτόν, δεν τίθεται θέμα συμμόρφωσης ή μη της ήδη αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προς την αναιρετική, και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμ. 18 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος. ΙII. Κατά το άρθρο 652 Α.Κ. ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από τον νόμο και τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Συνεπώς, κάθε τροποποίηση όρου της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη, η οποία δεν επιτρέπεται σ' αυτόν από τον νόμο ή την σύμβαση, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης σε βάρος του εργαζομένου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 ν. 2112/1920 "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασής του δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό ν' αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα είτε ν' αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση (άρθρο 361 Α.Κ.) είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν' αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση, είτε ν' αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρησή τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν' απαιτήσει μισθούς υπερημερίας. Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η μονομερής ενέργεια εκ μέρους του εργοδότη, η οποία δεν συντρέχει, όταν με τη σύμβαση εργασίας έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων ότι ο εργοδότης δικαιούται να προβεί μονομερώς σε μεταβολή των όρων της σύμβασης αυτής και τα όρια αυτά της μεταβολής καθορίζονται επακριβώς, μέσα δε στα όρια αυτά ο εργοδότης προβαίνει στη μεταβολή των όρων της σύμβασης, έστω και σε βάρος των εργαζομένων, διότι τότε πρόκειται όχι για μονομερή αλλά για συμφωνημένη μεταβολή, η οποία είναι νόμιμη, εφόσον δεν προσκρούει σε ειδική απαγορευτική διάταξη και εφόσον κατά την άσκηση του σχετικού διευθυντού δικαιώματος δεν γίνεται υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας αποτελεί και η υποχρέωση του υπαλλήλου για παροχή εργασίας για λιγότερο χρόνο από εκείνο που συμφωνήθηκε με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών του. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη με αριθμ. 4943/2007 απόφασή του κρίνοντας, ύστερ' από την άσκηση έφεσης από την αναιρεσείουσα, επί αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων δέχθηκε ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) προσλήφθηκαν από την εναγομένη εταιρεία Ολυμπιακή Α.Ε. (τώρα αναιρεσείουσα) ο 1ος την 16.12.1998, οι 2ος και 3ος τον Ιούνιο του 1984 και ο 4ος την 22.1.1981 με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλοι αναλυτές-προγραμματιστές συστημάτων και μηχανικοί επικοινωνιών στη διεύθυνση Πληροφορικής με πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και 8 ώρες ημερησίως, η εργασία τους δε συνίστατο στην προσαρμογή, συντήρηση και ανάπτυξη του μηχανογραφικού συστήματος κράτησης θέσεων, έκδοσης εισιτηρίων και ελέγχου των αναχωρήσεων, ότι το 1983 η εναγομένη εγκατέστησε το δίκτυο επικοινωνιών με την ονομασία "Hermes" που αφορούσε την υποστήριξη των συστημάτων πληροφορικής, ότι για την ασφαλή και αποδοτική λειτουργία του καθ' όλο το εικοσιτετράωρο το Δ.Σ. αυτής αποφάσισε την παρακολούθηση του συστήματος με βάρδιες χειριστών-αναλυτών προγραμματιστών, επελέγησαν δε και οι ενάγοντες (από τον Μάϊο του 1983 ο 4ος, τον Ιούνιο του 1984 ο 2ος, τον Αύγουστο του 1999, ο 1ος και τον Ιανουάριο του 2000 ο 3ος) για να καλύπτουν τις ανάγκες συνεχούς λειτουργίας του συστήματος με τη μέθοδο της κατ' οίκον ετοιμότητας (stand by), ότι ειδικότερα ανέλαβαν την υποχρέωση μετά τη λήξη του νομίμου ωραρίου τους να βρίσκονται όλο τα εικοσιτετράωρο, με βάρδιες, όλες τις ημέρες της εβδομάδας σε κατ' οίκον πραγματική ετοιμότητα, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα σε κάθε στιγμή ν' αντιμετωπισθεί οποιοδήποτε πρόβλημα στο μηχανογραφικό σύστημα (σύστημα τιμολογήσεως, τμήμα ενημέρωσης δρομολογίων), ότι με βάση τη συμφωνία αυτή οι ενάγοντες ανέλαβαν την υποχρέωση να επιλύουν αμέσως τηλεφωνικώς ή με επιτόπια μετάβασή τους, σε χρονικό διάστημα μικρότερο της ώρας, οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε στον τομέα της εργασίας τους, όπως αλλαγή ή ακύρωση πτήσεων, ενημέρωση επιβατών, προβλήματα στο σύστημα τιμολόγησης, επικοινωνίας των χρηστών του δικτύου με τον κεντρικό υπολογιστή ή προβλήματα από την υπερφόρτωση των αεροσκαφών, ότι με τον τρόπο αυτό οι ενάγοντες παρείχαν από την ένταξή τους στο πρόγραμμα αυτό πρόσθετη εργασία με τη μορφή της γνήσιας κατ' οίκον ετοιμότητας έχοντας κατά τον χρόνο αυτόν σε εγρήγορση τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις τους, προκειμένου να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, όταν παρίστατο ανάγκη, συνήθως δε δέχονταν 3 έως 10 κλήσεις κάθε 24ωρο, από τις οποίες καταγράφονταν μόνον οι σημαντικότερες, ότι για την πρόσθετη αυτή απασχόλησή τους λάμβαναν αμοιβή υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί του υπερωριακού ωρομισθίου και ανάλογα με τις ώρες της εργασίας, δηλαδή από 16:00 22:00 σε ποσοστό 50% επί του ωρομισθίου αυτού, προσαυξανόμενου όπως οι υπερωρίες, και από την 22:00 06:00 σε ποσοστό 25%, ότι την αμοιβή αυτή κατέβαλλεν ανελλιπώς η εναγομένη μέχρι την 25.4.2001, έκτοτε όμως μετέβαλε μονομερώς τον τρόπο απασχόλησής τους και μείωσε την αμοιβή τους για την πρόσθετη εργασία τους, ειδικότερα δε, αφού χαρακτήρισε την απασχόλησή τους στο σύστημα Hermes ως οιονεί υπερωριακή απασχόληση, άρχισε να υπολογίζει την αμοιβή τους ανά τηλεφώνημα, ότι η μεταβολή αυτή, για την οποία διαμαρτυρήθηκαν οι ενάγοντες, προκάλεσε προβλήματα δυσλειτουργίας στο σύστημα Hermes, ότι εν όψει των προβλημάτων αυτών η εναγομένη επανέφερε το προηγούμενο σύστημα, το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται από 19.7.2001, αλλά με αλλαγές, ειδικότερα δημιούργησε ομάδες υποστήριξης, εντάσσοντας σ' αυτές και τους ενάγοντες, για να εργάζονται με κυλιόμενο πρόγραμμα, καταργώντας το πενθήμερο, επί επτά ημέρες την εβδομάδα (και Σάββατα - Κυριακές - αργίες) με ωράριο 07:00-15:00, για δε τις ώρες εκτός του ωραρίου τους όρισε να καλύπτεται το σύστημα σε 24ωρη βάση από τα ίδια άτομα, με μειωμένη όμως αμοιβή, καθορίζοντας το ωρομίσθιο απασχόλησής τους από 16:00-22:00 σε 40% του ωρομισθίου και από 22:00-06:00 σε 20%, ότι οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και απέστειλαν στην εναγομένη την από 23.7.2001 διαμαρτυρία τους δηλώνοντας ότι α) θεωρούν την απόφασή της να μεταβάλει τον τρόπο απασχόλησης και αμοιβής τους ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασής τους γενομένη καθ' υπέρβαση των ορίων του διευθυντικού δικαιώματός της, και β) διατηρούν τις υπηρεσίες τους στη διάθεσή της, ότι η ως άνω απόφαση της εναγομένης να μεταβάλει τον τρόπο απασχόλησης των εναγόντων εξέρχεται των ορίων του διευθυντικού δικαιώματός της, ότι ειδικότερα η ως άνω απασχόληση των ενταχθέντων στα προγράμματα μηχανογραφικού συστήματος Hermes και των εναγόντων μετά τη λήξη του ωραρίου τους σε 24ωρη βάση (με βάρδιες) για την επίλυση των προβλημάτων του τομέα εργασίας τους αποφασίσθηκε από την εναγομένη από το 1983 ως το πλέον αποτελεσματικό πρόγραμμα για την ασφάλεια του συστήματος, ότι από την ένταξη των εναγόντων σ' αυτό καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων ειδική συμφωνία που αποτέλεσε όρο της ατομικής σύμβασής τους για παροχή πρόσθετης εργασίας με τη μορφή της κατ' οίκον ετοιμότητας, ότι η συμφωνία αυτή περιελάμβανε την υποχρέωση της εναγομένης ν' απασχολεί και στο μέλλον τους ενταχθέντες στο πρόγραμμα υπαλλήλους της και τους ενάγοντες κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και έναντι συγκεκριμένης πρόσθετης αμοιβής, η οποία καταβαλλόταν τακτικά κάθε μήνα χωρίς διακοπή και χωρίς περιορισμό ή επιφύλαξη επί σειράν ετών και είχε καταστεί μέρος των μηνιαίων αποδοχών τους, έστω και αν δεν συνυπολογιζόταν στα επιδόματα εορτών και αδείας, ότι η εναγομένη μετά την πρώτη αλλαγή στο πρόγραμμα του συστήματος Hermes επανέφερε το αρχικά επιλεγέν ως το πλέον αποτελεσματικό πρόγραμμα και οι μεταβολές που επέφερε σ' αυτόν αφορούσαν μόνο τις ώρες απασχόλησης των εναγόντων και το ύψος των αποδοχών τους που όμως δεν μπορούσαν να γίνουν μονομερώς, ότι κατά την καταρτισθείσα με κάθε ενάγοντα συμφωνία για την παροχή της πρόσθετης εργασίας η εναγομένη δεν είχεν επιφυλάξει στον εαυτό της το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης ούτε του τρόπου λειτουργίας του μηχανογραφικού συστήματος ούτε του ωραρίου εργασίας ή των αποδοχών των εναγόντων, ότι οι πρόσθετες αμοιβές που ελάμβαναν οι ενάγοντες προ της βλαπτικής μεταβολής αποτελούσαν αντάλλαγμα της πρόσθετης εργασίας τους και δεν χορηγούνταν σ' αυτούς από ελευθεριότητα ή προς αντιμετώπιση μη υφισταμένων πλέον λειτουργικών αναγκών της εναγομένης, ούτε συνέτρεχε η περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών ή συγκεκριμένοι οικονομικοτεχνικοί λόγοι επιβάλλοντες τη μείωση των αποδοχών των εναγόντων, ότι από το 1994 που η εναγομένη τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης μέχρι το 2001 κατέβαλλεν ανελλιπώς τις πρόσθετες αμοιβές τους, θεωρώντας όλ' αυτά τα χρόνια αποδοτική την πρόσθετη εργασία τους και όχι δαπανηρό τον τρόπο αμοιβής τους, ότι η επίμαχη μεταβολή συνιστά υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, την οποία αυτοί δεν αποδέχθηκαν, δικαιούμενοι ν' αξιώσουν την τήρηση των όρων αυτών, την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας τους με τους προ της μεταβολής όρους και την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατ' επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι οι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι) δικαιούνται να λάβουν τη διαφορά μεταξύ των καταβλητέων κατά τους όρους των ατομικών συμβάσεών τους αποδοχών και των μειωμένων που κατέβαλλε σ' αυτούς η εναγομένη (αναιρεσείουσα). Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 652, 281 Α.Κ., 7 ν. 212/1920, μη συντρεχούσης στην κρινόμενη υπόθεση περίπτωσης εφαρμογής του άρθρου 659 Α.Κ., ενώ διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Επομένως, ο αυτός ως άνω λόγος αναίρεσης κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη του από τους αριθμούς 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.