Δ/ντής ξενοδοχείου και επαναπρόσληψη Σύμφωνα με τον ν. 1346/83 άρθ. 8 και ν. 1545/85 άρθ. 18 σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλάβει συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσο όρο τις δυο προηγούμενες περιόδους εργασίας. - Η ρύθμιση αυτή αφορά το κυρίως ξενοδοχειακό προσωπικό στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι Δ/ντές και οι οποίοι δεν δικαιούνται επαναπρόσληψης. Α.Π. 710/2008 Πρόεδρος: ο κ. ΣΠ. ΚΟΛΥΒΑΣ Εισηγητής: ο κ. ΣΠ. ΖΙΑΚΑΣ Δικηγόροι: οι κ.κ. ΑΝΤ. ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ - Β. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Με το άρθρο 8 παρ. 1 και 5 του ν. 1346/1983, όπως επεκτάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 6 του ν. 1545/1985, ορίστηκαν τα εξής: "α) Σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσον όρο τις δύο προηγούμενες περιόδους εργασίας και κατά προτίμηση αυτούς που εργάζονταν την τελευταία περίοδο..." (παρ. 1). β) "Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που ισχύουν με βάση νόμους, διατάγματα, συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις ή κοινές υπουργικές αποφάσεις, υπερισχύουν", (παρ. 5). Με την από 21.5.2002 σ.σ.ε. Ξενοδοχοϋπαλλήλων, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υ.α. 11640/14.6.2002 (Φ.Ε.Κ. 790, Β', 26.6.2002) και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του κρίσιμου χρόνου (εργασιακή περίοδος θέρους 2002), ρυθμίζονται οι αποδοχές και οι όροι εργασίας, καθώς και οι εν γένει σχέσεις των εργαζομένων σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που κατά το άρθρο 2 αυτής αποκαλούνται ξενοδοχοϋπάλληλοι και κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται οι διευθυντές. Εξάλλου, με την υπ' αριθμ. 20/1997 δ.α. (πράξη καταθ. 9/8.5.1997), η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ' αριθμ. 12161/11.6.1997 Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 523, Β', 25.6.1997), στην οποία παραπέμπει ρητώς η πιο πάνω σ.σ.ε. (άρθρο 8), ως προς τη ρύθμιση των λοιπών, μη ρυθμιζόμενων με αυτήν, θεμάτων, ορίζεται α) στην παράγραφο 5 του άρθρου 5, ότι "οι μη συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (εποχιακές), και αυτές θεωρείται ότι είναι εκείνες που λειτουργούν μέχρι εννέα μήνες τον χρόνο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν το αυτό προσωπικό που απασχόλησαν κατά την προηγούμενη περίοδο. Προϋπόθεση γι' αυτό το καθιερωμένο δικαίωμα του εργαζομένου αποτελεί η έγγραφη προειδοποίηση προς τον εργοδότη του μέχρι τέλους Ιανουαρίου ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά την προσεχή περίοδο. Η έγγραφη αυτή ειδοποίηση πρέπει να γίνει μέσω της οικείας οργάνωσής του και σε έντυπο-δήλωση που έχει εκτυπώσει αυτή... Τα παραπάνω ισχύουν και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1346/1983". Και β) στην παράγραφο 6 του αυτού άρθρου ότι "τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εποχιακής επιχείρησης όσο και κατά τη νεκρή περίοδο αυτής, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο επί τη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης". Τέλος, στο άρθρο 1 του ν.δ. 1180/1942 "περί τροποποιήσεως του α.ν. 394/1936 (όροι εργασίας προσωπικού ξενοδοχείων), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1828/1942, ορίζεται ότι το προσωπικό που εργάζεται στα ξενοδοχεία ύπνου διακρίνεται: α) στο προσωπικό διευθύνσεως γραφείων και διαχειρίσεως, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τους διευθυντές και υποδιευθυντές, β) στο κυρίως ξενοδοχειακό προσωπικό και γ) στο τεχνικό και βοηθητικό προσωπικό. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η υποχρέωση των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που λειτουργούν εποχιακά, δηλαδή μέχρι εννέα μήνες ετησίως, προς επαναπρόσληψη κατά προτίμηση των απασχοληθέντων σ' αυτές κατά την τελευταία εργασιακή περίοδο, αφορά το κυρίως ξενοδοχειακό προσωπικό, που δεν περιλαμβάνει τους διευθυντές και στο οποίο μόνο αναφέρεται η πιο πάνω διαιτητική απόφαση καθώς και οι προγενέστερες όμοιου, ως προς το θέμα αυτό, περιεχομένου, σ.σ.ε. και δ.α. (Α.Π. 1164/1995). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχτηκε τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργάστηκε ως γενικός διευθυντής στο ξενοδοχείο εποχιακής λειτουργίας που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν η αναιρεσείουσα στο ... Ζακύνθου, κατά τα έτη 1991-2002 από 1ης Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου εκάστου έτους και ότι στις 10.11.2003, ήτοι κατά τη νεκρή περίοδο εργασίας του αντίστοιχου έτους, η αναιρεσείουσα δια των νομίμων εκπροσώπων της κατήγγειλε ατύπως και χωρίς να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο τη νόμιμη αποζημίωση, την ένδικη εργασιακή σύμβαση, καταλύοντας έτσι την από τον νόμο αξίωση αυτού για επαναπρόσληψή του κατά την προσεχή περίοδο. Ακολούθως, αφού κατά παραδοχή της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχτηκε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση, επιδίκασε σ' αυτόν ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 18.573,33 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε δια της εφαρμογής τους τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες δεν είχαν εν προκειμένω εφαρμογή, εφόσον ο ενάγων, ως διευθυντής, δεν ανήκε στο κυρίως ξενοδοχειακό προσωπικό, στο οποίο αναφέρονται οι πιο πάνω σ.σ.ε. και δ.α., και κατά συνέπεια η αναιρεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να τον επαναπροσλάβει, ενώ η συνδέουσα αυτόν με την αναιρεσείουσα σύμβαση ως ορισμένου χρόνου έληξε με την εξάντληση της συμφωνηθείσας διάρκειάς της, χωρίς προς τούτο να απαιτείται και καταγγελία, στην οποία ως εκ περισσού προέβη η αναιρεσείουσα. Επομένως, ο πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος του, όπως εκτιμάται, και ο τρίτος σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 974/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών και παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές).