Συλλογικές Συμβάσεις σε νέα δυναμική (σ.σ.ε. σε Εθνικές και Πολυεθνικές Ομιλικές Επιχειρήσεις) Του Παναγιώτη Μάμμου Επιτ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας και τ. Διοικητή ΟΜΕΔ 1. Αντικείμενο δραστηριότητος και σχέση εξάρτησης μεταξύ επιχειρήσεων Στην επιχειρηματική δραστηριότητα πρακτική οικονομική και πολιτική ανάγεται και η δημιουργία επιχειρήσεων με αντικείμενο εκμετάλλευσης όμοιο, παρεμφερές ή διαφορετικό μίας ή περισσοτέρων υπαρκτών επιχειρήσεων, οι οποίες εξυπηρετούν σκοπούς τόσο οικονομικούς όσο και τεχνικούς, παραγωγικούς, ή επικουρεί η μία την άλλη στην εξυπηρέτηση μέρους βασικών δραστηριοτήτων των προαναφερόμενων επιχειρήσεων που κατέχουν θέση κυρίαρχη στην αγορά. Για παράδειγμα η δημιουργία μεταφορικής ή εμπορικής επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για τη μεταφορά και διάθεση με δίκτυο προϊόντων μιας μεγάλου μεγέθους μονάδας παραγωγής προϊόντων ή εμπορίας προϊόντων. Οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που τελούν υπό ενιαία διοίκηση, ενώ είναι νομικά και εκμεταλλευτικά ανεξάρτητες συνθέτουν την έννοια του ομίλου ή των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. 2. Ενιαία διοίκηση σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 2120/20 Ενιαία διοίκηση σημαίνει ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις για την άσκηση της επιχειρηματικής πολιτικής (ποιο προϊόν θα παραχθεί, με τι τρόπο, τι επενδύσεις απαιτούνται, εισαγωγή τεχνολογικού εξοπλισμού, πρόσληψη προσωπικού και αμοιβή του κλπ.) δε λαμβάνονται από κάθε επιχείρηση, αλλά από τη μητρική ή κυρίαρχη επιχείρηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι επιχειρήσεις του ομίλου είναι νομικά αυτοτελείς, στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν αυτοτέλεια, αλλά η δραστηριότητά τους επηρεάζεται από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Βασικό κριτήριο του ομίλου είναι η σχέση εξάρτησης που υπάρχει μεταξύ των εταιρειών με την έννοια ότι η μία (κυρίαρχη επιχείρηση) ασκεί άμεση ή έμμεση επιρροή στη διοίκηση της άλλης ή των άλλων εταιρειών. Η έννοια του ομίλου (συνδεδεμένων επιχειρήσεων) καθορίζεται από το άρθρο 42 του ν. 2120/20 (σχετικές είναι και οι ρυθμίσεις του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 1041/80 και της οδηγίας 94/95 Ε.Ε.). Σύμφωνα με τις παραδοχές της νομολογίας (Εφ. Θεσ/κης 112/97 κ.α.) δεν υπάρχει όμιλος επιχειρήσεων, όταν οι επιμέρους επιχειρήσεις διαθέτουν αυτοτέλεια, καμία δεν είναι θυγατρική ή μητρική άλλης, καταρτίζουν αυτοτελή προϋπολογισμό και ισολογισμό, δεν έχουν κάθετη παραγωγή και καμία από αυτές δεν έχει θέση ελέγχουσας ή δεσπόζουσας ή μητρικής εταιρείας έναντι των λοιπών. Συνεπώς διαμορφώνεται σε αρκετές περιπτώσεις τοπίο ομιχλώδες και χρειάζεται να διερευνήσει οποιοσδήποτε εμπλεκόμενος την αντικειμενική υπόσταση της ύπαρξης του ομίλου, ξεπερνώντας ακόμα και το ισχύον νομικό πλαίσιο που ενδυναμώνεται με νομολογικές κρίσεις και θεωρητικές απόψεις (βλ. Γεωργακόπουλο "Εμπορικό Δίκαιο", τομ. 1, Λιακόπουλο "Συνδεδεμένες επιχειρήσεις", Ι. Κουκιάδη "Εργατικό δίκαιο - Ατομικές Σχέσεις"). Είναι αρκετοί και δικαιολογημένα που υποστηρίζουν ότι δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί από θεωρητικής και ρεαλιστικής απόψεως η διάσταση της έννοιας του ομίλου. 3. Εργατικό δίκαιο και διαχείριση εργατικού δυναμικού Η/R Επισημαίνεται ότι σχετική διάταξη που είχε αρχικά περιληφθεί στο προσχέδιο νόμου το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή στις αρχές Φεβρουαρίου του 1990 προς ψήφιση "για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις" και έγινε νόμος (ν. 1876/90 ΦΕΚ 27/Α/90) σχετικά με την κατάρτιση και υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας ομίλων, τελικά απαλείφθηκε λόγω διαφωνίας Βουλευτών (πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΒ σελ. 750). Η μακροχρόνια ύπαρξη ομίλων ή η δημιουργία νέων με κυρίαρχες (holding) στοχεύει στην επίτευξη υψηλότερων παραγωγικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων (prestige), οι οποίοι όμως για να επιτευχθούν προϋποθέτουν, οργάνωση εργασίας, κοινές κατευθύνσεις στην απασχόληση και ευχέρεια αντιμετώπισης εκτάκτων ή μονίμων αναγκών σε εργατικό δυναμικό. Είναι συνεπώς φανερό ότι δεσπόζουσα ή κυρίαρχη (holding) έχει κάτω από την προστατευτική της ομπρέλα τις νέες μονάδες, με ύπαρξη σαφούς εξάρτησης διαχειριστικής, διοικητικής, παραγωγικής αφού ουσιαστικά ένα είναι το κέντρο λήψης αποφάσεων, δεδομένου ότι οι επιμέρους επιχειρηματικές δράσεις αλληλοσυμπληρώνονται και η κοινή συνισταμένη εξυπηρετεί τη συνολική οικονομική πολιτική της κυρίαρχης επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι από την πλευρά τους γνωρίζοντας ότι είναι ενταγμένοι σε μία οργάνωση συνδεδεμένων επιχειρήσεων είναι επόμενο να διεκδικούν ενιαία αντιμετώπιση, η οποία δημιουργεί μεταξύ τους κοινότητα συμφερόντων. Η κοινότητα συμφερόντων πολλές φορές προκύπτει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου ακολουθούν ή θέλουν να ακολουθούν την αυτή πολιτική μισθών, κόστους παραγωγής ανταγωνιστικών μεθόδων κλπ. Έτσι δεν αποκλείεται η σύσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης στην οποία να συμμετέχουν και να δραστηριοποιούνται όλοι οι εργαζόμενοι των επιμέρους επιχειρήσεων του ομίλου. Έχει εκφραστεί η άποψη από θεωρητικούς της επιστήμης του εργατικού δικαίου (Γ. Λεβέντη, Ι. Κουκιάδη, Δ. Τραυλό κ.ά.) ότι παρότι στο ν. 1876/90 δεν υπάρχει είδος (άρθρο 3) συλλογικής σύμβασης ομίλων, μπορεί να καταρτισθεί μία συλλογική σύμβαση που να καθορίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας όλων των εργαζομένων του ομίλου, η οποία θα έχει χαρακτήρα επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Τη σύμβαση αυτή μπορεί να υπογράψουν αφενός η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων του ομίλου και αφετέρου όλες οι επιχειρήσεις που απαρτίζουν τον όμιλο, με εξουσιοδοτημένο η καθεμία εκπρόσωπο στις διαπραγματεύσεις. Εναλλακτικά μπορεί να υπογραφεί σύμβαση μεταξύ του σωματείου των εργαζομένων και από κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο όλων των επιχειρήσεων του ομίλου και τέλος μπορεί η μητρική ή holding να υπογράψει ως εξουσιοδοτημένη εκπρόσωπος των λοιπών θυγατρικών τη σύμβαση. Πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι μία εταιρεία αν και μητρική ασκεί ενιαία διοίκηση, αποφασίζει δε, για τις λοιπές εταιρείες του ομίλου αυτή καθ' αυτή η ιδιότητά της δεν της παρέχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να καταρτίζει συμβάσεις εργασίας και να δεσμεύει τις θυγατρικές αν δεν έχει σαφή εντολή (εξουσιοδότηση) των θυγατρικών εταιρειών. Αξιοσημείωτο είναι ότι με την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας ομίλου ρυθμίζονται κατά ενιαίο τρόπο οι όροι αμοιβής και εργασίας. Μπορεί ακόμα οι όροι των σ.σ.ε. ομίλων να ρυθμίζουν τις τοποθετήσεις από τη μία επιχείρηση στην άλλη εργαζομένων (περιπτώσεις δανεισμού γνήσιου) την υποχρέωση προσφοράς εργασίας και στις άλλες επιχειρήσεις του ομίλου, την απορρόφηση κάποιων εργαζομένων επιχείρησης που κλείνει ή έχει μείωση του κύκλου εργασιών κλπ.). 4. Συνέπειες με τη μετατροπή επιχειρήσεων σε holding Αν μία μονάδα μετατραπεί σε holding με την απόσχιση τμημάτων ή εκμεταλλεύσεων και δημιουργίας θυγατρικών, παρατηρούνται τα εξής: Η αυτοτέλεια, τυπικά περισσότερο παρά ουσιαστικά, των νεοδημιουργούμενων μονάδων δεν μπορεί να επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τις εργασιακές σχέσεις, συνεπώς προεκτατικά θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2112/20, του Π.Δ. 572/88 και 198/2002 (μεταβίβαση, διαδοχή κλπ.). Για επίρρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τα οποία διατηρούνται ως έχουν στις θυγατρικές, πρέπει από τους νέους φορείς να δοθεί σε κάθε εργαζόμενο δήλωση αποδοχής των δικαιωμάτων τους και να καταρτισθεί νέα ατομική σύμβαση εργασίας με το νέο φορέα (θυγατρική) με όλα τα στοιχεία (Π.Δ. 156/94) (δικαιώματα - υποχρεώσεις) που εμπεριέχονται στη σύμβαση που είχε καταρτιστεί με τη μητρική, ή αντιστρόφως από θυγατρική σε μητρική. Αν υπάρχει μάλιστα συνδικαλιστική οργάνωση ή συμβούλιο των εργαζομένων, πρέπει η holding ή η θυγατρική να προβεί σε διαβουλεύσεις και ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων. 5. Συλλογικό και ατομικό δίκαιο σε περίπτωση δανεισμού εργαζομένων Θεωρούμε αναγκαίο να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για το δανεισμό εργαζομένων από επιχείρηση σε επιχείρηση του ομίλου, όταν δεν υπάρχουν ρήτρες με συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Επιβάλλεται να καταρτιστεί σύμβαση δανεισμού μεταξύ του αρχικού εργοδότη του δανειζομένου εργοδότη (μητρική ή θυγατρική) και παράλληλα να ζητηθεί η συναίνεση του εργαζομένου που δανείζεται (Α.Κ. 648, 652, 651, 653, 655, 659, Π.Δ. 156/94). Συνήθως ορίζεται χρονικό όριο δανεισμού και συμφωνείται ο τρόπος και η ευθύνη εκπλήρωσης των βασικών συμβατικών υποχρεώσεων από τη δανειζόμενη επιχείρηση, την αρχική επιχείρηση και τον εργαζόμενο. Δεν αποκλείεται να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των τριών μερών (αρχικού εργοδότη, δανειζομένου εργοδότη και εργαζομένου) για την ανάληψη όλων των υποχρεώσεων που έχει ο αρχικός εργοδότης από τον νέο εργοδότη (μητρική ή θυγατρική) που παρέχει τις υπηρεσίες του ο εργαζόμενος. Αυτό κατά μείζονα λόγο συμβαίνει όταν υπάρχουν προοπτικές για μακροχρόνιο δανεισμό πάλι με τη συναίνεση των τριών μερών. Τέλος συνηθίζεται νόμιμα και πρακτικά σε αρχικές ατομικές συμβάσεις να τίθεται όρος για την προσφορά εργασίας του νεοπροσληφθέντος και σε άλλες επιχειρήσεις του ομίλου και συνεπώς παρέλκει η κατάρτιση νέων συμβάσεων δανεισμού. Αν υπάρξουν επί τα βελτίω όροι για τους εργαζόμενους (θέση, αμοιβή) που δανείζονται σαφώς θα πρέπει μέσα σε 15 ημέρες να γνωστοποιείται η μεταβολή της αμοιβής στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και μεταβολή της όταν υποβληθεί από τον αρχικό και τον δανειζόμενο εργοδότη πίνακας προσωπικού στην αρμόδια Υπηρεσία του ΣΕΠΕ. Μέτρα υγιεινής και ασφάλειας για τον δανειζόμενο εργαζόμενο ανάγονται στην ευθύνη του δανειζομένου εργοδότη όπως και η ευθύνη για την κατάρτιση προγραμμάτων εργασίας και της προσθέτου αμοιβής για την επιπλέον εργασία (Υπερεργασία, υπερωρία, νύχτα, Κυριακές κλπ.) αν οι προαναφερόμενες αιτίες προέκυψαν με την προσφορά εργασίας στο νέο εργοδότη. 6. Λογιστική και οικονομική υποχρέωση Αν ο δανεισμός είναι περιορισμένου χρόνου ή μακροχρόνιος και η υποχρέωση αμοιβής του εργαζομένου αφορά (ως συνήθως) τον αρχικό εργοδότη, δεν υπάρχει ουδεμία μεταβολή στον τρόπο και τη διαδικασία αμοιβής του δανειζομένου εργαζομένου. Αν όμως υπάρξει συμφωνία για την αμοιβή του εργαζομένου από τον δανειζόμενο εργοδότη σαφώς υπάρχει λογιστική διαδικασία για το συνολικό κόστος της αμοιβής εργασίας (μισθός, ημερομίσθιο, άδειες, επιδόματα κλπ.) και η εξ ολοκλήρου υποχρέωση του δανειζομένου εργοδότη καταβάλλεται με απόδειξη παροχής υπηρεσιών στον αρχικό εργοδότη και με την προσαύξηση του συνολικού κόστους με τον νόμιμο ΦΠΑ. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση η συνολική αμοιβή του δανειζόμενου εργαζόμενου συνεχίζει να γίνεται από τον αρχικό εργοδότη και κάθε άλλη ενέργεια (αμοιβή από τον δανειζόμενο ευθέως στον εργαζόμενο) αντιβαίνει στον χαρακτήρα και την ισχύ της αρχικής συμβάσεως, δεδομένου ότι παραμένουν σε ισχύ όλα τα στοιχεία του αρχικού εργοδότη και του εργαζόμενου στο σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ". Αν ο δανειζόμενος εργοδότης αναλάβει το κόστος αμοιβής ευθέως προς τον εργαζόμενο, πάσχει κατά το εργατικό δίκαιο η σχέση αυτή και ενδεχομένως να υπάρξει κατά πλάσμα αλλαγή της εργοδοσίας, γι' αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, λογιστικά, οικονομικά και εργασιακά. 7. Επίλογος Το παραπάνω κείμενο είναι δηλωτικό των εξελίξεων τόσο στους ομίλους εθνικών επιχειρήσεων όσο και στους αντίστοιχους πολυεθνικών επιχειρήσεων με τις πρόσθετες βεβαίως υποχρεώσεις των πολυεθνικών για το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει την απασχόληση και αμοιβή των εργαζομένων από κράτος σε κράτος μη αμφισβητουμένης της εσωτερικής νομοθεσίας και κατά προέκταση της νομοθεσίας Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά την ευελιξία των επιχειρήσεων στην απασχόληση των εργαζομένων πράγμα που ενδιαφέρει άμεσα τους ομίλους, θα υποστήριζα ότι πρέπει να υπάρξει νομοθετικό πλαίσιο για πλήρη καθαρότητα και θεσμοθέτηση των θεωρητικών και νομολογιακών θέσεων για την κατάρτιση σ.σ.ε. ομίλων αλλά και στην ευχέρεια οργάνωσης εργασίας για περιστασιακές ανάγκες που ανακύπτουν για την απασχόληση εργαζομένων ορισμένες ημέρες ή ώρες αν δεν υπάρχουν σ.σ.ε. με αντίστοιχες ρήτρες. Και εφόσον οι μητρικές ή θυγατρικές επιχειρήσεις βρίσκονται περίπου στον ίδιο χώρο ή σε παραπλήσιους χώρους. Συνεπώς για τη μείωση της γραφειοκρατίας αν υπάρχει ατομική σύμβαση ή σύμβαση δανεισμού και η εργασία τελείται με τους αυτούς όρους από δανειζόμενους εργαζόμενους, η συνέχιση της εργασίας σε επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου πρέπει να καλύπτεται μόνο με ανάρτηση αποσπάσματος πίνακα του αρχικού εργοδότη στην επιχείρηση του δανειζόμενου εργοδότη χωρίς καμία γνωστοποίηση μεταβολής του χώρου εργασίας στο σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ" ή διαπίστωσης παράβασης από τις ελεγκτικές αρχές.