Αδήλωτη εργασία - Μερική και εκ περιτροπής απασχόληση Αρχοντής Καμπάνταης πρώην Επιθεωρητής Εργασίας Ν. Καβάλας Με την επιμέλεια της Έφης Χατζηαγοράκη Ασκούμενης Δικηγόρου 1. Αδήλωτη εργασία - Κυρώσεις (Ν. 4554/2018 άρθρα 5 ως 8 - ΥΑ 43614/996/9.8.2018 - Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 36/23.8.2018)(1) Α. Αδήλωτη Εργασία Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνονται νέα δεδομένα στην αντιμετώπιση αδήλωτης εργασίας καθώς και της υποδηλωμένης εργασίας. Στοχοποιούνται οι κατ' εξακολούθηση παραβάτες εργοδότες, για τους οποίους, ανάλογα με τη συχνότητα υποτροπής τους ορίζεται κλιμακωτή αύξηση του ποσού του προστίμου, για αυτό εντατικοποιείται η προσπάθεια της οικειοθελούς συμμόρφωσης των εργοδοτών. Προωθείται το καθεστώς της πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων, παρέχοντας στους εργοδότες το δικαίωμα της έκπτωσης του προστίμου, εφόσον προσλάβουν με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης του απασχολούμενου που εντοπίστηκε ως αδήλωτος. Για την προστασία των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, θεσμοθετούνται διαδικασίες συνέργειας και επικοινωνίας μεταξύ των ελεγκτικών μηχανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας Κοιν. Ασφάλισης και Κοιν. Αλληλεγγύης (ΣΕΠΕ και ΕΦΚΑ) για την επίλυση των ζητημάτων της ανασφάλιστης και υποδηλωμένης εργασίας. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 ως 8 του Ν.4554/2018 αντιμετωπίζονται θέματα αδήλωτης εργασίας. Ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 5 ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις για αδήλωτη εργασία, οι οποίες για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο επιβάλλουν πρόστιμο ποσού 10.500 ευρώ και στις περιπτώσεις υποτροπής εντός τριών (3) ετών από τον πρώτο έλεγχο το πρόστιμο αυτό ανά εργαζόμενο προσαυξάνεται κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση και κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση. Σε κάθε παράβαση τεκμαίρεται εργασιακή σχέση τριών (3) μηνών, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν διαφορετικά. Με πράξη καταλογίζονται και αναδρομικά, σε βάρος του εργοδότη, το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες ως βάση υπολογισμού λαμβάνεται ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο ημερομίσθιο. Οι διοικητικές αυτές κυρώσεις επιβάλλονται πλέον των λοιπών κυρώσεων την κείμενης νομοθεσίας. Με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρέχεται το δικαίωμα μείωσης του προστίμου, εφόσον ο εργοδότης προσλάβει τον εργαζόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα του ελέγχου που εντοπίστηκε ως αδήλωτος. Η μείωση του βασικού ποσού προστίμου μειώνεται α) σε 7.000 ευρώ όταν η πρόσληψη διαρκεί 3 μήνες, β) σε 5.000 ευρώ όταν η πρόσληψη διαρκεί 6 μήνες και γ) σε 3.000 ευρώ όταν η πρόσληψη διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος. Στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της επιχείρησης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου ως ανωτέρω χρόνου ο εργοδότης μπορεί να υπολογίσει την περίοδο λειτουργίας που πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος και την επόμενη περίοδο εποχικής λειτουργίας, χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της υποχρεωτικής επαναπρόσληψης εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων. Ο εργοδότης από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου δεν επιτρέπεται να προβεί στη μείωση του προσωπικού του για όλη τη διάρκεια επιλεγείσας σύμβασης, εφόσον επιθυμεί να διατηρήσει το δικαίωμα των παραπάνω εκπτώσεων, όπως λεπτομερώς καταγράφονται στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού και στην Εγκύκλιο ΕΦΚΑ 36/23-8-2018(2) Β. Κυρώσεις Με τις διατάξεις του άρθρου 16 ΠΔ 27-6/4-7-1932, του άρθρου 7 ΝΔ 515/1970, των άρθρων 24 και 28 Ν. 3996/2011, του άρθρου 14 Ν. 4225/2014, του άρθρου 55 Ν. 4310/2014, του άρθρου 36 Ν. 4488/2017, όπως ισχύουν και εφαρμόζονται σήμερα, επιβάλλονται κυρώσεις στους εργοδότες για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας πέραν των οριζομένων για αδήλωτη εργασία, όπως προηγούμενα του Ν. 4554/2018. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 24 Ν. 3996/2011 στους εργοδότες που παραβαίνουν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση από 300,00 ευρώ μέχρι 50.000,00 ευρώ και βάσει του άρθρου 28 Ν. 3996/2011 κάθε εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις τη εργατικής νομοθεσίας τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών ή με χρηματική ποινή 900,00 ευρώ ή και με τις δυο αυτές ποινές. (Βλέπε και άρθρο 12 Ν. 4554/2018). Ειδικές διατάξεις γα βαρύτερη ποινή ισχύουν. 2. Μερική απασχόληση - εκ περιτροπής εργασία (άρθρα 38 Ν. 1890/1990 - 2 Ν. 2639/1998 - 2 Ν. 3846/2010 - 17 Ν. 3899/2010 - 42 και 43 Ν. 4488/2017) Οι ισχύουσες νόμιμες διατάξεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης καθορίζουν την έννοια του εργαζόμενου μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Θέτουν χρονικό όριο ως 9 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος στην επιβαλλόμενη από τον εργοδότη επί περιορισμού των δραστηριοτήτων του και αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ περιτροπής απασχόλησης και καθορίζουν τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων για τη σχετική διαβούλευση που πρέπει να προηγηθεί της επιβολής εκ περιτροπής απασχόλησης. Συμφωνίες μερικής απασχόλησης ή αποφάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης πρέπει να γνωστοποιούνται στην οικεία Επιθεώρηση Εργασία μέσα σε 8 ημέρες, όπως ειδικότερα κατωτέρω: Α. Μερική Απασχόληση Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 38 Ν. 1892/1990, όπως ισχύει μετά τις σχετικές τροποποιήσεις, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική συμφωνία να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα κατάρτισης της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρησης Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση νοείται κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπάγονταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζομένους με κανονική απασχόληση, εκτός αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας πρέπει να συμπεριλαμβάνουν: α) τα στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων β) τον τόπο παροχής εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη γ) τον χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής εργασίας και της περιόδου εργασίας δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης. Στις εποχιακές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις γίνονται για ημερήσια ή εβδομαδιαία περίοδο εργασίας μερικής απασχόλησης. Η απασχόληση κατά την Κυριακή ή ημέρα αργίας και η νυκτερινή εργασία συνεπάγεται την καταβολή της νόμιμης προσαύξησης (Κυριακή 75% - Νύκτα 25%). Όταν η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα, η οποία δεν εφαρμόζεται στους οδηγούς αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών κλπ. ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων καθώς και στους καθηγητές φροντιστηρίων. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη. Οι αποδοχές των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας μερικής απασχόλησης. Σε ότι αφορά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με αποδοχές και το επίδομα αδείας εφαρμόζονται οι διατάξεις του Α.Ν 539/1945, όπως ισχύουν (ετήσια άδεια με αποδοχές κλπ) και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (επίδομα αδείας) με βάση τις αποδοχές μερικής απασχόλησης. Σε περίπτωση ανάγκης για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Όταν αυτή η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνηθείσης. Σε επιχειρήσεις με άνω τους είκοσι (20) εργαζομένους, ο πλήρως απασχολούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει, μετά τη συμπλήρωση έτους εργασίας, τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες. Ο εργαζόμενος στην αίτησή του, μετατροπής της σύμβασης εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της μερικής απασχόλησης και το είδος της, στην οποία εάν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως σε ένα μήνα θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζόμενου έχει γίνει δεκτό. Οι μερικώς απασχολούμενοι έχουν δικαίωμα προτεραιότητας, για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, όταν η προσφορά εργασίας γίνεται με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγόριας πλήρους απασχόλησης. Η προϋπηρεσία της μερικούς απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό προϋπηρεσίας, που αντιστοιχεί στον κανονικό ημερήσιο χρόνο (νόμιμο ή συμβατικό) του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχεί σε μια ημέρα προϋπηρεσίας. Στους μερικώς απασχολούμενους παρέχονται: α) δυνατότητες συμμετοχής στις δραστηριότητες επαγγελματικής κατάρτισης που εφαρμόζει η επιχείρηση υπό συνθήκες ανάλογες με εκείνες που αφορούν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου β) οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζομένων στην επιχείρηση. Ο εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των απασχολούμενων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζομένων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψης εργαζομένων με πλήρη απασχόληση. Με επιχειρησιακές ΣΣΕ επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των διατάξεων μερικής απασχόλησης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά, για τους μερικώς απασχολούμενους όλων των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Η μερική απασχόληση επιτρέπεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς, και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα του Ν. 2190/94, όπως ισχύει σήμερα, με εξαίρεση το Δημόσιο, τους ΟΤΑ (πρώτου και δευτέρου βαθμού), τα ΝΠΔΔ και φορείς για τους οποίους η μερική απασχόληση προβλέπεται από ειδικούς νόμους ή από διατάξεις κανονισμών που έχουν κυρωθεί με νόμους ή έχουν ισχύ νόμου και για τους οποίους φορείς εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2196/1994, όπως ισχύει, με εξαίρεση αντιμετώπισης έκτακτων ή επειγουσών αναγκών, όπου συμφωνείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών μερικής απασχόλησης που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ώρες ημερησίως.(3) Β. Εκ περιτροπής Εργασία Η εκ περιτροπής εργασία εντάσσεται στον θεσμό της μερικής απασχόλησης. Ειδικότερα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει νόμιμα, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Ο εργοδότης, αν περιορισθούν οι δραστηριότητές του, μπορεί αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος (άρθρο 17 Ν. 3899/2010), μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 240/2006, Ν. 1767/1188 και άρθρα 42 και 43 Ν. 4488/2017. Οι συμφωνίες ή αποφάσεις αυτές γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής απασχόληση δεν αναφέρεται σε λιγότερες ώρες παροχής σε ημερήσια βάση, αλλά σε παροχή εργασίας κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή εβδομάδες τον μήνα ή μήνες μέσα στο έτος ή συνδυασμό των δυνατοτήτων αυτών, πάντα όμως κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης θα είναι συνεχής, ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του ορισμένες μόνο ημέρες της εβδομάδος, του μήνα ή του έτους, εναλλασσόμενος ατομικά ή ομαδικά με άλλους εργαζόμενους σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να καθιερωθεί με δύο τρόπους: α) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας και β) μονομερής επιβολή από τον εργοδότη (εργοδοτική απόφαση). α) Στην περίπτωση της συμφωνημένης εκ περιτροπής εργασίας διακρίνουμε τη συμφωνία που γίνεται κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας και τη συμφωνία που γίνεται κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εργασίας (τροποποιητική της αρχικής). Με τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας, κατά τη σύσταση της, συμφωνείται η εναλλαγή περιόδων εργασίας και μη εργασίας, με ανάλογη μείωση αποδοχών με μόνο περιορισμό η εργασία να παρέχεται κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Η εγκυρότητα της σύμβασης αυτής δεν υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τη χρονική διάρκειά της, η οποία πρέπει όμως να είναι έγγραφη, με αποτέλεσμα η έλλειψη του έγγραφου τύπου να συνεπάγεται την ακυρότητα της συμφωνίας. Η συμφωνία αυτή κατά την κατάρτιση της σύμβασης πρέπει να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, άλλως συνεπάγεται την κατά τεκμήριο ύπαρξη σχέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ η μη γνωστοποίηση της συμφωνίας εκ περιτροπής εργασίας κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με τους ίδιους όρους και συμφωνίες που ίσχυαν πριν την κατάρτισή της. Στη συμφωνία που γίνεται κατά τη διάρκεια ισχύος σύμβασης εργασίας έχουμε δηλαδή μια βλαπτική μεταβολή των ορών της ισχύουσας σύμβασης, την οποία αποδέχεται ο εργαζόμενος προς αποφυγή της απόλυσης του με όλες τις δυσμενείς συνέπειες. β) Στην περίπτωση επιβολής μονομερούς, από τον εργοδότη, εκ περιτροπής απασχόληση βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη οικονομικών προβλημάτων στην επιχείρηση. Επιβάλλεται με απόφαση του εργοδότη, αντί της καταγγελίας σύμβασης εργασίας, μετά από ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ή ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων, όταν δεν υπάρχουν εκπρόσωποί τους, χωρίς να απαιτείται συμφωνία των ενδιαφερομένων κατά τη διαβούλευση. Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων, στην περίπτωση αυτή, ορίζονται κατά σειρά προτεραιότητας: 1) Οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης 2) οι εκπρόσωποι των υφιστάμενων συνδικαλιστικών οργανισμών της επιχείρησης 3) το συμβούλιο εργαζομένων και 4) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Σκοπός της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης, μονομερώς από τον εργοδότη, είναι η αντιμετώπιση πρόσκαιρων οικονομικών προβλημάτων με αποτέλεσμα τη διασφάλιση τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και την αποφυγή απολύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 η διάρκεια του συστήματος αυτού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, εφάπαξ ή τμηματικά χωρίς να τίθενται χρονικοί περιορισμοί στο μεσοδιάστημα της επιβολής. Δεν πρέπει όμως το δικαίωμα αυτό να ασκείται καταχρηστικά αλλά εντός των πλαισίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατά το άρθρο 281 ΑΚ, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης. Βάσει όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η επιβολή της εκ περιτροπής απασχόλησης αποτελεί ηπιότερο μέτρο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δεδομένου ότι επιβάλλεται ως μέτρο προληπτικό κατά των απολύσεων με σκοπό η επιχείρηση να ξεπεράσει τα προβλήματα που την οδήγησαν στην επιβολή τούτου του συστήματος εργασίας, προκειμένου να επανέλθει ο κανονικός ρυθμός εργασίας, με την πάροδο του χρόνου που καθορίστηκε και ο εργαζόμενος στην πλήρη απασχόληση. Κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εκ περιτροπής εργασίας από καμία διάταξη δεν ορίζεται η απαγόρευση απολύσεων. Σε κάθε όμως περίπτωση απόλυσης, αυτή πρέπει να είναι δικαιολογημένη, αφού είναι δεδομένο ότι η καθιέρωσή της έγινε για να αποφευχθούν οι απολύσεις ως έσχατη λύση. Εφόσον όμως για διάφορους δικαιολογημένους λόγους πρέπει να γίνει εκ περιτροπής απασχόληση με σκοπό να επανέλθει αυτός σε πλήρη απασχόληση, γι' αυτό σε περίπτωση απόλυσης, ο υπολογισμός αποζημίωσης θα γίνει με βάση τις αποδοχές πλήρους απασχόλησης. Δηλαδή με τις αποδοχές που θα είχε τον προηγούμενο μήνα εκείνου της επιβολής εκ περιτροπής εργασίας. Ως χρόνος εργασίας θεωρείται όλος ο χρόνος της εργασιακής σχέσης. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας επιλεκτικά σε συγκεκριμένους μόνο εργαζόμενους, όταν οι υπόλοιποι εξακολουθούν να εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Επίσης, είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή του συστήματος αυτού και όταν το αντικείμενο εργασίας καλύπτεται από έναν μόνο εργαζόμενο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αντικατασταθεί από άλλον κατά το χρόνο της υποχρεωτικής απουσίας του. Με την τήρηση των αναφερόμενων ανωτέρω προϋποθέσεων, ο εργοδότης ασκεί σύννομα το δικαίωμα για μονομερή επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο εντασσόμενο στο, σε ευρεία έννοια, διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ασκείται με μονομερή δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους. Ο εργοδότης πρέπει να καθορίζει το χρονικό διάστημα της εκ περιτροπής εργασίας, τον τρόπο και τον χρόνο εναλλαγής των εργαζομένων κατά τακτά χρονικά διαστήματα της επιλογής του, καθώς και κάθε στοιχείο απαραίτητο για την ομαλή εφαρμογή του συστήματος. Για το χρονικό διάστημα της νόμιμης επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας μεταβάλλεται η κύρια, σε ότι αφορά το επί μέρους στοιχείο ταυτοχρόνου παροχής εργασίας, συμβατική υποχρέωση των εργαζομένων, καθώς και η καταβολή αναλόγως μειωμένων αποδοχών από τον εργοδότη. Επειδή το δικαίωμα επιβολής εκ περιτροπής εργασίας μονομερώς από τον εργοδότη, νόμιμα θεσπίζει εξαιρετικό δίκαιο, για αυτό επιβάλλεται η στενή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και η ακριβής τήρηση των οριζομένων από το νόμο προϋποθέσεων ώστε η μονομερής επιβολή του συστήματος αυτού να είναι νόμιμη για να μη συνίσταται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του Ν. 2112/1920. Αντίθετα, όταν δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις η μονομερής επιβολή του συστήματος αυτού συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας με όλες τις δυσμενείς συνέπειες για τον εργοδότη του Ν. 2112/1920, του Ν. 3996/2011 (άρθρο 23 επ.), των σχετικών διατάξεων του ΑΚ κλπ. Επίσης, όταν το δικαίωμα αυτό ασκείται καταχρηστικά (281 ΑΚ) συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Βλέπε και ΕΑΕΔ 2017 σελίδα 1 μελέτη Βασίλη Γαμβρούδη και έγγραφο Υπ. Εργασίας 35958/666/31-7-2017 ΕΑΕΔ 2017 σελίδα 1084. Υποδείγματα ΕΑΕΔ 2016 σελίδα 991. ΕΑΕΔ 2018 σελίδα 848 Μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής εργασία (ΑΠ 771/2017). (1) ΕΑΕΔ 2018 σ. 764, 795 και 888. (2) ΕΑΕΔ 2018 σ. 847 Αδήλωτη Εργασία κλπ. ΣτΕ 2151/2017. (3) ΕΑΕΔ 2017 σ. 623, 639 (ΑΠ 965/2014), σ. 1049 (ΣτΕ 3869/2014).