Βλαπτική μεταβολή όρων συμβάσεως και απόλυση Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής σύμβασης και είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή προκαλεί άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας επειδή ο εργαζόμενος απέκρουσε τη βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά του, τότε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη, αφού γίνεται από πνεύμα εκδίκησης και περιέρχεται σε υπερημερία. Α.Π. 175/2016 Πρόεδρος: η κ. Ασπασία Καρέλλου Εισηγητής: η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Δικηγόροι: οι κ.κ. Κων/νος Καρανάσιος - Κων/νος Γεωργόπουλος 1. Kατά τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξαρτήτως αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή, όμως, της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Στην περίπτωση δε, που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του β.δ. από 16.7.1920 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η ακυρότητα της καταγγελίας, που οφείλεται στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού καθιστά αυτόν υπερήμερο (άρθρα 349, 350 Α.Κ.) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης, αλλά και των κατ' ιδίαν λόγων της, θεμελιώνεται δε στη βλάβη που υφίσταται ο αναιρεσείων από την προσβαλλόμενη απόφαση και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς για τον αναιρεσείοντα συνέπειας. Έτσι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες αυτοτελώς η κάθε μία στηρίζουν το διατακτικό της, και με την αναίρεση πλήττεται μόνο η μία αιτιολογία από αυτές, χωρίς να διατυπώνεται ουδεμία αιτίαση κατά της άλλης, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν την εν λόγω αιτιολογία κρίνονται απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, κατά τα άρθρα 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού η τυχόν ευδοκίμηση αυτών δεν δύναται να επιφέρει την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, το διατακτικό της οποίας επαρκώς υποστηρίζουν οι μη πληττόμενες λοιπές αιτιολογίες της απόφασης αυτής (Ολ. Α.Π. 25/1994, 25/2003, Α.Π. 127/2014, 960/2013). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα παρακάτω: Ότι η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 14.7.2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγομένη εταιρεία, που δραστηριοποιείται στο χώρο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπεύθυνη πωλήσεων (executive manager) στο τμήμα πωλήσεων του ξενοδοχείου "..." στο .... Ότι το αντικείμενο εργασίας της συνίστατο στην προώθηση όλων των προϊόντων της εναγομένης σε θέματα που αφορούσαν πωλήσεις (ενοικιάσεις - reservations) δωματίων, εκδηλώσεων, εξυπηρετήσεις, Catering κ.λ.π. Ότι στις 6.8.2010 στάλθηκε στην ενάγουσα με εσωτερική αλληλογραφία έγγραφο της εναγομένης, δια του προέδρου και διευθύνοντα συμβούλου της Χ.Β., με το οποίο της γνωστοποιήθηκε ότι από τις 7.8.2010 θα μετακινηθεί προσωρινά από το τμήμα πωλήσεων στο τμήμα υποδοχής (reception) λόγω "της αποχώρησης της Κας Β.Ε. στις 5.8.2010 από το τμήμα υποδοχής, τη θέση της θα καλύψει προσωρινά για τις ανάγκες της επιχείρησης η Κα Κ.Ε. από το Σάββατο 7.8.2010", όπως αναφέρεται στο έγγραφο αυτό. Ότι, επίσης, με το από 9.8.2010 έγγραφο, η εναγομένη γνωστοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας Νέας Ιωνίας τα εξής: "Σας γνωστοποιούμε ότι η Κα Κ.Ε., η οποία εργάζεται στο τμήμα πωλήσεων (δωματίων) θα εργάζεται προσωρινά από τις 7.8.2010 στο τμήμα υποδοχής, κρατήσεις πελατών του Ξενοδοχείου. Το ωράριό της θα είναι 15.00-23.30 και ρεπό Πέμπτη, Παρασκευή. Η αλλαγή έγινε για τους κάτωθι λόγους: 1. Το τμήμα πωλήσεων (δωματίων) είναι ανενεργό για το μήνα Αύγουστο. 2. Λόγω αποχώρησης υπαλλήλου της υποδοχής. 3. Χορήγηση αδείας στους υπαλλήλους του τμήματος υποδοχής, κρατήσεις πελατών. 4. Αύξηση του φόρτου εργασίας στο τμήμα υποδοχής. Σε περίπτωση που η υπάλληλος δεν ακολουθήσει το προσωρινό πρόγραμμα, θα διακοπεί η συνεργασία με την εταιρεία λόγω υπαιτιότητάς της". Ότι η ενάγουσα αρνήθηκε τη μετακίνησή της στο τμήμα υποδοχής του παραπάνω ξενοδοχείου, θεωρώντας ότι είναι υποδεέστερη θέση και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της. Ότι αυτή, με το από 10.8.2010 έγγραφό της, δήλωσε στην Α.Π., υπεύθυνη του τμήματος υποδοχής στο παραπάνω ξενοδοχείο, ότι δεν μπορεί να αφήσει την εργασία της στο τμήμα πωλήσεων επειδή στις 11.8.2010 θα βρεθεί στο ξενοδοχείο η κα P., διευθύντρια προμηθειών της εταιρείας ... την οποία θα ξεναγήσει σε όλους τους τύπους των ξενοδοχείων με στόχο την έναρξη συνεργασίας για τη διαμονή πελατών της εν λόγω εταιρείας. Ότι κατόπιν αυτού η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα την από 10.8.2010 εξώδικη πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στις 10.8.2010, με την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας χωρίς καταβολή νόμιμης αποζημίωσης λόγω της επιδειχθείσας, όπως αναφέρει, αρνητικής και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της. Δέχεται, στη συνέχεια, το Εφετείο ότι η ενάγουσα, με την από 11.8.2010 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στις 11.8.2010 στην εναγομένη, διαμαρτυρήθηκε για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την οποία δήλωσε ότι θεωρεί άκυρη και ότι θέτει στη διάθεση της εναγομένης τις υπηρεσίες της στο τμήμα πωλήσεων του παραπάνω ξενοδοχείου. Ότι η τοποθέτηση της ενάγουσας στο τμήμα της υποδοχής συνιστούσε εκ μέρους της εναγομένης βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, καθόσον επρόκειτο για κατώτερη θέση, επιφέροντας σ' αυτή ηθική βλάβη, έστω και αν δεν υπήρχε μεταβολή στις αποδοχές της. Ότι, συνεπώς, η εναγομένη προέβη κατά την άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος στη τροποποίηση των όρων εργασίας της ενάγουσας, υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια εντός των οποίων έπρεπε να ασκηθεί και καθ' υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του ιδίου δικαιώματος. Ότι, με τον 1ο όρο της από 14.7.2008 σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που συνήφθη με την εναγομένη, συμφωνήθηκε ότι "η εταιρεία έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το μισθωτό είτε ενταύθα είτε σε διάφορες περιοχές ανάλογα με τις υφιστάμενες εκάστοτε ανάγκες τις λειτουργικές, οικονομικές, τεχνικές κ.λπ., κατά την αδέσμευτη κρίση της, χωρίς η χρησιμοποίηση αυτή του μισθωτού να θεωρείται ως "βλαπτική μεταβολή", αφού ως "έδρα" παροχής εργασίας του ανωτέρω λογίζονται παντελή συμπεφωνημένοι ως άνω τόποι ως και εκείνοι που μέλλει να δημιουργηθούν στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας της συμβαλλομένης εργοδότριας εταιρία". Ότι είναι αυτονόητο ότι η εναγομένη είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ενάγουσα σε διάφορες θέσεις, υπό την προφανή προϋπόθεση ότι τα καθήκοντα που θα της ανατεθούν δεν θα της προκαλέσουν είτε άμεση, είτε έμμεση, υλική ή ηθική ζημία. Άλλωστε, με το τελευταίο εδάφιο του ίδιου όρου συμφωνήθηκε ότι: "Επίσης ο μισθωτός υποχρεούται να παρέχει εντός του νομίμου ωραρίου του και υπηρεσίες συναφούς, προς την κύρια απασχόληση, ειδικότητας, εφόσον παρίσταται ανάγκη και εφόσον οι πρόσθετες αυτές εργασίες δεν επιφέρουν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως". Ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι προέβη στη μονομερή μεταβολή των όρων της εργασίας της ενάγουσας προσωρινά λόγω φόρτου εργασίας, είναι αβάσιμος, καθόσον δεν προσδιόρισε το ακριβές χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα θα πρόσφερε την εργασία της στο Τμήμα Πωλήσεων. Ότι, ειδικότερα, δεν ενημέρωσε περί αυτού ούτε την ενάγουσα ούτε την Επιθεώρηση Εργασίας Νέας Ιωνίας με τα προαναφερθέντα έγγραφα. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η άρνηση της ενάγουσας να προσφέρει την εργασία της στο Τμήμα Υποδοχής έλαβε χώρα με πρόθεση να εξαναγκασθεί η εναγομένη να την απολύσει με σκοπό να εισπράξει την σχετική αποζημίωση. Ότι, αντίθετα, η ενάγουσα απέκρουσε τη βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, επειδή η εναγομένη προέβη σε αυτή από πνεύμα εκδίκησης έναντι της ενάγουσας, επειδή η τελευταία, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της, απέκρουσε τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της. Ότι η απόλυση της ενάγουσας δεν εδικαιολογείτο από αντικειμενικούς λόγους, που αφορούσαν είτε το πρόσωπό της (ανικανότητα προς εργασία) είτε οικονομικούς - τεχνικούς λόγους, που σχετίζονται με τη λειτουργία της εναγομένης. Δέχεται ακολούθως το Εφετείο, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη και για το λόγο ότι η εναγομένη, παρόλο που τήρησε γι' αυτή τον έγγραφο τύπο, δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι, συνεπώς, η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία και οφείλει για το χρονικό διάστημα από 1.8.2010 έως 31.12.2011, για μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 29.630,08 ευρώ (1.851,88 ευρώ μηνιαίως x 16 μήνες). Μετά τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκρινε ομοίως. Με τους τρεις λόγους της κρινόμενης αίτησης η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση για αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ειδικότερα τα εξής: 1) ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 εδ. α' του ν. 2112/1920 και 281 ΑΚ, αφού τα γενόμενα δεκτά ως άνω γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών και δεν ενέχουν προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, 2) ότι, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και παραβίασε εκ πλαγίου με ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της βλαπτικής μεταβολής της εργασιακής σύμβασης της αναιρεσίβλητης και της καταχρηστικότητας της καταγγελίας αυτής εκ μέρους της αναιρεσείουσας, οφειλόμενης σε εκδικητικότητα λόγω της μη αποδοχής της απόφασης της αναιρεσείουσας να μετακινηθεί η αναιρεσίβλητη από το Τμήμα Πωλήσεων του ξενοδοχείου της στο υποδεέστερο Τμήμα Υποδοχής, οι οποίες (αιτιολογίες) δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, 648, 652 και 281 ΑΚ και 3) ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 9 Αυγούστου 2010 έγγραφης γνωστοποίησης της προσωρινής αλλαγής θέσης εργασίας της ενάγουσας στην Επιθεώρηση Εργασίας της Νέας Ιωνίας, το οποίο έχει το αναφερόμενο περιεχόμενο, προσδίδοντας σ' αυτό έννοια διαφορετική από την πραγματική και συγκεκριμένα ότι η ενάγουσα θα ασκούσε μόνιμα και όχι προσωρινά υποδεέστερα καθήκοντα, με αποτέλεσμα να καταλήξει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η μετακίνηση αυτή συνιστούσε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας και η τελευταία δικαιολογημένα απέκρουσε τη μεταβολή αυτή, ενώ η καταγγελία της σύμβασής της, που επακολούθησε, είναι καταχρηστική και άκυρη. Όλοι οι παραπάνω λόγοι είναι αλυσιτελείς, διότι η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσίβλητης για το λόγο ότι δεν της καταβλήθηκε η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της και δεν πλήττεται με το αναιρετήριο με κανένα λόγο. Επομένως, και οι τρείς ως άνω αναιρετικοί λόγοι κρίνονται αλυσιτελείς και απορριπτέοι. Εν όψει των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτους απορρίπτει την από 4.3.2015 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "... Β.ΑΕ" για αναίρεση της 343/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.