Σύνταξη λόγω θανάτου. Εγκ. Υπ. Εργασίας Φ.11221/493/5/27.7.2018 Σχετ.: Το Σ51/1//3449/4.1.2018 έγγραφό σας. Σε απάντηση του ανωτέρω εγγράφου σας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Με τις διατάξεις του αρ. 12 του ν. 4387/2016, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής, εισάγοντας ενιαίες αρχές και κανόνες, για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης. Με την α.π. Φ80000/οικ.60272/2196/23.12.2016(1) εγκύκλιο της υπηρεσίας μας (ΑΔΑ: ΨΟ4Μ465Θ1Ω-ΡΦΘ) δόθηκαν αναλυτικές οδηγίες για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές, τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, δικαιούνται της σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον: Α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός κι αν φοιτούν σε ανώτερες σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού (ακόμη και αν φοιτούν για απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχιακά προγράμματα ή εκπονούν διδακτορική διατριβή) ή σε ΙΕΚ ή σε Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, οπότε και η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεται έως τη λήξη της φοίτησής τους σε αυτές και σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση του 24 έτους. Β) κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα προς κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητα επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, οπότε η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας και για όσο διαρκεί η ανικανότητα προς κάθε βιοποριστική εργασία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, το ποσό της σύνταξης του θανόντος επιμερίζεται σε ποσοστό 25% για κάθε παιδί. Το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται, αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, δηλαδή διαμορφώνεται σε 50% για κάθε ορφανό τέκνο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του αρ. 5 του ν. 3232/2004, όπως ισχύει, τα αμφοτεροπλεύρως ορφανά παιδιά που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος, με την προϋπόθεση να μην εργάζονται να μην ασκούν κάποιο επάγγελμα ή να μην λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία. Δεδομένου ότι, έως σήμερα δεν έχουν θεσπιστεί, και μέχρι να θεσπιστούν, νέοι ενιαίοι κανόνες για την συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, όλων των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ, τηρουμένων των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων για τη προστασία της εν λόγω κατηγορίας και δεν υφίσταται από τις διατάξεις του ν. 4387/2016 ή άλλου μεταγενέστερου νόμου άλλη πρόβλεψη ως προς τη συνταξιοδότηση της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων, εξακολουθούν να ισχύουν οι προαναφερόμενες διατάξεις της παρ. 5 του αρ. 5 του ν. 3232/2004 ως ειδικότερες των διατάξεων του αρ. 12 του ν. 4387/2016. (1) ΕΑΕΔ 2017 σελ. 157.